Θρίλερ για γερά νεύρα η επιστροφή
Θα μας απασχολήσει σε πολλές συνέχειες η οικογένεια Σαρρή που ξεκινήσαμε σε χθεσινό αφιέρωμα. Πριν όμως προχωρήσουμε στη δράση των Σαρρήδων στις άλλες ενότητες της τοπικής ιστορίας θα μείνουμε στην περίοδο του πολέμου 1940 με διάφορες μνήμες που παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον. Όπως αυτές του Κωστή Κρυοβρυσανάκη, πατέρα του εκλεκτού φίλου και συνεργάτη, επιφανούς ιστορικού ερευνητή και συγγραφέα κ. Λευτέρη Κρυοβρυσανάκη.
Αναφέρει μεταξύ άλλων στις αναμνήσεις του ο αείμνηστος πια Κωστής Γ. Κρυοβρυσανάκης: «Στις 5 Οκτωβρίου 1940 με επείγουσα ατομική πρόσκληση με καλούσαν να καταταγώ σας έφεδρος στον στρατό στο Ρέθυμνο. Μετά από τον τορπιλισμό της «ΕΛΛΗΣ» δεν μου έκανε καμία έκπληξη αυτό.
Το διάστημα αυτό γινόταν επίταξη των ζώων από τα χωριά του νομού. Εμείς είχαμε καταυλιστεί στα Τρία Μοναστήρια και μένομε στα αντίσκηνα. Στις 28 Οκτωβρίου 1940 την ημέρα που γιόρταζε το Ρέθυμνο τη μνήμη των Τεσσάρων Μαρτύρων, πληροφορηθήκαμε την άδικη και άτιμη ενέργεια των Ιταλών να μας κηρύξουν τον πόλεμο. Ο Συνταγματάρχης Ι. Σέρβος μας μίλησε για την αποστολή μας και για το καθήκον μας προς την πατρίδα.
Το βράδυ της ημέρας αυτής καταυλιστήκαμε στην περιοχή Γάλλου. Στις 8 Νοεμβρίου ήρθε διαταγή και αρχίσαμε τις ετοιμασίες για την αναχώρηση του 44ου Συντάγματος για την Αλβανία.
Το βράδυ στις 18 Νοεμβρίου ξεκινήσαμε όλο το σύνταγμα για τα Χανιά με τα πόδια, όπου καταυλιστήκαμε στο Νεροκούρου. Εδώ γνωρίσαμε τους συμμάχους μας, Άγγλους, καθώς και τον νέο συνταγματάρχη Θειακό Ξενοφώντα.
Μείναμε στο Νεροκούρου μέχρι τις 24 Νοεμβρίου και κάθε βράδυ κάναμε πορείες. Για πρώτη φορά έκαναν την εμφάνισή τους πέντε Ιταλικά αεροπλάνα πάνω από τη Σούδα, αλλά δεν μπόρεσαν να κατέβουν χαμηλά. Στο Νεροκούρου πολλοί από μας φάγαμε άφθονα πορτοκάλια όπως και εγώ και κρυολογήσαμε. Εγώ ειδικά είχα 39-40 πυρετό τις μέρες αυτές και ρίγος».
Η αναχώρηση με καράβια από τη Σούδα
«Στις 25 Νοεμβρίου ξεκινήσαμε για το ταξίδι μας προς την Αλβανία, αφού επιβιβαστήκαμε όλη η μεραρχία σε επτά καράβια επιβατηγά, τα οποία συνόδευαν πολεμικά του στόλου μας, ενώ ένα σμήνος αεροπλάνων αποτελούσε την νηοπομπή μας για προστασία. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μας δεν συνέβηκε κανένα απρόοπτο.
Φθάσαμε στον Πειραιά όπου χιλιάδες λαού είχαν κατέβει από λιμάνι για να μας υποδεχτούν και μας χαιρετούσαν με τα μαντίλια τους και τις ζητωκραυγές τους.
Στις 26 Νοεμβρίου που φτάσαμε στρατοπεδεύσαμε στο Χαϊδάρι περιμένοντας τη διαταγή εκκίνησης για το μέτωπο».
Αναχώρηση με τρένο από Αθήνα
«Στις 30 Νοεμβρίου επιβιβαστήκαμε στο τρένο τραγουδώντας πατριωτικά τραγούδια, ενώ οι Αθηναίοι με ζητωκραυγές, όπως «Ζήτω η Ελλάδα», «Ζήτω η Κρήτη» μας κατευόδωναν. Μέσα σ’ αυτές τις ζωηρές εκδηλώσεις ο συρμός ξεκίνησε και απ’ όπου περνούσαμε πάντα οι ίδιες εκδηλώσεις του κόσμου.
Τις πρωινές ώρες της 1ης Δεκεμβρίου αποβιβαστήκαμε στο Αμύνταιο κάτω από δυνατή βροχή και φοβερό κρύο. Το τσουχτερό κρύο μας τρυπούσε τα κόκαλα και προχωρώντας μέσα στις λάσπες φτάσαμε μετά από πορεία πέντε με έξι ωρών στο χωριό Φιλώτα. Στο χωριό έμεναν Μικρασιάτες πρόσφυγες όπου μας φιλοξένησαν στα σπίτια τους και έκαναν ότι μπορούσαν για να μας βοηθήσουν.
Εγώ έμεινα στο σπίτι ενός Σαββάκη, αλλά ο πυρετός συνέχιζε να με θερίζει και έφτασα στο σημείο να έχω σχεδόν παραλύσει. Μετά από πέντε μέρες φύγαμε από τη Φιλώτα τη νύχτα για τη Γαλάτεια. Η πορεία ήταν δύσκολη και κουραστική μέσα στη νύχτα και μας έπιασε ραγδαία βροχή. Εγώ δεν μπορούσα να προχωρήσω και ο Ανθυπολοχαγός Μαλανδράκης με είδε και με λυπήθηκε. Κατέβηκε τότε από το άλογό του και μ’ έβαλε εμένα να καβαλικέψω. Δεν ξέρω σήμερα αν ζει, πάντως αν ζει, ο Θεός να τον έχει καλά, αν πέθανε ο Θεός και πάλι να τον συγχωρέσει. Μπράβο του, αυτός ήταν αξιωματικός.
Δυστυχώς, όμως, για μένα τα πράγματα χειροτέρεψαν γιατί πάγωσα και αναγκάστηκε τότε να με βάλει πάνω σε μια βοϊδάμαξα και να με σκεπάσει με κουβέρτες για να συνέλθω. Στις 7 Δεκεμβρίου φύγαμε από τη Γαλάτεια και πήγαμε στον Αγ. Αθανάσιο. Περπατώντας μέσα σε λάσπες όπου χωνόμασταν μέχρι το γόνατο, πολλοί κάρφωναν και δεν μπορούσαν να βγούνε.
Μετά από δέκα και πλέον ώρες πορεία φτάσαμε στη Βασιλειάδα όπου μας επισκέφτηκε ο μέραρχος υποστράτηγος Παπαστεργίου.
Μετά από πορεία μιας νύχτας, σαράντα και πλέον χιλιόμετρα, φτάσαμε στην Καστοριά. Αρχίσαμε ν’ αφήνουμε πλέον την Ελλάδα και διασχίζοντας τα χιονισμένα βουνά μέσα στη νύχτα που όσο προχωρούσαμε τόσο μεγάλωνε το μαρτύριό μας.
Η ζωή μας στο Καφεζέζη θύμιζε ζωή ανατριχιαστική, αφού είχαμε χωθεί μέσα στις λάσπες μέχρι τη μέση, τα άλογα κάρφωναν και δεν μπορούσαμε να τα βγάλουμε. Μοιάζαμε με σκουλήκια της γης. Βγάλαμε τότε τα ρούχα μας και πλυθήκαμε στον ποταμό και στη συνέχεια προσπαθούσαμε να στεγνώσουμε.
Πέντε στρατιώτες είχαμε για τροφή μια κονσέρβα, ευτυχώς όμως βρήκαμε σε ένα καρφωμένο άλογο γαλέτες και πήραμε και φάγαμε μετά από τρεις ημέρες.
Στις 28 Ιανουαρίου πλησιάσαμε στην πρώτη γραμμή και είχαμε τους πρώτους νεκρούς από τα Ιταλικά αεροπλάνα.
Τις πρώτες μέρες του Φλεβάρη δεχόμαστε τα πυρά του εχθρικού πυροβολικού και αεροπλάνων που δεν μας άφηναν να σηκώσουμε κεφάλι.
Στις 6 του Φλεβάρη βγήκαμε από τα χαρακώματα και σαν λιοντάρια με τις ξιφολόγχες χυθήκαμε στον εχθρό πιάνοντας πολλούς αιχμαλώτους.
Στις 10 του Φλεβάρη μετακινηθήκαμε προς το ύψωμα Πουντανόρ και Τρεμπεσίνα. Τα ιταλικά αεροπλάνα ήταν πολυάριθμα, που συνέχεια μας βομβάρδιζαν όπως και το πυροβολικό τους.
Οι Έλληνες μειονεκτούσαν στα όπλα αλλά υπερείχαν στην ανδρεία και τόλμη και με τις τρομερές κραυγές «ΑΕΡΑ – ΑΕΡΑ» έκαναν τους Ιταλούς να λένε «bono Greco» και να παραδίδονται. Μετά από θυελλώδη επίθεση του συντάγματος καταλάβαμε το Πούντα Νορ αιφνιδιάζοντας τους αντιπάλους μας, πιάνοντας πάνω από τριακόσιους αιχμαλώτους (Σ.Σ. εδώ έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο ο επίσης Ρεθεμνιώτης Ζαχαρίας Αρχοντάκης, πατέρας του πρώην δημάρχου, για τον οποίο είχαμε κάνει εκτενείς αναφορές σε προηγούμενες επετείους)».
«Στις 16 του Φλεβάρη», συνεχίζει την αφήγησή του ο Κωστής Κρυοβρυσανάκης, «άρχισε η αντεπίθεση του εχθρού μετά το σκληρό πάθημα που έπαθαν αλλά οι υπερασπιστές, τα περήφανα παιδιά του Ψηλορείτη κρατούσαν γερά.
Το Πούντα Νορ (ψηλότερη κορυφή της Τρεμπεσίνας), ύψους 1.816 μ. Έγινε κόλαση πυρός.
Δεν μας έφθαναν τα κρυοπαγήματα, η πείνα, τα πυρά του εχθρού, αλλά μας μάστιζαν και οι ενοχλητικές ψείρες. Εγώ ήμουν στα μεταγωγικά και κάθε βράδυ με τα ζώα μας πηγαίναμε πολεμοφόδια και τρόφιμα μέσα στο σκοτάδι στην πρώτη γραμμή.
Μια μέρα που ήμουν στο παρατηρητήριο ένα όλμος έσκασε ένα μέτρο δίπλα από μένα κι έτσι σώθηκα από θαύμα».
Και ήρθε η κατάρρευση
Κι ήρθε η θλιβερή στιγμή της κατάρρευσης του μετώπου.
Αναφέρει σχετικά ο Κωστής Κρυοβρυσανάκης στη μαρτυρία του: «Στο Καλπάκι υπήρχε ένας ενωμοτάρχης και μας παρακάλεσε να σταματήσουμε μέχρι να έρθει κι άλλος στρατός.
Πράγματι τον ακούσαμε, συγκεντρωθήκαμε αρκετοί και κατεβαίναμε συντεταγμένοι.
Το Πάσχα μάθαμε ότι η Ελλάδα συνθηκολόγησε με τη Γερμανία και να παραδώσουμε τα όπλα.
Την ημέρα του Πάσχα φτάσαμε στην Άρτα και μας έδωσαν ένα πορτοκάλι στον καθένα. Υπήρχε σχέδιο να μας βάλουν σε ένα πλοίο από την Πρέβεζα για την Κρήτη. Το σχέδιο όμως πληροφορήθηκαν οι Γερμανοί και έτσι ναυάγησε».
Αφάνταστες ήταν και οι περιπέτειες της επιστροφής.
Σταχυολογούμε μερικά αποσπάσματα.
«Την Κυριακή 11 Αυγούστου 1941, αναχωρήσαμε από την Μεθώνη για την Κρήτη. Όλα πήγαιναν καλά. Πλησιάζαμε και θαυμάζαμε ήδη τα βουνά του νησιού μας. Αλλά μια θαλασσοταραχή τους υποχρέωσε να αλλάξουν πορεία».
Επιστροφή στην Πελοπόννησο
«Δυστυχώς όμως», συνεχίζει ο Κωστής Κρυοβρυσανάκης, «ξαναγυρίσαμε στην Πελοπόννησο στο ακρωτήριο Μαλέα, την παραμονή της Παναγίας. Δίπλα στο ακρωτήριο υπήρχε Ιταλικό φυλάκιο, πλησίασαν τρεις Ιταλοί, πέταξαν σχοινί και μας έδεσαν τη βάρκα.
Μπήκαν μέσα και μας ρώτησαν που πάμε, εγώ τους είπα ότι πάμε στην Καλαμάτα να βγάλουμε ταυτότητες. Μας έκαναν έρευνα και ότι στρατιωτικό βρήκαν το πήραν. Τους ζητήσαμε νερό και μας πήγαν σ’ ένα σαρνίτσι (πηγάδι), όπου ήπιαμε αφού είχαμε τέσσερις μέρες στη θάλασσα χωρίς νερό.
Μας έβαλαν στη βάρκα και μείναμε το βράδυ και το πρωί μας είπανε να φύγουμε. Πράγματι πήγαμε τότε στο χωριό Κυπάρισσος της Μάνης. Το χωριό είχε λιμανάκι και κοντά εκεί ένα πηγάδι με βλυχό νερό και δίπλα συκιές που ανήκαν σ’ ένα παλιό καπετάνιο.
Οι κόρες του έβγαζαν δύο ώρες νερό για να μας χορτάσουν, ενώ φάγαμε πολλά σύκα και μας έπιασε δυσεντερία. Πήγαμε μετά στο χωριό αγοράσαμε ένα αρνί, το σφάξαμε, βάλαμε στο ζουμί του τυριά και μας πέρασε.
Στην Κυπάρισσο καθίσαμε δύο μέρες και ένας μαυραγορίτης προσπάθησε να του πουλήσουμε τη βάρκα μισοτιμής. Απ’ εκεί πήγαμε στο Γερολιμένα, βρήκαμε ένα Γεωργούλα και του πουλήσαμε τη βάρκα 30.000 δρχ. όσο την είχαμε αγοράσει.
Έτσι πήρε ο καθένας το χιλιάρι που είχε δώσει. Στον βαρκάρη που δεν μπόρεσε να μας φέρει στην Κρήτη του δώσαμε 5.000 δρχ.
Πήγαμε στη συνέχεια στον Αγ. Κήρυκο. Εγώ με την παρέα μου βρήκαμε ένα παιδί με τον πατέρα του που πουλούσαν κρεμμύδια. Μας πέρασαν με τη βάρκα από τον κόλπο στο Λαφονήσι όπου γινόταν ένας γάμος, αλλά δυστυχώς δεν μας έδωσαν σημασία. Αγοράσαμε 80 δρχ. χαρούπια και φάγαμε. Στη συνέχεια πήγαμε στη Νεάπολη όπου ένας παπάς από τα Βάτικα, ο Εμμανουήλ Λαλούδης, συγκέντρωνε χρήματα, έβρισκε καΐκια και τα έστελνε στην Κρήτη.
Συγκεντρωθήκαμε εβδομήντα Κρητικοί, αλλά το καΐκι με μηχανή έβαζε εξήντα. Περιμέναμε άλλη μία μέρα όπου ήρθαν κι άλλοι, έτσι συμπληρώθηκε το δεύτερο καΐκι και ετοιμαστήκαμε να φύγουμε και τα δύο καΐκια. Ο παπάς με το πετραχήλι και το ευαγγέλιο μας ευλογούσε.
Προχωρήσαμε, φτάσαμε στα Κύθηρα, μείναμε λίγο ώστε να φτάσουμε νύχτα στην Κρήτη για να μην μας δουν οι Γερμανοί. Βρήκαμε μια κατσίκα, τη σφάξαμε, την ψήσαμε και την φάγαμε».
Επιτέλους στην Κρήτη
«Πλησιάσαμε στις ακτές της Κρήτης. Το μικρό καΐκι μπόρεσε και αποβίβασε τους επιβάτες του, ενώ το μεγάλο ήταν αδύνατο να πλησιάσει. Ο καπετάνιος έβριζε τότε την Κρήτη και ορισμένοι από μας προσβάλθηκαν και παρ’ ολίγο να είχαμε δυσάρεστο επεισόδιο. Ευτυχώς τότε πλησίασε το μικρό καΐκι, μας έβαλε μέσα και αποβιβαστήκαμε.
Μείναμε μέχρι το πρωί εκεί. Όλοι έλεγαν ότι ήταν η Κρήτη αλλά εμείς είχαμε αμφιβολίες. Το πρωί βεβαιωθήκαμε πράγματι ότι πατούσαμε τα ιερά χώματα της Κρήτης, πέσαμε κάτω και τα προσκυνούσαμε.
Η χαρά μας απερίγραπτη, με την οδύσσειά μας, επί έντεκα μήνες να βρισκόμαστε ξανά στη λεβεντογέννα Κρήτη μας. Προχωρήσαμε και φτάσαμε στο Ροδωπού Κισσάμου, όπου ήρθαν οι κάτοικοι, μας υποδέχθηκαν και μας περιποιήθηκαν όσο μπορούσαν, αλλά και να μας ρωτήσουν και για τους δικούς τους. Χωρίσαμε τότε και πήγε ο καθένας με την παρέα του για το χωριό του. Εγώ μαζί με τον ξάδελφό μου ξεκινήσαμε για το χωριό μας τη Λοχριά.
Εκεί μας βρήκαν δύο απατεώνες και προσπάθησαν να μας εκμεταλλευτούν βγάζοντάς μας ταυτότητες. Ευτυχώς όμως με τη βοήθεια ενός γέρου τους αποφύγαμε. Πήγαμε σ’ ένα χωριό και ο πρόεδρος μας έβγαλε ταυτότητες χωρίς καμία αμοιβή.
Στη συνέχεια πήγαμε σ’ άλλο χωριό και μείναμε στο σπίτι ενός Μποτώνη που είχε αμάξι και έκανε διαδρομή για τα Χανιά. Ξεκινήσαμε για τα Χανιά, αλλά στο Μάλεμε τέλειωσε η βενζίνη, γύρισε ο βοηθός και έφερε βενζίνη από το χωριό, απόσταση 15 χιλιόμετρα. Εκεί μας είδαν οι Γερμανοί αλλά δεν μας πείραξαν γιατί φορούσαμε ρούχα νεολαίας που μας είχαν δώσει από το Ναύπλιο…».
Είναι παρήγορο ότι υπάρχουν μνήμες που έχουν καταγραφεί και που γεμίζουν σελίδες που φωτίζουν τη σύγχρονη ιστορία. Όπως αυτές που διέσωσε ο φιλότιμος ερευνητής και συγγραφέας Λευτέρης Κρυοβρυσανάκης. Του οφείλουμε ευχαριστίες και γι’ αυτό.