Των ΕΜΜΑΝΟΥΕΛΑ ΦΩΤΑΚΗ και ΑΝΤΩΝΗ ΠΑΝΤΙΝΑΚΗ
Τα απολύτως απαραίτητα ψωνίζουν (και) από τους φούρνους οι Ρεθεμνιώτες. Οι αγορές τους είναι αυστηρές κι επιλεγμένες: Οι εποχές που λόγου χάρη έπαιρναν αφειδώς αρτοσκευάσματα, σε μεγάλες ποσότητες, παρήλθαν. Η ακρίβεια έχει επιβάλλει τους δικούς της κανόνες. Καταναλωτές κι αρτοποιοί πάντως τραβούν το… ίδιο κουπί προσπαθώντας από το δικό τους μετερίζι, και οι μεν και οι δε, να ανταπεξέλθουν στις διαρκείς ανατιμήσεις.
Σύμφωνα με τους αρτοποιούς του Ρεθύμνου, οι τιμές στο ψωμί και στα άλλα βασικά είδη (με την παραδοσιακά μεγάλη απήχηση) παρουσιάζουν σταθεροποίηση το τελευταίο εξάμηνο, παρότι τα δικά τους έξοδα έχουν ανέβει σε πολύ υψηλά επίπεδα. Στον αντίποδα, τα έσοδά τους είναι εμφανώς μειωμένα – καθώς η κοινωνία (στο σύνολό της) ξεμένει από αγοραστική δύναμη. Επιπλέον, ο τουρισμός προς το παρόν δεν αποδίδει τα αναμενόμενα στα ταμεία τους. Οι κυβερνητικές ελαφρύνσεις είναι καλοδεχούμενες, όμως φαίνεται πώς δεν είναι αρκετές για τους επιχειρηματίες του χώρου.
«Το μηνιάτικο εξανεμίζεται σχεδόν πριν μπει στους λογαριασμούς! Δεν φτάνει με αυτή την ακρίβεια που υπάρχει. Ο καταναλωτής θα αγοράσει αυτά που του χρειάζονται» σχολιάζει στα «Ρ.Ν.» ο κ. Χαράλαμπος Σαμψών, επί σειρά ετών πρόεδρος του Σωματείου Αρτοποιών Ρεθύμνου. Τα «επίσημα στοιχεία» που επικαλείται δείχνουν ότι τα αρτοσκευάσματα – αρτοποιήματα είναι στο -20% σε απόδοση. «Τώρα, που θα βαδίσει αυτός ο μήνας κανείς δεν ξέρει» ομολογεί ο ίδιος.
«Αυτή τη στιγμή που συζητάμε, το πρώτο πεντάμηνο υφίστανται οι αυξήσεις που μπήκαν τον Γενάρη. Οι τιμές δεν έχουν αλλάξει στο Ρέθυμνο. Υπάρχει μία κινητικότητα λόγω του τουρισμού, αλλά μέχρι εκεί» σημειώνει. Η κινητικότητα περιορίζεται σε όσους φούρνους τροφοδοτούν ξενοδοχεία. Όπως είπε στα «Ρ.Ν.» ο κ. Σαμψών, η τιμή του ψωμιού στο Ρέθυμνο κυμαίνεται από το 1,30-1,40 το τεμάχιο (περίπου στα 500 gr) και στα 3,5 το κιλό. Την ίδια στιγμή, οι αντίστοιχες τιμές σε άλλες χώρες της Ευρώπης είναι σχεδόν… διπλάσιες – μπορεί και τριπλάσιες, όπως μας ανέφεραν επαγγελματίες.
Πικρή… γεύση
«Η μεγάλη αύξηση είναι στη ζάχαρη. Το αλεύρι είναι ακόμα σταθερό – έχει την ίδια τιμή με το προηγούμενο διάστημα» λέει ο κ. Νίκος Αποστολάκης, ο οποίος δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στο κομμάτι των αρτοποιείων – ζαχαροπλαστείων στο Ρέθυμνο. «Η ζάχαρη έχει πάει στο 1,24 όταν πέρυσι το καλοκαίρι την αγοράζαμε 55 λεπτά».
Για το αλεύρι, βεβαίως οι προμηθευτές έχουν προαναγγείλει «μεγάλη αύξηση» το επόμενο διάστημα – το πότε, δεν το γνωρίζουμε ακόμα. «Οι αυξήσεις αυτές δεν έχουν μετακυληθεί στα προϊόντα. Έχουμε αφήσει τις ίδιες τιμές. Για παράδειγμα, το κουλούρι που από τα 50 λεπτά το πήγα στο 70 λεπτά δεν άλλαξε – δεν το ανέβασα πιο πάνω» υπογραμμίζει ο κ. Αποστολάκης.
Αλλά κι αυτές οι αυξήσεις, όπως υποστηρίζουν (οι μικρές) είναι εις βάρος τους στην τελική. «Μέσα δεν μπαίνουμε, αλλά δεν μας αποφέρουν (οι αυξήσεις) αυτά που πρέπει να μας αποφέρουν για τα προϊόντα που παράγουμε» θα επισημάνει ο Ρεθεμνιώτης επιχειρηματίας.
Χαρακτηριστικά, ο ίδιος πουλάει το ψωμί, τα 350-400 γραμμάρια, στο 1,20, ενώ μέχρι το τέλος του 2021 το είχε στα 90 λεπτά.
«Ο κόσμος απ’ ό,τι έχω καταλάβει εγώ έχει μπει στο mood πώς ό,τι κι αν αγοράσει είναι ακριβό. Οι καταναλωτές προσέχουν τα ψώνια τους» παρατηρεί ο κ. Αποστολάκης. «Η ποσότητα είναι τώρα μικρότερη στα ψώνια. Εκεί που θα αγόραζε κάποιος ένα κιλό ψωμί, τώρα θα πάρει μισό και αν χρειαστεί ίσως κατέβει στην αγορά να πάρει κι άλλο. Δεν θα σκεφτεί ο άλλος «Ας πάρω ένα κιλό ψωμί και δεν πειράζει, ας πετάξω την ποσότητα που δεν μου χρειάζεται».
Αρκετοί αρτοποιοί, όπως κι άλλοι άνθρωποι της αγοράς, περίμεναν τον τουρισμό για να πάρουν τα… πάνω τους σε οικονομικό επίπεδο. Για την ώρα, οι προσδοκίες τους δεν δικαιώνονται στον επιθυμητό βαθμό τουλάχιστον. Τα ενεργειακά είναι αναμφίβολα το μεγαλύτερο (οικονομικό) βάρος. «Η κυβέρνηση έχει βοηθήσει με κάποιες επιδοτήσεις – μέσω εταιρειών. Έχουν γίνει διευκολύνσεις. Η ρήτρα αναπροσαρμογής δεν έχει σταματήσει, απλά υπάρχει επιδότηση από την κυβέρνηση. Στην ουσία οι εταιρείες παίρνουν λεφτά από το κράτος. Δεν επιβαρυνόμαστε εμείς τη ρήτρα, αλλά το κράτος – ένα ποσοστό, όχι ολόκληρη. Για εμένα και για άλλους επαγγελματίες είναι μία ανάσα φυσικά» υποστηρίζει ο κ. Αποστολάκης.
Παξιμάδι αντί για ψωμί
Τα λειτουργικά έξοδα των φούρνων είναι δεδομένο πώς έχουν αυξηθεί σημαντικά τον τελευταίο καιρό. «Το πρόβλημα είναι ότι οι άνθρωποι παίρνουν επιλεγμένα πράγματα, τα βασικά» λόγω της ακρίβειας, δηλώνει στα «Ρ.Ν.» η κ. Ειρήνη Χατζησπύρου, εκ μέρους αλυσίδας αρτοποιείου. «Συνεχίζουμε και δεν ανεβάζουμε το κουλούρι και άλλα προϊόντα επειδή ξέρουμε ότι κάποιοι άνθρωποι μέχρι εκεί μπορούν να ψωνίσουν. Δεν μπορούμε να τους πάμε παραπάνω τις τιμές».
Για τον τουρισμό, διαπιστώνει πώς οι περισσότεροι ξένοι επισκέπτες της πατρίδας μας «βλέπουν, λίγοι είναι αυτοί που ψωνίζουν». Η δουλειά έχει ανέβει, «αλλά δεν είναι και αυτό που περιμέναμε, και αυτό πιο πολύ έχει να κάνει με τις τιμές» παραδέχεται.
Όπως τονίζει, οι επιχειρήσεις ανταπεξέρχονται «οριακά» στους λογαριασμούς, «ειδικά αυτό που συμβαίνει τώρα με το ρεύμα είναι πραγματικά απίστευτο. Είναι όλα οριακά».
Παρατηρεί ακόμα πώς «Πολλοί άνθρωποι έχουν αλλάξει τις συνήθειες τους. Δηλαδή εκεί που έπαιρναν το ψωμί το καθημερινό τώρα θα πάρουν παξιμάδι και κάτι πιο οικονομικό», ενώ «είναι λίγοι εκείνοι που προτιμούν το παραδοσιακό και το χειροποίητο».
Οι προβλέψεις: Επάρκεια και συγκράτηση τιμών για το επόμενο δίμηνο
«Τα δύσκολα για το ψωμί είναι μπροστά μας τον Σεπτέμβριο» δήλωσε πρόσφατα ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Αρτοποιών, Μιχάλης Μούσιος. Αν και για το επόμενο δίμηνο η επάρκεια σε σιτηρά είναι φαίνεται εξασφαλισμένη και η τιμή του ψωμιού δεν αναμένεται να ανέβει περαιτέρω, ο προβληματισμός παραμένει σχετικά με την κατάσταση μετά το καλοκαίρι.
Το ράλι ανόδου της τιμής των σιτηρών, ο πόλεμος στην Ουκρανία η οποία μαζί με τη Ρωσία αποτελούν τους μεγαλύτερους σιτοβολώνες της Ευρώπη σε συνδυασμό με το αυξημένο ενεργειακό κόστος που πιέζει τις επιχειρήσεις, ήδη έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην αγορά. Στα προηγούμενα ήρθε να προστεθεί και η πρόσφατη απόφαση της Ινδίας για απαγόρευση στις εξαγωγές σιτηρών δημιουργώντας ακόμη έναν «πονοκέφαλο» διεθνώς.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ η τιμή του ψωμιού στην Ελλάδα έχει ανέβει κατά 10% επιβαρύνοντας περαιτέρω τους καταναλωτές που έχουν να αντιμετωπίσουν άλλωστε αυξήσεις σε όλα σχεδόν τα τρόφιμα. Πρόκειται μάλιστα για τις πρώτες αυξήσεις στις οποίες προχώρησαν οι αρτοποιοί εδώ και 13 χρόνια, σύμφωνα με την Ομοσπονδία τους.
Παράγοντες της αγοράς περιγράφοντας την εικόνα που έχει διαμορφωθεί στην εφοδιαστική αλυσίδα υπολογίζουν πως περίπου 4,5 εκατ. τόνοι σιτηρών βρίσκονται αυτή τη στιγμή αποκλεισμένοι στα λιμάνια της Ουκρανίας. Επιπροσθέτως στο εμπόλεμο έδαφος της Ουκρανίας βρίσκεται το «χειμερινό σιτάρι» με αδυναμία περισυλλογής μόνο του 30%, μειώνοντας τις μελλοντικές διαθέσιμες ποσότητες παγκοσμίως.
Για την Ελλάδα σε ό,τι αφορά την επάρκεια οι επικεφαλής της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Αρτοποιών εμφανίστηκαν καθησυχαστικοί για το επόμενο δίμηνο διαβεβαιώνοντας πως υπάρχουν αποθέματα σε μαλακό σιτάρι, καθώς έχουν βρεθεί εναλλακτικές αγορές για τις ποσότητες – περίπου το 30% – που παίρναμε από την Ουκρανία. Εισαγωγές πλέον γίνονται τόσο από Ρουμανία και Βουλγαρία όσο και από τον Καναδά όπου παρά τα υψηλά μεταφορικά, οι τιμές έχουν ομαλοποιηθεί σε σχέση με εκείνες στις αρχές του πολέμου.
Ως εκ τούτου οι τιμές σε ψωμί και αρτοποιήματα αναμένεται να παραμείνουν στα ίδια επίπεδα με τώρα, μέσα στο καλοκαίρι, ανέφερε ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Αρτοποιών, Μιχάλης Μούσιος. Με την καινούρια σοδειά τον επόμενο μήνα η Ελλάδα αναμένεται να καλύψει το 25% των αναγκών της σε μαλακό σιτάρι. Μένει ωστόσο να φανεί ποια θα εικόνα διεθνώς το επόμενο δίμηνο και οι γεωπολιτικές εξελίξεις και σε ποιες τιμές θα αγοραστούν οι υπόλοιπες ποσότητες που χρειάζεται η χώρα.
Το τι θα συμβεί από τον φθινόπωρο και μετά, κανείς δεν μπορεί να το προεξοφλήσει. Και τούτο διότι τα συμβαλλόμενα μέρη που επηρεάζουν τις εξελίξεις είναι πολλά.
Απ’ την Πανελλήνια Ομοσπονδία Αρτοποιών διαμηνύουν πως η χώρα μας είναι αυτάρκης σε σκληρά σιτηρά, που στην «χειρότερη περίπτωση» όπως λένε ένα μέρος από αυτά θα χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή αρτοποιημάτων.
Η επάρκεια σιτηρών ωστόσο δεν εγγυάται το τέλος (νέων ενδεχόμενων) αυξήσεων. Οι επιχειρήσεις συνεχίζουν να πιέζονται ασφυκτικά, όχι μόνο από τις τιμές των πρώτων υλών και από το κόστος ενέργειας αλλά ακόμη και από τιμές των υλικών συσκευασίας. Το στοίχημα που δίνουν καθημερινά οι αρτοποιοί είναι να κρατήσουν «ζωντανές» της επιχειρήσεις τους – η κερδοφορία έχει περάσει σε δεύτερη μοίρα. Ούτε οι ίδιοι γνωρίζουν για πόσο ακόμα θα συνεχίσουν να απορροφούν μεγάλο μέρος του αυξημένου λειτουργικού κόστους με το οποίο επιβαρύνονται.