Τα κίνητρα όπως είπε ο υφυπουργός Υγείας θα αφορούν συγκεκριμένες περιοχές της χώρας και συγκεκριμένες ειδικότητες, όπου καταγράφονται επαναλαμβανόμενες άγονες προκηρύξεις
Και ενώ το νοσοκομείο Ρεθύμνου είναι σε οριακή λειτουργία με τις ελλείψεις προσωπικού να είναι στο κόκκινο, τις εφημερίες να καλύπτονται με δανεικούς γιατρούς και νευραλγικές κλινικές καθώς και το Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών, να υπολειτουργούν, με αποτέλεσμα οι παρεχόμενες υπηρεσίες υγείας να υποβαθμίζονται, ο υφυπουργός Υγείας Μάριος Θεμιστοκλέους, αν και δεν διέψευσε το πρόβλημα, εν τούτοις υποστήριξε ότι αυτό αφορά σε συγκεκριμένες ειδικότητες όπως οι παθολόγοι και οι αναισθησιολόγοι. Επανειλημμένως οι γιατροί έχουν αποτυπώσει τη δραματική κατάσταση που επικρατεί στο νοσηλευτικό ίδρυμα του νομού κρούοντας το καμπανάκι του κινδύνου για τη συνεχή υποβάθμισή του.
Μιλώντας χθες στην Τηλεόραση Creta και στην εκπομπή «Live με την Αντιγόνη» ο υφυπουργός Υγείας Μάριος Θεμιστοκλέους είπε, ότι το υπουργείο Υγείας προχωρά στην ανάληψη πρωτοβουλιών για την ενίσχυση του νοσηλευτικού ιδρύματος. Όπως ανέφερε, σε ένα μήνα θα ανακοινωθούν οικονομικά κίνητρα για συγκεκριμένα νοσοκομεία και συγκεκριμένες ειδικότητες, μεταξύ των οποίων και το νοσηλευτικό ίδρυμα του Ρεθύμνου.
Ειδικότερα, ο κ. Θεμιστοκλέους είπε: «Τα προβλήματα του νοσοκομείου Ρεθύμνου αφορούν σε συγκεκριμένες ειδικότητες, δηλαδή παθολόγους και γιατρούς για την στελέχωση των ΤΕΠ. Αυτό για να το αντιμετωπίσει η κυβέρνηση έχει ήδη προχωρήσει στην ψήφιση νόμου για να έχουν δικαίωμα ιδιωτικού έργου οι γιατροί. Αυτό είναι ένας τρόπος για να αυξηθεί η αμοιβή των γιατρών. Παράλληλα για συγκεκριμένες ειδικότητες, για συγκεκριμένα νοσοκομεία στα οποία περιλαμβάνεται το Ρέθυμνο, θα έχουμε οικονομικά κίνητρα -θα ανακοινωθούν τον επόμενο μήνα- υπάρχει κονδύλι στον προϋπολογισμό – δεν είναι κάτι θεωρητικό. Άρα έτσι οι θέσεις που θα προκηρύξουμε δεν θα βγαίνουν άγονες» είπε και πρόσθεσε ότι: «τα οικονομικά κίνητρα θα αφορούν συγκεκριμένες περιοχές της χώρας για την κάλυψη γιατρών συγκεκριμένων ειδικοτήτων σε περιοχές της χώρας που έχουμε επαναλαμβανόμενο πρόβλημα με άγονες προκηρύξεις».
Ο κ. Θεμιστοκλέους πρόσθεσε ότι τα νοσοκομεία της Κρήτης έχουν ενισχυθεί τα τελευταία χρόνια παραθέτοντας σχετικά στοιχεία: «Στο νοσοκομείο Χανίων τα τελευταία τέσσερα χρόνια έχουν 36 γιατρούς, 23 νοσηλεύτριες και 17 άτομα περισσότερα, ενώ έγινε αύξηση χρηματοδότησης κατά 40%.Το ίδιο ισχύει για όλα τα νοσοκομεία της Κρήτης παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε σε συγκεκριμένες ειδικότητες γιατρών, ακόμα και το Ρέθυμνο για το οποίο γίνεται μεγάλη συζήτηση, έχουμε ενισχύσει το προσωπικό και συγκεκριμένα από 49 γιατρούς έχουμε 63 και έχουμε μεγάλη ενίσχυση σε νοσηλεύτριες από 36 σε 90. Η αύξηση αυτή που έχει επιτευχθεί στο Ε.Σ.Υ. τα τελευταία τέσσερα χρόνια μας δείχνει και τον δρόμο που θα ακολουθηθεί και με βάση αυτό καταφέραμε και το εθνικό σύστημα να ανταπεξέλθει εξαιρετικά στην πανδημία», είπε προσθέτοντας ότι «πρέπει να μην αμαυρώνουμε την εικόνα που υπάρχει στη δημόσια υγεία, στην οποία η κυβέρνηση έχει δώσει μεγάλο βάρος».
Κληθείς να σχολιάσει την παραίτηση του διοικητή του νοσοκομείου Ρεθύμνου, Λευτέρη Μαρκάκη και των γιατρών από το Ε.Σ.Υ., τόνισε ότι:
«Οι παραιτήσεις ιατρικού προσωπικού κυμαίνονται, εκτός από την κορύφωση του 2021, σε σταθερή κατάσταση από το την έναρξη του Ε.Σ.Υ. και ειδικά τον τελευταίο καιρό οι παραιτήσεις είναι το ίδιο ή και λιτότερες από τα προηγούμενα χρόνια. Η παραίτηση του διοικητή του Γ.Ν.Ρ. είναι μεμονωμένο περιστατικό. Είναι προσωπική του απόφαση, δεν γνωρίζω αν συνδέεται με τα προβλήματα. Ούτως ή άλλως είμαστε σε διαδικασία επιλογής νέων διοικητών».
Αντιδράσεις για τα εντέλλεσθε της 7ης ΥΠΕ
Ερωτώμενος σχετικά με τις παραιτήσεις των διευθυντών των Κέντρων Υγείας Ρεθύμνου μετά το εντέλλεσθε της 7ης ΥΠΕ για να καλύψουν εφημερίες στο νοσοκομείο Ρεθύμνου, ο κ. Θεμιστοκλέους είπε: «δεν ήταν παραίτηση γιατρών. Ήταν παραίτηση από θέση ευθύνης που κατέχουν, δηλαδή από τη θέση του διευθυντή, γιατί ζητήθηκε να κάνουν οι γιατροί των Κέντρων Υγείας μια εφημερία στο ΤΕΠ του Γ.Ν.Ρ. για να καλύψουν συνάδελφο που πήγε στην Αθήνα για ένα πρόβλημα υγείας. Είμαι σίγουρος ότι οι συνάδελφοι δεν θα επιμείνουν στη παραίτηση».
Τα «εντέλλεσθε» της 7ης ΥΠΕ σε γιατρούς των Κέντρων Υγείας να κάνουν εφημερίες στο νοσοκομείο Ρεθύμνου σχολιάζει σε δήλωσή του, ο βουλευτής Ρεθύμνης του ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής, Μανόλης Χνάρης, όπου μεταξύ άλλων αναφέρει: «Οι μαζικές παραιτήσεις των διευθυντών των Κέντρων Υγείας του νομού Ρεθύμνης μετά τα «εντέλλεσθε» της 7ης Υγειονομικής Περιφέρειας Κρήτης για μετακίνηση προκειμένου να καλυφθούν οι βάρδιες ΤΕΠ της Παθολογικής Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου του νομού μας με γενικούς ιατρούς των Κέντρων Υγείας, αποτυπώνουν για ακόμα μία φορά την τραγική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η δημόσια υγεία στο Ρέθυμνο εν έτει 2024.
Παρά τις συνεχείς παρεμβάσεις μας προς τον υπουργό Υγείας και την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, δεν έχει δοθεί καμία αποτελεσματική και μόνιμη λύση.
Πολλές φορές έχουμε επισημάνει ότι, οι εμβαλωματικές λύσεις με τα «εντέλλεσθε» ιατρών από άλλα νοσοκομειακά ιδρύματα του νησιού ή από τα Κέντρα Υγείας του νομού μας -με την αντίστοιχη αποψίλωση αυτών- στο νοσοκομειακό ίδρυμα της πόλη μας και η συνεπακόλουθη υπερεφημέρευση και η εργασία σε εξουθενωτικές συνθήκες του ιατρικού προσωπικού με αποτέλεσμα την παραίτησή του και οι επαναλαμβανόμενες άγονες προκηρύξεις χωρίς τη χορήγηση των κατάλληλων κίνητρων για την αντιμετώπιση της διαρκούς υποστελέχωσης, οδηγούν μεθοδικά και συστηματικά στην κατάρρευση του νοσοκομείου μας.
Το ΠΑΣΟΚ, η παράταξη που έχει δημιουργήσει το Ε.Σ.Υ., στέκεται απέναντι σε κάθε είδους προσπάθεια υποβάθμισης του νοσοκομειακού ιδρύματος της πόλης μας σε ένα διευρυμένο Κέντρο Υγείας αλλά και σε κάθε προσπάθεια ιδιωτικοποίησης του εννόμου αγαθού της δημόσιας υγείας. Επιπλέον, με όλα τα μέσα που διαθέτει, θα δώσει τη δική του μάχη για τη συνέχιση της δωρεάν και καθολικής πρόσβασης όλων των συμπολιτών μας στην δημόσια υγεία».
Από την πλευρά του ο Θοδωρής Δουλουμπέκης, γραμματέας ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ Ρεθύμνου τονίζει:
«Η τακτική του «εντέλλεσθε» αντί των προσλήψεων, της κυβέρνησης είναι μια ακόμη απόδειξη της διάθεσης Κυριάκου Μητσοτάκη – Άδωνι Γεωργιάδη για συρρίκνωση της δημόσιας υγείας. Ιδιαίτερα στο Ρέθυμνο, το «εντέλλεσθε» της κυβέρνησης που οδήγησε σε υποβολή παραιτήσεων γιατρών συντονιστών και αναπληρωτών συντονιστών από όλα τα Κέντρα Υγείας του Ρεθύμνου, αποτελεί ουσιαστικά εντολή για συγχώνευση υπηρεσιών υγείας μεταξύ Κέντρων Υγείας και Νοσοκομείου Ρεθύμνου. Αν μάλιστα κανείς λάβει υπόψη του την ήδη εφαρμοζόμενη τακτική κάλυψης των κενών του Γ.Ν. Ρεθύμνου από γιατρούς άλλων πόλεων, το τελευταίο «εντέλλεσθε» αποτελεί ουσιαστικά την οριστική πράξη «κλεισίματος» του Γενικού Νοσοκομείου Ρεθύμνου που καλείται να λειτουργεί με γιατρούς επισκέπτες. Οδηγούμαστε με ακρίβεια στην περαιτέρω υποβάθμιση της Νοσοκομειακής περίθαλψης στο Ρέθυμνο, με στόχο την αλλαγή χαρακτήρα της δομής ή ακόμη και τη συνολική συγχώνευση του Νοσοκομείου μας με Νοσοκομεία του Ηρακλείου ή των Χανίων.
Την ώρα που θα έπρεπε στο Ρέθυμνο να συζητάμε για την πλήρη μετεγκατάσταση του Νοσοκομείου μας σε νέα σύγχρονα κτίρια στο χώρο που έχει παραχωρήσει το Πανεπιστήμιο Κρήτης και τη στέγαση σε αυτό Πανεπιστημιακών κλινικών, όπως είχαμε προτείνει ως ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ προεκλογικά, αναλωνόμαστε στη διεκδίκηση του αυτονόητου, της διατήρησης ενός ελάχιστου επιπέδου παρεχόμενων υπηρεσιών στο ήδη υπάρχων Νοσοκομείο. Ούτε όμως το τελευταίο μπορεί να συμβεί αν ουσιαστικά δε δοθούν σοβαρά κίνητρα για την κάλυψη ενός σύγχρονου οργανογράμματος από γιατρούς και νοσηλευτικό προσωπικό.
Μόνο με αλλαγή πολιτικού σχεδίου μπορεί να σωθεί το Νοσοκομείο Ρεθύμνου. Το τονίσαμε προεκλογικά, αποδεικνύεται σήμερα. Μόνο με σχέδιο επανεπένδυσης στην προσβάσιμη ποιοτική δημόσια υγεία μπορεί να συνεχίζει το Ρέθυμνο να έχει ποιοτικό Νοσοκομείο. Η συνέχιση της πολιτικής που ξεκίνησε από την περίοδο συγκυβέρνησης ΠΑΣΟΚ – ΝΔ οδηγεί σταδιακά σε υγεία για όσους αντέχουν να την πληρώνουν είτε μέσα στα Νοσοκομεία, με τα απογευματινά ιατρεία, είτε στους συμβεβλημένους παρόχους, με την αυξημένη συμμετοχή, είτε απευθείας στα ιδιωτικά ιατρεία, όπως είναι το κυβερνητικό σχέδιο για να μειώσει τη δημόσια δαπάνη αυξάνοντας την ιδιωτική».