• Υπέρογκα τεχνητά χρέη και ελάχιστη αποζημίωση των γιατρών για τις εξετάσεις που διενεργούν είναι τα αποτελέσματα του συστήματος επιστροφής χρημάτων (clawback) του υπουργείο Υγείας – Συνέντευξη τύπου χθες στα γραφεία του Ιατρικού Συλλόγου Ρεθύμνου
Κλειστά θα παραμείνουν τα μικροβιολογικά και διαγνωστικά εργαστήρια του Ρεθύμνου, της Κρήτης και όλης της χώρας την Παρασκευή 7/11, στο πλαίσιο της 24ωρης πανελλαδικής απεργίας που έχει προκηρύξει η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαστηριακών Γιατρών (ΠΟΕΡΓΙ). Οι εργαστηριακοί γιατροί προειδοποιούν ότι η βιωσιμότητα των εργαστηρίων τους βρίσκεται πλέον σε οριακό σημείο εξαιτίας του λεγόμενου clawback, ενός αυτόματου συστήματος «επιστροφής χρημάτων» προς τον ΕΟΠΥΥ που, όπως τονίζουν, έχει μετατρέψει τη διεξαγωγή διαγνωστικών εξετάσεων σε μία συνθήκη οικονομικής επιβάρυνσης και ελάχιστης αποζημίωσης. Σύμφωνα με όσα ανέφερε κατά τη διάρκεια της χθεσινής συνέντευξης τύπου, η πρόεδρός του, Αναστασία Καπελέρη, πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Ρεθύμνου και πρόεδρος της προσωρινής διοίκησης των εργαστηριακών ιατρών Κρήτης, ο ΕΟΠΥΥ ορίζει κάθε χρόνο έναν κλειστό προϋπολογισμό για τις εξετάσεις των ασφαλισμένων, χωρίς να λαμβάνει υπόψη την πραγματική ζήτηση, τις αυξημένες ανάγκες του πληθυσμού ή το γεγονός ότι προστίθενται συνεχώς νέες, αναγκαίες διαγνωστικές πράξεις. Όταν το συνολικό κόστος των εξετάσεων ξεπερνά αυτό το «αυθαίρετο», καθώς λέει όριο, κάτι που συμβαίνει κάθε μήνα, η υπέρβαση θεωρείται «οφειλή» των εργαστηρίων προς τον ΕΟΠΥΥ και παρακρατείται αυτόματα μέσω του clawback. Έτσι, οι γιατροί καλούνται να επιστρέψουν έως και 50% των χρημάτων από τις εργαστηριακές εξετάσεις, παρότι οι εξετάσεις έχουν ήδη πραγματοποιηθεί για λογαριασμό των ασφαλισμένων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι εργαστηριακοί γιατροί να αποζημιώνονται μόλις για το 20% περίπου των εξετάσεων που εκτελούν, αφού από το ήδη χαμηλό ποσό αποζημίωσης αφαιρούνται πέρα από το clawback, μία άλλη υποχρεωτική έκπτωση, το rebate, που κάνουν τα εργαστήρια στον ΕΟΠΥΥ ανάλογα με τον όγκο εξετάσεων και τις εισπράξεις, καθώς και ο προκαταβλητέος φόρος, δηλαδή το 20% περίπου, που παρακρατεί το κράτος. Όλα τα παραπάνω έχουν οδηγήσει σε έλλειψη ρευστότητας και αδυναμία συντήρησης μηχανημάτων, πραγματοποίησης ποιοτικών ελέγχων, ακόμα και κάλυψης του κόστους εγκατάστασης απαραίτητου εξοπλισμού για τα εργαστήρια, με αποτέλεσμα, οι εργαστηριακοί γιατροί να τονίζουν ότι η κατάσταση πλέον είναι οριακή.
Επιπλέον, σύμφωνα με την κ. Καπελέρη, οι εργαστηριακοί γιατροί έρχονται επίσης αντιμέτωποι με τα συσσωρευμένα «τεχνητά» και μη παραγραφόμενα χρέη που έχουν επίσης προκύψει από το clawback, καλούνται δηλαδή οι εργαστηριακοί γιατροί να επιστρέψουν χρήματα σε μορφή δόσεων και να αποπληρώσουν παλιές οφειλές, σε ένα χρονοδιάγραμμα που έχει θεσπίσει ο ΕΟΠΥΥ, του οποίου η αποπληρωμή με τα σημερινά δεδομένα ολοκληρώνεται το 2035. «Στην πράξη αυτό για τα εργαστήρια σημαίνει ότι δεν έχουν καθόλου ρευστότητα, εγώ αν θέλω αυτήν την στιγμή να κλείσω το εργαστήριό μου, έχω ένα χρέος που αντιστοιχεί σε ένα σπίτι. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί ο ΕΟΠΥΥ ανά πάσα στιγμή να σου κόψει την σύμβαση και φυσικά δεν έχεις το δικαίωμα να αρνηθείς εξέταση, είσαι υποχρεωμένος να την κάνεις», ανέφερε μεταξύ άλλων η κ. Καπελέρη. Οι εργαστηριακοί γιατροί υπενθυμίζουν ότι περίπου το 90% των διαγνωστικών εξετάσεων στη χώρα πραγματοποιείται πλέον στα ιδιωτικά εργαστήρια και προειδοποιούν ότι η κατάρρευση του κλάδου θα έχει άμεσες συνέπειες για τους ασφαλισμένους και την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας. Ζητούν να διαγραφεί το «τεχνητό χρέος» που τους έχει επιβληθεί, να εφαρμοστούν διαγνωστικά πρωτόκολλα ώστε να περιοριστεί η ανεξέλεγκτη συνταγογράφηση και να αυξηθεί ο προϋπολογισμός του ΕΟΠΥΥ, ώστε κάθε εξέταση που εκτελείται να αποζημιώνεται δίκαια. Όπως τονίστηκε κατά τη διάρκεια της χθεσινής συνέντευξης τύπου, δεν ζητούν προνόμια, ζητούν να πληρώνονται για την εργασία τους.
Έλλειψη ρευστότητας και τεχνητά χρέη χωρίς απαλλαγή
Χωρίς επιστημονικά ή οικονομικά κριτήρια και κυρίως χωρίς δυνατότητα αναπροσαρμογής έχει καθοριστεί ο προϋπολογισμός του ΕΟΠΥΥ για τις εξετάσεις στα ιδιωτικά εργαστήρια, με το υπουργείο Υγείας να έχει προσθέσει ωστόσο στην πορεία, νέες εξετάσεις και δωρεάν συμμετοχή σε κατηγορίες ευπαθών ασφαλισμένων, χωρίς αύξηση του προϋπολογισμού. Αυτό το κόστος, σύμφωνα με την κ. Καπελέρη το επωμίζονται οι εργαστηριακοί γιατροί, σε ένα πρόγραμμα καταχώρησης εξετάσεων που στερείται μέχρι και διαγνωστικών πρωτοκόλλων, όπως η αναγνώριση του φύλου του ασθενή για παράδειγμα, για την έκδοση ενός παραπεμπτικού. «Το clawback έχει καθιερωθεί από το 2013 ως επιταγή των μνημονίων και υποχρεώνει τα εργαστήρια να επιστρέφουν στον ΕΟΠΥΥ χρήματα για τις εξετάσεις που έχουν ήδη εκτελέσει», ανέφερε η κ. Καπελέρη μεταξύ άλλων. Όπως ξεκαθάρισε, η υποβληθείσα δαπάνη, δηλαδή τα παραπεμπτικά που οι γιατροί είναι υποχρεωμένοι να εκτελέσουν για κάθε ασφαλισμένο, συγκρίνεται με ένα τεχνητό μηνιαίο όριο και η διαφορά τους, επί τοις %, ονομάζεται ποσοστό clawback και εμφανίζεται στους εργαστηριακούς γιατρούς ως οφειλή. Πρόκειται ουσιαστικά για έναν μηχανισμό που «θέτει έναν κλειστό προϋπολογισμό και αφήνει την συνταγογράφηση ανοιχτή», με αποτέλεσμα οι εργαστηριακοί να πρέπει να κάνουν όλες τις απαραίτητες εξετάσεις χωρίς να τους αποζημιώνεται το πραγματικό κόστος. «Κάποια εργαστήρια δεν έχουν μόνο την αυτόματη έκπτωση του clawback, αλλά έχουμε και κλιμακωτή έκπτωση επί του τζίρου, που λέγεται rebate. Εργαστήρια που ο τζίρος ξεπερνά τα 5.000 ευρώ έχουν επιπλέον έκπτωση στον ΕΟΠΥΥ, χαμηλώνει ακόμα περισσότερο ο τζίρος μας», πρόσθεσε επίσης η κ. Καπελέρη. Το clawback, όπως εξήγησε η κ. Καπελέρη, «έχει φτάσει πλέον σε ποσοστά έως και 50%», ενώ σε πολλές περιπτώσεις, «αν υποβάλλουμε παραπεμπτικά αξίας 5.000 ευρώ, τελικά παίρνουμε μόλις 1.000 ευρώ», λόγω του rebate και του προκαταβλητέου φόρου. Το αποτέλεσμα είναι ότι τα εργαστήρια δεν έχουν ρευστότητα, ενώ παράλληλα συσσωρεύονται οφειλές από το 2016, από τις οποίες οι εργαστηριακοί γιατροί δεν μπορούν να απαλλαχθούν. «Ένα άλλο πράγμα που μας έχει δυσκολέψει είναι η ταυτόχρονη είσπραξη πολλαπλών δόσεων clawback, πρόκειται για κάτι που δεν μπορούμε να το αποφύγουμε, πάει στα παιδιά μας, ούτε αν συνταξιοδοτηθούμε. Κάναμε αίτημα να διαγραφεί το χρέος λόγω αδυναμίας εργασίας ή θανάτου, γεγονός που αρνήθηκαν», σημείωσε επίσης η κ. Καπελέρη, εξηγώντας ότι γίνεται αποπληρωμή αυτών των τεχνητών χρεών που τους επέσυρε το clawback με αρχή από το 2016, μέχρι και το 2024. «Δηλαδή είναι πολύ ορατός ο κίνδυνος, μέχρι τα Χριστούγεννα, όχι απλά να μην παίρνουμε τίποτα από τον ΕΟΠΥΥ για αυτά που υποβάλλουμε, αλλά να μας στέλνουν για να τους καταθέσουμε χρήματα. Αυτό το πράγμα δεν είναι βιώσιμο και εμείς θέλουμε να συνεχίσουμε να έχουμε τα ιατρεία μας, με αυτήν τη μικρή συμμετοχή μας που δεν έχει αυξηθεί από το 2012 και μετά, είναι σταθερή», κατέληξε η κ. Καπελέρη.
Αίτημα για απόσυρση του clawback και διαγραφή των οφειλών
Την απόσυρση του clawback και την εφαρμογή ενός νέου, δίκαιου και βιώσιμου πλαισίου λειτουργίας ζητούν οι εργαστηριακοί γιατροί από το υπουργείο Υγείας, σύμφωνα με την κ. Καπελέρη. Πρωταρχικό τους αίτημα είναι η διαγραφή του τεχνητού χρέους που έχει προκύψει από το σύστημα του clawback: «Αυτή η τεχνητή οφειλή θέλουμε να διαγραφεί, γιατί δεν είναι δικό μας χρέος, δεν δανειστήκαμε, δεν τα χρωστάμε στο κράτος, απλά έχουμε κάνει εξετάσεις των Ελλήνων ασφαλισμένων», ανέφερε η κ. Καπελέρη και στη συνέχεια τόνισε το αίτημα για εφαρμογή διαγνωστικών πρωτοκόλλων, ώστε να ελεγχθεί η συνταγογράφηση με επιστημονικά κριτήρια. Όπως ανέφερε η κ. Καπελέρη, «θέλουμε να εφαρμόσει ο ΕΟΠΥΥ διαγνωστικά πρωτόκολλα, όπως η ορθή ιατρική επιβάλλει», επισημαίνοντας ότι το σημερινό σύστημα «δεν αναγνωρίζει φύλα» και παρουσιάζει σημαντικές ατέλειες που οδηγούν σε σπατάλη και υπερβολική δαπάνη, την οποία τελικά πληρώνουν οι γιατροί. Απαραίτητη επίσης θεωρούν οι εργαστηριακοί γιατροί την αύξηση του προϋπολογισμού του ΕΟΠΥΥ για τις διαγνωστικές εξετάσεις, ώστε να αντικατοπτρίζει τις πραγματικές ανάγκες των ασφαλισμένων και να σταματήσει η «κοινωνική πολιτική που προσφέρεται από τους εργαστηριακούς γιατρούς και όχι από το κράτος». Τέλος, η κ. Καπελέρη υπογράμμισε την ανάγκη για αναπροσαρμογή των τιμών αποζημίωσης και για σταθερότητα στη συνεργασία με τον ΕΟΠΥΥ, καθώς, όπως δηλώνοντας: «Δεν ζητάμε προνόμια, ζητάμε να πληρωνόμαστε για τις εξετάσεις που εκτελούμε. Η απλήρωτη εργασία απαγορεύεται από το Σύνταγμά».












