Του Παναγιώτη Στάθης
Οι ευρωεκλογές αυτές είναι οι πιο υποτονικές που έχουν διεξαχθεί, ίσως από καταβολής τους: ελάχιστες και μικρές συγκεντρώσεις, λίγες πολιτικές εκπομπές στην τηλεόραση και με χαμηλή θεαματικότητα, ο κόσμος δείχνει να μην ενδιαφέρεται. Όμως οι ευρωεκλογές αυτές είναι κρίσιμες. Τρία είναι τα σημαντικά διακυβεύματα τους: 1. το ύψος της αποχής, 2. το ποσοστό ανόδου της ακροδεξιάς και 3. η κατανομή της εκλογικής επιρροής και των εδρών μεταξύ των αριστερών και κεντροαριστερών κομμάτων. Εδώ θα αναφερθώ στο πρώτο και στο τρίτο ζήτημα.
Η αποχή φαίνεται ότι θα ξεπεράσει κάθε προηγούμενο. Οι λόγοι είναι πολλοί. Η Ευρώπη μοιάζει να είναι μακριά. Οι θεσμοί της, οι διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα εκεί, οι αποφάσεις και ο τρόπος που λαμβάνονται, ο βαθμός της επίδρασης τους στην καθημερινότητά μας δεν είναι επαρκώς γνωστά. Όμως στην πραγματικότητα το μεγαλύτερο μέρος των νομικών ρυθμίσεων που θεσπίζονται από την ελληνική βουλή και την κυβέρνηση αποτελούν εφαρμογές ευρωπαϊκών αποφάσεων και οδηγιών. Επιπλέον το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησης των έργων που γίνονται στην Ελλάδα και της οικονομικής στήριξης των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων (π.χ. αγροτικές επιδοτήσεις) προέρχονται από τα ευρωπαϊκά ταμεία.
Ένας δεύτερος λόγος είναι ότι η στάση που κράτησε η Ευρωπαϊκή Ένωση στην ελληνική οικονομική κρίση απογοήτευσε πάρα πολλά μέλη του εκλογικού σώματος. Για πολύ κόσμο η Ευρωπαϊκή Ένωση συνιστά έναν εχθρικό από τη φύση του θεσμό είτε προς τα ελληνικά συμφέροντα, είτε προς τα συμφέροντα των λαϊκών τάξεων όλων των χωρών-μελών. Ωστόσο, η πολιτική που αυταρχικά επέβαλε η ΕΕ στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης δεν οφείλεται σε πάγια ή φύσει χαρακτηριστικά του θεσμού, οφείλεται στο συσχετισμό δύναμης που επικράτησε στο εσωτερικό του στις δύο τελευταίες δεκαετίες. Στη δεκαετία του ’80, όταν η σοσιαλδημοκρατία και η αριστερά κυριαρχούσαν ιδεολογικά και πολιτικά, οι ευρωπαϊκές πολιτικές προώθησαν την οικονομική ανάπτυξη των ασθενέστερων εθνικών οικονομιών και τη σύγκλιση προς έναν ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η υψηλή οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας, η μεγάλη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου της συντριπτικής πλειονότητας των ελλήνων πολιτών, η θεμελίωση κοινωνικού κράτους, η έναρξη εφαρμογής οικολογικών πολιτικών και οι θεσμικές παρεμβάσεις προώθησης της κοινωνικής και πολιτικής εξίσωσης των πολιτών (π.χ. αριστερών και δεξιών, γυναικών και ανδρών κλπ.), όλα αυτά δεν οφείλονται μόνο στο ΠΑΣΟΚ, οφείλονται και στις επιταγές και τη χρηματοδότηση της ΕΕ. Αλλά και πρόσφατα, στην πανδημία, η γρήγορη συνεννόηση μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, η ταχεία ενεργοποίηση και χρηματοδότηση μέτρων αντιμετώπισης της υγειονομικής κρίσης, η στήριξη πολιτικών ενίσχυσης της δημοσίας υγείας (σε αντίθεση με τις συνήθεις ευρωπαϊκές πρακτικές των πρόσφατων δεκαετιών) βοήθησαν καθοριστικά στην υπέρβαση της κρίσης με τις λιγότερες δυνατές απώλειες. Συνεπώς, ο χαρακτήρας της πολιτικής που χαράσσει η ΕΕ είναι απότοκος του εκάστοτε συσχετισμού ισχύος μεταξύ των διαφορετικών ιδεολογικοπολιτικών χώρων στην Ευρώπη και τούτο, με τη σειρά του, είναι αποτέλεσμα των δικών μας επιλογών, των εκλογικών επιλογών των πολιτών. Η άνοδος των αριστερής και πράσινης κατεύθυνσης πολιτικών κομμάτων θα συμβάλει στην τροποποίηση του συσχετισμού δύναμης και των εφαρμοζόμενων πολιτικών της ΕΕ.
Ένας τρίτος λόγος είναι ότι όλο και περισσότερος κόσμος πιστεύει ότι όλοι οι πολιτικοί είναι ίδιοι, λένε ψέματα για να παραμυθιάσουν τον λαό και ενδιαφέρονται μόνο για την εξουσία και το συμφέρον τους. Η αλήθεια είναι ότι στη διόγκωση αυτής της πίστης συνέβαλε πολύ η διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο 2015-2019. Υποσχέθηκε πολλά σε σχέση με αυτά που μπορούσε και τελικά έκανε. Και τούτο, διότι η συνέχιση των πολιτικών που ασκούσαν η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ οδηγούσαν στην καταστροφή και την ελληνική οικονομία και, κυρίως, τα μεσαία και χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Θεώρησε, λοιπόν, ότι η χρήση όλων των τρόπων για την ανάληψη της διακυβέρνησης και την ανάσχεση αυτής της κατηφόρας δικαιολογείτο από την κρισιμότητα της κατάστασης. Υπήρξαν βεβαίως και άλλοι λόγοι: οι αυταπάτες ενός τμήματος του κόμματος και η αίσθηση ότι επειδή είχαν δίκιο θα μπορούσαν να επιβάλουν τις θέσεις τους στην Ευρώπη με σκληρή διαπραγμάτευση, ενώ οι προηγούμενες κυβερνήσεις ούτε καν το προσπαθούσαν, επειδή εν πολλοίς, συμφωνούσαν με τη νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση των μέτρων. Η αναντιστοιχία, λοιπόν, των υποσχέσεων με τα αποτελέσματα και η μικρή και ανεπαρκής βελτίωση της κατάστασης των περισσότερων πολιτών οδήγησαν στη διάψευση των προσδοκιών και την απογοήτευση του κόσμου από την πολιτική και τους πολιτικούς συνολικά και στη διόγκωση μιας κυνικής τάσης με έντονα αντιπολιτικά στοιχεία.
Δεν είναι ο τόπος εδώ και η ώρα να αποτιμηθούν οι θετικές και αρνητικές πλευρές, οι επιτυχίες και οι αποτυχίες της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ και, συνακόλουθα, να αποτιμηθεί σε ποιο βαθμό ήταν δικαιολογημένη η απογοήτευση του κόσμου και αντιστοιχούσε στα δεδομένα. Εκκρεμεί ένας σοβαρός δημόσιος απολογισμός των πρακτέων της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ (παρότι έχουν διατυπωθεί ενδιαφέροντες επί μέρους απολογισμοί) και η Νέα Αριστερά οφείλει να τον κάνει με αυστηρό αυτοκριτικό τρόπο.
Όμως, η μεγάλη περιπέτεια του 2015-2019, οι δύσκολες διαπραγματεύσεις και οι συμβιβασμοί, επιβεβαιώνουν ότι η διεθνοποίηση και αλληλεξάρτηση της οικονομίας είναι τόσο μεγάλη και ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη διαμόρφωση των εθνικών πολιτικών τόσο καθοριστικός που τα περιθώρια για μια αυτόνομη εθνική πολιτική είναι μικρά. Επιβεβαίωσαν, όμως, επίσης, ότι η έξοδος από τη ζώνη του ευρώ θα ήταν καταστροφική. Ωστόσο, ακριβώς αυτή η αλληλεξάρτηση της ευρωπαϊκής και των εθνικών οικονομιών και, αντιστοίχως, της ευρωπαϊκής και των εθνικών πολιτικών, υποδεικνύει ότι η αλλαγή του εκκρεμούς ισχύος στην Ευρώπη είναι ο κύριος δρόμος για την τροποποίηση των πολιτικών υπέρ των συμφερόντων των μεσαίων και χαμηλών στρωμάτων. Από αυτήν την άποψη, η συμμετοχή στις ευρωεκλογές αποκτά πλέον μεγαλύτερη σημασία ακόμη και από τις εθνικές εκλογές.
Από τα προαναφερόμενα συνάγεται ότι η συμμετοχή στις ευρωεκλογές είναι απαραίτητη και ότι γα την αποδυνάμωση της νεοφιλελεύθερης και συντηρητικής πολιτικής κυριαρχίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (αλλά και στην Ελλάδα) η ψήφος πρέπει να κατευθυνθεί προς κόμματα με αριστερή πολιτική ιδεολογία. Προς ποιο όμως; Ίσως είναι η πρώτη φορά που τόσο πολλά κόμματα διεκδικούν την αντιδεξιά ψήφο.
Το ΠΑΣΟΚ αλληθωρίζει προς δεξιές συντηρητικές και νεοφιλελεύθερες πολιτικές και δεν εμπνέει καμιά εμπιστοσύνη (βλ. ενδεικτικά τη στάση του στα ζητήματα του γάμου ανεξαρτήτως φύλου, των ιδιωτικών πανεπιστημίων, του Μακεδονικού κλπ.).
Το ΚΚΕ, παρόλη την αγωνιστικότητά του, περιμένει τη Δευτέρα Παρουσία για να συμμετάσχει σε μια κυβέρνηση και για να εφαρμόσει την πολιτική του. Επιπλέον σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και ανθρωπίνων δικαιωμάτων διέπεται και αυτό από πολύ συντηρητικές θέσεις, όπως, π.χ., στο Μακεδονικό και στο γάμο ανεξαρτήτως φύλου.
Το ΜΕΡΑ25 και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όπως άλλωστε και το ΚΚΕ, έχουν, λιγότερο ή περισσότερο έντονα το καθένα τους, μια πολιτική κατεύθυνση εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν αντιλαμβάνονται ότι στη δεδομένη συγκυρία μια τέτοια προοπτική θα αποβεί καταστροφική και ότι στον σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο κόσμο ο απομονωτισμός και οι αυτόνομες εθνικές πορείες δεν βοηθούν ούτε το κάθε κράτος μεμονωμένα, ούτε την ανατροπή της νεοφιλελεύθερης κυριαρχίας διεθνώς. Αντίθετα την ενδυναμώνουν.
Η Πλεύση Ελευθερίας συνιστά μιας γυναικός αρχή, χωρίς κόμμα. Είναι χαρακτηριστική η αλλαγή στις λίστες των υποψηφίων βουλευτών που επέβαλε η αρχηγός στις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου 2023 για να εκλεγούν οι δικής της προτίμησης βουλευτές ενάντια στη βούληση των ψηφοφόρων της. Επιπλέον οι θέσεις της Ζωής Κωνσταντοπούλου διολισθαίνουν ολοένα και περισσότερο σε έναν συντηρητικό λαϊκισμό.
Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ μεταβάλλεται όλο και περισσότερο σε ένα αρχηγικό κόμμα, χωρίς εσωτερική κομματική λειτουργία, χωρίς διάθεση συνεργασιών, με έμφαση κυρίως στην επικοινωνία, με ασαφείς, αντιφατικές και ενίοτε κεντροδεξιές πολιτικές θέσεις (π.χ. φορολογικές ελαφρύνσεις στο κεφάλαιο για την προσέλκυση επενδύσεων, ή η στήριξη του Ισραήλ στις αρχές της κρίσης του παλαιστινιακού ζητήματος, ή η αποστασιοποίηση από πολλές θετικές πλευρές της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ). Στην Αριστερά δεν χρειαζόμαστε αρχηγούς-μεσσίες, χρειαζόμαστε συλλογικές πολιτικές λειτουργίες, σαφές όραμα και στόχο, επεξεργασμένα πολιτικά προγράμματα και κινηματική δράση.
Η Νέα Αριστερά έχει τις πιο συνεπείς και συνεκτικές θέσεις για την αλλαγή του ελληνικού οικονομικού μοντέλου και την παραγωγική ανασυγκρότηση και για μια αριστερή πολιτική υπέρ των λαϊκών στρωμάτων, υπέρ της δημοκρατικής πράσινης μετάβασης, υπέρ της διεθνούς ειρήνης, υπέρ της συνεργασίας και της σύγκλισης της Αριστεράς στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Και αντίθετα με ό,τι σκοπίμως διακινείται διαστρεβλωμένα, οι άνθρωποι που τη δημιούργησαν δεν δίστασαν να χάσουν τις καρέκλες τους για να μην χάσουν ούτε την αριστερή πολιτική τους ταυτότητα, ούτε την αριστερή πολιτική ηθική τους.
Ένα τμήμα παλαιών αριστερών που δυσφορεί με την πορεία του κόμματος του Κασσελάκη σκέφτεται, παρόλα αυτά, να ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στο όνομα της χρήσιμης αντιδεξιάς ψήφου, ελπίζοντας ότι η άνοδος του θα ανοίξει ένα δρόμο για την ανατροπή της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ θα κινηθεί μεταξύ 15% και 18% και η Νέα Αριστερά περί το 3%. Όμως, η αύξηση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ από το 15 στο 15,5 ή από το 17 στο 17,5 θα έχει πολύ μικρότερο θετικό αντίκτυπο από την άνοδο της Νέας Αριστεράς από το 3 στο 3,5% και την εκλογή ευρωβουλευτή. Η ανάγκη μιας όσο το δυνατόν καλύτερης παρουσίας της Νέας Αριστεράς σε αυτές τις ευρωεκλογές συνιστά έναν κρίσιμο παράγοντα για την προοπτική της Αριστεράς και, κυρίως, για την προοπτική της ανασύνθεσης της Αριστεράς προς μια νικηφόρα πορεία. Μια προοπτική που άνοιξε η Νέα Αριστερά με την πρότασή της για κοινό διάβημα των προοδευτικών κομμάτων για την αναγνώριση του Παλαιστινιακού κράτους, αλλά δυστυχώς κώφευσαν όλοι οι υπόλοιποι.
Παναγιώτης Στάθης, μέλος της Νέας Αριστεράς Ρεθύμνου