Της ΕΥΑΣ ΛΑΔΙΑ
Όπως γίνεται συνήθως με τις παγκόσμιες ημέρες, έγινε προχθές λόγος για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Και μεις θυμηθήκαμε άπειρες περιπτώσεις καταπάτησής τους χωρίς έλεος.
Ποιος μπορεί να ξεχάσει αλήθεια τα «Νοεμβριανά» που έχουν σχέση με τον Ελευθέριο Βενιζέλο;
Όπως αναφέρει σε άρθρο του ο Γιάννης Θ. Διαμαντής, στις 18 Νοεμβρίου 1916, γράφεται μία από τις μελανότερες σελίδες της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας: Τα Νοεμβριανά, οι επιθέσεις των αντιβενιζελικών οπαδών του βασιλέα Κωνσταντίνου ενάντια στους οπαδούς και φίλους του μέχρι πρότινος πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου, με αφορμή την απόβαση γαλλικών στρατευμάτων στον Πειραιά και την Αθήνα.
Η Ελλάδα είναι διχασμένη ανάμεσα στο «Κράτος των Αθηνών» και το «Κράτος της Θεσσαλονίκης», ύστερα από το Κίνημα της «Εθνικής Άμυνας» και την ίδρυση της Προσωρινής Κυβερνήσεως του Ελευθέριου Βενιζέλου με έδρα την συμπρωτεύουσα.
Οι δύο παρατάξεις είχαν και αντίθετες θέσεις σχετικά με το αν έπρεπε η Ελλάδα να συμμετάσχει στον πόλεμο, και με ποια πλευρά συνέφερε την Ελλάδα να συμπαραταχθεί.
Θύμα και ο δήμαρχος
Ανάμεσα στα θύματα των ακραίων βιαιοτήτων των αντιβενιζελικών ήταν και ο τότε δήμαρχος Αθηναίων, εθνικός ευεργέτης και πατέρας της σπουδαίας Ελληνίδας συγγραφέως, Πηνελόπης Δέλτα.
«Ανήκων από της εξεγέρσεως του Γουδί εις την επιβληθείσαν νέαν τάξιν πραγμάτων, εθαύμαζε και ενίσχυε τον Βενιζέλον. Πατριώτης όμως ειλικρινής εθώρει ως στοιχείον εθνικής ακμής τον Κωνσταντίνον, του οποίου η εικών εκόσμει τας αιθούσας του Αθηναίου δημάρχου. Ολόκληρος η βασιλική οικογένεια παρευρίσκετο συχνά εις τας δεξιώσεις του Μπενάκη και δεν είχαν τα φιλανθρωπικά καθιδρύματα της βασιλίσσης προθυμότερον αυτού χορηγόν».
Ιδιαίτερα όμως ταλαιπωρήθηκε κι ένα Ρεθεμνιωτάκι από το Αρκάδι, ο Δημήτρης Δασκαλάκης. Αφού έζησε μέρες και νύχτες κόλασης από τους αντιβενιζελικούς δημίους του αφέθηκε ελεύθερος.
Είχε όμως την ευκαιρία να καταγγείλει την ταλαιπωρία του στον τύπο δίνοντας μια εξαιρετικού ενδιαφέροντος συνέντευξη στην οποία ανέφερε και τα εξής: «Η σύλληψις μου έγινε το απόγευμα της Παρασκευής 18 Νοεμβρίου, της τραγικής ημέρας που εδόλοφονήθησαν οι Γάλλοι. Το πρωί της ιδίας ημέρα, είχα κατέβει εις τον Πειραιά και είδα τους Γάλλους ν’ αποβιβάζονται γελαστοί. Όταν εγύριζα με το τραίνο είδα τους απαίσιους «επίστρατους’ εν αλαλαγμώ να περιτρέχουν τα χωράφια τα πέραν του Θησείου με το τουφέκι στο χέρι δια να συναντήσουν πεζοναύτας Γάλλους, αλλ’ αυτό δεν ήρκει δια να ευχαριστηθούν. Έγιναν τα θλιβερά γεγονότα. Οι «Επιίστρατοι» είχαν σφάξει τους Γάλλους αλλ’ αλλ’ αυτό δεν ήρκει δια να ευχαριστήσουν τον προδότην Βασιλέα, και γι’ αυτό εξεχύθησαν εις τους δρόμους να σφάξουν και τους Βενιζελικούς πολίτας. Εγώ ειργαζόμην ως υπάλληλος εις την υπηρεσίαν της Αγγλικής Πρεσβείας. Ο γραμματεύς της Πρεσβείας επέβη του αυτοκινήτου του το απόγευμα δια να μεταβή εις το σπίτι του, πλησίον του σταθμού Μακρυγιάννη.
Η θέσις μου ήτο πλησίον του σωφέρ. Εις την οδόν Σταδίου. Πλατείαν Συντάγματος και λεωφόρον Αμαλίας, οπόθεν επέρασε το αυτοκίνητον, χαλασμός κόσμου από τους ταραξίας που είχαν γίνει κύριοι της καταστάσεως. Όταν εφθάσαμεν εις το Ζάππειον αρχίζει το τουφεκίδι εναντίο μας. Αι σφαίρες διεσταυρόνοντο επάνω παο τα κεφάλια μας, και οι κακοποιοί ουρλιάζοντες ως άγριοι εφώναζον : «Νάτοι οι σενεγαλέζοι», «θάνατος στους προπαγανδιστάς».
Μέχρι των στύλων του Ολύμπου Διός μας επυροβολούσαν ακαταπαύστως όταν το αυτοκίνητον εσταμάτησε, μας πλησιάζει ενας ανθυπολοχαγός.
«Είμαι ο Γραμματεύς της Αγγλικής Πρεσβείας». Είπεν ο Άγγλος προς τον Αξιωματικόν. Εν τω μεταξύ κατέφθασαν τα πλήθη των «επιστράτων» και των στρατιωτών.
– Λοιπόν τι θέλετε; Ηρώτησε ο Άγγλος.
– Εμπρός ήτο η απάντησις του ανθυπολοχαγού. Και οι ανθρωποφάγοι του έκπτωτου βασιλέως επέπεσαν εναντίον μας. Μου έδεσαν τα χέρια με το ίδιο το ζονάρι μου. Μου εξέσχισαν τη μόνιμον άδειαν οπλοφορίας. Ο σωφέρ διετάσσετο πλέον από αυτούς, μια κάνη περιστρόφου ετέθη υπέρ την κεφαλήν του. Και ο ατυχής δεν ηδύνατο να αρθρώσει λέξιν. Μέσα εις τον αυτοκίνητον ήλθε και εκάθησε δίπλα μας ένας υπενομοτάρχης, ο οποίος εδοκίμαζε την αντοχήν της γυμνής ξιφολόγχης του επί της κεφαλής μου! Και όλα αυτά μπροστά εις τα μάτια του γραμματέως της Αγγλικής Πρεσβείας. Εισήλθον εις ένα στενό της Πλάκας. Ητο το σπίτι του προέδρου των «Επιστρατων» Χρισάκου. Ο Γραμματεύς εισήλθεν ως αιχμάλωτος. Εγώ ηκολούθουν δεμένος. Με… ηρεύνησαν. Δηλαδή μου επήραν ανεπιστρεπτεί το πορτοφόλι μου περιέχον 445 δραχμάς, μια χρεωστικήν απόδειξιν 35 δραχμών και τα πιστοποιητικά της ταυτότητάς μου.
Μου επήραν επίσης το πιστόλι μου, το ωρολόγιο μου με την καδένα μου, μου έβγαλαν δε και τα δακτυλίδια μου ακόμη! Αλλ’ αν ήσαν μόνο αυτά.. όλοι εν χορώ ήρχισαν να κτυπούν. Και οι στρατιώται διατασσόμενοι από τον ανθυπολοχαγόν συνεπλήρωναν με τον υποκόπανον. Δεν εγνώριζα πλέον τι απέγινεν ο γραμματεύς της πρεσβείας, το αυτοκίνητον και ο σωφέρ. Εξηκολούθουν να με κτυπούν ενώ ήμην πάντοτε δεμένος με το ζωνάρι μου, χωρίς κανένα αίσθημα ανθρωπισμού να φαίνεται ότι υπήρχε μέσα των. Τέλος ο ανθυπολοχαγός εφρόντισε με μερικές δυνατές γροθιές, να μου ματώσει την μύτην και τα δόντια δια να μην έχω γερόν κανένα μέλος του σώματός μου. Προτιμότερον να με θανάτωναν αμέσως.
5 Ιανουαρίου 1917
Εις την Εισαγγελίαν είδα και άλλα περισσότερα φοβερά πράγματα. Ολοι εγνώρισαν στην Αθήνα τον περιβόητον Ντίνον Πικουλάκιν, ενα μελαμψό Μανιάτη με μαύρα γένια που περιεφέρετο εις τα χαυτεία εκβιάζων γνωστούς και αγνώστους δι’ ένα δίδραχμον.
Ε, αυτός λοιπόν κύριοί μου, έχει σπουδαίαν θέσιν πλησίον του αλκοολικού συζύγου της Γερμανίδος, τον οποίον ανεγνωρίζομεν μέχρι προς τίνος ως Βασιλέα.
Ο Πικουλάκις έφερε στολήν αξιωματικού, περιεστοιχίζετο από δεκάδα μπράβων και ίστατο οπλισμένος προ της θύρας του Εισαγγελέως, επιφορτισμένος με την εμπιστευτικήν υπηρεσίαν να δίδη τας δέουσας συστάσεις δι’ ένα έκαστον των υπο ανάκρισιν συλλαμβανομένων! Αφού προηγήθη η σχετική σύστασις από μέρους του Πικουλάκη ότι ήμην Βενιζελικός και μάλιστα Κρης, και επι πλέον ότι υπηρέτουν εις την Αγγλικήν Πεσβείαν, το κεφάλι μου ετέθη εις τον ντορβάν. Κατ’ ευθείαν εις τον ανακριτήν κ. Μεϊτάνην.
«Τι θα κάμομεν αυτόν εδώ»; Ερωτά ο γραμματεύς του δι εμέ. Και ο ανακριτής απαντά με την μεγαλυτέραν ασφάλειαν: «Βενιζελικός αφού είναι να τους απαγγείλης την κατηγορίαν της μόδας, και να του δίνει σύντομα και του λόγου του, γιατι έχουμε πολλούς σαν κι αυτόν».
Μου απηγγέλθη λοιπόν η κατηγορία της μόδας. Ούτε λίγο, ούτε πολύ, επι εσχάτη προδοσία! Το αποτέλεσμα είναι ότι χάρις εις την επέμβασιν της πρεσβείας, κατόρθωσα, αν και κάπως αργά, να γλυτώσω από τα χέρια του δημίου, και ευρίσκομαι σήμερον εις την ευχάριστον θέσιν να θεωρώ τα φοβερά παθήματά μου αναμνήσεις.
Α, ελησμόνησα το κυριώτερον. Όταν ευρισκόμουνα μέσα εις το γραφείον του Εισαγγελέως ήκουσα κρότον περιστρόφου. Ο κλητήρ είπεν εις τον Εισαγγελέα: «Δεν είναι τίποτα. Το όπλον του σκοπού επήρε φωτιά κατά λάθος». Όταν όμως εβγήκα εις τον προθάλαμον, ήκουσα τους διάφορους που ήσαν συνηθρισμένοι εκεί, να λέγουν, ότι μεταξύ των συλληφθέντων, ο Πικουλάκης είχε διακρίνει κάποιον με τον οποίον είχε προηγούμενα, και χωρίς να χάσει καιρόν, ετράβηξε το περίστροφον του και τον εξάπλωσε νεκρόν!
Που να θυμηθώ τώρα όσα φρικώδη όργια είδα.
Εις την φυλακήν επληροφορήθη τι είχε συμβεί εις το σπίτι του Καπετάν Σκουντρή, ενός αληθινού ήρωος Κρητός οπλαρχηγού, όστις εκτός από την δράσιν του εις τας Κρητικάς επαναστάσεις, είναι και ο πρώτος Ελλην ο εισελθών εις Μακεδονικόν σώμα, κατόπιν συνεννοήσεως με την Ελληνικήν Κυβέρνησιν. Η δράσης του Καπετάν Σκουντρή έχει αναγνωρισθή και επισήμως από του Υπουργείου των Εξωτερικών.
Όταν ο αείμνηστος Παύλος Μελάς εισήλθεν εις την Σιατισιαν εύρεν εκεί πληγωμένον τον Καπετάν Σκουντρή. Αλλα και εις τους δύο τελευταίους πολέμου το Σώμα του Καπετάν Σκουντρή προσέφερε μεγάλην θυσίαν αίματος εις την πατρίδα και έγραψε σελίδας αυθάστου ηρωισμού επι των μαχών.
Εις το σπίτι λοιπον του εθνικού αυτού ανδρός εισήλθον οι βάνδαλοι και αφού εσύλησαν παν ο,τι εύερον, τας εικόνας του μεγάλου αρχηγού του Εθνους Ελευθερίου Βενιζέλου, αι οποίαι ήσαν ανηρτημέναι μέσω ανθέων, σημαίας Ελληνικάς και Αγγλικάς όπλα αργυρά με ιστορικήν αξίαν και όλην την εμπιστευτικήν αλληλογραφίαν του γενναίου οπλαρχηγού με το κομιτάτον από του 1903, μέχρι του 1908, ανεσκάψαν και την αυλήν δια να ανακαλύψουν όπλα. Αφού δεν απογοητεύθυσαν απ’εκεί, κατέβηκαν και εις το πηγάδι ακόμη! Τίποτε όμως δεν ικανοποίησε την μανίαν των. Και τα όργανα του Τυράννου, έθραυσαν και αφήρεσαν τα πάντα, μη παραλείψαντες μάλιστα να απειλήσουν και αυτήν τη συζύγόν και τα μικρά τέκνα του διαφυγόντος καπετάνιου!…» Κρητική Επιθεώρηση (1922).
Οι αιχμάλωτοι στο Γκέρλιτς
Και μια ακόμα περίπτωση από τις πολλές καταπάτησης ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον βωμό της πολιτικής.
Την Άνοιξη του 1916, στην κορύφωση του Εθνικού Διχασμού, η Κυβέρνηση Σκουλούδη αποφάσισε την παράδοση της οχυρωματικής γραμμής του Ρούπελ στις Γερμανοβουλγαρικές δυνάμεις. Η παράδοση του Ρούπελ οδήγησε στη Β΄ Βουλγαρική Κατοχή της Ανατολικής Μακεδονίας.
Προς το τέλος Αυγούστου του 1916, το ελληνικό Δ΄ Σώμα Στρατού με απόφαση του διοικητή του Ιωάννη Χατζόπουλου, αποφάσισε αντί να αιχμαλωτιστεί από τους Βουλγάρους, να παραδοθεί εθελοντικά στους Γερμανούς. Πράγματι, στις 18 Αυγούστου το Δ’ Σώμα (που αποτελούνταν από περίπου 7.000 αξιωματικούς και οπλίτες) ξεκίνησε από τη Δράμα, με προορισμό το στρατόπεδο της πόλης Γκέρλιτς της Γερμανίας.
Αναφέρει για τις συνθήκες κράτησης ο αιχμάλωτος Μιχαήλ Κοζύρης Ανθυπολοχαγός του 87ου Συν/τος: «Μετά την άφιξιν μας εις Γκέρλιτς οι Βασιλικοί αξιωματικοί ήρχησαν τα πρωτόκολλά εναντίον ολων των Βενιζελικών αξιωματικών ζητούντες την φυλάκισήν μας και ει δυνατόν τον τουφεκισμόν μας, διότι κατ’ αυτούς ήτο φοβερόν να υπάρχωσιν ακόμη και εν Γερμανία προδόται Έλληνες αξιωματικοί.
Υπό τοιούτον διωγμόν διετελέσαμεν εκ μέρους των Ελλήνων κυρίως βασιλοδούλων αξιωματικών έως ότου παρητήθει ο τέως οπότε ούτοι εξήφθησαν ακόμη περισσότερο εναντίον μας διοτι μας εθεώρουν επικίνδυνους ει την ενεργουμένην Βασιλικήν εξ Ελβετίας προπαγάνδαν οπόθεν πλέον εδιοικείτο ολόκληρον το Σωμα.
Αιφνιδίως την 30 Δεκεμβρίου 1917 συνελήφθησαν 23 Βενιζελικοί αξιωματικοί και εστάλησαν εις τα φυλακάς. Μετά δύο ημέρας από της φυλακίσεως των έφθασεν ο υπασπιστής του εκπτώτου Παπαρηγόπουλος κομίζων διαταγάς δια το Σώμα.
Κατά τας εορτάς ομίλησε προς τους στρατιώτας συνιστών εις αυτούς να μείνουν πιστοί εις τον Βασιλέα των, όστις εξηναγκάσθη παρά της Αντάντ να φύγει εκ της Ελλάδος χωρίς όμως και να παραιτηθεί, και τον οποίον πρόκειται ως έλεγε, να επαναφέρουν θριαμβευτικώς εις τον θρόνον του αι σιδηραίγερμανικαίστρατιαί του Μάκενσεν. Ο Παπαρηγόπουλοςεβεβαίου ακόμη ότι το αιχμαλωτισθέν Σώμα θα απετέλει την τιμητικήν φρουράν του Βασιλέως και ότι αυτό θα απελευθέρου τον Ελληνικόν λαόν από τον Ανταρτικόν ζυγόν. Μεταξύ των δοθεισών υποσχέσεων ελέχθηακόμη υπο του υπασπιστού ότι το Σώμα θα έφερεν ιδιαιτέραν στολήν εις τας Αθήνας ως ιδιαιτέρα τιμητική φρουρά τους Ανακτος.
Συγχρόνως προς τας ενεργείας ταύτας εκλήθησαν οι αξιωματικοί εις την Λέσχην δια να τοις ανακοινωθούν αι διαταγαί του Βασιλέως. Εις την προσκλησιν ταύτην εγώ δεν υπήκουσα και δεν παρέστην. Κατόπιν έμαθα ότι εις την συγκέντρωσιν ταύτην ο Παπαρηγόπουλος συνέστησεν εις του αξιωματικούς να ομονοήσωσι και να συνασπισθώσι περι τον Βασιλέαν λησμονούντες τους 23 φυλακισμένους συναδέλφους των.
Κατόπιν ωμίλησεν ο αποθανών Σωματάρχης Χατζόπουλος, παρακαλέσας τον υπασπιστήν να βεβαιώση τον Βασιλέα Κύριον τον δια την πίστιν και αφοσίωσιν των αξιωματικών και οπλιτών οι οποίοι ηνωμένοι είναι έτοιμοι να χύσωσι και την τελευταίαν ρανίδα του αίματός των υπέρ Αυτού.
Μετα τας δηλώσεις ταύτας 13 έτεροι αξιωματικοί μεταξύ των οποίων και εγώ εκάμαμεν αναφοράς εις το Σώμα διαμαρτυρόμενοι δια την προδοτικήν στάσιν του, καθ’ ην στιγμήν η Πατρίς ετέθη εις το πλευρόν της μιας των διαμαχομένων ομάδων, δηλούντες συγχρόνως ότι αρνούμεθα να γίνωμεν συνεργοί της στάσεως ταύτης παραμένοντες εις το Σώμα.
Το αποτέλεσμα των αναφορών τούτων ήτο να οθώμεν εις τα φυλακάς μετά των αλλων 23 αξιωματικών. Η Φυλακή εις την οποίαν ερρίφθημεν ήτο εν υγρόν σκοτεινόν φρούριον «ΚάϊζερΤρούτς», «δια την προστασίαν του Κάϊζερ» όπως μεταφράζεται. Από εκεί ωδηγήθημεν εις το στρατόπεδον αιχμαλώτων αξιωματικών εις Βέρλ της Βετσφαλίας.
Εις το στρατόπεδον τούτο όπου εκρατούντο και οι αλλοι Πολωνοί αιχμάλωτοι ήρχισαν τα φοβερά βάσανα μας εκ πεινής. Επι εν έτος εζήσαμεν με πατάτες και λαχανόριζας και πολλές φορές από μια σουπώδη μάζαν με αλευρόχωμα. Ημερησίως μας έδιδον 250 γραμμάρια μαύρο ψωμί από ξυλάλευρον πικρόν και αηδέστατον ακατάλληλον προς βρώσιν.
Μένοντες περιορισμένοι εις το στρατόπεδον τούτο καθ’ έκαστην υπεβάλλομεν αναφοράς προς την Ελληνικήν Κυβέρνησιν δια να μας αποστείλη τρόφιμα τα οποία και αν εστάλησαν ουδέποτε μας εδόθησαν υπό των Γερμανών εφαρμοζόντων ως έλεγχον αντίποινα εναντίον μας δια τους εν Σκώρω κρατουμένους υπό της Ελληνικής Κυβερνήσεως Γερμανούς.
Ο μισθός των αξιωματικών εν τω στρατοπέδω της αιχμαλωσίας ήτο 10 φράγκα μηνιαίως, καθ’ ην στιγμήν γύρω μας επεκράτει τόση ακρίβεια ώστε το κάθε τσιγάρο ετιμάτο προς 10 λεπτά.
Μας είχεν απαγορευθεί αυστηρώς οιαδήποτε αλληλογραφία. Καθ’ ημέραν εξηρχόμεθα κατά τετράδας και υπό επίβλεψιν εις δίωρον περίπατον αφού προηγουμένως εδίδομεν και τον λόγον της τιμής μας ότι δεν θα εφεύγαμεν με απειλήν θανάτου εις εναντίαν περίπτωσιν.
Οι αξιωματικοί και στρατιώται οι παραμείναντες εις Γκέρλιτς επέρασαν πολύ καλυτέραν ζωήν, διότι οι μεν αξιωματικοί επληρώνοντο εις ακέραιον τον μισθόν των και ετροφοδοτούντο επιμελέστερον, οι δε στρατιώται ηδύναντο και να εργάζωνται πολλοί δε εξ αυτών εμπορευόμενοι εκέρδισαν και χρήματα.
Οι Γερμανοί κατά τη άφιξίν μας εις Γκαϊρλιτς μας είδαν με «κακό μάτι» σιγά-σιγά όμως μας εσυνείθισαν εις την συνήθειαν δε αυτήν προηγήθησαν αι γυναίκες των μετά των οποίων αξιωματικοί και στρατιώται μας συνήψαν τρυφερωτάτας σχέσεις. Πολλοί εξ αυτών Γερμανοί την ψυχήν ενυμφεύθησαν γερμανίδας και θα παραμείνουν ασφαλώς εις την εκ κλίσεως πατρίδα των τουτην προδίδοντες ούτω αισχρώς τη φύσι ην πατρίδα ήν δια παντός ηρνήθησαν.
Θα ήμουν άδικος να μην αναμνησθώ την στιγμήν ταύτην δια λογαριασμόν όλων των Ελλήνων αιχμαλώτων πόσων ευεργεσιών ετύχομεν εκ μέρους των Γερμανίδων.
Το φρόνημα του στρατού μας ήτο διηρημένον. Οι Κρήτες μας στρατιώται ήσαν Βενιζελικοί, οι εκ της Παλαιάς Ελλάδος κατά το πλείστον Βασιλόφρονες. Η αυτή διαίρεσις ισχύει και δια τους αξιωματικούς πλην ελαχίστων εξαιρέσεων αι οποίαι με τον καιρόν θα έλθουν εις φως.
Όλοι οι Κρήτες αξιωματικοί το έδειξαν και μέσα στη Γερμανία.
Εκ των αιχμαλώτων ελάχιστοι απέθανον εκ της κακής διαίτης και όσοι κυρίως υπέφερον και πρότερον».
Αυτά γίνονταν στο παρελθόν σε βάρος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Μήπως σήμερα είναι καλύτερη η κατάσταση; Μάλλον τα πρόσωπα αλλάζουν και οι σκοπιμότητες παραμένουν ίδιες και χειρότερες. Έτσι δεν είναι;;;