Η κυβέρνηση ήταν καθαρή από την πρώτη στιγμή στη θέση της απέναντι στην τραγωδία της Γάζας.
Καταδίκασε τη Χαμάς ως τρομοκρατική οργάνωση και τη διαχώρισε από τον Παλαιστινιακό λαό, αναγνώρισε το δικαίωμα του Ισραήλ στην αυτοάμυνα, στη βάση του Διεθνούς Δικαίου, ζητά την άνευ όρων απελευθέρωση των ομήρων και στην προστασία των αμάχων. Με βάση τη θέση η Αθήνα επέλεξε να απόσχει από το μη δεσμευτικό Ψήφισμα του ΟΗΕ, που προέβλεπε παύση των συγκρούσεων για ανθρωπιστικούς λόγους, χωρίς όμως καμιά καταδικαστική αναφορά στη Χαμάς, ως τρομοκρατική οργάνωση.
Η στάση αυτή μαζί με την επιλογή Μητσοτάκη να μην συναντηθεί, έστω και για λόγους συμβολικούς, με τον Παλαιστίνιο ηγέτη Αμπάς κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στο Ισραήλ, ήταν αρκετά δείγματα για την αντιπολίτευση, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ για να κατηγορήσουν την κυβέρνηση για διατάραξη των ισορροπιών της ελληνικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή, με μονομερή υποστήριξη του Ισραήλ και στροφή της εναντίον των Παλαιστινίων.
Είναι άγνωστο για την ώρα αν η πρώτη «κοινή εμφάνιση» ΣΥΡΙΖΑ ΠΑΣΟΚ εναντίον της κυβέρνησης Μητσοτάκη βρήκε ως προσφορότερο πεδίο το παλαιστινιακό ζήτημα και την επικίνδυνη καλλιέργεια «αντί παλαιστινιακών» αισθημάτων της κυβέρνησης, προκειμένου να δώσει δείγματα μιας ενδεχόμενη κομματικής συνεργασίας της αντιπολίτευσης.
Σε κάθε περίπτωση, η απόπειρα «κοινής εμφάνισης» των δύο κομμάτων της αντιπολίτευσης απέναντι στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, με μοχλό την κυβερνητική στάση απέναντι στους Παλαιστινίους, είναι εκ των πραγμάτων πρόχειρη και επιφανειακή, χωρίς να λαμβάνει υπόψη της (από άγνοια ή μετρημένους υπολογισμούς) τα σοβαρότερα ατοπήματα που έχει ήδη διαπράξει η κυβέρνηση, χωρίς να ανοίξει ρουθούνι.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, ως όφειλε από τις υπογεγραμμένες συμφωνίες της με τις ΗΠΑ, άφησε τη Βάση της Σούδας να μετατραπεί σε εναλλακτικό και συμπληρωματικό ορμητήριο των ΗΠΑ στις πιθανές επιχειρήσεις τους στην περιοχή της Μέσης Ανατολής.
Αυτή τη στιγμή η βάση της Σούδας είναι ήδη κορεσμένη. Ύστερα από αμερικανικό αίτημα η κυβέρνηση παραχώρησε ελληνικό έδαφος -το στρατιωτικό αεροδρόμιο της Ελευσίνας- για να διευκολύνει τους μελλοντικούς αμερικάνικους επιχειρησιακούς σχεδιασμούς σε ολόκληρη την περιοχή της Μέσης Ανατολής.
Όμως αυτή η μονομερής απόφαση της κυβέρνησης παραβίασε το ελληνικό Σύνταγμα, το οποίο στο άρθρο 27 παρ. 2 αναφέρει
«Χωρίς νόμο, που ψηφίζεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, δεν είναι δεκτή στην Ελληνική Επικράτεια ξένη στρατιωτική δύναμη, ούτε μπορεί να διαμένει σ’ αυτή ή να περάσει μέσα από αυτή».
Η κυβέρνηση με την παραχώρηση του στρατιωτικού αεροδρομίου της Ελευσίνας προς διευκόλυνση των αμερικάνικων επιχειρησιακών σχεδιασμών (σ.σ. την Πέμπτη 2 Νοεμβρίου υπήρξε αδιάκοπη παρέλαση προσγείωσης και απογείωσης εννέα αμερικανικών μεταγωγικών στο αεροδρόμιο της Ελευσίνας) παραβίασε κατάφορα το Σύνταγμα, διότι το στρατιωτικό αεροδρόμιο της Ελευσίνας δεν περιλαμβάνεται στις διευκολύνσεις στην διμερή Αμυντική Συνεργασία Ελλάδας – ΗΠΑ, ούτε υπάρχει διμερής ελληνοαμερικανική άσκηση σε εξέλιξη. Γι’ αυτό και απαιτείται η παραχώρησή του να γίνει με νόμο και κύρωση από τη Βουλή.
Η κυβέρνηση επέλεξε και αποφάσισε να μην φέρει κατεπειγόντως το θέμα στη Βουλή, θεωρώντας ότι η πρόταση θα υπερψηφιζόταν έτσι και αλλιώς. Επέλεξε δηλαδή να παραχωρήσει την Ελευσίνα κάτω από τη μύτη του Ελληνικού Κοινοβουλίου, σίγουρη ότι κανείς δεν θα το πάρει χαμπάρι. Και είχε δίκιο. Διότι ακόμα και μετά τη δημοσιοποίηση του θέματος από την ΚΔ, τα κόμματα της Αντιπολίτευση και κυρίως ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ ακόμα δεν έχουν αξιολογήσει την κατάσταση, που έτσι και αλλιώς τους έχει φύγει από τα χέρια.
Γι’ αυτό το λόγο η αντιπολίτευση και κυρίως ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ είναι ομοίως συν υπόλογοι και συνυπεύθυνοι με τη κυβέρνηση για την στρατιωτική εμπλοκή της χώρας στη Μέση Ανατολή.