Ο βιασμός δεν ήταν παραβατικότητα που εξέθρεψε η εξέλιξη και ενθάρρυνε η χαλάρωση των ηθών. Εκτός από τις περιόδους κατοχής που ήταν ο εφιάλτης των κοριτσιών, σε καιρούς ειρήνης έκανε πότε-πότε την εμφάνισή του στα χρονικά μικρών ή και μεγαλύτερων κοινωνιών στην πόλη ή στην ύπαιθρο και στην παλιά εποχή.
Συνήθως η ισόβιος κάθειρξη του θύτη ήταν η καλύτερη αποζημίωση για το θύμα, με τα δεσμά του γάμου φυσικά, που έκλειναν το θέμα διακριτικά, πριν πάρει διαστάσεις σε βάρος της υπόληψης του κοριτσιού. Γι’ αυτό ξεφυλλίζοντας τις δικαστηριακές αναμνήσεις του ε. δικηγόρου και μέγιστου ιστοριοδίφη Μιχαήλ Μυρ. Παπαδάκι, σταθήκαμε σε μια περίπτωση βιασμού. Κι όπως διαπιστώσαμε παρακάτω άξιζε της προσοχής μας γιατί είχε και άλλες παραμέτρους από τα ήθη και τα έθιμα της εποχής πριν από τον πόλεμο.
Στην περίπτωση που αφηγείται ο αείμνηστος λόγιος του Ρεθύμνου, δράστης φερόταν ένας κακομοίρης στην κυριολεξία, που δεν σήκωνε το βλέμμα να κοιτάξει και που ανήκε στις κατηγορίες των ανθρώπων που δεν τυγχάνουν δεύτερης ματιάς κυρίως από το ασθενές φύλο.
Κατηγορείτο λοιπόν ο συγκεκριμένος για …βιασμό. Και σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία του 1939, όλα τα στοιχεία ήταν σε βάρος του κατηγορουμένου, που αντιμετώπιζε τον κίνδυνο φυλάκισης μέχρι και 20 χρόνων.
Η εκτός Κρήτης προέλευση και των δύο διαδίκων περιόριζε το ενδιαφέρον της τοπικής κοινωνίας. Εκείνος, ο Στέλιος, προερχόταν από τα Δωδεκάνησα, ήταν περίπου 23 ετών, «ανθρωπάκι» στην κυριολεξία και βρέθηκε στον τόπο μας ασκώντας το επάγγελμα του ξυλανθρακοποιού, όπως αναγράφετο στο κατηγορητήριο.
Εκείνη, ονόματι Σταυρούλα, μια τσιγγανοπούλα, γύρω στα 15, δεν φαινόταν και τόσο «ήσυχο» κορίτσι. Αν όντως είχαν γίνει τα πράγματα όπως τα περιέγραφε κατά την εκτίμηση των σοφών νομομαθών που παρακολουθούσαν την υπόθεση, μάλλον πως δεν της ήταν και τόσο άγνωστες οι περιπέτειες αυτές. Κοντολογίς η μικρή και γοητευτική Σταυρούλα δεν φαινόταν και εντελώς άπειρη γύρω από τις διαδικασίες που οδηγούν στην αναπαραγωγή. Εκτός από «τσαχπινιά» διέθετε αρκετό θράσος για την ηλικία της και μεγάλη δόση φλυαρίας, που ενίσχυσε τις πεποιθήσεις για το ποιόν της σε όλο το ακροατήριο.
Ο κατηγορούμενος κοίταζε διαρκώς τα χέρια του, φαινόταν αρκετά αμήχανος και με ξεψυχισμένη φωνή απαντούσε στις ερωτήσεις των συνηγόρων.
Πόσο είχε ταλαιπωρηθεί φαινόταν από το παρουσιαστικό του. Όπως συνέβαινε πάντα στη φυλακή έχαιραν μεγάλης εκτίμησης οι δολοφόνοι και κυρίως οι ζωοκλέφτες. Αυτοί αποτελούσαν την αφρόκρεμα της κοινωνίας των φυλακών.
Αντίθετα οι έχοντες σχέση με βιασμούς, αρσενοκοιτίες και άλλα τινά θέματα σχετικά με τις γενετήσιες πράξεις περνούσαν των παθών τους τον τάραχο.
Το ίδιο και ο Δωδεκανήσιος κατηγορούμενος. Στο διάστημα της προφυλάκισής του που ήταν αρκετό είχε περάσει όλη τη φρίκη των ομοιοπαθών του. Είχε φάει τόσο ξύλο έτσι χωρίς αφορμή, που με επέμβαση εισαγγελέα κατάφερε να σωθεί μέχρι τη δίκη του.
Τον έκλεισαν σε μια παρατημένη σκοπιά που ίσα χωρούσε ένας άνθρωπος, δεν είχαν κι άλλο χώρο κι εκεί ο φουκαράς έκανε μέχρι και τις ανάγκες του. Όσο για την πείνα ήταν η καθημερινή του συντροφιά, καθώς δεν είχε ο δυστυχής κανέναν να του φέρει φαγητό και οι συγκρατούμενοί του που ήταν σε θέση να μαγειρέψουν κοιτούσαν βέβαια τον εαυτό τους. Άσε που τους δινόταν μια ακόμα ευκαιρία να βασανίσουν και με το μαρτύριο της πείνας τον ατυχή Δωδεκανήσιο. Η μέρα της δίκης ήρθε σαν λύτρωση να δώσει τέλος στα δεινά του, αδιαφορώντας για το αποτέλεσμα. Αρκεί να έβγαινε από εκείνη την τρύπα. Ο δικηγόρος του ήταν απόλυτα ενήμερος για όλα αυτά και προσπαθούσε να τον βοηθήσει, τουλάχιστον να μην επιβαρύνει περισσότερο τη θέση του.
Στη δίκη η Σταυρούλα εμφανίστηκε με τον πατέρα της «σεινάμενη κουνάμενη» και με συνήγορο έναν ευφάνταστο, ωραιοπαθή δικηγόρο από άλλη πρωτοδικειακή Περιφέρεια γιατί, σύμφωνα με τον Μιχαήλ Παπαδάκι, πάντα, το Ρέθυμνο τότε δεν διέθετε συνηγόρους αυτής της περιωπής.
Όταν ήρθε η ώρα της να καταθέσει παραήταν γλαφυρή όπως φαίνεται από τα πρακτικά που διασώζει στο βιβλίο του ο συγγραφέας των Δικαστηριακών Αναμνήσεων.
Ήταν όπως είπε τα τσαντίρια τους κοντά-κοντά με τον δράστη. Μια μέρα ενώ έλειπαν οι δικοί της και εκείνη είχε μείνει να φυλάξει τα πράγματά τους και τα ζώα τους, μπήκε ο Στέλιος στον χώρο της απρόσκλητος, έπεσε πάνω της με φούρια τόση που να της σκίσει το εσώρουχο (στο σημείο αυτό λίγο έλειψε να σηκώσει και τη φούστα της και να δείξει το αποτέλεσμα της βιαιότητας του νέου για του λόγου το αληθές). Ευτυχώς ο συνήγορός της τη συγκράτησε, για να επανέλθει ο σφυγμός του προέδρου που είχε αρχίσει να τα χάνει μπροστά σε τόσο θράσος και αυθάδεια ενός 15χρονου κοριτσιού εκείνης της εποχής. Τελικά σύμφωνα με τον ισχυρισμό της μικρής ο βιασμός έγινε δυο φορές και μάλιστα παρά φύσει. Στις κραυγές της καθώς, όπως είπε, ο πόνος ήταν αφόρητος, έσπευσαν οι δικοί της έφεραν χωροφύλακα και οδηγήθηκαν όλοι μαζί στο τμήμα για τα περαιτέρω. Εκεί την εξήτασε και γιατρός που είχε ήδη γνωματεύσει επισήμως.
Για κακή τύχη όμως της Σταυρούλας ο πρόεδρος που φαινόταν άξιος λειτουργός της δικαιοσύνης, άρχισε να ζητά διευκρινίσεις στις οποίες η μικρή έπεφτε συνεχώς σε αντιφάσεις. Το αποκορύφωμα ήταν στην ερώτηση αν είχε πάει ποτέ με άνδρα κι εκείνη απάντησε αρνητικά.
– Και τότε πως αναφέρει ο γιατρός το αντίθετο; ρώτησε ο πρόεδρος.
Για να πάρει την απάντηση ότι κι γιατρός της «την έπεσε» αλλά εκείνη δεν ενέδωσε, οπότε για να την εκδικηθεί έγραψε στην έκθεσή του ότι δεν ήταν η πρώτη της φορά.
Για να είναι σαφέστερη μάλιστα χρησιμοποίησε λέξεις που για να τις μεταφέρουμε θα έπρεπε να βάλουμε αρκετά @@@@@@ από σεβασμό στον αναγνώστη.
Πήρατε πάντως μια εικόνα από τα διαδραματισθέντα όπως και όλο το ακροατήριο που παρακολουθούσε τώρα με κομμένη ανάσα την εξέλιξη.
Όταν τέλος ο πρόεδρος ζήτησε από τη Σταυρούλα να εξηγήσει γιατί δεν πρόβαλε κάποια αντίσταση, εκείνη ισχυρίστηκε ότι ο Στέλιος τη χτύπησε και την απείλησε με μαχαίρι, κάτι που δεν είχε αναφέρει στην πρώτη της κατάθεση.
Σε αντιφάσεις όμως έπεσαν στη συνέχεια και οι μάρτυρες κατηγορίας. Εκεί που είχαν καταθέσει αρχικά ότι έπιασαν επ’ αυτοφώρω το Στέλιο να βιάζει τη Σταυρούλα στο δικαστήριο ισχυρίστηκαν ότι τον είδαν να βγαίνει από το τσαντίρι.
Ιδιαίτερα ο πατέρας τα θαλάσσωσε σε βαθμό που να διατάξει ο πρόεδρος τη σύλληψή του και την παραπομπή του στον Εισαγγελέα για ψευδορκία.
Μια ξεκάθαρη εικόνα έδωσε αμέσως μετά ο χωροφύλακας που είχε επιληφθεί. Όπως είπε έξω από το τμήμα είχαν συγκεντρωθεί εκείνο το πρωινό μερικοί τσιγγάνοι τους οποίους έδιωξε ο αστυνόμος. Εκείνοι πήγαν παραπέρα, κάθισαν κατάχαμα σαν κάτι να περίμεναν και σε κανένα δίωρο επανήλθαν για να ζητήσουν την παρέμβαση της αστυνομίας επειδή κάποιος βίασε μια από τις γυναίκες τους.
Ο αστυνόμος του ζήτησε να τους ακολουθήσει και να επιληφθεί του θέματος. Οι τσιγγάνοι τον οδήγησαν στο καλύβι του Στέλιου βρίζοντάς τον και καταγγέλλοντας ότι αυτός ήταν ο βιαστής. Έτσι έφθασε ο νεαρός στο εδώλιο κατηγορούμενος για τον βιασμό. Στο καλύβι του δεν είχε βρεθεί μαχαίρι ούτε άλλο φονικό όπλο. Είχε μόνο 10.000 δραχμές. Κι είχε αρνηθεί όλες τις κατηγορίες όσο κι αν τον είχαν πιέσει στο τμήμα.
Όσο προχωρούσε η ακροαματική διαδικασία το ενδιαφέρον όλων μεγάλωνε. Για την περίπτωση βιασμού και σύμφωνα με την ιατροδικαστική εξέταση δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία. Για την υπαιτιότητα του κατηγορουμένου αμφέβαλαν οι πάντες. Ακόμα και το προεδρείο είχε προβληματιστεί ιδιαίτερα με την υπόθεση.
Ξαφνικά ο κατηγορούμενος άρχισε να κάνει τις γνωστές κινήσεις που πρόδιδαν μεγάλη σωματική ανάγκη. Ο πρόεδρος που το αντιλήφθηκε διέκοψε τη δίκη για να οδηγηθεί ο κατηγορούμενος εκεί που πάει μόνος και ο βασιλιάς, αλλά εκείνος επέμενε να είναι μέσα στον χώρο του WC κι ο συνήγορός του. Και τελικά του έγινε το χατίρι μπροστά σε τόση επιμονή.
Κι όταν γύρισαν όλοι στη θέση τους λύθηκε το μυστήριο κι όλοι κοιτούσαν τώρα με μεγάλη συμπάθεια τον κατηγορούμενο. Όπως κατέθεσε ο συνήγορος και χωρίς φυσικά να τον αμφισβητήσει κανείς, αφού υπήρχε διάθεση από τον κατηγορούμενο και για δεύτερη εξέταση, ήταν εντελώς απίθανο να βιάσει κάποια ο πελάτης του ακόμα και να έχει μια φυσική σεξουαλική ζωή, καθώς τον βασάνιζε ένα πρόβλημα από το παρελθόν. Όταν ήταν βρέφος άθελά της η αδελφή του έριξε πάνω του βραστό νερό από το τσουκάλι που έβραζαν χόρτα, με αποτέλεσμα να υποστεί σοβαρό έγκαυμα. Η έλλειψη σχετικής ιατρικής παρέμβασης στάθηκε αφορμή να υποστεί παραμόρφωση η περιοχή των γεννητικών οργάνων σε βαθμό που να καθιστά εντελώς αδύνατη τη σεξουαλική επαφή.
Ο συνήγορος της Σταυρούλας έγινε έξαλλος με την εξέλιξη της υπόθεσης κι άρχισε να κραυγάζει προκαλώντας τη θυμηδία των δικαστών πως κάποια συγκεκριμένη περιοχή του σώματος της πελάτισσάς του υπήρξε αψευδής μάρτυς της πράξης κι ό,τι λένε οι άλλοι τ’ ακούει βερεσέ…
Μπροστά σε τόση επιμονή διετάχθη να εξετασθεί ο Στέλιος και από άλλους γιατρούς, τρεις τον αριθμό που επιβεβαίωσαν το γεγονός της φυσικής αδυναμίας του κατηγορουμένου.
Η απαλλαγή του Στέλιου ήταν πια θέμα λεπτών κι όλοι σχολίαζαν για μέρες μετά τη δίκη, που μπορεί να οδηγήσει η σεμνοτυφία.
Ήταν βέβαια και τα ήθη της εποχής τέτοια που δύσκολα ένας άνδρας ομολογούσε την αδυναμία του, όποια κι αν ήταν. Ο Στέλιος όμως άδικα υπέφερε. Αν είχε εγκαίρως εξηγήσει το πρόβλημά του θα γλίτωνε από την άδικη προφυλάκιση, το ξύλο, την πείνα και όλα όσα υπέφερε για μήνες από ντροπή και μόνο.
Τώρα γιατί η Σταυρούλα προσπαθούσε να παραστήσει το θύμα και ποιος ήταν ο πραγματικός δράστης η ίδια μόνο το ήξερε. Και δεν αποκλείεται όλη η πλεκτάνη να είχε στόχο τις 10.000 του νεαρού. Ποιος ξέρει; Σημασία έχει πως αποδόθηκε δικαιοσύνη και δεν βρέθηκε πίσω από τα κάγκελα για δεκαετίες ένας αθώος.
Τον έσωσε η οξυδέρκεια του συνηγόρου του
Από τα σπάνια προσόντα του αείμνηστου δικηγόρου Ιωάννη Φουρφουλάκη ήταν η ικανότητά του να ψυχογραφεί πρώτα τους αντιδίκους σε κάθε περίπτωση που αναλάμβανε. Κι αυτή η αρετή τον βοήθησε πολύ να συμβάλει στην απόδοση δικαιοσύνης που αυτό πρώτα τον ενδιέφερε.
Έτσι και στην περίπτωση που του ζητήθηκε η υπεράσπιση κάποιου που κατηγορείτο για βιασμό, το πρώτο που έκανε ήταν να μελετήσει την προσωπικότητα του κατηγορουμένου. Κι από την πρώτη στιγμή κάτι δεν του «κόλλαγε». Αίσθηση που έγινε βεβαιότητα όταν μελέτησε και την προσωπικότητα του θύματος. Ήταν μια τουρίστρια από τις πρώτες που είχαν ξεκινήσει να έρχονται για τουρισμό, με σκοπό να γνωρίσουν καλύτερα και τους νέους της περιοχής που είχαν επιλέξει.
Αργότερα αποδείχτηκε και η σκοπιμότητα αυτής της «γνωριμίας», αφού πολλές κατέφευγαν στα δικαστήρια προφασιζόμενες βιασμό για να εξασφαλίσουν την αποζημίωση από την ασφάλεια.
Τότε όμως που ο Γιάννης Φουρφουλάκης αντιμετώπιζε αυτή την περίπτωση, δεν ήταν τόσο διαδεδομένη η μέθοδος αυτή.
Είδε λοιπόν ο αξέχαστος επιφανής νομικός πως είχε να κάνει με μια κοπέλα που ήξερε να ζει τη ζωή της, απαλλαγμένη από «ταμπού» και με ένα σχεδόν αφελή νέο, ορεσίβιο που ήταν φυσικό να τον εντυπωσιάσει η ξένη. Είχε όμως γίνει κοινή συναινέσει η στενότερη γνωριμία τους ή ο νεαρός είχε υποπέσει πράγματι, στο αδίκημα του βιασμού;
Αυτό που ξένισε περίεργα τον Γιάννη Φουρφουλάκη ήταν η σπουδή της ενάγουσας να εξασφαλίσει ιατροδικαστική έκθεση λίγες μόλις ώρες μετά το «αδίκημα».
Και με τη γνωστή του μέθοδο που είχε εντυπωσιάσει πολλές φορές δικαστές και ακροατήριο κατάφερε να αποδείξει πως μόνο βιασμός δεν υπήρχε στην όλη υπόθεση. Οπότε ο αφελής νέος αθωώθηκε πανηγυρικά.
Πήρε τον νόμο στα χέρια της
Η συγκλονιστική ιστορία, που συμπεριλαμβάνουμε στο σημερινό μας θέμα, διαδραματίστηκε σε χωριό του νομού μας την πρώτη δεκαετία του 1900.
Ήταν τότε που ζητούσε καθένας καλύτερη τύχη φεύγοντας για την Αμερική. Έτσι κι ένας νέος αποφάσισε να αφήσει τη νεαρή γυναίκα του να τον περιμένει, αν και νιόπαντρος, και έφυγε αναζητώντας ευκαιρίες για να αποκατασταθεί με την οικογένειά του και να ζήσει καλύτερες μέρες.
Η γυναίκα του, από τις ομορφότερες του χωριού, έδεσε σφικτό κόμπο το μαντήλι στο κεφάλι της και προσπαθούσε να μη δίνει δικαίωμα για σχόλια. Δυστυχώς γι αυτήν κάποιος που την επιθυμούσε διακαώς δεν έχασε την ευκαιρία. Κι ένα βράδυ κατάφερε να μπει στο σπίτι της και να τη βιάσει. Η κοπέλα σκέφτηκε πολλές φορές να δώσει τέλος στη ζωή της, αλλά τη συγκρατούσε η σκέψη ενός παιδιού που άρχισε να κυοφορεί στα σπλάχνα της. Όσο κι αν ήταν καρπός μιας αποτρόπαιης πράξης δεν έφταιγε να πληρώσει αυτό ξένη αμαρτία.
Γέννησε ένα κοριτσάκι αλλά και πάλι δεν μπορούσε να αντέξει στην ιδέα τι είχε συμβεί κατά την απουσία του ανδρός της. Δεν είχε και κανένα συγγενή να εμπιστευθεί το πρόβλημά της ούτε και γονείς.
Αυτό που την εξόργιζε περισσότερο ήταν πως ο βιαστής της επιχειρούσε ξανά να την πλησιάσει. Το θράσος του αυτό την έφερε στα όριά της. Και αφού κατάφερε να εξασφαλίσει το παιδί της, κατάφερε να φέρει στο σπίτι της τον υπαίτιο της ψυχικής δοκιμασίας που περνούσε και να τον σκοτώσει. Αν και η δολοφονία φαινόταν πως ήταν εκ προμελέτης, καθόλου δεν την ένοιαξε η ποινή που της επιβλήθηκε καταστρέφοντας την υπόλοιπη ζωή της. Εκείνη είχε καταφέρει να εκδικηθεί τον άνθρωπο που σπίλωσε την τιμή της. Και δεν την ενδιέφερε τίποτα άλλο.
Πηγές:
Μιχαήλ Μυρ. Παπαδάκις: «Δικαστηριακές αναμνήσεις».
Μιχαήλ Μυρ. Παπαδάκι: «Δικαστηριακές αναμνήσεις: Σ. Κουλιάνης (Βιασμός) εφημερίδα «Κρητική Επιθεώρηση» (1972).
Συνέντευξη Ιωάννη Φουρφουλάκη στην Εύα Λαδιά.
Αστυνομικό δελτίο στην εφημερίδα «Κρητική Επιθεώρηση» (1916).