Να πάρουν δημόσια θέση για το νέο Φορολογικό Νομοσχέδιο, για το οποίο εκφράζουν την αντίδρασή τους και ζητούν την απόσυρσή του, καλούν οι τέσσερις Δικηγορικοί Σύλλογοι της Κρήτης, δια των προέδρων τους, τόσο τους εκ της Κρήτης υπουργούς-υφυπουργούς όσο και τους βουλευτές όλων των κομμάτων του νησιού.
«Είναι η ώρα που θα πρέπει να πάρετε δημόσια θέση. Ο καθένας μας θα κριθεί από τις πράξεις και τις παραλείψεις του», αναφέρουν σε κοινή επιστολή τους οι πρόεδροι των Δ.Σ.: Ηρακλείου Νίκος Λογοθέτης, Χανίων Χρήστος Πραματευτάκης, Ρεθύμνης Θωμάς Λεχωβίτης και Λασιθίου Σοφία Τσαγκαράκη.
Συγκεκριμένα, η επιστολή απευθύνεται προς τους: Α’ αντιπρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων, Γιάννη Πλακιωτάκη, υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, βουλευτή Ηρακλείου, Ελευθέριο Αυγενάκη, υφυπουργό Ανάπτυξης, βουλευτή Ηρακλείου, Μάξιμο Σενετάκη, υφυπουργό Εθνικής Άμυνας, βουλευτή Ρεθύμνης, Ιωάννη Κεφαλογιάννη, τους βουλευτές: Ηρακλείου Κωνσταντίνο Κεφαλογιάννη, Χαράλαμπο Μαμουλάκη, Ελένη Βατσινά, Φραγκίσκο Παρασύρη, Εμμανουήλ Συντυχάκη, Χανίων Ντόρα Μπακογιάννη, Σεβαστή Βολουδάκη, Αλέξανδρο Μαρκογιαννάκη, Παύλο Πολάκη, Λασιθίου Αικατερίνη Σπυριδάκη και Ρεθύμνης κ. Εμμανουήλ Χνάρη.
Το κείμενο της επιστολής έχει ως εξής:
«Η Κυβέρνηση επέλεξε, στο όνομα της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής, την οριζόντια φορολογική επιβάρυνση των ελευθέρων επαγγελματιών, των επιστημόνων και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Με τα νέα φορολογικά μέτρα η Κυβέρνηση δεν καταπολεμά τη φοροδιαφυγή. Προστατεύει τους λίγους, τα μεγάλα εισοδήματα, σε βάρος των πολλών. Με την εισαγωγή φορολογητέου «τεκμαρτού» εισοδήματος, με τη φορολόγηση δηλαδή εισοδήματος που δεν έχει πραγματικά αποκτηθεί, οδηγεί σε σημαντική οικονομική επιβάρυνση μεγάλο τμήμα ελευθέρων επαγγελματιών, επιστημόνων και μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Η Κυβέρνηση δείχνει να αγνοεί πλήρως την πραγματικότητα που βιώνει η πλειοψηφία των ελευθέρων επαγγελματιών, των επιστημόνων και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, μετά την υπερδεκαετή οικονομική και κοινωνική κρίση, η οποία έχει σωρευμένα χρέη στο δημόσιο, στα ασφαλιστικά ταμεία και στις τράπεζες, έχει απωλέσει ρυθμίσεις οφειλών και κινδυνεύει με επιβολή άμεσων καταδιωκτικών μέτρων.
Η Κυβέρνηση μάλιστα, προκειμένου να στηρίξει την φοροεισπρακτική πολιτική της, μας στοχοποιεί όλους συλλήβδην ως φοροφυγάδες και ταυτόχρονα, επιχειρεί να μας ταυτίσει με τους μισθωτούς, ενώ γνωρίζει ότι είμαστε εντελώς διαφορετικές κατηγορίες (όπως έχει ήδη κρίνει και το ΣτΕ με τις υπ’ αρ. 1880 και 1888/2019 αποφάσεις του), ενώ σημειωτέον δεν έχουμε το αφορολόγητο εισόδημα ούτε τις εκπτώσεις και τις απαλλαγές των μισθωτών, και παράλληλα, για τον προσδιορισμό του «τεκμαρτού» φορολογητέου εισοδήματος χρησιμοποιείται, όχι ο καθαρός φορολογητέος μισθός του μισθωτού αλλά ο μικτός μισθός, συνυπολογιζομένων και των ασφαλιστικών εισφορών, χωρίς να ξεχνάμε και την πρόσφατη υπέρογκη αύξησή τους από την ίδια Κυβέρνηση.
Και σαν να μην έφτανε αυτό, το «τεκμαρτό» φορολογητέο εισόδημα προσαυξάνεται αφενός με βάση το χρόνο άσκησης του επαγγέλματος και αφετέρου σωρευτικά με βάση το ετήσιο κόστος μισθοδοσίας και με βάση συντελεστή όταν ο ετήσιος τζίρος είναι μεγαλύτερος από τον μέσο όρο του ετήσιου τζίρου του ΚΑΔ, που οδηγεί σε περαιτέρω επιβάρυνση των επαγγελματιών.
Περαιτέρω, η επίκληση ότι τα τεκμήρια είναι μαχητά είναι απόλυτα προσχηματική, αφενός διότι αφορά συγκεκριμένες μόνο περιπτώσεις και αφετέρου διότι τυχόν προσπάθεια αμφισβήτησής τους, δικαστικά ή διοικητικά, καθίσταται στην πράξη, όπως έχει αποδειχθεί στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, αλυσιτελής.
Επίσης ο κατ’ επιλογήν έλεγχος οδηγεί σε οιονεί περαίωση υποθέσεων και σε περαιτέρω διεύρυνση της φοροδιαφυγής σε βάρος των ειλικρινών φορολογούμενων ελεύθερων επαγγελματιών.
Η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής προϋποθέτει έναν ουσιαστικό διάλογο μεταξύ όλων των φορέων, με στόχο ένα δίκαιο φορολογικό σύστημα που θα λαμβάνει υπ’ όψιν τις πραγματικές συνθήκες ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και τις ιδιαιτερότητες κάθε επαγγέλματος και θα έχει ως βάση τη συνεισφορά εκάστου στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις πραγματικές δυνάμεις του και όχι με «τεκμαρτά» απολύτως ανύπαρκτα εισοδήματα.
Η Κυβέρνηση, εν τέλει, επιστρατεύει αναχρονιστικές, άδικες και ισοπεδωτικές μεθόδους καταπολέμησης της φοροδιαφυγής την ίδια στιγμή που επαίρεται ότι έχει στη διάθεσή της νέα εργαλεία ελέγχου (έμμεσες τεχνικές ελέγχου, mydata, σύνδεση ταμειακών μηχανών με Υπουργείο Οικονομικών, εγκατάσταση POS κλπ.) ομολογώντας την αποτυχία εφαρμογής τους.
Την ίδια μάλιστα στιγμή που εφαρμόζει αυτήν την τακτική ενάντια στους ελεύθερους επαγγελματίες, τους επιστήμονες και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αφήνει στο απυρόβλητο τις εταιρίες που εμφανίζουν ζημιές για πολλά χρόνια, καθώς επίσης και τομείς όπως, επί παραδείγματι, τα καύσιμα, τα μερίσματα και η συγκέντρωση κεφαλαίου.
Για όλους εμάς, το ζήτημα αυτό είναι ζωτικής σημασίας τόσο για την επαγγελματική μας ύπαρξη όσο και για την αξιοπρέπειά μας. Ως εκ τούτου είναι ζήτημα αδιαπραγμάτευτο. Τα νέα φορολογικά μέτρα ξεχείλισαν το ποτήρι της οργής και της αγανάκτησής μας.
Εκφράζουμε την έντονη αντίδρασή μας στα προωθούμενα φορολογικά μέτρα και ζητούμε την έμπρακτη συμπαράστασή σας στο δίκαιο αγώνα που δίνουμε για την απόσυρση του άδικου φορολογικού νομοσχεδίου. Η εφαρμογή των νέων μέτρων θα είναι ιδιαίτερα επιζήμια για τον μικρομεσαίο επαγγελματία.
Είναι η ώρα που θα πρέπει να πάρετε δημόσια θέση. Ο καθένας μας θα κριθεί από τις πράξεις και τις παραλείψεις του».