Σημαντικό το ιδιόγραφο ημερολόγιο του Βασιλείου Ι. Μαμαλάκη
Μια σπουδαία κιβωτός μνήμης προστέθηκε στο υλικό που αξιοποιώ αναδεικνύοντας την τοπική ιστορία.
Είναι του Βασιλείου Ιωσήφ Μαμαλάκη, γιου ενός μεγάλου οπλαρχηγού. Και το οφείλω στην ανιψιά του κ. Δήμητρα Ρουσσέα που με τίμησε με την εμπιστοσύνη της και την ευχαριστώ ακόμα μια φορά και από τη θέση αυτή.
Ο Βασίλειος έμενε προπολεμικά στην Καλλιθέα και διατηρούσε καφενείο στη Βουλή.
Πέθανε το 1966-67 χωρίς να αφήσει απογόνους.
Από τις σελίδες του ημερολογίου αυτού, γνωρίσαμε έναν ακόμα ήρωα, τον Ιωσήφ Μαμαλάκη από τους σπουδαίους οπλαρχηγούς.
Ο Ιωσήφ Μαμαλάκης γεννήθηκε στο ηρωικό Ροδάκινο το 1832.
Ήταν γιος του Γεωργίου Μαμαλάκη και αδελφός των Ιωάννη, Νικολάου, Εμμανουήλ, Ιωσήφ, Κατερίνας, Σοφίας, Βασιλικής, Χρυσής, Ανεζηνιάς και Δέσποινας Μαμαλάκη.
Από το Ροδάκινο η οικογένεια μετεγκαταστάθηκε στα Αγκουσελιανά, όπου ο Ιωσήφ παντρεύτηκε μια άξια κοπελιά από το χωριό τη Θεοπίστη, κόρη του Γεωργίου Αντωνάκη και της Ειρήνης Κλειδή.
Απέκτησαν πέντε γιους, τον Γεώργιο, τον Ιωάννη, τον Εμμανουήλ, τον Βασίλειο και τον Δημήτριο και δύο θυγατέρες, την Αικατερίνη και τη Μαριγώ.
Ο Ιωσήφ λάτρευε την οικογένειά του και ιδιαίτερα τη γυναίκα του η οποία δυστυχώς τον άφησε πολύ νωρίς.
Αφορμή στάθηκε μια από τόσες περιπέτειες του συζύγου της, που πάσχιζε κι εκείνος για μια γη ελεύθερη από τον βάρβαρο κατακτητή.
Ήταν τότε που κάποιοι σπιούνοι κατέδωσαν στους Τούρκους τον Ιωσήφ για επαναστατική δράση. Τον κατηγόρησαν ότι συγκεντρώνει όπλα για να δράσει παρασύροντας και άλλους σε επανάσταση.
Είχε γίνει αγνώριστος
Οι Τούρκοι δεν έχασαν χρόνο, έσπευσαν να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν στο Σπήλι, όπου κρατούσαν στο εκεί, «καρακόλι» και άλλους καπεταναίους. Στο κολαστήριο αυτό ο Ιωσήφ μαζί με τους άλλους υπέστη αφάνταστες ταλαιπωρίες. Είχε καταντήσει ανθρώπινο ράκος. Το δράμα του δεν άφησε ασυγκίνητο τον Επίσκοπο Λάμπης και Σφακίων Ευμένιος Ξηρουχάκη, που έσπευσε να κάνει διάβημα στον Οικουμενικό Πατριάρχη να μεσολαβήσει στο Σουλτάνο για τον Ιωσήφ και άλλους γενναίους που περνούσαν τα πάνδεινα στα χέρια των Τούρκων. Η παρέμβαση αυτή έπιασε τόπο και ο Ιωσήφ με τους άλλους αφέθηκαν ελεύθεροι.
Γεμάτος χαρά ο ηρωικός καπετάνιος έφθασε στο σπίτι του, αλλά ποια η απογοήτευσή του, όταν η πολυαγαπημένη του γυναίκα δεν του επέτρεψε την είσοδο όταν τον αντίκρισε. Ήταν εντελώς αγνώριστος από τα βασανιστήρια και όλη την ταλαιπωρία που πέρασε. Όταν εκείνος κατάφερε να την πείσει να τον ακούσει και κείνη συνειδητοποίησε ποιον είχε μπροστά της, ξέσπασε σε αναφιλητά ευχαριστώντας τον Θεό για την ευεργεσία του αυτή.
Το σοκ όμως που υπέστη, βλέποντας τον άντρα της σε κείνο το χάλι την έριξε στο κρεβάτι. Οι γιατροί διέγνωσαν δάγκειο πυρετό. Μάταια προσπάθησαν οι καλύτεροι επιστήμονες της εποχής να τη βοηθήσουν να συνεφέρει. Η ασθένειά της στάθηκε μοιραία και της έκοψε το νήμα της ζωής της αφήνοντας ορφανά τόσα παιδιά. Τα δυο μικρότερα μάλιστα, ο Δημήτρης και ο Βασίλης, δεν τη θυμόντουσαν καθόλου. Πέθανε νεότατη τον Φεβρουάριο του 1890 βυθίζοντας στο πένθος το άλλοτε τόσο ευτυχισμένο σπιτικό της.
Η απώλεια αυτή σημάδεψε τη ζωή του Ιωσήφ που αν και νέος δεν επιδίωξε ποτέ τον δεύτερο γάμο. Ο Ιωσήφ έμεινε αφοσιωμένος στην οικογένειά του και στην πατρίδα. Έδρασε στις επαναστάσεις 1866 και 1878 ως βαθμοφόρος. Το 1895-1896 ήταν πληρεξούσιος της επαρχίας Αγίου Βασιλείου.
Η σύνεσή του, η ευφυΐα του, η αφοσίωσή του στις ηθικές αξίες και η λεβεντιά του τον είχαν καταξιώσει στην κοινωνία που ζούσε.
Έτσι έφτασε στα βαθειά γεράματα τιμώμενος από όλους.
Πέθανε ένα Σάββατο, 24 Σεπτεμβρίου του 1917 σε ηλικία 85 ετών.
Γεώργιος Μαμαλάκης
Γιος του Ιωσήφ ήταν ο Γεώργιος Μαμαλάκης από τους σημαντικότερους Ρεθεμνιώτες που λάμπρυναν την τοπική αγορά αρχές του περασμένου αιώνα.
Νεότατος έλαβε μέρος σε απελευθερωτικούς αγώνες τιμώντας τις οικογενειακές παραδόσεις.
Είχε έντονο το αίσθημα της ευθύνης και συμπαραστάθηκε στα αδέλφια του σαν δεύτερος πατέρας όποτε χρειάστηκε.
Είχε πάθος με τη γνώση και είχε αποκτήσει ζηλευτή για την εποχή του με δικές του δυνάμεις.
Η έμφυτη ευγένειά του και το επιβλητικό του παράστημα τον έκανε αξιοπρόσεκτο και υπόδειγμα νέου με αρχές και ιδανικά.
Υπηρέτησε τα πρώτα χρόνια ως δημοδιδάσκαλος στο χωριό του Αγκουσελιανά και αργότερα ως γραμματέας του Πρωτοδικείου Νεαπόλεως. Μετά από λίγο, τοποθετήθηκε στο ίδιο πόστο του Εφετείου Κρήτης. Δεν έμεινε όμως για πολύ στη θέση αυτή. Όταν ήρθε με δεκαπενθήμερη άδεια στον τόπο του, αποφάσισε να φύγει από το δημόσιο. Άνοιξε υφασματοπωλείο και παντρεύτηκε τη Βαρβάρα Κωνσταντίνου Τζαγκαράκη, «Αδελιανού», με την οποία τον συνέδεε μια ψυχική επαφή που σπάνια συναντάς σε ζευγάρια.
Ήταν και ο ίδιος φιλοπρόοδος και είχε μεγάλο πάθος για την προκοπή της πόλης του. Καμάρωνε επομένως τη γυναίκα του που αμέσως σχεδόν μετά τον γάμο άρχισε να ασχολείται με τα κοινά, χωρίς όμως να πάψει να είναι μια υπέροχη σύζυγος, μια τρυφερή μητέρα, μια άριστη οικοδέσποινα.
Οι συζητήσεις τους ήταν λιμάνι και για τους δυο συζύγους που μπορούσαν να γαληνέψουν με το να μοιραστούν προβλήματα, προσωπικές έγνοιες, σκέψεις διάφορες. Ο Γεώργιος εύρισκε στη Βαρβάρα τον ιδανικό σύμβουλο για κάθε θέμα που τον απασχολούσε.
Οι δυσκολίες της ζωής τον εύρισκαν πάντα έτοιμο ν’ αγωνιστεί για να τις ξεπεράσει. Η στωικότητα που έδειχνε σε περιπτώσεις που άλλοι φθάνουν στην άκρη του γκρεμού, από την απελπισία, ήταν παροιμιώδης.
Ακόμα κι όταν στη Γερμανική Κατοχή είδε τα πάντα που είχε δημιουργήσει με τόσο κόπο να γκρεμίζονται, δεν έσκυψε το κεφάλι στη μοίρα του.
Και κατάφερε πάλι να ξαναβρεί τη θέση του στην αγορά και να συνεχίσει να προσφέρει στην τοπική οικονομία, τιμώντας τον κλάδο του με την εντιμότητά του και τη συνέπεια που έδειχνε, κληροδοτώντας τις ηθικές αυτές αξίες στα παιδιά του.
Δημήτριος Μαμαλάκης
Αδελφός του Γεωργίου ήταν ο Δημήτριος που γεννήθηκε στο Ροδάκινο το 1892.
Όπως όλοι οι Μαμαλάκηδες διακρινόταν για τη γενναιότητά του μόνο που αυτός έφθανε και στα όρια της αποκοτιάς. Ιδιαίτερα θαύμαζε τον καπετάν Στυλιανό Κλειδή από το σόι της μητέρας του και ήθελε πολύ να του μοιάσει.
Έτσι δεν είχε κλείσει καλά καλά τα 16 χρόνια του όταν βρέθηκε με δίψα για να προσφέρει στην πατρίδα του, στο σώμα των εθελοντών Μακεδονομάχων που είχε καταρτίσει ο ήρωας Στυλιανός Κλειδής.
Έζησε όλα τα γεγονότα κοντά στον αρχηγό του Μακεδονικού Αγώνα από το 1904 ως το 1908.
Αργότερα, από το 1912 και μέχρι το 1918 ο Δημήτριος, πρόσφερε πολύτιμες υπηρεσίες ως πυροβολητής. Ανήσυχο πνεύμα πάντα δεν έπαυσε να είναι κοντά στο καθήκον, αδιαφορώντας για την όμορφη νιότη του, που έκανε όσους τον έβλεπαν να τον θαυμάζουν. Ήταν ένας «Άδωνης» της εποχής του.
Μόλις τέλειωσε την υποχρέωσή του στην πατρίδα, γύρισε στον τόπο του έχοντας στο μεταξύ ειδικευθεί στη βαφική των υφασμάτων κρητικής ενδυμασίας, των οποίων η ύφανση ήταν ντόπια. Μιλάμε για την εποχή που τα ανθρώπινα χέρια είναι περισσότερο πολύτιμα, αφού λείπουν οι μηχανές που απλοποιούν τη ζωή μας.
Ο Δημήτριος άνοιξε το μαγαζί του στη Μεγάλη Πόρτα εκεί που βρισκόταν παλιά το φαρμακείο Πετρουλάκη κι έγινε εκεί το στέκι κάθε Βενιζελικού και μερακλή της εποχής. Η επιβλητική παρουσία του και το κύρος που ακτινοβολούσε τον έκανε και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Συλλόγου Εφέδρων Πολεμιστών με πολλές διακρίσεις.
Ήταν από τους πλέον σεβαστούς και δημοφιλείς Ρεθεμνιώτες. Αδαμάντινος χαρακτήρας, ανοικτή καρδιά, αλτρουιστής. Σαν να μάντευε την ανάγκη του άλλου έσπευδε να τη θεραπεύσει, χωρίς να δώσει ευκαιρία για εκδηλώσεις ευγνωμοσύνης που τον έφερναν σε δύσκολη θέση. Η φιλοξενία του επίσης ήταν παροιμιώδης.
Χαρά για όλους που περνούσαν από το μαγαζί του ή έφταναν στην πόρτα του. Αγαπούσε τους ανθρώπους και ήταν πάντα κοινωνικός και ανοιχτόκαρδος.
Σαν κάθε Κρητικός με βαθιά δημοκρατικά ιδεώδη, δεν μπορούσε να μην είναι ένθερμος υποστηρικτής του Ελευθερίου Βενιζέλου. Ο Εθνάρχης τον πρόσεξε και σύντομα του χάρισε τη φιλία του, γιατί είχε πάντα αδυναμία στους ντόμπρους, τους σωστούς ανθρώπους και αληθινούς πατριώτες.
Είχε τόσο αναπτυχθεί η φιλία τους, που όταν ερχόταν από το Παρίσι ο Βενιζέλος με την Έλενα, έτρωγαν κάθε Σάββατο μαζί στα Χανιά.
Ο Βενιζέλος χαιρόταν την κουβέντα, το κέφι, το τραγούδι του Δημήτρη Μαμαλάκη. Κι όπως ήταν φυσικό σύντομα τον καθιέρωσε στη χορεία των σημαντικότερων παραγόντων του κόμματος των Φιλελευθέρων.
Περιζήτητος γαμπρός ήταν το όνειρο κάθε καλής οικογένειας που είχε κοπέλα για παντρειά. Εκείνος, εκλεκτικός όπως πάντα, επέλεξε να συνδέσει τη ζωή του με μια όμορφη κοπελιά, την Καλλιόπη Γεωργίου Λαγουβάρδου, από τους Αποστόλους Αμαρίου. Σεμνή και καλόχαρη η Καλλιόπη αποδείχτηκε άξια σύντροφός του. Έγιναν ένα ωραίο ζευγάρι και ζούσαν ευτυχισμένοι. Ο γάμος τους είχε γίνει τον Μάρτιο του 1937. Μόλις είχε καταλάβει η καλή του γυναίκα πως έρχεται νέο μέλος της οικογένεια κι άρχισε να κάνει όνειρα για το μωρό τους, ήρθε η συμφορά. Ήταν 18 Μαΐου 1937.
Όπως το συνήθιζε ο Δημήτριος ετοιμάστηκε για κυνήγι. Λάτρευε τη φύση και με το κυνήγι εύρισκε μια διέξοδο, όπως και τόσοι φίλοι του άλλωστε.
Πριν ξεκινήσει την προετοιμασία, έκανε την καθιερωμένη Κυριακάτικη βόλτα του στην πόλη. Περνώντας έξω από το μαγειρείο του Εμμ. Γύπαρη έγινε αντιληπτός από τους φίλους του Κωνσταντίνο Νικητάκη και Κωνσταντίνο Γαλάνη που τον κάλεσαν να πιει ένα ποτηράκι μαζί τους. Ο καταστηματάρχης μάλιστα βγήκε στο κατώφλι για να τον παρασύρει ευκολότερα.
Ο Δημήτρης δεν έφερε αντίρρηση. Έδειχνε μάλιστα πολύ κεφάτος. Στη συνέχεια συνάντησε κι άλλους φίλους, που συζήτησε μαζί τους ευχάριστα και μάλιστα είχαν να θυμηθούν πολλά που τους έκαναν ακόμα πιο ευδιάθετους. Αλλά κατά το απόγευμα ο Δημήτρης, θυμήθηκε πως είχε καιρό να καθαρίσει το όπλο του. Κατευθύνθηκε στο βαφείο του και περνώντας από το καφενείο του Λαχνηδάκη του παράγγειλε ένα κακάο.
Όταν ο καφετζής, λίγο αργότερα του πήγε την παραγγελία τον βρήκε να έχει αφοσιωθεί στον καθαρισμό του όπλου του. Για να μην του αποσπάσει την προσοχή άφησε το κακάο κι έφυγε.
Δέκα λεπτά αργότερα ακούστηκε ένας ξερός κρότος. Κανένας δεν έδωσε σημασία γιατί γινόταν αγώνας βόλεϋ στον περίβολο του τότε Παρθεναγωγείου και νόμισαν πως ήταν σύνθημα εκκίνησης του αγώνα. Δεν περνούν πέντε λεπτά και ο Λαχνιδάκης πηγαίνοντας να πάρει το δίσκο αντικρίζει το μακάβριο θέαμα. Ο λεβέντης της γειτονιάς ήταν πεσμένος καταγής μέσα στα αίματα. Αμέσως πετιέται έξω ουρλιάζοντας:
«Για τον Θεό γλακάτε κι εσκοτώθηκε ο Μαμάλιος».
Η κακιά ώρα είχε φέρει τη συμφορά. Εκεί που καθάριζε το όπλο τον βρήκε ο θάνατος.
Την επομένη δέσποζε στον τοπικό τύπο η είδηση σε περίοπτη θέση.
Η τοπική κοινωνία έμεινε άναυδη στο άκουσμα. Αδύνατον να το πιστέψει. Ήταν τόσο αγαπητός ο Δημήτριος. Κι όμως χάθηκε τόσο νέος.
Κάποιοι, που συνήθιζαν να βγάζουν συμπεράσματα αβασάνιστα μίλησαν για …αυτοκτονία. Και μόνο οι πέτρες που δεν σηκώθηκαν στο άκουσμα αυτό.
Ο Δημήτρης Μαμαλάκης ήταν η χαρά της ζωής προσωποποιημένη. Έδινε κουράγιο στους πάντες. Ήξερε να παλεύει σε κάθε δυσκολία. Μόλις πριν ώρες καλαμπούριζε με τους φίλους του και ήταν γεμάτος λαχτάρα να πάει στο κυνήγι που είχε προγραμματίσει.
Εκτός όμως από τη γενική αντίδραση που κεραυνοβολούσε τους ανόητους ψιθυριστές ήρθε και η ιατροδικαστική έκθεση να βεβαιώσει τις συνθήκες του ατυχήματος που στάθηκε μοιραίο για ένα τόσο λαμπρό Ρεθεμνιώτη.
Τραγική ειρωνεία να έχει περάσει από τόσες μάχες, να έχει κονταροχτυπηθεί σώμα με σώμα με τον εχθρό, να έχει πάρει μέρος σε τόσες επικίνδυνες αποστολές κι όμως να φύγει τόσο άδικα και τόσο ξαφνικά, τόσο πρόωρα από ατύχημα.
Ο θάνατός του βύθισε στο πένθος την οικογένεια και τους φίλους του, που πάντα τον θυμούνταν με συγκίνηση. Και πίστευαν κάθε φορά που περνούσαν από τη Μεγάλη Πόρτα ότι θα τον δούνε να ξεπροβάλλει απλώνοντας τις φορεσιές για να τις βάψει με την ησυχία του. Θα τους έπιανε με την άκρη του ματιού και θα τους καλούσε να τους φιλέψει πάντα με το ίδιο χαμόγελο.
Στον συγκλονιστικό του επικήδειο ο δικηγόρος Νικόλαος Ανδρουλιδάκης είπε μεταξύ άλλων:
«Δημήτρη Μαμαλάκη. Δεν έσβησες απλά. Μαζί σου κλονίζεται και μια εποχή – που είναι ό,τι ακόμα μένει από τη λεβεντογέννα πατρίδα μας. Γενναίο και αληθινό κι η πονερή αυτή αλήθεια είναι ότι κάνει πικρότερο το αίσθημα του τόσο πρόωρου και τόσο άδικου τέλους σου Όσο θα μένει δυνατή η ανάμνησή σου κι η ωραία ζωή σου παράδειγμα αλαφρόσκεπο και παυσίλυπο το χώμα του τάφου σου αξεχαστε φίλε».
Και με τα λόγια αυτά κάλυπτε όλο εκείνο το πλήθος που είχε συρρεύσει για να συνοδεύσει στην τελευταίο του κατοικία το Δημήτρη με δεκάδες στεφάνια να δείχνουν πόσο σημαντικός ήταν ο άνθρωπος αυτός για τον τόπο του.
Στράτης Μαμαλάκης
Από τους μεγάλους αγωνιστές που κατάφεραν να αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό ήταν κι ο Στρατής Μαμαλάκης. Ένα όνομα που ακουγόταν πάντα με ιδιαίτερο σεβασμό.
Ήταν κι αυτός γόνος της περίφημης οικογένειας των Μαμαλάκηδων που ανατράφηκαν μέσα στη δίνη των ξεσηκωμών για τη λευτεριά κι έγραψαν σελίδες δόξας πολεμώντας τον εχθρό.
Ο Στρατής γεννήθηκε στο Ροδάκινο πιθανότατα το 1858 και μεγάλωνε μέσα στις φλόγες της μεγάλης επανάστασης του 1866. Έτσι από μικρός βίωσε και το χρέος της τιμής και το βαρύ τίμημα που πλήρωσε το χωριό του για τη μεγάλη του συμβολή στους αγώνες.
Αυτές οι εμπειρίες χαλύβδωσαν το χαρακτήρα του και τον προετοίμασαν για τη δική του ώρα που θα έπαιρνε θέση στο μετερίζι για να πολεμήσει τον τύραννο. Στην επανάσταση του 1889 που έμεινε στην ιστορία ως η επανάσταση της Καραβανοξυπολισιάς έδρασαν παντού.
Κι έπειτα ήρθε το δρεπάνι του χάρου να θερίζει μια μια τις ηρωικές αυτές μορφές.
Στις βουνοπλαγιές του Ρούβα το 1890, έπεσε ο Τσάκαλος. Αργότερα σκοτώθηκαν στην Αθήνα ο Λιάπης κι ο Γαλάνης.
Ο Καπετάν Στρατής παρέλαβε τότε μόνος του την αρχηγία του Σώματος και συνέχισε τον αγώνα για τη λευτεριά της Κρήτης. Κι όταν μετά στα 1897 χάραξε το πρώτο φως, ο δοξασμένος καπετάνιος προσελήφθη από την Κρητική Πολιτεία, η οποία του ανέθεσε διάφορα καθήκοντα στη Χωροφυλακή.
Κι ήρθε μετά το κάλεσμα από την Ήπειρο και τη Μακεδονία, στο οποίο από τους πρώτους ανταποκρίθηκε ο Στρατής. Και στους Βαλκανικούς αλλά και στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο τίμησε τον τόπο και τη γενιά του.
Ήταν γέρος πια όταν πήρε μέρος στην εκστρατεία των Δαρδανελλίων αλλά κι εκεί διακρίθηκε με τη φλόγα στην καρδιά εφήβου.
Με το τέλος του ευρωπαϊκού πολέμου αποστρατεύθηκε κι έλαβε σύνταξη ανθυπασπιστού. Δυο γιοι του έμειναν να συνεχίσουν τη δράση του. Ο Λεωνίδας που πολέμησε στο Γαλλικό μέτωπο και ο Κλέαρχος. Στα χρόνια της ειρήνης ο καπετάν Στρατής ποτέ δεν θέλησε να αναφερθεί στα κατορθώματά του. Σεμνός πάντα απέφευγε να απαντά στους επαίνους εκείνων που τον γνώριζαν. Κι όταν έβλεπε πως δεν σταματούσαν την υμνολογία τους έκοβε με το δωρικό του ύφος λέγοντας: «Έκανα απλά το χρέος μου».
Ο Στρατής ήπιε με αξιοπρέπεια το πικρό ποτήρι της απώλειας χάνοντας τον Κλέαρχο που σκοτώθηκε το 1922 στη Χίο.
Ένοιωθε περηφάνια και δεν βαρυγκώμησε ποτέ.
Πέθανε το 1938 και το Ρέθυμνο τον θρήνησε γιατί ήταν ένας από τους τελευταίους της γενιάς των ημίθεων που είχαν πάρει μέρος στους μεγάλους ξεσηκωμούς του νησιού.
Πηγές:
Στυλιανού Πετρουλάκη (ανάρτηση στο διαδίκτυο).
Ευάγγελου Σ Φρόνιμου: Στρατής Μαμαλάκης (νεκρολογία).
Μαρτυρίες Λεωνίδα Καούνη στην Εύα Λαδιά.
Εύας Λαδιά: Δημήτριος Ιωσήφ Μαμαλάκης: Ένας σημαντικός άνθρωπος με άδοξο τέλος «Ρεθεμνιώτικα Νέα» (26-3-2015).
Ανακομιδή οστών Κλέαρχου Μαμαλάκη: «Κρητική Επιθεώρηση»: 1925.
Βασιλείου Ι. Μαμαλάκη: Μαρτυρίες.
Κρητική Επιθεώρηση: «Το προχθεσινό τραγικό δυστύχημα» (φ. 18 Μαίου 1937).