Άλλες εποχές και άλλα ήθη. Σήμερα ανατριχιάζουμε μόνο στο άκουσμα αλλά κάποτε ήταν μια ιδιαίτερη μυστική συμφωνία μεταξύ γονέων και εκπαιδευτικών. «Πάρ’ τον δάσκαλε. Το κρέας δικό σου τα κόκαλα δικά μου…». Όπερ μεθερμηνευόμενο «Πάρε το χάρακα και που το πονεί και που το σφάζει …».Σοκαριστικό μεν αλλά απολύτως αληθινό όπως και το γεγονός ότι κάποτε τα παιδιά πήγαιναν σχολείο όποτε δεν ήταν υποχρεωμένα να βοηθήσουν τους γονείς στα χωράφια και στην ελαιοσυλλογή. Γιαυτό έχει ιδιαίτερη σημασία να μιλάμε για φωτεινές μορφές της εκπαίδευσης κείνα τα μαύρα χρόνια για κάθε «δασκαλάκι».
Ακόμα και σήμερα θ’ ακούσεις συμπολίτες άνω των 80 να θυμούνται από όλη τη σχολική τους ζωή τον δάσκαλο και ιερέα που κρατούσε πάντα ένα καλά ξυσμένο μολύβι με μυτερή μύτη που άφηνε τα ίχνη της στο σωματάκι κάθε ατακτούντος.
Όπως θ’ ακούσεις και τα πολύ ταλαιπωρημένα Περβολιανάκια μιας εποχής να θυμούνται με αγάπη και ευγνωμοσύνη θα έλεγα τη γλυκύτατη κυρία Ελίζα μητέρα του μέγιστου Κρητολόγου Γιώργη Εκκεκάκη που με τον τρόπο της το μοναδικό είχε καταφέρει να τιθασεύσει τα παιδιά που ήξεραν μόνο τιμωρίες. Και η κυρία Ελίζα ήταν από τις πρώτες δασκάλες που τους έμαθε πως το σχολείο έχει και άλλη όψη.
Φωτισμένοι εκπαιδευτικοί,κάποιοι ωστόσο έπεσαν και θύματα μισαλλοδοξίας.
Η μισαλλοδοξία μιας εποχής που να μην την ξαναζήσει κανένας στέρησε από την εκπαιδευτική οικογένεια έναν σπουδαίο δάσκαλο τον Γιώργη Ζανουδάκη.
Μια από τις σημαντικότερες μορφές που κυριαρχούσε στην πνευματική και πολιτιστική ζωή της πόλης, με έμπνευση, με ιδέες και αποτελεσματικότητα. Με τόλμη και προσωπικό μόχθο, χωρίς ποτέ να επιδιώξει την προσωπική του προβολή. Παράλληλα, απέδειξε τα αγνά πατριωτικά του αισθήματα σε δύσκολους καιρούς, με κίνδυνο της προσωπικής ελευθερίας και της σωματικής του ακεραιότητας, όταν ο φόβος και η απειλή οδηγούσαν άλλους ευυπόληπτους συμπολίτες να αδρανούν και να υποτάσσονται ή ακόμη και κάποιους να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στον δυνάστη.
Πόσο σπουδαίος δάσκαλος ήταν μας είχε αφηγηθεί ο καλός συνάδελφος Κώστας Τσουράκης που ευτύχησε να τον ζήσει στη σχολική αίθουσα.
«… Το μάθημα του Γιώργη Ζανουδάκη, μας είπε μεταξύ άλλων, άρχιζε με το… ξύσιμο των μολυβιών! Μόλις είχαμε βγει από το έρεβος και τη φτώχεια της κατοχής, για πολλούς μαθητές η ξύστρα ήταν απλησίαστη πολυτέλεια και η αντικατάσταση των μολυβιών ήταν κι αυτή δύσκολη. Γι’ αυτό δεν έπρεπε να εξαντλούνται γρήγορα με αδέξιο ξύσιμο από εμάς τους μαθητές ή τους γονείς μας.
Μόλις μπαίναμε στην αίθουσα, τοποθετούσαμε τα άξυστα μολύβια πάνω στην έδρα. Έμπαινε ο δάσκαλος, έβγαζε από την τσέπη του ένα καλοακονισμένο σουγιά, άρχιζε να ξύνει τα μολύβια και ταυτόχρονα να διαλέγεται μαζί μας. Το μάθημά του εν πολλοίς ήταν διάλογος. Το σύστημά του, όπως το αντιλαμβάνομαι εκ των υστέρων, εδραζόταν στη δεκτικότητα του μαθητή. Δίδασκε με τρόπο που να μη μας αιφνιδιάζει. Με την απλότητα της διατύπωσης, με την επιλογή των λέξεων και με τα παραδείγματα, «ακουμπούσε» τα θέματα σε προσλαμβάνουσες που ήταν λογικό να έχουμε, τα μπόλιαζε με εικόνες που ήταν βέβαιο ότι μας ήταν οικείες. Οι ερωτήσεις του διευκόλυναν την απάντηση του μαθητή, δεν ήταν σε απόσταση από εκείνα που γνωρίζαμε και με τη βοήθειά του κατανοούσαμε τις καινούριες έννοιες που ήθελε να εισαγάγει.
Με το σουγιά στο μολύβι και με λοξή ματιά στο τετράδιό μου, με ρώτησε μια μέρα: «Δε μου λες, Τσουράκη, σε φωνάζει κανείς στο σπίτι σου Κωνσταντίνο;»
«Όχι, κύριε. Κώστα με λένε».
«Τότε, γιατί, το γράφεις έτσι στο τετράδιο σου;».
Έλα ντε! Ο διάλογος για το θέμα είχε εξαντληθεί μόλις ξεκίνησε. Το όνομα Κωνσταντίνος, που επέβαλλαν στα επίσημα έγγραφα ήταν πεποιημένο και για πολλούς αντιπαθές, ιδιαίτερα στην Κρήτη (με τη διαιώνιση του Διχασμού, που είχε προσωποποιηθεί μεταξύ του βασιλιά Κωνσταντίνου και του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου). Από τότε η μπίλια κάθισε στο Κώστας, ακριβώς όπως φώναζαν και τον παππού μου.
Μετά ήλθε η θύελλα, που δεν ήταν ξαφνική μπόρα. Τα σύννεφα – και οι βροντές – είχαν ήδη πυκνώσει πριν καλά καλά συνειδητοποιήσουμε την απελευθέρωση.
Μια μέρα, τα μολύβια έμειναν άξυστα πάνω στην έδρα, το μάθημα δεν έγινε, επιστρέψαμε στα σπίτια μας, χωρίς εργασία για το σπίτι. Περιέργως, δεν φάνηκε να το χαιρόμαστε σαν αναπάντεχο λαχείο. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά, εξαιτίας, ίσως, και της απόλυτης σιωπής των αρμοδίων για την απουσία του Δασκάλου. Προφανώς, είχαν όλοι αιφνιδιαστεί. Ίσως όχι όλοι.
Τα νέα στην πόλη είχαν ήδη κυκλοφορήσει. Άλλωστε, τα γεγονότα διεξήχθησαν εν πληθούση αγορά. Τον δάσκαλο είχαν συλλάβει παρακρατικά καθάρματα και τον είχαν οδηγήσει, δερόμενο εν μέση οδώ, στη φυλακή, όπου τον παρέδωσαν στο επίσημο κράτος! Το οποίο τον παρέλαβε και τον φυλάκισε!
Η πληγή ήταν βαθιά για την παιδική ψυχή μου και μπορώ να πω ότι και σήμερα ακόμη, στην ένατη δεκαετία της ζωής μου, δεν έχει κλείσει. Η επίδραση στη συμπεριφορά μου και στη μαθητική μου επίδοση ήταν ολοφάνερη. Εκτός των άλλων, προέκυψε εκ μέρους μου απροκάλυπτη εχθρότητα απέναντι στο δάσκαλο που τον αντικατέστησε.
(Στα γεράματά μας συναντηθήκαμε τυχαία στην Αθήνα με το συνταξιούχο δάσκαλο Στ. Ρ. Μετά τις συστάσεις, του θύμισα ότι ήταν ο μόνος εκπαιδευτικός που με τιμώρησε σ’ όλη τη διάρκεια της μαθητικής ζωής μου. Δεν του ανέφερα, όμως, την αιτία της τιμωρίας).
Μετά από αρκετές μέρες, ο δάσκαλος εμφανίστηκε πάλι στην τάξη. Εμφανώς αδυνατισμένος και ταλαιπωρημένος. Του έλειπαν και μερικά δόντια… Αλλά το ύφος του απέπνεε, όπως πάντα, λεβεντιά και αξιοπρέπεια. Σαν να μην είχε συμβεί τίποτε.
Τη συνέχεια την είχε προδιαγράψει το κράτος στο οποίο απέληξε η εφαρμογή των συμφωνιών της Μόσχας και της Γιάλτας. Αυτό το κράτος απομάκρυνε από την εκπαίδευση τον Γιώργη Ζανουδάκη, στο πλαίσιο «μέτρων …εξυγίανσης» της δημόσιας διοίκησης. Έτσι εξασφαλίστηκε η άκρα υγεία που απολαμβάνει ακόμη και σήμερα ακόμη το ελληνικό δημόσιο. Και είναι φυσικό, αφού το κράτος έχει συνέχεια και το ήθος του διαιωνίζεται και επαυξάνεται, στα σχέδια που θέσπισαν οι αρχιτέκτονες της πολιτικής και κοινωνικής ζωής μας.
Τον δάσκαλο τον έβλεπα σχεδόν κάθε μέρα, καθώς εργαζόμουν, άμισθος, σ’ ένα μανάβικο που ήταν πολύ κοντά στο χαρτοπωλείο που είχε ανοίξει στην οδό Τομπάζη. Όταν αργότερα εργαζόμουν, αμειβόμενος, σ’ ένα καφενείο στη λεωφόρο Κουντουριώτη, πολύ κοντά στο σπίτι του, έβλεπα σχεδόν κάθε μέρα τον δάσκαλο και την οικογένειά του. Αυτό κράτησε μέχρι το φθινόπωρο του 1950, που – μετά την αποφυλάκιση της μητέρας μου – μεταναστεύσαμε οικογενειακώς στον Πειραιά.
Αυτός ήταν ο Γιώργης Ζανουδάκης. Διανοούμενος έργω και λόγω και επί της ουσίας. Με ανοιχτούς ορίζοντες, με φιλελεύθερο και φιλέρευνο πνεύμα.
Υπερασπιστής της προόδου για όλους, με τη συμμετοχή όλων. Δεν εντοπίζεται καμιά απουσία του, κανένα κενό, καμιά μεροληψία στη μακρά πολύπλευρη δράση του.
Πατριώτης. Παρών εκεί και τότε που τον χρειαζόταν η πατρίδα και ο λαός της, δηλαδή η κοινωνία του Ρεθύμνου, συγκεκριμένα. Απών, όμως, στα προσκλητήρια για την απονομή διπλωμάτων, αμοιβών και ονοματοθεσιών οδών και πλατειών επί δικαίους και αδίκους.
Ο δάσκαλος Γιώργης Ζανουδάκης ήταν ένας «ακέραιος άνθρωπος», που τίμησε με την ένταξή του τις εκάστοτε επιλογές του, στις οποίες προσέφερε γενναιόδωρα προστιθέμενη αξία. Αν δεν δέχθηκε το αντίδωρο που άξιζε η προσφορά του, είναι ευεξήγητο. Οι οφειλέτες, οι παντός χρώματος εξουσίες, έχουν άλλες προτεραιότητες και άλλα πρότυπα….».
O Ελευθέριος Δαφέρμος
Ακούω όμως από 80χρονους και άνω να μιλούν πολλές φορές με νοσταλγία για τον δάσκαλό τους που ήξερε να γαληνεύει τις ατίθασες φύσεις τους παίζοντας βιολί. Ήταν ο Ελευθέριος Δαφέρμος, γιος του επίσης περίφημου εκπαιδευτικού Γεωργίου Δαφέρμου στον οποίο έχουμε κάνει και στο παρελθόν αρκετά αφιερώματα.
Γεννήθηκε στο Ρέθυμνο, 21 Νοεμβρίου 1917. Μετά το γυμνάσιο φοίτησε στο διδασκαλείο Ηρακλείου. Έκανε τη στρατιωτική του θητεία στη Δράμα και λίγο μετά την απόλυσή του, επιστρατεύθηκε ως έφεδρος και πήρε μέρος στον ελληνοϊταλικό πόλεμο. Μετά από λίγους μήνες όμως αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το μετερίζι του, γιατί έπαθε κρυοπαγήματα. Η θέση του στα μετόπισθεν τον είχε αρρωστήσει χειρότερα. Έτσι μη αντέχοντας την απραξία και την ασφάλειά του όταν όλοι πολεμούσαν, επιστρέφει στο στρατό και μάλιστα πήρε μέρος στη Μάχη της Κρήτης.
Με τη λήξη των περιπετειών του έθνους αποφασίζει να βελτιώσει τις γνώσεις του.
Έτσι τη διετία 1950-1952 τον βλέπουμε να παρακολουθεί στο πανεπιστήμιο Αθηνών μαθήματα της μετεκπαίδευσης δασκάλων.
Παράλληλα είχε οργανική θέση σε διάφορα απόκεντρα σχολεία του Ρεθύμνου.
Όταν ανέλαβε ξανά τα καθήκοντα του δασκάλου, μετά από δυο μεταθέσεις διορίστηκε με τον βαθμό του διευθυντή, πρώτα σε δημοτικό σχολείο του Ηρακλείου και μετά σε σχολείο των Αθηνών.
Αυτό που αξίζει να τονιστεί είναι ότι παρά το γεγονός ότι ο πατέρας του διατηρούσε και ευρύ κύκλο γνωριμιών και είχε φθάσει στην υψηλότερη βαθμίδα της εκπαίδευσης, δεν το εκμεταλλεύτηκαν τα παιδιά του για να αποφύγουν τις ταλαιπωρίες των μεταθέσεων, που εκείνη την εποχή ήταν ένας Γολγοθάς.
Ο Ελευθέριος Δαφέρμος με τη δική του αξία συνέχισε την πορεία του στην εκπαίδευση και με διαταγές του υπουργείου Παιδείας τοποθετήθηκε πέντε φορές σαν αναπληρωτής επιθεωρητής σε εκπαιδευτικές περιφέρειες της Κρήτης. Τελικά υπέβαλε την παραίτησή του από την υπηρεσία το 1971.
Όπως όλοι οι Δαφέρμοι δεν μπορούσε να περιοριστεί στα επαγγελματικά και μόνο καθήκοντα και να περνά τον καιρό του στο καφενείο.
Ανέπτυξε αξιόλογη κοινωνική δράση και συνδικαλιστική.
Διετέλεσε πρόεδρος του διδασκαλικού Συλλόγου Ρεθύμνης, γενικός γραμματέας της «Χριστιανικής Ενώσεως Ρεθύμνου», πρόεδρος του Συλλόγου Γονέων και Κηδεμόνων του 12ου σχολείου Ηλιούπολης Αττικής, πρόεδρος σχολικής εφορείας στο Α’ Γυμνάσιο Αρρένων της ίδιας περιοχής, τακτικό μέλος του Α’ Ανωτάτου Υπηρεσιακού Συμβουλίου Δημοτικής Εκπαίδευσης Αττικής, πρόεδρος του Συλλόγου Αξικών Αττικής « Ο Ετέαρχος» κ.λπ.
Έντονη ήταν και η κοινωνική του δράση αλλά και η συμμετοχή του στα κοινά.
Είχε όμως μεγάλο στόχο την επανέκδοση του περιοδικού «Προμηθέας Πυρφόρος» που είχε ιδρύσει ο πατέρας του Γεώργιος και η έκδοση είχε διακοπεί με την εισβολή των Γερμανών. Και δεν άργησε να πραγματοποιήσει αυτό το όνειρο ζωής.
Ο Ελευθέριος, συνταξιούχος πλέον, κι έχοντας περισσότερο ελεύθερο χρόνο κατάφερε να πετύχει το στόχο του και το 1977 κυκλοφόρησε το πρώτο τεύχος του μεταπολεμικού «Προμηθέα». Μέχρι το 1980 έβγαινε με 16 σελίδες ανά δίμηνο. Μετά το 1980 έβγαινε με περισσότερες σελίδες συνήθως 64. Από το 1982 έβγαινε πλέον ανά τρίμηνο, αλλά με περισσότερες πάλι σελίδες. Μέχρι και 124.
Ήταν ένα μεγάλο γεγονός για τα Κρητικά Γράμματα.
Δυστυχώς όμως δεν τον στήριξε ο πνευματικός κόσμος, αλλά και κανένας κρατικός φορέας όπως θα του άξιζε. Ούτε και η βράβευση από την Ακαδημία Αθηνών, η ανώτατη διάκριση μιας τέτοιας προσπάθειας έφερε αποτέλεσμα.
Το 40ο τεύχος ήταν και το τελευταίο του μεταπολεμικού «Προμηθέα».
Αν τώρα υπολογίσουμε ότι οι σελίδες του Πυρφόρου επί Γεωργίου Δαφέρμου έφτασαν τις 2.500 κι επί Ελευθερίου τις 2.800, έχουμε ένα πνευματικό κληροδότημα 5.300 σελίδων γεμάτων με ιστορικά και λαογραφικά θέματα της Κρήτης, κυρίως από τον νομό Ρεθύμνου.
Αυτή η επισήμανση δεν μπορεί να μην αξιολογηθεί κατάλληλα, επειδή τα κείμενα που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό τόσο του προπολεμικού όσο και του μεταπολεμικού Προμηθέα, έχουν την αυθεντικότητα των διηγήσεων από τους παππούδες και τις γιαγιάδες, επομένως είναι αποθησαύρισμα σπουδαίο του λαϊκού μας πολιτισμού.
Ο Ελευθέριος Δαφέρμος έφυγε το 1992, αφήνοντας σημαντικό έργο που έχει δυστυχώς ξεχαστεί. Μένει ο «Προμηθέας Πυρφόρος» στα ράφια της Δημόσιας Βιβλιοθήκης σαν αιώνιο μνημόσυνο του ιδίου και του επίσης σπουδαίου πατέρα του, για να τιμά τα κρητικά Γράμματα.
Μάνα όλων των παιδιών
Η Ευαγγελία Μαραγκουδάκη δεν ήταν επαγγελματίας εκπαιδευτικός αλλά είχε αναλώσει τη ζωή της στην διεύρυνση των πνευματικών οριζόντων κάθε παιδιού. Ήταν η εθελόντρια που είχε καθιερώσει τη δια βίου μάθηση παρέχοντας γνώση σε όποιον την είχε στερηθεί
Γεννήθηκε το 1882 στο Ρέθυμνο και ήταν κόρη του πρωτομάστορα Βασίλη Σταματάκη. Σε τρυφερή ακόμα ηλικία η μικρή, εντυπωσίαζε με την μόρφωσή της κυρίως την εγκυκλοπαιδική.
Ο καιρός περνούσε.
Όμορφη, έξυπνη, μορφωμένη η Ευαγγελία εθεωρείτο εξαιρετική νύφη και ο Σταματάκης αντιμετώπιζε τη σχετική πολιορκία από προξενήτρες που έφθαναν με δελεαστικές προτάσεις. Η ευτυχία της κόρης του όμως μετρούσε και σε πείσμα της νοοτροπίας άλλων, που εκείνοι διάλεγαν ταίρι για το παιδί τους, άφησε εκείνη να αποφασίσει, όταν έφθασε σε ηλικία γάμου.
Κι εκείνη πάλι αν και είχε πολλές επιλογές, διάλεξε έναν έμπορο από τη Λούτρα τον Μανόλη Μαραγκουδάκη, άνθρωπο πράο και καλότροπο.
Ζούσαν ευτυχισμένοι, αλλά κάποια στιγμή ,φάνηκαν και τα σκοτεινά σύννεφα στον γάμο τους, χωρίς ευτυχώς να φέρουν θύελλες. Η Ευαγγελία δεν θα γινόταν ποτέ μητέρα. Έκλαψε μόνη της κρυφά, πολλές φορές, αλλά πάντα μπροστά στο εικονοστάσι και μέσα από την προσευχή ζητούσε λύτρωση στον πόνο της.
Ήρθε ο πόλεμος να της προσθέσει καθήκοντα. Υπήρχε τόση δυστυχία και τόση ανάγκη ολόγυρα. Η Μαραγκουδάκη μοίραζε τον χρόνο της, στη φανέλα του στρατιώτη, αρχικά, κι έπειτα στην περίθαλψη των αιχμαλώτων και στην οργάνωση των συσσιτίων δίνοντας χέρι μεγάλης βοήθειας και στις άλλες κυρίες που πρόσφεραν προσωπική εργασία στον τομέα αυτό.
Ήρθε στην Αθήνα για να χαιρετίσει κάποιους συγγενείς, που έπεσαν από τα σύννεφα όταν τους αποκάλυψε τα σχέδιά της κι έκαναν τα αδύνατα δυνατά για να την αποτρέψουν.
– Μα θ΄ αφήσεις στη μέση το έργο σου; Τι θα γίνουν τα «παιδιά» σου;
Σαν να δέχτηκε ψυχρολουσία η Ευαγγελία ακούγοντας αυτό. Είδε μπροστά της δεκάδες πεινασμένα παιδιά, που είχαν την φροντίδα της και σαν να άκουγε τη φωνή τους να πληγώνει την ψυχή της.
– « Μάνα που μας αφήνεις;».
Αυτό ήταν. Παραιτήθηκε από τον αρχικό της σκοπό και αναζήτησε τρόπους να είναι πιο αποτελεσματική επιστρέφοντας. Έτσι συνδέθηκε με την Πανελλήνια Κίνηση συνεργαζομένων χριστιανικών σωματείων «Ο Απόστολος Παύλος».
Ανοικτό σπίτι για όλους
Ξαναγύρισε στο Ρέθυμνο όπου έγινε από τις πιο στενές συνεργάτιδες, σε έργο αγάπης, του Μητροπολίτη Αθανάσιου.
Ήταν 60 χρόνων, αλλά ένοιωθε σαν να ξαναγεννήθηκε.
Άνοιξε το σπίτι της και το μαγαζί του ανδρός της και δημιούργησε έτσι άνετους χώρους για πνευματικές συγκεντρώσεις.
Αξημέρωτα ξεκινούσε τη δράση της.
Πρώτα φρόντιζε να ορίζει το πρόγραμμα για τις ομάδες που ασχολούντο με το καθαρά θρησκευτικό έργο. Ομιλίες, εράνους, φιλανθρωπία. Μετά έπαιρναν σειρά οι κατατρεγμένοι. Φαγητό, περίθαλψη, φροντίδα, συζήτηση, συμπαράσταση στο κάθε πρόβλημα, τακτοποίηση εκκρεμοτήτων για οικογένειες που βίωναν την απόλυτη φτώχεια.
Απογευματάκι πια δεχόταν τις κοπέλες που την ένοιωθαν μητέρα και φίλη, ακριβή συντρόφισσα και πρόθυμη ακροάτρια κάθε ανησυχίας, απορίας, αμφιβολίας.
Κάποια στιγμή μπορεί να τους έλεγε έκπληκτη και η ίδια…
«Μπα, πήγε πέντε η ώρα; Δώστε μου λίγο χρόνο γιατί είμαι νηστική από το πρωί, να φάω κάτι και θα είμαι πάλι κοντά σας».
Αυτό που αξίζει να τονιστεί είναι πως δεν απολάμβανε μόνο το Ρέθυμνο τη δημιουργική παρουσία της, αλλά και ολόκληρος ο νομός. Ακούραστη γύριζε στα χωριά, ανέπτυσσε διάφορα θρησκευτικά θέματα στις ομιλίες της, σπέρνοντας «Φόβο Θεού» και λόγια του Ευαγγελίου σε κάθε καρδιά.
Σε κάθε χωριό έδινε την ιδέα για μια βιβλιοθήκη και βοηθούσε όπου εύρισκε πρόθυμη ανταπόκριση.
Ακόμα και στο Ρέθυμνο έκανε προσπάθεια να συγκεντρώσει χρήματα, από λαχειοφόρο αγορά, για τον πυρήνα βιβλιοθήκης, που θα μπορούσε να θεωρηθεί πρόδρομος της σημερινής.
Η Βιβλιοθήκη που δημιούργησε ήταν δανειστική και λειτουργούσε στην αίθουσα των Τριών Ιεραρχών.
Για κάθε παιδί που έφευγε από το Ρέθυμνο αφιέρωνε πάντα χρόνο, για να μιλήσει μαζί του και να το συμβουλεύσει.
Αν επρόκειτο να εισαχθεί σε κάποιο ίδρυμα, το εφοδίαζε και με μια συστατική επιστολή.
Σε βαθειά γεράματα η Ευαγγελία αναγκάστηκε να υποκύψει στις πιέσεις των ανιψιών της και να δεχθεί τη βοήθειά τους. Θέλησε μόνο να πάει κοντά στην Ευαγγελία Δασκαλάκη που είχε και το όνομά της.
Πέθανε πάμπτωχη, ανήμερα των Τριών Ιεραρχών το 1976, σε ηλικία 94 χρόνων.
Θέλουμε τόμους για να κάνουμε αναφορά και σε άλλες μορφές φωτισμένων εκπαιδευτικών που δεν ζουν πια ανάμεσά μας. Έμειναν όμως στη μνήμη των μαθητών τους με την αγάπη και τη στοργή που έδειχναν στα παιδιά τις εποχές που ο χάρακας ήταν ο εφιάλτης τους και των δασκάλων φυσικά ο επιθεωρητής.
Κάποια φορά δοθείσης ευκαιρίας θα μιλήσουμε και γι’ αυτά.