Τα παραπάνω δεδομένα προβληματίζουν την επιστημονική κοινότητα που «χτυπάει» καμπανάκι και για την Αττική.
«Ο Μόρνος έχει φτάσει στο όριο των 700 εκατομμυρίων κυβικών, που σημαίνει ότι τα καμπανάκια έχουν βαρέσει. Αν συνεχιστεί η ίδια κατάσταση, θα μπορεί να αντέξει με την ίδια κατανάλωση και χωρίς μέτρα άλλα 2 χρόνια δεν ξέρω. Είναι ήδη οριακά. Δεν υπάρχει περίπτωση να ζήσουμε άλλο ένα τέτοιο έτος χωρίς να σκεφτούμε μέτρα εξοικονόμησης νερού, και κυρίως για το αγροτικό νερό, καθώς το 80% διατίθεται για αγροτική παραγωγή», σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Μιμίκου.
Την ίδια ώρα, σημαντική μείωση παρατηρείται το τελευταίο διάστημα και στην έκταση της τεχνητής λίμνης του Πηνειού στην Ηλεία λόγω της απουσίας βροχών, των υψηλών θερμοκρασιών αλλά και ως αποτέλεσμα του πολύ ήπιου χειμώνα με τις περιορισμένες χιονοπτώσεις.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το climatebook και λαμβάνοντας υπόψη τα δορυφορικά δεδομένα που επεξεργάστηκε η σελίδα από τον δορυφόρο Sentinel-2, στις 22 Ιουλίου 2023 (ένα χρόνο πριν) η συνολική έκταση της επιφάνειας της λίμνης ήταν ~16.6 km², ενώ στις 21 Ιουλίου 2024 υπολογίστηκε ~9.8 km². Σε σύγκριση με την μέση τιμή από το 2010 η έκταση της λίμνης σήμερα είναι 35-40% μικρότερη.
Όπως εξηγεί ο φυσικός- μετεωρολόγος και επιστημονικός συνεργάτης του meteo.gr και του climatebook, Σταύρος Ντάφης, το 2008 που είχαν παρατηρηθεί επίσης φαινόμενα λειψυδρίας στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας, τα νούμερα όσον αφορά την έκταση και τον όγκο νερού που είχαν οι ταμιευτήρες ήταν ακόμη χειρότερα. «Φέτος, αν και δεν έχουμε πλησιάσει ακόμα το 2008, μεσολαβούν ακόμα δύο μήνες σχεδόν μέχρι να αρχίσουν οι βροχές του φθινοπώρου, θα δούμε λίγο χειρότερα νούμερα τους επόμενους μήνες», σημειώνει.
Από τον Ιούλιο του 2023, σύμφωνα με τον κ. Ντάφη, οι βροχοπτώσεις που έχουν σημειωθεί σχεδόν κάθε μήνα, είναι κάτω από το μέσο όρο των τελευταίων 30 ετών. «Αυτό συμβαίνει κυρίως στην ανατολική ηπειρωτική Ελλάδα, στα νησιά του Αιγαίου, Κρήτη και Δωδεκάνησα, και στην Πελοπόννησο. Εξαιρείται η Κυπαρισσία αλλά το μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου βρίσκεται κι αυτό σε πορτοκαλί συναγερμό, στο θέμα έλλειψης βροχοπτώσεων αλλά και ξηρασίας του εδάφους», τονίζει ο κ. Ντάφης και προσθέτει ότι οι δύο καύσωνες του Ιουνίου και του Ιουλίου επιδείνωσαν αυτή την κατάσταση της ξηρασίας. «Το έδαφος μέχρι τον Μάιο, μέχρι τον Απρίλιο δεν ήταν και τόσο ξηρό σε αυτές τις περιοχές. Συνέβη όμως ξαφνική ξηρασία. Η ξαφνική ξηρασία ξεκινάει όταν έχουμε μία ξαφνική άνοδο της θερμοκρασίας φυσικά, ισχυρότερους από το κανονικό ανέμους και περισσότερες ώρες από το κανονικό ηλιοφάνεια, που ενισχύουν την εξάτμιση. Έτσι καταπονούνται και τα δέντρα μέσω της εξατμισοδιαπνοής, αλλά και το έδαφος χάνει στα πρώτα του εκατοστά αρκετό νερό», υπογραμμίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Ντάφης.