Σύμφωνα με τα στοιχεία του Κέντρου Διεπιστημονικής Αξιολόγησης Συμβουλευτικής και Υποστήριξης του Ρεθύμνου, οι συχνότερες διαγνώσεις αφορούν σε αυτισμό και ΔΕΠΥ
Είναι εμφανές πια πως με την πρόοδο της επιστήμης και όλα τα εργαλεία που έχει αναπτύξει και διαθέσει στην πολιτεία αλλά και με την ευκολότερη πια πρόσβαση στη γνώση, η κοινωνία και οι φορείς είναι περισσότερο ενημερωμένοι και σε εγρήγορση σε ό,τι αφορά τις μαθησιακές δυσκολίες, τις διαταραχές και όλες εκείνες τις λειτουργίες που κάνουν κάποια παιδιά να διαχειρίζονται με ένα διαφορετικό τρόπο την πληροφορία, με αποτέλεσμα να ξεχωρίζουν κάπως από τον μέσο μαθητή. Το Κέντρο Διεπιστημονικής Αξιολόγησης, Συμβουλευτικής και Υποστήριξης (ΚΕ.Δ.Α.ΣΥ.) αποτελεί ένα πολύτιμο εργαλείο, που έχει διαθέσει το υπουργείο Παιδείας στις σχολικές κοινότητες, προκειμένου να παρέχεται το κατάλληλο υποστηρικτικό πλαίσιο στα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες. Στα «Ρ.Ν.» μίλησε η Μαρία Πετράκη, προϊσταμένη του ΚΕ.Δ.Α.ΣΥ. Ρεθύμνου, και εξήγησε τον ρόλο της υπηρεσίας μέσα στην εκπαιδευτική κοινότητα η οποία αποτελεί σοβαρό πυλώνα για την ψυχολογική και μαθησιακή υποστήριξη των παιδιών. Μάλιστα γίνεται σαφές ότι και δεδομένων των καταστάσεων που συναντώνται καθημερινά, πρέπει να ενεργοποιηθούν ακόμα περισσότεροι μηχανισμοί από την πολιτεία για την υποστήριξη και προστασία του παιδιού.
Τι είναι το ΚΕ.Δ.Α.ΣΥ;
Όπως εξήγησε η κ. Πετράκη, το ΚΕ.Δ.Α.ΣΥ είναι ένα κέντρο όπου μέσω του σχολείου ένας γονέας μπορεί να απευθυνθεί εφόσον έχει παρατηρήσει σημάδια στο παιδί του που δείχνουν κάποια μαθησιακή δυσκολία ή διαταραχή. Η υπηρεσία, λοιπόν, διαθέτοντας εξειδικευμένο προσωπικό και επιστημονικά εργαλεία, μέσω μιας διεπιστημονικής ομάδας έρχεται να εξετάσει κάθε περίπτωση ξεχωριστά, δίνοντας στο τέλος εξατομικευμένες προτάσεις που θα βοηθήσουν το παιδί να σταθεί πιο λειτουργικά στο σχολικό περιβάλλον και όχι μόνο γνωμοδοτώντας για την παροχή παράλληλης στήριξης κατά την εκπαιδευτική διαδικασία.
«Είμαστε το Κέντρο που κάνει τη διαφοροδιάγνωση αλλά και συμβουλευτική υποστήριξη. Εμείς εξετάζουμε εδώ τα παιδιά να δούμε αν έχουν μαθησιακές δυσκολίες όπως ειδική μαθησιακή διαταραχή, είτε αυτό είναι δυσλεξία, δυσορθογραφία, δυσγραφία, δυσαριθμησία, είτε είναι παιδιά τα οποία υποψιαζόμαστε ότι μπορεί να ανήκουν στο φάσμα του αυτισμού. Τις τελευταίες τις παραπέμπουμε είτε σε παιδοψυχίατρο είτε σε παιδοαναπτυξιολόγο για να έχουμε την επιστημονική από εκεί έκθεση και γνωμάτευση και να προχωρήσουμε. Επιπλέον, παρακολουθούμε παιδιά που έχουν στοιχεία διάσπασης προσοχής και αναλόγως αν αυτά τα στοιχεία- με κάποιες κλίμακες που εξετάζουμε- είναι σε πολύ υψηλούς δείκτες – μιλάμε για ενδεχόμενη ΔΕΠΥ – που πάλι παραπέμπουμε σε παιδοψυχίατρο για να το ελέγξουμε. Από κει και πέρα έρχονται σε εμάς παιδιά που μπορεί να παρουσιάζουνε πέρα από μαθησιακά προβλήματα και συμπεριφορικά θέματα. Οι αρμοδιότητές μας εν γένει είναι πάρα πολλές και πολύ δύσκολες. Παρακολουθούμε παιδιά από την προσχολική ηλικία μέχρι να αποφοιτήσουν από το Λύκειο. Δηλαδή ηλικίες 4-18 ετών. Βοηθάμε, ακόμα, παιδιά που μπορεί να διαπιστώσουμε ότι έχουν διάσπαση προσοχής και χρειάζονται μια οργάνωση στη μελέτη τους, έχουν ανάγκη να διαχειριστούν το άγχος ενόψει των εξετάσεών τους δηλαδή κάνουμε και άλλα πράγματα. Δεν είναι μόνο ότι έρχονται εδώ τα παιδιά και λαμβάνουν μια διάγνωση. Ανάλογα την περίπτωση του παιδιού, πρέπει να προτείνουμε – και το κάνουμε – κάποια υποστηρικτικά πλαίσια που θα βοηθήσουν το παιδί να εξελιχθεί και να βοηθηθεί. Πέρα, δηλαδή, από τα χαρακτηριστικά που βλέπουμε σε κάθε παιδί, τις δυσκολίες που καταγράφουμε, καταθέτουμε και προτάσεις για το πως μπορούν να αντιμετωπιστούν αυτές οι δυσκολίες», ανέφερε η κ. Πετράκη.
Εξηγώντας το πρωτόκολλο της διαδικασίας μέσω της οποίας εξετάζεται κάθε περίπτωση, η κ. Πετράκη ξεκαθάρισε πως ακόμα και αν το παιδί δεν διαγνωσθεί με κάποια μαθησιακή δυσκολία, ακόμα και τότε του παρέχονται από τη διεπιστημονική ομάδα που το παρακολουθεί, τα εργαλεία ώστε να διαχειριστεί κάποια άλλη δυσκολία που ίσως αντιμετωπίζει: «Καταρχάς οι αιτήσεις γίνονται μέσω σχολείου και αυτό γιατί ζητάμε από το σχολείο να μας δώσει περιγραφική αξιολόγηση του μαθητή. Υπάρχει κάποιο πρωτόκολλο ενεργειών που πρέπει να ακολουθηθεί, να μας δώσουν δηλαδή κάποια στοιχεία για το πως είναι η παρουσία του παιδιού και ποιες οι δυσκολίες, ποια τα δυνατά και αδύναμα στοιχεία του στο σχολείο. Ακολούθως, έρχεται η αίτησή του και το πολύ σημαντικό που πρέπει να τονιστεί, είναι ότι στο Ρέθυμνο είμαστε από τα ελάχιστα ΚΕΔΑΣΥ στην Ελλάδα – σίγουρα για την Κρήτη το πρώτο και για πάρα πολλούς νομούς- που έχουμε πλέον καταφέρει να βλέπουμε εντός του μήνα τις αιτήσεις, ενώ σε άλλα ΚΕΔΑΣΥ ο χρόνος αναμονής είναι μήνες και χρόνος. Αυτό γιατί για πρώτη φορά είμαστε οκτώ διεπιστημονικές ομάδες. Καλούμε, λοιπόν, το παιδί και τον γονιό και ξεκινάει πρώτα ο κοινωνικός λειτουργός να παίρνει στοιχεία από τον γονιό. Παράλληλα, το παιδί θα εξεταστεί από ειδικό παιδαγωγό, εξειδικευμένο εκπαιδευτικό ανά βαθμίδα, δηλαδή νηπιαγωγούς, δασκάλους και καθηγητές, και θα εξεταστεί και από ψυχολόγο. Η κάθε ομάδα εδώ είναι τριμελής, διεπιστημονική και αποτελείται από ειδικό παιδαγωγό, ψυχολόγο και κοινωνικό λειτουργό. Πραγματοποιούνται δύο τουλάχιστον ραντεβού για κάθε μαθητή για να γίνει η αξιολόγηση και χορηγούνται σταθμισμένα, εγκεκριμένα και έγκυρα ψυχομετρικά και εκπαιδευτικά εργαλεία για να διαπιστώσουμε τις δυσκολίες των παιδιών. Και ακολούθως, η ομάδα συνεδριάζει και αποφασίζει αν χρειαζόμαστε κάτι ακόμα, ίσως από κάποιον παιδοψυχίατρο και στη συνέχεια αποφασίζει τι υπηρεσίες θα προσφέρουμε σε αυτό το παιδί, τι χαρακτηριστικά έχει, αν ανήκει σε κάποια κατηγορία μαθησιακών δυσκολιών – μπορεί και να μην ανήκει – αν χρειάζεται μια πρόταση για την οργάνωση μελέτης του ή την ψυχολογική του ενδυνάμωση, οπότε και καλούμε τους γονείς πάλι και παραλαμβάνουν το αποτέλεσμα της γνωμάτευσή μας».
Η αποενοχοποίηση του παιδοψυχιάτρου και η στάση των γονιών
Σε πολλές των περιπτώσεων, το ΚΕ.Δ.Α.ΣΥ δεν είναι η αρμόδια υπηρεσία για να δώσει μια τελική γνωμάτευση σε διαταραχές όπως η ΔΕΠΥ ή ο αυτισμός. Έχοντας όμως το κατάλληλο προσωπικό και τα εργαλεία, μπορεί να εντοπίσει σημάδια που ενδεχομένως υποδηλώνουν την ύπαρξή τους, οπότε και παραπέμπει τις περιπτώσεις αυτές στους κατάλληλους επιστήμονες όπως ο παιδοψυχίατρος, ώστε να δοθεί η επιστημονική γνωμάτευση. Το ΚΕ.ΔΑΣΥ, στη συνέχεια, να σχεδιάσει το κατάλληλο υποστηρικτικό-συμβουλευτικό πλαίσιο για το παιδί, προτείνοντας για παράδειγμα παράλληλη στήριξη στο σχολείο κ.ά.
Σημαντική στην όλη διαδικασία, είναι και η στάση του γονέα. Η κ. Πετράκη εξήγησε, πως παρόλο που στο παρελθόν οι γονείς εμφάνιζαν μια άρνηση στην παραπομπή, για παράδειγμα, σε παιδοψυχίατρο, πλέον είναι πολύ πιο ανοιχτοί: «Οι γονείς δεν είναι πάντα ανοιχτοί στη διάγνωση μιας διαταραχής. Όμως επειδή βρίσκομαι σε αυτή τη θέση 20 χρόνια και έχω εικόνα, παρατηρώ ότι πλέον είναι πολύ πιο ανοιχτοί. Τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, έρχονται ανήσυχοι και ρωτάνε τι άλλο μπορούν να κάνουν, που αλλού μπορούν να απευθυνθούν για να βοηθήσουν το παιδί τους. Έχει αποενοχοποιηθεί το κομμάτι του ψυχολόγου και του παιδοψυχίατρου που παλαιότερα αποτελούσε «κόκκινη γραμμή» για τους γονείς. Είναι πολύ καλύτερα πλέον τα πράγματα και στα σχολεία, καθώς και οι εκπαιδευτικοί προσεγγίζουν τους γονείς με σωστό τρόπο. Εμείς από την πλευρά μας, στο ΚΕΔΑΣΥ, έχουμε και τον τρόπο να τους καθησυχάσουμε, να τους εξηγήσουμε και να τους βοηθήσουμε. Τώρα το ότι σε κάθε οικογένεια υπάρχουν διαφορές και κάποιοι δεν δέχονται τη «δυσκολία» του παιδιού τους συμβαίνει αλλά πολύ σπανιότερα πλέον».
Από την άλλη, η προϊσταμένη του ΚΕΔΑΣΥ Ρεθύμνου διευκρίνισε πως τα παιδιά με τα οποία δουλεύει η υπηρεσία δεν διαφέρουν και τόσο από τον μέσο μαθητή, αντιθέτως με τα εργαλεία που τους παρέχει το ΚΕΔΑΣΥ, τους δίνεται η ευκαιρία να εξελιχθούν και να ξεδιπλώσουν τις δυνατότητές τους: «Για τις μαθησιακές διαταραχές γνωρίζουμε ότι είναι μια συγκεκριμένη λειτουργία της δομής του εγκεφάλου τους. Αυτά τα παιδιά έχουν καλό νοητικό δυναμικό. Είναι έξυπνα και αντιλαμβάνονται με έναν διαφορετικό τρόπο την ανάγνωση, τη γραφή κ.λπ. Έχουν μια τελείως διαφορετικού τύπου κατανόηση. Είναι παιδιά έξυπνα που με έναν δικό τους τρόπο ξεχωριστό τρόπο επιτυγχάνουν και έχουν και πολύ καλές επιδόσεις κα προχωράνε. Υπάρχουν τρόποι σήμερα αυτά τα παιδιά να «ξεκουμπωθούν» και να μπορέσουν να βοηθηθούν και να αναπτύξουν όλες τις ικανότητές του».
Πάνω από 1.500 παιδιά παρακολουθούνται κάθε χρόνο στο Ρέθυμνο
Αναφορικά με τον νομό του Ρεθύμνου, η κ. Πετράκη αναφέρει πως κάθε χρόνο η υπηρεσία παρακολουθεί χιλιάδες περιστατικά με περισσότερα εκείνα που αφορούν το φάσμα του αυτισμού: «Βλέπουμε 1.500 παιδιά – το λιγότερο – τον χρόνο. Φέτος μπορεί να έχουμε και περισσότερα. Δεν έχουμε πλέον αναμονή στο να εξετάσουμε τις αιτήσεις. Οι πιο συνηθισμένες περιπτώσεις που βλέπουμε – τουλάχιστον αριθμητικά όπως το παρατηρούμε σε βάθος δεκαετίας – είναι οι διαγνώσεις που αφορούν το φάσμα του αυτισμού. Αυτό όμως δικαιολογείται γιατί είναι πιο υποψιασμένοι οι γονείς ήδη από την προσχολική ηλικία των παιδιών τους οπότε έχουμε πρώιμη διάγνωση και πιο συνεπή παρακολούθηση. Επιπλέον, θα έλεγα ότι σταθερά είναι τα ποσοστά που αφορούν στις μαθησιακές διαταραχές».
Δεν χρήζουν όλες οι περιπτώσεις διάγνωση
Από την άλλη, είναι σημαντικό να ξεκαθαριστεί, όπως επιβεβαιώνει και η κ. Πετράκη, πως δεν οδηγούν όλες οι περιπτώσεις σε διάγνωση, ενώ γίνεται μια υπέρμετρη χρήση όρων όπως ΔΕΠΥ για να δικαιολογήσουν μια συμπεριφορά, την ίδια ώρα που πράγματι τα περιστατικά διαταραχής ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας είναι αυξημένα και οι λόγοι βρίσκονται ακόμα υπό έρευνα και συζήτηση: «Πολλοί γονείς πάρα πολύ εύκολα θα πουν το παιδί μου έχει ΔΕΠΥ. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου ένα παιδί μπορεί να έρθει εδώ και να μην έχει τίποτα. Είναι πολλές αυτές οι περιπτώσεις και μπορεί να είναι περισσότερο αγχωμένος ο γονιός από το ίδιο το παιδί. Μπορεί το παιδί απλώς να μην έχει κίνητρο για όλα τα μαθήματα, να μην διαβάζει σωστά, να μην του αρέσουν όλα τα μαθήματα. Δεν σημαίνει ότι έχει μαθησιακή δυσκολία. Οπότε τους βοηθάει πάρα πολύ το γεγονός ότι έρχονται εδώ, ώστε να το δούμε και αυτό. Παρόλα αυτά, υπάρχει όντως αρκετός πληθυσμός με ΔΕΠΥ και γίνονται πολλές έρευνες για να δούμε ποσοστά, ηλικιακές ομάδες κ.λπ. Έχουμε όμως πράγματι πολλά παιδιά με ΔΕΠΥ και το μεγαλύτερο ποσοστό των παράλληλων στηρίξεων που έχουμε αφορά σε παιδιά με έντονη ΔΕΠΥ καθώς και αυτισμό. Υπάρχει μια αύξηση όπως μας δείχνουν οι αριθμοί. Και εκεί διερωτώμαι, η αύξηση είναι και όπως με τον αυτισμό, λόγω των νεότερων σταθμισμένων εργαλείων μέτρησης, ανίχνευσης; Δηλαδή και γιατί να μην υπάρχει; Τα παιδιά δέχονται έναν απίστευτο όγκο πληροφορίας. Είναι όλη τη μέρα σε μια οθόνη. Δηλαδή και ο πιο υγιής εγκέφαλος αν δέχεται όλα αυτά τα ερεθίσματα από μια οθόνη σιγουρά κάποια στιγμή θα αφαιρεθεί. Είναι πολλοί οι παράγοντες και η τεχνολογία για μένα έχει ένα μερίδιο ευθύνης».
Τέλος, η κ. Πετράκη, καταλήγει πως σε κάθε περίπτωση οι γονείς οφείλουν να δείχνουν το παραπάνω ενδιαφέρον στα παιδιά και πως όσο πιο νωρίς εντοπίζουν κάποιο σημάδι δυσκολίας, να απευθύνονται στους ειδικούς γιατί η έγκαιρη διάγνωση βοηθά και στην αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση του όποιου προβλήματος ή διαταραχής: «Γενικά οι γονείς πρέπει να είναι κοντά στα παιδιά. Να συζητάνε μαζί τους. Να μην υποκαθιστούν τον γονικό τους ρόλο με μια οθόνη. Ας αλλάξουμε τις ερωτήσεις «είπες μάθημα σήμερα;», «πήρες καλό βαθμό;» σε «πως ήταν η μέρα σου;». Πως περνάει το παιδί; Έχει φίλους το παιδί; Έχει μια ομαλή ανάπτυξη; Αυτά πρέπει να τα βλέπουν οι γονείς. Να μιλάνε, να ενδιαφέρονται για την καθημερινότητά του, να είναι εκεί να ακούνε. Πολλά από τα θέματα που εξελικτικά θα διαπιστώσει ότι θα παρουσιάσει το παιδί κάποια στιγμή μπορούν να προληφθούν ή να εντοπιστούν πολύ νωρίτερα. Εμείς είμαστε εδώ. Όσο πιο πρώιμη είναι αυτή η παρέμβαση τόσο το καλύτερο».