Σμίλευσαν κυρίως χαρακτήρες διδάσκοντας τα Ρεθεμνιωτόπουλα
Το Ρέθυμνο μπορεί να μην είχε ποτέ βαριά βιομηχανία και πλούτη όπως το Μεγάλο Κάστρο, αλλά διέθετε κολοσσούς του πνεύματος, που σε τόσο αριθμό δεν συναντάς σε άλλη πόλη. Από τις μεγάλες μορφές που με δέος διαβάζεις τη ζωή και το έργο τους ο γυμνασιάρχης Μιχαήλ Γ. Πρεβελάκις.Είναι ο άνθρωπος που έδινε αγώνες για την εκπαίδευση. Ο σοφός των σοφών διδασκάλων.
Ο Μιχαήλ Γεωργίου Πρεβελάκις, γεννήθηκε το 1866, στο χωριό Άρδακτος της επαρχίας Αγίου Βασιλείου. Ήταν το πέμπτο από τα έξι παιδιά των γονέων του Γεωργίου και Ελένης το γένος Ιωάννη Δροσάκη.
Έμπορος ο πατέρας του, είχε την επιχείρησή του στο Ρέθυμνο, αλλά με την επανάσταση αποφάσισε να επιστρέψει στο χωριό, για να εξασφαλίσει την οικογένειά του και να μπορέσει ο ίδιος να πολεμήσει. Μετά το 1869 επιστρέφει, οικογενειακώς, στην πόλη, όπου και διδάχτηκε ο Μιχαήλ τα πρώτα γράμματα. Σύμφωνα με τον κ. Μανουρά, περάτωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στα Χανιά και φοίτησε μετά στη Φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών, απ’ όπου αναγορεύτηκε διδάκτορας της Φιλοσοφίας στις 26 Φεβρουαρίου 1893 και τον επόμενο μήνα επέστρεψε στο Ρέθυμνο. Ξεκίνησε το εκπαιδευτικό του έργο το 1893, που διορίστηκε καθηγητής στο ημιγυμνάσιο Ρεθύμνης και δίδαξε δυο σχολικά έτη.
Στις 14 Σεπτεμβρίου 1895, ευρισκόμενος στο χωριό του, πήγε στη Μονή Αγίου Πνεύματος στον Κισσό που είχε την έδρα του ο Επίσκοπος Λάμπης και Σφακίων Ευμένιος Ξηρουδάκης, ο οποίος και δίδασκε στο Ελληνικό σχολείο που λειτουργούσε εκεί για να τον επισκεφθεί.
Κουβέντα στην κουβέντα ο Επίσκοπος έπεισε τον Πρεβελάκι να αναλάβει τη διδασκαλία και τη διεύθυνση της σχολής. Η επιλογή αυτή φάνηκε υπεράξια, αφού στο διάστημα της παραμονής εκεί του Πρεβελάκι, η σχολή απέκτησε κύρος και φήμη που ακόμα συζητείται.
Τέσσερα χρόνια αργότερα επιστρέφει στο Ρέθυμνο και τον επόμενο χρόνο (1900-1901) διδάσκει στο ιδιωτικό σχολείο της πόλης που φοιτούσαν μαθητές της πρώτης τάξης του τότε τετρατάξιου γυμνασίου. Τον Σεπτέμβριο του 1901, διορίστηκε καθηγητής μαζί με τους Εμμανουήλ Γενεράλη και Μιχαήλ Τρουλλινό, στο δημοτικό ημιγυμνάσιο, που ιδρύθηκε, από την Κρητική Πολιτεία, με διευθυντή τον γιατρό Κωνσταντίνο Εμμ. Πετυχάκη, πρόεδρο του Φιλεκπαιδευτικού συλλόγου Ρεθύμνης που δίδασκε και Γαλλικά.
Μετά από δυο – τρία χρόνια ανέλαβε τη διεύθυνση του Παρθεναγωγείου Ρεθύμνης και λίγο αργότερα τη διεύθυνση του επίσης ημιγυμνασίου Αρρένων, όταν μετατέθηκε ο Εμμανουήλ Γενεράλις ως γυμνασιάρχης στα Χανιά.
Τέλειωσε την καριέρα του τον Ιούλιο του 1932, γυμνασιάρχης, στο πλήρες εξατάξιο γυμνάσιο, που ιδρύθηκε το 1909 και το υπηρέτησε με πλήρη αφοσίωση μέχρι τη συνταξιοδότησή του. Κι ήταν περήφανος για την ευκαιρία που του έδωσε η εκπαίδευση, να είναι ο πρώτος γυμνασιάρχης Ρεθύμνης. Ο τίτλος τον ακολουθούσε σε όλη του τη ζωή γιατί κανένας Ρεθεμνιώτης δεν ξεχνούσε τις υπηρεσίες του.
Χρυσή Αθανασιάδου
Από την επαρχία Αγίου Βασιλείου και η καθηγήτρια που έγραψε τη δική της φωτεινή τροχιά στο εκπαιδευτικό στερέωμα του Ρεθύμνου. Ο λόγος για τη Χρυσή Αθανασιάδου.
Πατέρας της ο δικηγόρος Γεώργιος Αθανασιάδης από αρχοντική οικογένεια, με ρίζες στο Μιξόρρουμα Αγίου Βασιλείου, ευγενής και υπέροχος άνθρωπος, άριστος νομικός και κάτοχος της τουρκικής γλώσσας, της αραβικής και της περσικής, ήταν το μεγαλύτερο παιδί της οικογένειας και μέσα στο αυστηρό συντηρητικό και θρησκευόμενο περιβάλλον πήρε η Χρυσή, μια ανάλογη ανατροφή και νοοτροπία.
Η μόρφωσή της σημαντική.
Αρσάκειο, μεταπτυχιακά στο πανεπιστήμιο, στη φιλοσοφική σχολή, γαλλικά και γερμανικό ινστιτούτο.
Παντού διακρίνεται για την επίδοσή της. Αποδεικνύεται άξια των προσδοκιών του πατέρα και της οικογένειας ευρύτερα.
Οι σπουδές έγιναν κάτω από δύσκολες συνθήκες. Φύση αγωνιστική και ασυμβίβαστη η Χρυσή, φαίνεται να ακολουθεί την ιδεολογική παράδοση της οικογένειας που διαδραματίζει ηγετικό ρόλο στην αντιβενιζελική παράταξη.
Έτσι η νεαρά εξοστρακίζεται κατά κάποιο τρόπο και σαν πολιτική εξόριστη εκμεταλλεύεται τον χρόνο στην Αθήνα για να ολοκληρώσει τις σπουδές της στο εύρος που προαναφέραμε.
Εργάζεται στο Αμαλίειον ορφανοτροφείο, στο οποίο αργότερα θα κάνει και κληροδότημα και παράλληλα ασχολείται με την παράδοση, τόσο ενεργά ώστε να εκλεγεί το ίδιο διάστημα «τακτικός εταίρος» της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας.
Αργότερα υπηρετεί στην Πάτρα και μόλις το επέτρεψαν οι κυβερνητικές αλλαγές η Χρυσή επιστρέφει στο Ρέθυμνο και διδάσκει στο Παρθεναγωγείο.
Η ευρυμάθεια, το ήθος και ο χαρακτήρας της φαίνεται ότι κερδίζουν την εκτίμηση του τότε επισκόπου Διονυσίου Καστρινογιαννάκη, που τη θεωρεί «πνευματική του κόρη» και αναπτύσσεται ανάμεσά τους μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αλληλογραφία, όπου ο επίσκοπος καταθέτει πολλούς από τους προβληματισμούς του στην 24χρονη τότε Χρυσή, με την ανάγκη ενός ανθρώπου να μοιράζεται με το πνευματικό του παιδί θέματα που τον απασχολούν, εθνικά, πολιτικά, προσωπικά.
Μέσα σ’ αυτά και το κρητικό ζήτημα, η πολυπόθητη ένωση με την Ελλάδα.
Η ζωή δεν φάνηκε φιλική στη χαρισματική κοπέλα.
Απογοητευμένη από μια αισθηματική απογοήτευση έπαψε να ενδιαφέρεται για τις χαρές της ζωής.
Η απογοήτευση επηρέασε βαθιά και τον χαρακτήρα της. Κλείστηκε στον εαυτό της. Αδιαφορούσε για την εμφάνισή της, δεν την ενδιέφερε η γνώμη των άλλων, ήταν πολέμια των μικτών σχολείων και εξαιρετικά καχύποπτη με τις σχέσεις των δυο φύλων. Η αυστηρότητα αυτή της στέρησε την αγάπη των άλλων, επειδή την εκτίμηση κανένας δεν μπορούσε να της στερήσει ποτέ, λόγω παιδείας και εξαιρετικής εκπαιδευτικής ικανότητας. Έτσι απόμακρη όμως καθώς γινόταν με τα χρόνια, κλείνοντας την πόρτα της καρδιάς της, έχανε τη ζεστασιά της ανθρώπινης σχέσης, της φιλίας, της κοινωνικής επαφής. Η αντικοινωνικότητά της αυτή την έκανε να αφοσιωθεί στη μελέτη. Και με τα χρόνια είχε αποκτήσει την καταξίωση της βαρύνουσας γνώμης σε κάθε ζήτημα.
Ήταν η προσωποποίηση ενός θηλυκού Νέστορα, μόνο που είχε ξεχάσει κάθε χαρά της ζωής ακόμα και να χαμογελά.
Το πέρασμά της από το διδακτικό προσωπικό μέσης εκπαίδευσης άφησε εποχή. Ακόμα και στο βαθύτατο γήρας που αξιώθηκε να φθάσει ο λόγος της ήταν συμβόλαιο. Δεν αδίκησε ποτέ κανέναν.
Αντίθετα ήταν πάντα κοντά σε κάθε αναξιοπαθούντα χωρίς ποτέ να επιτρέπει σε κανένα να διακρίνει και να επαινέσει τον ευαίσθητο άνθρωπο που έκρυβε εκείνο το ατημέλητο και τόσο αυστηρό παρουσιαστικό. Ήταν πρότυπο χριστιανής. Ανακούφιζε την ανθρώπινη δυστυχία χωρίς ποτέ να δώσει δικαίωμα σε κανένα να γνωρίζει τις πράξεις αγάπης και αγαθοεργίας που είχε κάνει τρόπο ζωής.
Κωνσταντίνος Στρατιδάκης
Ένας ευπαρουσίαστος κύριος, που εμφανιζόταν κατά καιρούς στην εφημερίδα για να φέρει τη συνεργασία του, ήταν από τους πρώτους Ρεθεμνιώτες που εκτίμησα ιδιαίτερα. Είχα εντυπωσιαστεί από το παρουσιαστικό του αλλά κυρίως από την ευγένεια και τους χαμηλούς τόνους, που χαρακτήριζαν κάθε του έκφραση. Σαν να ζητούσε συγγνώμη αν το βήμα του έκανε περισσότερο θόρυβο. Η φωνή του χαμηλή πάντα, σαν να φοβόταν μη διακόψει τον ειρμό κάποιων που εργάζονται πνευματικά κι ας ήμασταν μόνοι στο γραφείο, με ταξίδευε. Είχε το χάρισμα της αφήγησης κι αυτό ήταν ένα ακόμα στοιχείο που με κέρδιζε.
Η επίσκεψή του άρχισε να κρατά λίγο περισσότερο όταν κατάλαβε το πάθος μου για την ελληνική γλώσσα και τη δίψα μου για την κλασική γραμματεία ευρύτερα.
Μου άφηνε κάποιες άκρες με δεξιοτεχνικό τρόπο, όπως έκανε κι ο Μανόλης Καλαϊτζάκης, για να σπεύσω αμέσως μετά την αναχώρησή του στην πλούσια βιβλιοθήκη της εφημερίδας, να εμβαθύνω στην έννοια που πριν λίγο μου είχε περάσει ο σεβαστός μου επισκέπτης. Έτσι έμαθα να μελετώ τους αρχαίους συγγραφείς με το θάρρος που μου έδινε να συζητώ μαζί του τις απορίες μου.
Έτσι κτίστηκε η τόσο τιμητική για μένα φιλία με τον καθηγητή Κωνσταντίνο Στρατιδάκη.
Ο Κωνσταντίνος Στρατιδάκης ποτέ δεν μου έδωσε αφορμή να του χρεώσω ιδιοτέλεια ή αδιακρισία ούτε σχολίασε ποτέ συμπολίτη. Έκανε όμως δικό του τον ξένο πόνο.Έτυχε μια μέρα να συναντηθεί στο γραφείο μου με τον Μανόλη Βογιατζάκη. Ο αγαπητός μας φίλος έκλαιγε σαν μωρό παιδί. Είχαν συλλάβει οι χουντικοί τον Γιάννη του και την Αιμιλία του για την αντιστασιακή τους δράση. Προσπαθούσε ο δύσμοιρος πατέρας να βρει μια άκρη για να του επιτρέψουν να τους επισκεφθεί να τους πάει ένα καθαρό ρούχο. Αλλά μάταια. Κι είχε απελπιστεί.
Όσο έκλαιγε ο Βογιατζάκης έβλεπα το βλέμμα του Στρατιδάκη να θολώνει και τις παλάμες του να σφίγγονται σε γροθιά σαν να ‘θελε να συγκρατήσει την οργή του. Υπέφερε, το καταλάβαινα. Και μόλις έφυγε ο Βογιατζάκης, ο Κωνσταντίνος Στρατιδάκης άρχισε με πύρινο λόγο να μου μιλά για το αγαθό της Δημοκρατίας. Αν ζήσατε τη χούντα και τις απαγορεύσεις της θα καταλάβετε γιατί με εντυπωσίασε τόσο εκείνο το ξέσπασμα.
Ήθελε και αρετή και τόλμη η ελεύθερη έκφραση εκείνη την εποχή. Και ο Στρατιδάκης τα διέθετε και τα δυο.
Άνθρωπος με ηθικό και πνευματικό ανάστημα
Ποιος ήταν όμως ο θαυμάσιος αυτός Ρεθεμνιώτης με τα θερμά δημοκρατικά φρονήματα;
Ο Κωνσταντίνος Στρατιδάκης με προγονικές ρίζες στον Κισσό, γεννήθηκε το έτος 1909 και τελείωσε το δημοτικό σχολείο στην Πηγή Ρεθύμνου.
Λάτρης της γνώσης διακρίθηκε στις σπουδές του και στο γυμνάσιο Ρεθύμνου που φοίτησε στη συνέχεια κι ας μην απολάμβανε ούτε τις στοιχειώδεις ανέσεις ενός σημερινού μαθητή. Ήταν υποχρεωμένος να κάνει τη διαδρομή Πηγή Ρέθυμνο δυο φορές την ημέρα με τα πόδια φυσικά.
Και βέβαια μόλις έφτανε στου Κόρακα την Καμάρα δεν παρέλειπε να βγάζει τα παπούτσια και να προχωρά ξυπόλυτος για να τα προστατεύσει από τη φθορά.
Οι συνθήκες της εποχής και η απαξίωση των παιδικών του χωριού από τους συμμαθητές της πόλης θα πρέπει να προκάλεσαν και στον Κωνσταντίνο ψυχικά τραύματα, προς όφελος των μαθητών του αργότερα.
Γιατί όλοι έχουν να πουν πως ο καθηγητής Στρατιδάκης έβλεπε όλους τους μαθητές του σαν να ήταν παιδιά του.Κι όπως ήταν φυσικό φερόταν δυο φορές πιο στοργικά στα παιδιά από την επαρχία του νομού, προσπαθώντας να τα διευκολύνει όπου ήταν μπορετό και να βοηθήσει εκείνα που παρουσίαζαν ιδιαίτερες αδυναμίες.
Στο πανεπιστήμιο πέρασε ακόμα χειρότερα.Δεινοπαθούσε ο πατέρας για να του εξασφαλίσει τα εντελώς απαραίτητα. Ελάχιστα όμως κατάφερνε, μια και οι καιροί ήταν δύσκολοι για ανώτερες σπουδές. Κι ο Κωνσταντίνος για δύο χρόνια πείνασε και δυστύχησε απερίγραπτα. Στην απελπισία του σκέφτηκε να καταταγεί στην Βασιλική Χωροφυλακή. Αποκλείστηκε όμως όταν οι ιατρικές εξετάσεις του έδειξαν ότι βρίσκεται σε προφυματικό στάδιο!
Η αποκάλυψη αυτή τον έφερε σε απόγνωση. Κατέβηκε στην Κρήτη σε άθλια ψυχολογική κατάσταση. Η μητέρα του μόνο κατάφερε να του αποσπάσει το φρικτό του μυστικό.
Άνθρωπος με βαθιά συναίσθηση της ευθύνης ο Στρατιδάκης, έσπευσε να αυτοεξοριστεί σε μια καλύβα μακριά από το πατρικό του σπίτι.
Εκεί περνούσε την ώρα του διαβάζοντας αδιάκοπα και μαγειρεύοντας, όταν δεν μπορούσαν να του μεταφέρουν το φαγητό της ημέρας τα αδέλφια του. Σε εκείνη την περίοδο, η οποία του έσωσε τη ζωή, θα πρέπει να οφείλεται και η υπέρμετρη αγάπη που ανέπτυξε για τη φύση, ιδιαίτερα για τη χλωρίδα της.
Η ψυχική δύναμη που διέθετε τον βοήθησε να συνέλθει γρήγορα και τον επόμενο χειμώνα αποθεραπευμένος πια μετακόμισε στην Πηγή.Αποφασισμένος να εξασφαλίσει ο ίδιος τις σπουδές του έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά. Εκτός από τα οικογενειακά κτήματα δούλευε και στο μεροκάματο σε όποια αγροτική δουλειά του το εξασφάλιζε.
Τότε γνώρισε και το μέγεθος της κοινωνικής αναλγησίας, όταν οι συνθήκες την ευνοούν. Κάποιοι χωριανοί του, που δεν θα τον έφταναν ποτέ σε ηθικό και πνευματικό ανάστημα, όποτε εύρισκαν την ευκαιρία τον ειρωνεύονταν, επειδή είχε διακόψει τις σπουδές του. Εκείνος έσφιγγε τα δόντια και συνέχιζε τον δρόμο του στο δύσβατο μονοπάτι της βιοπάλης, που είχε επιλέξει χωρίς να κρατήσει ποτέ κακία για τη συμπεριφορά που τον πλήγωνε. Κι εκεί που νόμιζε ότι δεν θα τα καταφέρει ήρθε η βοήθεια του Κωνσταντίνου Γιαννακάκη να του δώσει άμεση λύση στο πρόβλημα που τον βασάνιζε. Ο συγχωριανός του αυτός, που ήταν και νονός του, ήξερε τι σημαίνει να ψαλιδίζεις τα όνειρά σου όταν η ανέχειά σου στενεύει τους ορίζοντές σου.
Ο Κωστής Στρατιδάκης μπορούσε τώρα με την αναπάντεχη βοήθεια να τελειώσει επιτέλους τις σπουδές του. Καθηγητής πλέον ξεκίνησε να διδάσκει στο Λύκειο «Κοραής».
Κράτησε ψηλά τα ιδανικά του
Ήρθε ο πόλεμος κι ο Κωστής βρέθηκε στην πρώτη γραμμή να πολεμά ως τραυματιοφορέας με τα αδέλφια του Μανόλη και Ματθαίο.
Στη διάρκεια του πολέμου ο Κωστής Στρατιδάκης προσέγγισε το ΕΑΜ και διενήργησε πολλές κατηχητικές ομιλίες στα Αδελοπήγια. Όμως στη συνέχεια κράτησε αποστάσεις, αρνούμενος να υποτάξει τη συνείδησή του σε σκοπιμότητες, ανένταχτος, πάντα στον χώρο της κεντροαριστεράς.
Η εκπαιδευτική του πορεία συνεχίστηκε με υπηρεσία στα γυμνάσια Παλαιόχωρας, Βάμου και Καστελλίου Κισάμου. Στο Καστέλλι συνδέθηκε με δια βίου φιλία με τον τότε θεολόγο καθηγητή Μιχαήλ Γαλανάκη, τον μετέπειτα μητροπολίτη Κισάμου και Σελίνου. Η φιλία αυτή ανανεωνόταν συχνά τις επόμενες δεκαετίες, όταν ο μακαριστός μητροπολίτης τον καλούσε κοντά του για να περάσουν ατελείωτες ώρες, ανταλλάσσοντας πνευματική τροφή και φιλοσοφώντας.
Όταν αμέσως μετά την 21η Απριλίου του 1967 ο τότε στρατιωτικός διοικητής κάλεσε όλους τους εκπαιδευτικούς του Ρεθύμνου και τους εξήγησε ότι «από τούδε και στο εξής θα είναι ή με το μέρος τους ή εναντίον τους», δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί και απάντησε αυθόρμητα ότι είχε ορκιστεί για να εφαρμόζει το Ελληνικό Σύνταγμα και να εργάζεται γι’ αυτό και όχι για να κάνει προπαγάνδα. Και πραγματικά δεν έκανε την παραμικρή προπαγάνδα για τη χούντα όχι μόνο κατά τα δημοψηφίσματα αλλά και κατά την ορισμένη γι’ αυτόν «στημένη» πανηγυρική ομιλία της 25ης Μαρτίου 1971, οπότε και γιορτάστηκε πανηγυρικά σε όλη τη χώρα η 150ετία της Ελληνικής Επανάστασης και μέσω αυτής δοξολογήθηκε η χούντα των συνταγματαρχών.
Ήταν επόμενο να πληρώσει την αποκοτιά του αυτή μένοντας αυτός ο τιτάνας της γνώσης απλός καθηγητής. Είχε όμως κρατήσει ψηλά τα ιδανικά του.Η επαναφορά στη δημοκρατία τον αποκατέστησε, οπότε και του αποδόθηκε και πάλι ο βαθμός και πρόλαβε να υπηρετήσει για δύο χρόνια στο αγαπημένο του από τα μαθητικά ήδη χρόνια 1ο γυμνάσιο.
Ο Κωστής Στρατιδάκης είναι εκείνος που έδωσε στον Κωστή Ξεξάκη την πρωτοκαθεδρία γράφοντας κάποτε στον τοπικό τύπο το περίφημο εκείνο: «Ο καλύτερος φιλόλογος στο Ρέθυμνο δεν είναι φιλόλογος. Είναι φυσιογνώστης και ονομάζεται Κωστής Ξεξάκης».
Ποτέ δεν θυμάμαι τον άνθρωπο αυτό να δειλιάζει στην αναγνώριση της αξίας κάποιου, αρκεί να ήταν πραγματική.Κι επαινούσε ιδιαίτερα τους πρωτεργάτες της πολιτιστικής ζωής.Ακόμα έχω στ’ αυτιά μου τα θερμά του σχόλια για τα άρθρα της Ειρήνης Γρηγοριάδου μετά από τις συναυλίες των «Μουσικών Νειάτων».Η αγάπη του για τις τέχνες κυρίως για τη μουσική τον είχε φέρει τόσο κοντά με τον Μανόλη Βογιατζάκη και τους άλλους παράγοντες του Συνδέσμου για τη Διάδοση Καλών Τεχνών, όπως ο Μανός Αστρινός.
Κι ήρθε μια μέρα που τον είδα και τρόμαξα.Ήταν σαν να τον βρήκε ξαφνική συμφορά. Είχε συνταξιοδοτηθεί κι αυτό του στοίχιζε. Αναζητούσε τους μαθητές του.
Από τα θέματα που τον απασχολούσαν ήταν και η διατήρηση της ειρήνης. Ήταν από τους πρώτους ενεργούς ειρηνιστές μέχρι που συνειδητοποίησε ότι οι αγωνιστές της ειρήνης τον χρησιμοποιούσαν, για το κύρος και την ηλικία του, αλλά δεν είχαν καμιά διάθεση να ακούσουν τις απόψεις του.
Αποχώρησε με αξιοπρέπεια, όπως το συνήθιζε πάντα.Και κάποια στιγμή χάθηκε. Η απουσία του ήταν αισθητή. Από φίλους όπως ο Γιώργης Αγγελιδάκης μάθαινα νέα του. Η υγεία του είχε ραγίσει επικίνδυνα. Δεν ήταν σε θέση να κυκλοφορήσει πια.
Κι ήρθε το τέλος. Η απώλειά του ήταν δυσαναπλήρωτη για την Αργυρή του.Ο βιολογικός της χρόνος θα την κρατούσε μακριά από τον αγαπημένο της σύζυγο με τον οποίο έζησαν μια τόσο συναρπαστική ζωή κι απόκτησαν δυο τόσο θαυμάσια παιδιά. Ιδιαίτερα ο Χάρης τους που είναι από τους κορυφαίους σήμερα της πνευματικής ζωής του τόπου μας.
Ακριβώς 18 χρόνια μετά πήγε να τον συναντήσει. Ποτέ δεν τον ξέχασε. Κάπου όμως το Ρέθυμνο, η εκπαίδευση ξέχασαν τον σπουδαίο αυτό συμπολίτη που δίδασκε με τον τρόπο του ήθος, ανιδιοτέλεια, ανεξικακία, λεβεντιά ψυχής. Αυτός ήταν ο Κωνσταντίνος Στρατιδάκης. Ο καθηγητής που μας δίδασκε κυρίως ήθος.
Πηγές:
Χάρη Κ. Στρατιδάκη: Κωστής και Αργυρή Στρατιδάκη: Ανιχνεύοντας μέσα από τη ζωή τους τις αξίες του παλιότερου Ρεθύμνου.
Γ. Εκκεκάκη: «Ρεθεμνιώτες που πέρασαν αφήνοντας ίχνη στο Ρέθυμνο».
Εύας Λαδιά Χρυσή Αθανασιάδου: Η τελευταία μιας εποχής.
Εύας Λαδιά Κωστής Στρατιδάκης: Ο καθηγητής του ήθους και της ανυπόκριτης μεγαλοσύνης.
Εύας Λαδιά: Μιχαήλ Πρεβελάκης: Ο διαμορφωτής της εκπαιδευτικής πολιτικής στην Κρήτη.