Είναι πολλές οι αναφορές των ερευνητών της τοπικής ιστορίας για γυναίκες που έπεσαν θύματα βίας από κουρσάρους και κατακτητές.
Ανάμεσα στις τόσες ιστορίες και η περίπτωση της Κατερίνας Λαρίου που στάθηκε και σωτήρας για τον τόπο της
Ήταν μια πανέμορφη κοπέλα η Κατερίνα. Όλος ο Μέρωνας μακάριζε τον Ιλλαρίωνα Μόσχο (Μοσχάκη) και για τη θυγατέρα του. Καλότροπη και νοικοκυρά, άξια σε όλα. Στα 1801 είδε το πρώτο φως της ζωής. Και μεγάλωνε σύμφωνα με τις παραδόσεις του τόπου της. Η καλλονή του Μέρωνα ακουγόταν και Λάριου, από το όνομα του πατέρα, κάτι πολύ συνηθισμένο στην εποχή να ακούγεται σαν επίθετο το πατρώνυμο.
Σαν γνήσια Μερωνιανή, η Κατερίνα, εκτός από φυσική ομορφιά, διέθετε έντονη προσωπικότητα, αλλά από νωρίς φανέρωνε και έντονη δίψα για κάθε τι πνευματικό.
Με τις αρετές της αυτές ξεχώριζε, τόσο, που ο θρύλος πήρε στα φτερά του πολλά στοιχεία από τη ζωή της και όπως ήθελε ο άνεμος της προφορικής παράδοσης, έφτασαν κάποια πράγματα από τη ζωή της στις μέρες μας.
Πουλήθηκε σκλάβα τέσσερις φορές.
Για την αρπαγή της μια προφορική παράδοση αναφέρει ότι, κάποιος Τούρκος Πασάς γοητευμένος από την ομορφιά της, έβαλε να την απαγάγουν.
Κατά μια άλλη εκδοχή το 1823, όταν οι Τούρκοι προσπαθώντας να καταστείλουν την επανάσταση έφθασαν και στο Μέρωνα, συνέλαβαν με άλλα γυναικόπαιδα και την Κατερίνα και την έσυραν στα σκλαβοπάζαρα, όπου και πουλήθηκε σκλάβα τέσσερις φορές. Τελευταία την αγόρασε ένας Αλεξανδρινός έμπορος, ο οποίος την επήγε στην Αίγυπτο, όπου την αγόρασε ο Σύριος μπέης Παρασαμνής και την οδήγησε στο Βερούτι όπου διέμενε.
Το στοιχείο ότι πωλήθηκε τέσσερις φορές, είναι απολύτως ακριβές, αφού και η ίδια το ανέφερε, όταν στα γεράματά της, διηγιόταν τα πάθη της.
Ο Παρασαμνής την παντρεύτηκε και είχαν να λένε για τη λατρεία του στο πρόσωπό της. Η αδυναμία που της είχε φαινόταν και από την ελευθερία που της έδινε να πηγαίνει όπου ήθελε και γινόταν θυσία για να μην της λείψει τίποτα.
Εκείνη, όμως, δεν μπορούσε να χαρεί τίποτα από τη ζωή της αυτή, μέσα στη χλιδή, καθώς την έτρωγε η νοσταλγία για τον τόπο της και τους δικούς της. Έκανε δυο παιδιά που φρόντιζε η ίδια με στοργή, αλλά ακόμα κι όταν τα έσφιγγε στην αγκαλιά της, ένοιωθε σαν να μην τα είχε γεννήσει. Την ενοχλούσε ότι ήταν «Τουρκάκια» που τα ανάτρεφε, όπως ήθελε ο άντρας της και θα γινόταν κάποτε κι αυτά εχθροί της πατρίδας της.
Πέρασαν δώδεκα ολόκληρα χρόνια αλλά η Κατερίνα δεν κατάφερε να προσαρμοστεί στη ζωή που της πρόσφερε ο άνδρας της κι ας ήταν τυλιγμένη στο μετάξι και τα πιο ακριβά διαμαντικά στόλιζαν την ομορφιά της.
Με την ελευθερία των κινήσεων που διέθετε, δημιούργησε στενή φιλική σχέση με μια οικογένεια Χριστιανών, που έτυχε να συναντήσει, στην οποία και ο άντρας της Κατερίνας είχε εμπιστοσύνη.
Όταν η Μερωνιανή καλλονή βεβαιώθηκε ότι ο αρχηγός της οικογενείας αυτής, Χατζηβασίλης λεγόταν, θα τη βοηθούσε να δραπετεύσει, δεν έχασε καιρό.
Η μεγάλη απόφαση
Με σπαραγμό αλήθεια, περίμενε να ξυπνήσουν τα παιδιά της. Τα έντυσε, τα κτένισε, τα φίλησε κι έφυγε δήθεν για ένα περίπατο. Δεν ξαναγύρισε.
Κατά μια εκδοχή ο Χατζηβασίλης τη βοήθησε να διαφύγει με ένα καραβάνι που πήγαινε στα Ιεροσόλυμα. Άλλη πάλι εκδοχή αναφέρει ότι δραπετεύοντας από το Βερούτι κατάφυγε στη Μονή Καλογραιών στην Τήνο. Μπορεί και οι δυο εκδοχές να ευσταθούν, γιατί η Κατερίνα λεγόταν και Χατζήνα, επομένως θα είχε περάσει από τους Αγίους Τόπους.
Αλλά και η περίπτωση του μοναστηριού επιβεβαιώνεται από τα γεγονότα που ακολούθησαν.
Ο άντρας της όταν συνειδητοποίησε ότι η γυναίκα του εξαφανίστηκε, λίγο έλειψε να τρελαθεί.
Εγκατέλειψε τα πάντα και άρχισε να τη γυρεύει παντού. Έφθασε και στο μοναστήρι. Εκεί υποχρέωσε τις καλόγριες να περάσουν μία μία από μπροστά του.
Πέρασε και η Κατερίνα τρέμοντας και προσευχόμενη στην Παναγία να μην την αναγνωρίσει. Πράγματι έτσι όπως ήταν τυλιγμένη στο ράσο της, ήταν φυσικό μέσα στην παραζάλη του εκείνος να μην την καταλάβει.
Απελπισμένος πια αποφάσισε να γυρίσει πίσω στα παιδιά του. Και τους αφοσιώθηκε επειδή έβλεπε σ’ αυτά την αγαπημένη του γυναίκα.
Στον δρόμο της επιστροφής
Η Κατερίνα όταν πια κατάλαβε ότι δεν κινδύνευε, πήρε τον δρόμο του γυρισμού, κρατώντας δυο λαμπάδες για την εκκλησία του χωριού της. Όταν έφθασε επιτέλους εκεί, ήταν απερίγραπτη η συγκίνηση που ένοιωσε, αλλά και οι δικοί της δεν ήξεραν πως να εκφράσουν τη χαρά τους, που επιτέλους την ξανάβρισκαν.
Τότε άρχισε η όμορφη Μερωνιανή να ξαναζεί, αναπνέοντας το μυρωμένο αέρα του χωριού της και απολαμβάνοντας την αγάπη των δικών της και των χωριανών που την είχαν καμάρι και περηφάνια τους.
Όταν τους διηγιόταν τις περιπέτειές της, έτυχε να τη ρωτήσουν, πως ένοιωθε μακριά από τα παιδιά της και πως άντεξε να τ’ αποχωριστεί.
– Τα λυπήθηκα τους απάντησε. Μα ήταν Τουρκάκια. Τα κτένισα, τα φίλησα και με τη βοήθεια του Χατζηβασίλη εδραπέτευσα.
Τις δυο μεγάλες λαμπάδες που κρατούσε η Κατερίνα τις αφιέρωσε στην εκκλησία του χωριού και σώζονταν μέχρι το 1910, γιατί τις άναβαν κι από λίγο κάθε Πάσχα.
Η Κατερίνα Λάριου-Μοσχάκη, ασφαλώς για λόγους προνοίας εγκατέλειψε κάποτε το χωριό της και εγκαταστάθηκε στην Πόμπια, βρίσκονταν άσυλο και προστασία σε φιλικές της οικογένειες, διαφεύγοντας τις ενδεχόμενες αναζητήσεις των συμπατριωτών του συζύγου της, ίσως και του ίδιου.
Μια τραγική σύμπτωση
Τα χρόνια πέρασαν κι ήρθε η επανάσταση του 1866. Με το μαχαίρι οι Τούρκοι, σε άγριες επιδρομές, προσπαθούσαν να την καταπνίξουν, τρομοκρατώντας τα γυναικόπαιδα. Άφηναν παντού ερείπια και χαλασμό. Ανάμεσά τους και Αιγύπτιοι που ήταν ακόμα σκληρότεροι και από τους Τούρκους. Αρχηγός τους ο Μεχμέτ Πασάς, σκληρός, θαρραλέος και αποφασιστικός. Αφού σκόρπισε όσο μεγαλύτερη καταστροφή γινόταν με τους άνδρες του, πάτησε το Αμάρι και τράβηξε για τον Μέρωνα. Οι νέοι, και όσοι μπορούσαν να κρατήσουν όπλα, είχαν προλάβει να φύγουν και στο χωριό είχαν απομείνει μόνο γυναίκες, γέροι και παιδιά. Εκεί βρισκόταν και η Κατερίνα.
Οι Αιγύπτιοι έζωσαν το χωριό και ήταν έτοιμοι να το καταστρέψουν, όταν ξαφνικά είδαν μπροστά τους μια ηλικιωμένη γυναίκα, που, σε άπταιστα Αραβικά, τους ζήτησε να την οδηγήσουν μπροστά στον αρχηγό τους. Έτσι κι έγινε. Ο Μεχμέτ έκπληκτος την άκουσε στη γλώσσα του να τον ικετεύει να σπλαχνιστεί τον άμαχο πληθυσμό του χωριού και να μην τους πειράξει. Απορημένος τη ρώτησε που έμαθε τόσο καλά τα Αραβικά και εκείνη του διηγήθηκε την ιστορία της. Ακόμα και το όνομα του συζύγου της του αποκάλυψε, μπροστά στη μεγάλη του επιμονή.
Και τότε η Κατερίνα έζησε την πιο συγκλονιστική στιγμή της ζωής της. Είδε τον αγέρωχο Αιγύπτιο στρατηλάτη να πέφτει στα πόδια της, να της φιλά με λυγμούς τα χέρια και να την αποκαλεί γλυκιά του μανούλα. Ο Μεχμέτ ήταν ένας από τους γιους που είχε αφήσει πίσω της!
Όπως ήταν φυσικό δεν πείραξε κανέναν από το χωριό αλλά μάταια την εκλιπαρούσε να γυρίσει πίσω στο σπίτι της και στα παιδιά της.
Μια ζωή σαν μυθιστόρημα
Η Κατερίνα ξαναγύρισε στην Πόμπια, αμέσως μετά, όπου πρόσφερε σε όποιον χρειαζόταν τη βοήθειά της, ελεώντας τους φτωχούς και παρηγορώντας του αδυνάτους. Εκεί πέθανε και ετάφη.
Η ιστορία τελειώνει με δυο εκδοχές. Η μία λέει ότι κάποτε ο Μεχμέτ ξαναγύρισε να δει τη μητέρα του και βρήκε τον τάφο της. Ξέθαψε τα οστά της και τα μετέφερε στην Αίγυπτο όπου τα ενταφίασε, αποτίοντας έτσι το χρέος του προς τη μητέρα του, όπως το νόμιζε αυτός. Η άλλη λέει, πως όταν η Κατερίνα είχε πεθάνει, ήλθε στην Πόμπια ένας γέρος άγνωστος και εγκαταστάθηκε εκεί. Ζούσε ερημικά και η μόνη του ασχολία ήταν να πηγαίνει στον τάφο της Κατερίνας κάθε τόσο. Κι όταν ο Γέρος αυτός πέθανε, απεκαλύφθη πως ήταν ο Μεχμέτ που είχε περιέλθει σε δυσμένεια και ζήτησε άσυλο και παρηγοριά στη μάνα του που ήταν όμως νεκρή.
Για την Κατερίνα Λαρίου έκανε ένα αφιέρωμα στον «Εθνικό Κήρυκα» της Νέας Υόρκης.
Η παπαδιά της Σκεπαστής
Από τα βιβλία που ποτέ δεν χόρτασα είναι ένα έμμετρο αφήγημα του Κώστα Βενιανάκη, αναφορά στην παπαδιά της Σκεπαστής.
Ο δημιουργός με περίτεχνο στίχο αναφέρεται σε ένα χρονικό που κατά ένα γοητευτικό τρόπο σμίγει ο μύθος με την ιστορική αλήθεια.
Πρέπει να ήταν υπαρκτό πρόσωπο η παπαδιά, σύζυγος του Νικοδήμου μετέπειτα ιερομόναχου. Στο συμπέρασμα αυτό μας οδηγεί και η επιγραφή που υπάρχει στο νότιο τοίχο του δίκλιτου ναού της Θεοτόκου στη Σκεπαστή Μυλοποτάμου:
«1592 ΜΑΡΤΙΟΥ Γ’ ΕΚΤΙΣΘΗ ΟΘΙΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥΔΙΑ ΕΞΟΔΟΥ ΤΟΥ ΝΙΚΟΔΙΜΟΥ IEPOMONAXOY TOY TAPMAPO ΑΠΟ ‘KAME Η ΠΡΕΣΒΙΤΕΡΙΣΑ ΤΟΥ ΣΚΛΑΒΑ ΙΚΟΣΙ OKTO ΧΡΟΝΟΥΣ»
Πρώτος αναφέρθηκε στο περιστατικό αυτό ο Στέργιος Σπανάκης στο βιβλίο του «Πόλεις και Χωριά». Και με το μοναδικό του γλαφυρό τρόπο μας πληροφορεί: «Κάποτε οι κουρσάροι σκλάβωσαν μαζί με άλλες κοπέλες και την όμορφη παπαδιά του χωριού, και την πούλησαν σ’ έναν αγά στη Σμύρνη.
Ο παπάς, ψάχνοντας να τη βρει ζητιανεύοντας, πήγε στη Σμύρνη και κτύπησε και την πόρτα του αγά. Η παπαδιά τον γνώρισε. Πήρε ένα μεγάλο ψωμί, το έσχισε και το γέμισε φλουριά. Ανάμεσα τους έβαλε ένα σημείωμα που έγραφε:
«Όντε θα πας στη Σκεπαστή την ανασκεπασμένη χτίσ’ εκκλησά διμάρτυρη για με την κολασμένη».
Όταν άνοιξε ο παπάς το ψωμί και είδε τη γραφή και τα φλουριά, κατάλαβε και ξαναπήγε στο σπίτι τον μπέη. Δεν κατόρθωσε όμως να ξαναδεί την παπαδιά κι έφυγε.
Ο μπέης, βλέποντας μια μέρα την παπαδιά να αναστενάζει τη ρώτησε τι έχει. Εκείνη του απάντησε:
Σήμερα είναι του Σταυρού, ταχιά τ’ Αγιού Νικήτα που γίνεται στο σπίτι μου μεγάλο πανηγύρι.
Ο Τούρκος απάντησε στο μοιρολόι της παπαδιάς:
Αν έχει δόξα ο Σταυρός και χάρη ο Άι Νικήτας θε να βρεθείς στο σπίτι σου μ’ ό,τι βαστάς στο χέρι.
Κρατούσε ένα χρυσό λεγένι και του έγερνε να πλυθεί. Αμέσως χάθηκε από μπροστά του η παπαδιά. Στην πραγματικότητα φαίνεται πως την απελευθέρωσε και γύρισε στη Σκεπαστή».
Η ύπαρξη της εκκλησίας βεβαιώνει και το εξής.
Όταν ο Νικόδημος απογοητευμένος γύρισε στον τόπο του, αφού δεν κατάφερε να ελευθερώσει τη γυναίκα του σκέφτηκε να κάνει το τάμα που του είχε ζητήσει εκείνη με το σημείωμα της.
Ίδρυσε λοιπόν το προσκύνημα αυτό καθώς τον βοηθούσε να αποφύγει και άλλες περιπέτειες της εποχής του.
Ένα στιχουργικό αριστούργημα
Πάνω στο θρύλο αυτό ο Βενιανάκης έγραψε το έμμετρο χρονικό που αποτελεί ένα στιχουργικό αριστούργημα.
Έγραψε γι’ αυτό η κορυφαία λαογράφος Ειρήνη Ταχατάκη.
«Ο Κώστας Βενιανάκης μέλος του συλλόγου Κρητών στιχουργών, έχει μια ιδιαίτερη αγάπη για τον κρητικό δεκαπεντασύλλαβο και μια ξεχωριστή ικανότητα στο να δημιουργεί ο ίδιος ρίμες και μαντινάδες και να μας τις παρουσιάζει μ’ έναν τρόπο θελκτικό. Το καινούργιο του βιβλίο: «Η Παπαδιώ τση Σκεπαστής» (Μέρος 1ο) και «Το μαντιναδοπούλι» (Μέρος 2ο). Οι περιεχόμενες ρίμες και μαντινάδες δίδουν στο βιβλίο με το έμμετρο περιεχόμενο, μια ξεχωριστή σημασία. Η ιδιαιτερότητα αυτού του βιβλίου είναι ότι περιλαμβάνει έναν θρύλο του χωριού Σκεπαστή που είναι παράλληλα πραγματικό παλιό συμβάν, που διασκευάζεται και προσφέρεται έμμετρα με τόση ομορφιά, που δεν μπορείς να σταματήσεις τη μελέτη του. Ο ίδιος Κ.Β. γράφει: «… Την ιστορία τουτηνέ την έχ’ ευλογημένη γι’ αυτό σπαθίζει τσοι καιρούς πολυτραγουδισμένη…». Μακρινό το ταξίδι του συμβάντος από τα βάθη των αιώνων όταν ακόμη ήταν στην Κρήτη οι Βενετοί. Αδιάψευστος μάρτυρας του περιστατικού που έγινε θρύλος, η εκκλησία της Υπεραγίας Θεοτόκου που έχτισε ο πρωταγωνιστής ιερέας Νικόδημος Ταρμάρος το 1592, καθώς η πρεσβυτέρα του έκαμε σκλάβα, 28 ολόκληρα χρόνια. Υπάρχει και σχετική εγχάρακτη επιγραφή. Η υπόθεση: «Ενας πρωτολεβέντης Κρητικός παπάς νυμφεύθηκε κι έκαμε πρεσβυτέρα του μια πανέμορφη Κρητικοπούλα που τα νιάτα της κι η ομορφιά της ταίρι δεν είχαν στην Κρήτη». Μα οι χρόνοι δύσκολοι. Ο μέσος όρος ζωής δεν ξεπερνούσε τα 50 χρόνια… «… Κι να ήσουνα πολεμιστής, δεν έφτανες σαράντα γή μαχαιριά, γη και σπαθιά θα σ’ έβανε στην πάντα. Για τσ’ αφεντάδες πειρατές, η φτώχεια κι οι πολέμοι εγοργοξετυλιούσανε το νήμα στην ανέμη…». Καλά ζούσανε παρ’ όλα αυτά ο παπάς κι η παπαδιώ που ήσανε κι οι δυό πανέμορφοι και ταιριασμένοι. Είχανε και δύο μικρά παιδάκια, γυιό και κόρη. Καμιά φορά στη γιορτή του Σταυρού (πανηγύρι) πήγε η παπαδιώ με ορμήνειες του παπά, να ετοιμάσει για τη γιορτή την εκκλησία. Μα οι σκληροί κατακτητές με μια πειρατική γαλέρα φτάσανε στον τόπο τους. Ληστέψανε, μαχαιρώσανε, πήρανε ανθρώπους για τα σκλαβοπάζαρα και ανάμεσά τους και την όμορφη πρεσβυτέρα… Στον γυρισμό του ο παπάς μαθαίνει τα φριχτά νέα και παίρνει δρόμους, στράτες, βουνά και πέλαγα να βρει την καλή του: «…Μα παίζει μια κι ανέβηκε ως του Βοριά τη βίγλα του βαποριού το μισεμό, ως ν’ αποφέξει ετήρα…». Οι περιπέτειές του στο ταξίδι του είναι μεγάλες κι ο γυρεμός της καλής του για να τη βρει κράτησε μήνες με δίχως όφελος. «…Απού δε χάσει δεν μπονεί κι απού πονεί κατέχει τον πόνο του σημισακό πως μ’ άλλον δεν τον έχει…». Συνεχίζεται η ενδιαφέρουσα περιγραφή του ταξιδιού του παπά σ’ όλες τις πολιτείες του γνωστού τότε κόσμου, στα σκλαβοπάζαρα και στα κονάκια. «…Κι εστέκουντον και ρώτανε κάθε χωριού παζάρι…». Ζούσε στο ταξίδι ο παπάς με την καλοσύνη και την ελεημοσύνη των χριστιανών. Μα μια μέρα, μια πεντάμορφη κερά με φερετζέ, τον ελεεί ένα κουλούρι. Έφαγε κείνος και μέσα στο κουλούρι βρίσκει ένα διπλωμένο χαρτί με μια μαντινάδα που έγραφε: «Οντε δα πάς στη Σκεπαστή την πολυκουρσεμένη, χτίσε εκκλησά διμάρτυρη για με την κολασμένη». «Τση μαντινάδας το χαρτί έκλαιγε και το φίλειε εγνώρισε το γράψιμο κι ώρες πολλές του μίλειε…». Είχε μάθει πως η παπαδιά του ήταν σκλάβα ενός πλούσιου Καντή. Επέστρεψε στον τόπο του αποφασισμένος να μαζέψει χρήματα όσο πιο πολλά μπορούσε και να πάει να την εξαργυρώσει από τον Καντή, κάτι που γινόταν τα χρόνια εκείνα….».
Ανεξάντλητος θησαυρός η λαϊκή μας παράδοση που αποτελεί ένα ακόμα στοιχείο που έκανε την Κρήτη μοναδική στα πέρατα του κόσμου.
Πηγές
(Στ. Σπανάκη, «Πόλεις και Χωριά της Κρήτης», τόμος B’, σελ. 719-720).
Εύας Λαδιά: Κατερίνα Λαρίου: Μια μυθιστορηματική ζωή.