Την έντονη αντίθεση τους για την απόφαση αύξησης των δημοτικών τελών για το 2025 στο δήμο Ρεθύμνου εκφράζουν με ανακοίνωση τους οι δημοτικοί σύμβουλοι της Λαϊκής Συσπείρωσης Μανουσος Μανουσογιάννης και Ιωάννα Δακανάλη.
Χαρακτηριστικά, αναφέρουν: ” Την Τρίτη υπερψηφίστηκε από την παράταξη Νέα Αντίληψη η αύξηση των δημοτικών τελών. Τα κύρια επιχειρήματα που πρόβαλε η δημοτική αρχή ήταν ότι οι δημότες της πόλης είναι ανεύθυνοι και επιβαρύνουν την καθαριότητα,ότι το ύψος των δημοτικών τελών καθορίζεται και θα καθορίζεται από το ύψος των δαπανών και το μόνο δίλημμα που έχουμε να λύσουμε είναι αν επιθυμούμε ή όχι να συνεχίσουμε να έχουμε μια πόλη καθαρή. Εξέφρασαν τη λύπη τους για το “αναγκαίο κακό” και προχώρησαν χωρίς δισταγμό στην αναθεώρηση προς τα πάνω των έμμεσων φόρων.
Η συζήτηση για την αύξηση των ανταποδοτικών δημοτικών τελών του 2025 πραγματοποιήθηκε ξεκομμένη από το γενικότερο πλαίσιο μέσα στο οποίο λειτουργεί σήμερα η Τοπική Διοίκηση. Η πραγματικότητα είναι ότι οι δήμοι, όπως και ο δικός μας, στενάζουν από τη συνεχιζόμενη υποχρηματοδότηση εκ μέρους του κράτους. Παράλληλα, οι κοινωνικές δομές, που θα έπρεπε να αποτελούν ασπίδα προστασίας για τα λαϊκά στρώματα, δεν μπορούν να ανταποκριθούν επαρκώς στις σύγχρονες ανάγκες, ακριβώς λόγω αυτής της ελλιπούς χρηματοδότησης. Σε μια τόσο δύσκολη περίοδο, όπου η ακρίβεια πλήττει βαρύτατα τα νοικοκυριά, η αύξηση των δημοτικών τελών δεν είναι απλώς «μια ακόμα επιβάρυνση», αλλά μια κίνηση που δυναμιτίζει περαιτέρω το βιοτικό επίπεδο των δημοτών.
Επειδή είναι πολύ χρήσιμο να έχουμε ξεκάθαρη εικόνα των μεγεθών ενδεικτικά αναφέρω:
• Η ΚΕΔΕ υπολόγισε πως το 2024 έπρεπε να διατεθούν 7,8 δις και το 2025 8,3 δις στους δήμους για ΚΑΠ (κεντρικούς αυτοτελείς πόρους). Διατέθηκαν 2 δις περίπου δηλαδή το ¼,πράγμα που σημαίνει ότι ο ο δήμος Ρεθύμνου παίρνει σχεδόν 10 εκ. Τηρουμένων των αναλογιών θα έπρεπε να παίρνει πάνω από 30 εκ.
• Την ώρα που γίνεται αυτή η συζήτηση,την ώρα που ψηφίστηκε να κοπεί το 50% των παρεπιδημούντων από τα έσοδα καθαριότητας για να γίνουν έργα, την ίδια ώρα έχουμε ένα εισπρακτικό σαφάρι από τον κρατικό προϋπολογισμό, που θα εισπράξει σχεδόν 70 δις από τον λαό και παρ’ όλα αυτά και πάλι δεν προβλέπει να καλύψει τις υποχρεώσεις του για τις τοπικές λαϊκές ανάγκες.
Οι κυβερνήσεις διαχρονικά έχουν οδηγήσει τους δήμους σε έναν ασφυκτικό οικονομικό κλοιό, μειώνοντας δραστικά τους πόρους που τους αναλογούν. Αυτό συμβαίνει είτε μέσω της μείωσης των Κεντρικών Αυτοτελών Πόρων (ΚΑΠ), είτε μέσω της περιορισμένης ή καθόλου απόδοσης των θεσμοθετημένων πόρων που προέρχονται από τη φορολόγηση μεγάλων επιχειρήσεων ή την είσπραξη του ΦΠΑ. Ως αποτέλεσμα, οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης μετατρέπονται σιγά-σιγά σε «φοροεισπρακτικούς μηχανισμούς», αναζητώντας τρόπους να καλύψουν τα κενά μέσα από τους δημότες: από τα ανταποδοτικά τέλη, τα τροφεία στους παιδικούς σταθμούς
Σε αυτό το κλίμα, η λογική που καλλιεργείται είναι ότι «δεν υπάρχει άλλος τρόπος», ότι η αύξηση των δημοτικών τελών είναι «αναγκαίο κακό». Ωστόσο, ας μην
παραβλέπουμε πως η μόνιμη λύση που προτείνεται για τη βιωσιμότητα των δήμων είναι η επιβάρυνση των μισθωτών, των μικρών αυτοαπασχολούμενων, των συνταξιούχων, όλων όσοι ήδη πληρώνουν βαρύ τίμημα λόγω της γενικότερης οικονομικής κατάστασης. Αυτό διευρύνει τις κοινωνικές ανισότητες, αφού οι έμμεσοι φόροι και τα ανταποδοτικά τέλη πλήττουν αναλογικά περισσότερο εκείνους που έχουν χαμηλά εισοδήματα. Η δική μας ανάγνωση είναι πολύ ξεκάθαρη :Η απόλυτη ευθυγράμμιση της Δημοτικής Αρχής με τις προσταγές των της κυβέρνησης και της ΕΕ είναι συνειδητή πολιτική επιλογή και όχι αδυναμία αντίδρασης. Δεν είναι ότι δε μπορούν, δε θέλουν να αντιδράσουν στον ρόλο που καλούνται να παίξουν και που δεν είναι άλλος από τον επίσημο φοροειπράκτορα,που χέρι χέρι με τις ιδιωτικοποιήσεις που τελειωμό δεν έχουν, γίνονται ηθελημένα συνένοχοι στην φτωχοποίηση και εξαθλίωση των δημοτών που τους εξέλεξε, με μοναδικό στόχο το κέδρος των μεγάλων συμφερόντων. Καταλήγουμε λοιπόν να έχουμε ένα δήμο με συρρικνωμένες λειτουργίες που περιορίζεται στον επιτελικό ρόλο του τροχονόμου των ιδιωτικών επενδύσεων, σε απόλυτη συνέχεια και σύμπλευση με το κεντρικό κράτος. Είναι πραγματικά εντυπωσιακό πόσο μεταλλάσετε ο βουλευτικός οίστρος όταν νομοθετούν κατά των εργασιακών δικαιωμάτων, την αύξηση των φόρων για τα λαϊκά στρώματα, την κατάργηση των κοινωνικών αγαθών, σε αντίθεση όταν υπερασπίζονται τα συμφέροντα του τουριστικού, του εφοπλιστικού και κάθε άλλου κεφαλαίου. Επικαλούνται παρωχημένους νόμους 50 ετών για καλύψουν τις ντροπές τους. Χαρακτηριστική είναι η απαράδεκτη και ταξική απόφαση του ΣτΕ 288/2022, που επιμένει στην ισχύ του νόμου 25/75 λέγοντας ότι τα δωμάτια ξενοδοχείων πρέπει να έχουν τον ίδιο συντελεστή με την κατοικία επειδή είναι λέει χώροι ύπνου! Χωρίς βέβαια να παραλείπουμε και την «πάσα» που πρόσφερε ο ΣΥΡΙΖΑ στον Κλεισθένη, που λέει ότι κανένας συντελεστής δεν μπορεί να ξεπερνά το 10πλάσιο της κατοικίας.
Ξέρετε τι λέει ωμά και απροκάλυπτα αυτός ο νόμος; πως η «ευνοϊκή ρύθμιση για τις ξενοδοχειακές μονάδες», είναι «δικαιολογημένη εκ λόγων δημοσίου συμφέροντος (μείωση κόστους παροχής κύριων ξενοδοχειακών υπηρεσιών προς όφελος της ανάπτυξης του τουρισμού και, κατ’ επέκταση, της εθνικής οικονομίας)….» Με άλλα λόγια για λόγους εθνικού συμφέροντος θα πληρώνει ο λαός τα σπασμένα άλλων, που ως άρχουσα τάξη έχουν αναγάγει σε εθνικό το συμφέρον της τσέπης τους. Με την ίδια λογική γίνεται και η διαχείριση των απορριμμάτων, λειτουργεί η ιδιωτικοποιημένη πανάκριβη ΜΕΑ Αμαρίου, παραμερίζεται η ανακύκλωση που δεν τους δίνει κέρδη και δρομολογείται η ενεργειακή εκμετάλλευση και η καρκινογόνα καύση. Την ίδια ώρα η ανεπάρκεια των κοινωνικών δομών του Δήμου είναι επίσημα αναγνωρισμένη .
Η ανταποδοτικότητα σε τομείς βασικών υπηρεσιών – καθαριότητα, ηλεκτροφωτισμός, ύδρευση – έχει γίνει σημαία των τελευταίων χρόνων, όμως έτσι ξεχνάμε κάτι πολύ σημαντικό: ο Δήμος δεν είναι επιχείρηση, αλλά ένας δημόσιος θεσμός που καλείται να υπηρετήσει τις κοινωνικές ανάγκες.
· Παιδικοί σταθμοί: Αντί να διευρύνεται η πρόσβαση σε δωρεάν και σύγχρονες δομές φύλαξης και προσχολικής αγωγής, σε αρκετές περιπτώσεις βρισκόμαστε μπροστά σε υποστελεχωμένες υπηρεσίες, με ελλείψεις σε υλικό και χώρους, που τελικά καλούνται οι γονείς να πληρώσουν μέσω τροφείων ή επιπλέον δημοτικών τελών.
· Κοινωνική μέριμνα για ευπαθείς ομάδες: Η φροντίδα ηλικιωμένων, η μέριμνα για τα άτομα με αναπηρία και τα προγράμματα στήριξης ανέργων ή οικονομικά ασθενέστερων είναι συχνά αποσπασματικά και ελλειπή. Δεν υπάρχουν μόνιμοι πόροι για την απρόσκοπτη λειτουργία τους, ενώ πολλοί εργαζόμενοι σε αυτές τις δομές είναι συμβασιούχοι χωρίς σταθερό εργασιακό καθεστώς.
· Σχολικές υποδομές: Η συντήρηση, η ενεργειακή αναβάθμιση, η παροχή υλικοτεχνικού εξοπλισμού στα σχολεία έχουν μεταβιβαστεί σε μεγάλο βαθμό σε χορηγίες, δωρεές και – όπου είναι εφικτό – σε πόρους από τα δημοτικά τέλη. Έτσι, ακόμη και η εκπαίδευση καταλήγει να επιβαρύνει τους ίδιους τους δημότες.
Όλα τα παραπάνω είναι κομμάτια ενός παζλ όπου η υποχρηματοδότηση του κράτους έχει ως συνέπεια την υποβάθμιση ή την υπολειτουργία βασικών κοινωνικών δομών. Στο τέλος της ημέρας, οι δημότες πληρώνουν διπλά και τριπλά—μια φορά μέσω της γενικής φορολόγησης και άλλη μία φορά μέσω των δημοτικών τελών.
Εμείς, ως Λαϊκή Συσπείρωση, απορρίπτουμε αυτό το αφήγημα, διότι η αύξηση των δημοτικών τελών όπως ψηφίστηκε:
1. Μεταθέτει το βάρος στους ίδιους τους δημότες: Σε μια περίοδο που τα λαϊκά νοικοκυριά δοκιμάζονται σκληρά από την ακρίβεια σε ενέργεια, τρόφιμα, ενοίκια και βασικές υπηρεσίες, κάθε πρόσθετη επιβάρυνση γίνεται θηλιά στον προϋπολογισμό τους.
2. Διευρύνει τις ανισότητες: Τα δημοτικά τέλη ως έμμεση φορολογία πλήττουν περισσότερο αυτούς που έχουν λιγότερα, σε αντίθεση με μια προοδευτική φορολογία που θα καλέσει το μεγάλο κεφάλαιο να πληρώσει περισσότερα.
3. Αποδυναμώνει το αίτημα για επαρκή κρατική χρηματοδότηση: Όσο ο Δήμος «βολεύεται» με έσοδα από αυξήσεις τελών, τόσο αποδυναμώνεται η πίεση προς την κεντρική κυβέρνηση να αποδώσει ουσιαστικούς πόρους, όπως οφείλει.
Εμείς διεκδικούμε και προτείνουμε :
· Αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης: Ο Δήμος πρέπει να διεκδικήσει, σε συντονισμό με άλλους Δήμους και φορείς, την αναπροσαρμογή των ΚΑΠ και την έγκαιρη απόδοση όλων των θεσμοθετημένων πόρων που δικαιούται.
· Αναβάθμιση κοινωνικών δομών: Αντί να περικόπτουμε ή να αφήνουμε στάσιμες τις υπάρχουσες δομές (παιδικοί σταθμοί, κέντρα υγείας, δομές υποστήριξης ηλικιωμένων και ΑμεΑ), να απαιτήσουμε προσλήψεις μόνιμου προσωπικού, βελτίωση των υποδομών και πλήρη κρατική κάλυψη των λειτουργικών εξόδων.
· Αναδιανομή των βαρών: Να φορολογηθεί προοδευτικά το μεγάλο κεφάλαιο – οι μεγάλες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται και αποκομίζουν κέρδη, χωρίς όμως να συμβάλλουν αναλογικά στα έσοδα του Δήμου.
· Διαφάνεια και ιεράρχηση αναγκών: Έλεγχος των δαπανών, εξοικονόμηση πόρων από περιττές σπατάλες σε έργα βιτρίνας και επένδυση στα έργα και τις υποδομές που έχουν άμεσο αντίκρισμα στην καθημερινότητα των δημοτών.
Η απόφαση για αύξηση των τελών δεν είναι τεχνικό ζήτημα αλλά βαθιά πολιτικό. Αγγίζει την καρδιά της αντίληψης που έχουμε για τον ρόλο της Τοπικής Διοίκησης: θα
λειτουργήσουμε ως μια τοπική εξουσία που υπερασπίζεται τα συμφέροντα του λαού, ή θα γίνουμε διαχειριστές της μόνιμης υποχρηματοδότησης και της πολιτικής της μετακύλισης των βαρών στους δημότες;
Ως Λαϊκή Συσπείρωση, δηλώνουμε ξεκάθαρα ότι δεν επιθυμούμε την περαιτέρω επιβάρυνση των λαϊκών οικογενειών. Αντιθέτως, επιδιώκουμε να αγωνιστούμε για την υπεράσπιση του δικαιώματος όλων σε ποιοτικές και δωρεάν κοινωνικές υπηρεσίες, για την κάλυψη των σύγχρονων αναγκών των εργαζομένων και των ευπαθών κοινωνικών ομάδων.
Σε αυτό το σημείο να τονίσουμε και τη διαφορά ανάμεσα στο δήμαρχο του Ρεθύμνου και τους δημάρχους της Λαϊκής Συσπείρωσης στην Πάτρα, την Καισαριανή, την Πετρούπολη, την Ικαρία, τον Τύρναβο, το Χαϊδάρι που δεν είναι υπηρέτες των μεγάλων συμφερόντων, δεν αυξάνουν αλλά και μειώνουν τα δημοτικά τέλη για τα λαϊκά νοικοκυριά και τις μικρές επιχειρήσεις, που μάχονται στην πρώτη γραμμή και διεκδικούν για το λαό της πόλης τους, ο Κ. Πελετίδης (δήμαρχος Πατρέων) ήταν επικεφαλής της πορείας από την Πάτρα στην Αθήνα για τη διεκδίκηση των κλεμμένων πόρων από την κεντρική εξουσία.
Μόνο με τέτοιου είδους παρεμβάσεις θα μπορέσουμε να υπηρετήσουμε ουσιαστικά τις λαϊκές ανάγκες και να βάλουμε τέλος στη λογική που θέλει τους πολλούς να πληρώνουν για τα συμφέροντα των λίγων”.