Σε κάθε περίπτωση, πάντως, πρέπει να σημειώσουμε ότι, γενικά, έχει γίνει αποδεκτό ότι ο κρυπτοχριστιανισμός ήταν προτιμητέος και αποτελούσε μιαν, οπωσδήποτε, πιο συμπαθή και ανεκτή πλευρά συμπεριφοράς τού υποδουλωμένου χριστιανού από τον αμετάκλητο και πραγματικό εξισλαμισμό του. Γιατί ο κρυπτοχριστιανισμός, σε τελική ανάλυση, διέσωζε το ελληνικό Γένος και την Εκκλησία από την αφαίμαξη μεγάλων τμημάτων τού ελληνισμού, που διά του εξισλαμισμού προσχωρούσαν ολοκληρωτικά στον μωαμεθανισμό, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να χάνει συνεχώς Έλληνες και να συρρικνώνεται δημογραφικά επικίνδυνα, ενώ εξ απωθημένων συναισθημάτων ή και ειδικής αγωγής το μίσος και η αγριότητα των εξωμοτών κατά των Ελλήνων χριστιανών απέβαινε τρομερό και απύθμενο. Είναι εντυπωσιακή, στο σημείο αυτό, η μαρτυρία του ιστορικού Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου όταν γράφει στην ιστορία του ότι «ο στρατός του Μωάμεθ Β’ συνέκειτο καθ’ ολοκληρίαν σχεδόν εκ χριστιανών εξισλαμισθέντων»!
Οι βίαιοι εξισλαμισμοί1 είναι γεγονός ότι αποτελούσαν τον κανόνα μετά την κατάληψη από τους Τούρκους οποιασδήποτε νέας περιοχής. Είχαν ξεκινήσει να εφαρμόζονται πολύ πρωτύτερα από την άλωση της Κωνσταντινούπολης, από τον 14ο, κιόλας, αιώνα, αμέσως, δηλαδή, μετά την κατάληψη από τον σουλτάνο Ορχάν της Νίκαιας της Βιθυνίας (1331) και συνεχίστηκαν σε όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας. Το αποτέλεσμα ήταν, δυστυχώς, οι χριστιανοί ορισμένων, ειδικά, περιοχών να λιγοστεύουν με τον καιρό δραματικά, γιατί γίνονταν αθρόα Μωαμεθανοί, προκειμένου να μπορέσουν να κρατηθούν στη ζωή και να διατηρήσουν τις περιουσίες τους. Μάλιστα, με δεδομένο ότι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία «άπιστος δεν κληρονομεί ποτέ πιστό» και ότι η γη τού μουσουλμάνου δεν είναι δυνατό να κληρονομηθεί από τα παιδιά του, τον πατέρα του ή τη μητέρα του, που δεν είναι μουσουλμάνοι, αντιλαμβανόμαστε ότι, στη συνέχεια, για να εξασφαλίσουν την πατρική κληρονομιά, γινόντουσαν αρνησίθρησκοι, από συμφέρον, και όλοι οι κληρονόμοι των εξισλαμισθέντων. Έτσι, η Ελλάδα με τους συνεχείς εξισλαμισμούς και κάτω από αυτήν την παντοειδή πίεση του βάρβαρου κατακτητή, έχανε, δυστυχώς, πολλούς Έλληνες, ενώ, αντίθετα, η αύξηση του μουσουλμανικού πληθυσμού ήταν αλματώδης και συχνά ομαδική! Σύμφωνα με πληροφορία του ιστορικού Μουρέλλου «ο πασάς έστελνε έναν χότζα και αυτός αφού τύλιγε με μια κερωμένη οργιά το χωριό ολόκληρο, γονάτιζε στην είσοδό του, έκανε τη δέησή του, έναν ντοά στον Αλλάχ και απλώνοντας τα χέρια του με μια κίνηση που κάλυπτε ολόκληρο το χωριό, τους έκανε Μουσουλμάνους όλους, άνδρες, γυναίκες και παιδιά…». Λίγοι Έλληνες, στην αρχή, περισσότεροι αργότερα και, τελικά, οι περισσότεροι Έλληνες και χριστιανοί- ειδικά αυτοί της Μικράς Ασίας- εγκατέλειπαν ο ένας μετά τον άλλο την εθνική και χριστιανική τους ταυτότητα, αρνούμενοι την πίστη τους στον Χριστό, για να γίνουν Μωαμεθανοί και Τούρκοι.
Στο ΙΓ’ κεφάλαιο των «Απομνημονευμάτων» του ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης αναφέρει χαρακτηριστικά: «Από την τυραννίαν των Τούρκων και από την δοξομανίαν αρχίνησαν οι Έλληνες και εγένονταν Τούρκοι και ως ετούρκιζαν εκείνοι, ελέγετο και ο τόπος τους τούρκικος… Τους πήραν όλον τον τόπον με δυναστείαν… Και αν ήταν κανένα έθνος άλλο, ήθελε τουρκίσουν όλοι…».
Μετά από όλα αυτά, ιδιαίτερο ενδιαφέρον αποκτά και η συγκαταβατική προς τους κρυπτοχριστιανούς άποψη του Μανουήλ Γεδεών -που για χρόνια ήταν Μέγας Χαρτοφύλακας του Οικουμενικού Πατριαρχείου- για τη σχέση της Εκκλησίας με την αποκρυφία, τη «λαθρόβια ορθοδοξία», όπως την αποκαλεί, σημειώνοντας χαρακτηριστικά: «επέτυχε, λοιπόν, το σύστημα των λαθροβίων ορθοδόξων, όπερ εδίδαξεν ή καθιέρωσεν η της Κωνσταντινουπόλεως αγιοτάτη Εκκλησία, ιδρύσασα την υπό γην, κάτωθεν της επί γης, στρατευομένην Εκκλησίαν, ης η ύπαρξις διήρκεσεν ευλογία και προτροπή αυτής ταύτης της Μεγάλης Εκκλησίας, επί σχεδόν εξ εκατονταετηρίδας».
Με την ενέργειά της αυτήν η Εκκλησία θέλησε από τη μια να ενισχύσει ηθικά όσους κρυφά είχαν αλλαξοπιστήσει, για να γυρίσουν και πάλι, κάποτε, στην παλιά τους θρησκεία και από την άλλη να τους αναγνωρίσει, κατά κάποιο τρόπο, ως δικά της μέλη. Και θεωρούμε ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία το πέτυχε αυτό και κράτησε στην αγκάλη Της τους «λαθρόβιους –κατά τον Μανουήλ Γεδεών- ορθοδόξους», από τους οποίους ξεπήδησε πανστρατιά όλη και νέφος νέων μαρτύρων- καθώς και οι άγιοι του Ρεθύμνου Τέσσερις Νεομάρτυρες– όταν η μουσουλμανική αντίδραση στους εξισλαμισμούς ή στην αποκάλυψη των κρυπτοχριστιανών, είχε ως οικτρό αποτέλεσμα να φθάνει μέχρις και αυτό το μαρτύριο και τον υπέρ πίστεως θάνατο.
Έναν σπουδαίο ρόλο -αντίβαρο σε όσα δεινά υφίσταντο οι ανυπεράσπιστοι χριστιανοί στη δύσκολη αυτήν περίοδο- διαδραμάτιζαν οι μεγάλες κρυπτοχριστιανικές οικογένειες, που -όπως και οι χαΐνηδες (hainlar)– αποτελούσαν μια μορφή εκκλησιαστικής αντίστασης κατά των Οθωμανών και προστάτευαν όπως και όσο μπορούσαν τους χριστιανούς. Ενώ, δηλαδή, προσποιούνταν τους αληθινούς και φρόνιμους και νομοταγείς στο κράτος «αγάδες», με μεγάλο κίνδυνο της ζωής τους σήκωναν τα μαχαίρια εναντίον απάνθρωπων συμπεριφορών και θηριωδών γενιτσάρων, πληγώνοντάς τους ή και φονεύοντάς τους, όταν οργίαζαν ασύστολα εναντίον αθώων χριστιανών.
Κρυπτοχριστιανούς στα χρόνια της αιματόβρεκτης τουρκικής σκλαβιάς εκτός από την Κρήτη συναντούμε και στη Μ. Ασία, τον Πόντο, τη Μακεδονία κ.α. Στην Κρήτη τέτοιες περίφημες κρυπτοχριστιανικές οικογένειες, που αναλάμβαναν την προστασία των χειμαζομένων χριστιανών, έχουμε να απαριθμήσουμε τους Κερίμηδες του Μυλοποτάμου, τους Αλικάκηδες του Αγίου Βασιλείου και τους Μπελούληδες. Όμως, σπουδαιότεροι, ηρωικότεροι και ισχυρότεροι όλων ήταν, ομολογουμένως, οι Κουρμούληδες της Μεσαράς, απ’ όπου προέρχονταν οι οικογένειες των Ρετζέπηδων, Σαμπανάκηδων, Μπιρασάνηδων, Καραοσουμάνηδων και άλλων κρυπτοχριστιανών της ίδιας περιοχής, που το 1821, μαζί και με τους λοιπούς συμπατριώτες τους Έλληνες Ορθοδόξους, αποκήρυξαν τον ισλαμισμό και ύψωσαν τη σημαία της Ελληνικής Επανάστασης, γενόμενοι στο εξής οι σταυραετοί της λευτεριάς της Κρήτης.
Και είναι πολύ χαρακτηριστικό το γεγονός που φανέρωσε το μέγα πλήθος των κρυπτοχριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όταν αργότερα, το έτος 1856, μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο, με τις μεταρρυθμίσεις και τις ελευθερίες που έδωσε το Χάτι Χουμαγιούν, ο Σουλτάνος κάλεσε τους υπηκόους του να δηλώσουν ελεύθερα τη θρησκεία που σεβόντουσαν. Και τότε βρέθηκε μπροστά σε μια τεράστια και όλως αναπάντεχη έκπληξη!… Χιλιάδες κατοίκων του οθωμανικού κράτους, χωριά ολόκληρα με τον Χότζα τους, βρέθηκαν να φανερώνουν τη χριστιανική τους πίστη! Μπροστά σε αυτό το εκπληκτικό γεγονός, ο Σουλτάνος έθεσε χρονικό περιορισμό, πέρα από τον οποίο οι υπήκοοι δεν μπορούσαν πια, σε καμιά περίπτωση, να δηλώνουν αλλαγή της πίστης τους.
Αυτοί, ακριβώς, οι κρυπτοχριστιανοί, είναι που μπόρεσαν να διατηρήσουν άσβεστη μέσα τους την ελληνική φλόγα, την οποία μεταλαμπαδεύοντας σταθερά και γενναιόψυχα την κατάλληλη ώρα και στους λοιπούς συμπατριώτες τους Έλληνες χριστιανούς συντέλεσαν ουσιαστικά στην εθνική υπόθεση, δημιουργώντας την πανστρατιά εκείνη των Μαρτύρων και Εθνομαρτύρων αντιστασιακών, που συνέβαλαν αποφασιστικά στην απελευθέρωση του έθνους.
Αυτήν, ακριβώς, την ευλογημένη ώρα περίμεναν να δούν και οι Κουρμούληδες της Μεσαράς και ο μέγας ηγέτης τους, ο Μιχαήλ Κουρμούλης, ο άλλοτε φοβερός Χουσεΐν αγάς και μαζί με αυτούς και οι Άγιοι Τέσσερις Νεομάρτυρες. τη νεκρανάσταση, δηλαδή, του ελληνικού Γένους, που έπαιρνε φωτιά από τη φρόνιμη εκείνη κρυφή σπίθα που σιγόκαιγε τόσους αιώνες, για να αναφωνήσουν με πάθος και αγαλλίαση και υπέρτατο πατριωτικό ενθουσιασμό τους λόγους της Θεοτόκου προς τον νεκρό Ιησού: «σπεύσον ούν ανάστηθι, όπως ίδω καγώ σού την εκ νεκρών τριήμερον εξανάστασιν»!
- Εδώ, να θυμηθούμε και να συμπεριλάβουμε και το φρικτό παιδομάζωμα.