Καταξιώθηκαν όμως από τη λαϊκή συνείδηση
Σε κάθε αγώνα του λαού μας για τη λευτεριά ο αγώνας δεν πήγαινε ούτε αριστερά ούτε και δεξιά, γιατί τελικός προορισμός ήταν ο σκοπός.
Καλό θα είναι σήμερα που αναφερόμαστε στην επέτειο της Μάχης της Κρήτης να θυμηθούμε και κάποιους «αριστερούς», που κάποτε για ευνόητους λόγους, ούτε θέση δεν τους έδιναν σε επίσημες τελετές. Πόσο μάλλον να τους τιμήσουν.
Ο Γιώργης Βασσάλος, γεννήθηκε το 1897 στο ιστορικό Μελιδόνι και ανήκε σε μια φτωχή αγροτική οικογένεια, που είχε όμως βαθιές ιστορικές ρίζες.
Σαν τέλειωσε το τετρατάξιο σχολείο του χωριού του, εργάστηκε σαν επιπλοποιός στο Ρέθυμνο και το 1915 πήγε στην Αθήνα, όπου εργάστηκε, για ένα μικρό διάστημα, σε ξενοδοχείο. Από μικρός δηλαδή, είχε δοκιμάσει το πικρό ψωμί του μεροκάματου, μένοντας αξιοπρεπής. Στην Αθήνα γνώρισε και τους πρωτοπόρους των συνδικαλιστικών αγώνων κι άρχισε να καλλιεργείται μέσα του ο σπόρος της ανάγκης για κοινωνική δικαιοσύνη.
Γύρισε στο χωριό του το 1917 και κατετάγη στη Χωροφυλακή. Με τη μεσολάβησή του τότε βουλευτή Νίκου Ασκούτση, τοποθετήθηκε στη Στρατονομία της 13ης Μεραρχίας. Έλαβε μέρος στο Μακεδονικό μέτωπο, στην εκστρατεία της Ουκρανίας κι έπειτα πολέμησε στη Μικρά Ασία μέχρι το Καλέ Γκρότο.
Μετά την πτώση του Ελευθερίου Βενιζέλου τον έστειλαν στο Πεζικό όπου τον βρήκε η κατάρρευση. Από εκεί τον βρίσκουμε στη Θεσσαλονίκη με τον αδερφό του, εργαζόμενο σε αυτοκίνητο. Έτσι έγινε οδηγός.
Το 1924 έφυγε για τον Πειραιά, όπου και ξεκίνησε την ενεργό δράση του στο κόμμα που εξέφραζε την ιδεολογία του. Στο Κομμουνιστικό Κόμμα τον οργάνωσε ο χωριανός του Κωστής Βασσάκης. Εκείνη την εποχή η αποδοχή μιας ιδεολογίας δεν ήταν θέμα του συρμού. Ήταν οι ανάγκες της εποχής, η αφάνταστη φτώχεια που επηρέαζε το φρόνημα.
Λίγο αργότερα ο Βασσάλος επέστρεψε στο Ρέθυμνο κι εδώ με τους Νίκο Τσαλδάρη, Μανόλη Αναγνωστάκη, Ηρακλή Ζώνο, Μιχάλη Γριντάκη, Μανόλη Τζεδάκη, Μανόλη Πλεύρη και Κώστα Κούνουπα συγκροτούν την πρώτη κομμουνιστική οργάνωση στον νομό μας.
Το 1932 διορίστηκε οδηγός στον καταβρεχτήρα του δήμου και στην Πυροσβεστική. Πρωτοστατεί κι εδώ για την ίδρυση του πρώτου σωματείου οδηγών με πρόεδρο τον ίδιο.
Σαν οδηγός άφησε εποχή. Κατάβρεχε τον δρόμο καταλαγιάζοντας τη σκόνη, μοίραζε νερό. Και όλοι… έπιναν νερό στ’ όνομά του. Ήταν εξαιρετικά δημοφιλής. Το εγκώμιό του έπλεκαν επαγγελματίες και νοικοκυρές κάθε που περνούσε από τη γειτονιά τους.
– Αυτός είναι ο άνθρωπος που φέρνει τη δροσιά.
– Ο Βασσάλος ο «καταβρεχτήρας».
Κι όταν μοίραζε νερό τον συνόδευε η ευχή «Η ψυχή του να το βρει».
Ο Γιώργης δεν έπαψε ποτέ ν’ αγωνίζεται για τα δικαιώματα των εργαζομένων. Κι επειδή κάθε ειλικρινής αγωνιστής πιστεύει πάνω απ’ όλα στο «εμείς», προχώρησε με άλλους συνοδοιπόρους του στην ίδρυση του Εργατικού Κέντρου το 1932.
Ήρθε όμως η Μεταξική δικτατορία ν’ ανακόψει την πλούσια δράση των πρωτοπόρων αυτών συνδικαλιστών και το 1939 συλλαμβάνει 28 από αυτούς. Μετά από φρικτά βασανιστήρια στα κρατητήρια της Ασφάλειας, έστειλε στην εξορία τους Ζώνο, Αναγνωστάκη, Γριντάκη και Σιμιτζή. Οι τρεις πρώτοι πέθαναν στα ξερονήσια και στην Ακροναυπλία από τις κακουχίες.
Στον πόλεμο του ΄40 η πατρίδα θυμήθηκε κι αυτά τα παιδιά της που πλήρωναν το τίμημα της ιδεολογίας τους σε φυλακές και εξορίες.
Ήρθε η Μάχη της Κρήτης να γράψει μια νέα εποποιία. Ο Γιώργης Βασσάλος με τον καταβρεχτήρα του έσπευδε σε κάθε πυρκαγιά και με το τουφέκι στο χέρι πολεμούσε τον εχθρό.
Ακολούθησαν τα χρόνια της Κατοχής. Μέσα στα τόσα της δεινά ήταν και οι αγγαρείες. Ο Βασσάλος επιτάσσεται για να μεταφέρει με την υδροφόρα του δήμου νερό στα γερμανικά έργα.
Ο Γιώργος Βασσάλος διακρινόταν για την τόλμη και τη γενναιότητά του. Δεν δίστασε να διαρρήξει το γραφείο του μηχανικού του δήμου, να πάρει τον χάρτη του Ρεθύμνου και να τον παραδώσει στην οργάνωση για να τον στείλει στη Μέση Ανατολή, όπως είχε διατάξει το εκεί στρατηγείο.
Κατακτητές και δοσίλογοι δεν άργησαν να επισημάνουν τη δράση του. Στις 16 Ιουνίου του 1943, συλλαμβάνεται μαζί με τους Γιώργη Γιακουμογιαννάκη, δικηγόρο, Νίκο Ανδρουλιδάκη δικηγόρο, Γιάννη Μαρνιέρο-Δημητρακάκη (Ζαμπράκο), Αντώνη Παπαδάκη, Μανόλη Σπηλιανάκη, Σπύρο Σοφουλάκη, Γιάννη Ευαγγελίδη, επιθεωρητή, Γιώργη Μοράκη, Βασίλη Σπανδάγο, Νίκο Μπιράκη, δικηγόρους, Ματζουράκη και Γιώργη Περακάκη, γιατρό.
Τους μετέφεραν στο Ηράκλειο, χωρίς κανένας να ξέρει ακριβώς ποια θα ήταν η τύχη του.
Ο Γιώργης Βασσάλος κατέληξε στο φρικτό στρατόπεδο του Ματχάουζεν. Ήταν το κεντρικό από το οποίο και γίνονταν οι μεταγωγές σε άλλα στρατόπεδα. Εκεί μέχρι τις 5 του Μάη 1945 έζησε τη φρίκη της ναζιστικής θηριωδίας.
Γύρισε στο Ρέθυμνο ένα ανθρώπινο ράκος, αλλά με ατσάλινη θέληση να ξεκινήσει τη ζωή του από την αρχή. Λογάριαζε όμως χωρίς τους μισαλλόδοξους παράγοντες που δεν τον άφησαν να πάρει ανάσα. Το αποκορύφωμα ήταν να τον απολύσουν από τον δήμο το 1948.
Την ίδια εποχή που δοσίλογοι και μαυραγορίτες απολάμβαναν μια άνετη ζωή, εκείνος αναγκάστηκε να πουλήσει τη μικρή περιουσία του, μέχρι και τα χρυσαφικά της ηρωίδας επίσης συντρόφου για να επιβιώσει. Καμιά δυσκολία δεν τον γονάτισε. Συνέχισε να αγωνίζεται.
Η περηφάνια του Γιώργη Βασσάλου και η τακτική του να μην επιβαρύνει τους ανθρώπους του με τα προβλήματα της ηλικίας, του στοίχισε τη ζωή. Χωρίς να πει σε κανέναν το πρόβλημά του υπέφερε για μερικές μέρες κι όταν αναγκάστηκε να το αναφέρει ήταν αργά. Πέθανε στις 30 του Μάη 1982, σε ηλικία 85 χρόνων.
Ο Νίκος Λουλούδης
Ο Νίκος Λουλούδης γεννήθηκε το 1922 στο Σπήλι, όπου τέλειωσε το Δημοτικό κι έκανε δυο χρόνια και στο Ημιγυμνάσιο. Οι συνθήκες εκείνων των καιρών, όμως, προσανατόλιζαν τους νέους κυρίως στις τέχνες, που έδιναν σίγουρο ψωμί. Σ’ ένα ραφτάδικο λοιπόν ξεκινά να μαθαίνει την τέχνη ο Λουλούδης. Πρώτα στου Λαγκουβάρδου και μετά στου Τζεδάκη. Το έτος 1939, σηματοδοτεί γι’ αυτόν μια πορεία γεμάτη από αγώνες. Είναι η χρονιά που γνωρίζεται με τον Λεωνίδα Καράμπελα. Ήταν ένας υποδηματοποιός, γνωστός για τις αριστερές του πεποιθήσεις.
Παρών στο κάλεσμα της πατρίδας.
Η κήρυξη του πολέμου τον βρίσκει παρόντα, σε κάθε κάλεσμα της πατρίδας, σε κάθε κραυγή απόγνωσης πάσχοντα συνανθρώπου.
Στη Μάχη της Κρήτης τρέχει πάνω κάτω, από τη μια να πολεμήσει κι από την άλλη να προσφέρει τις πολύτιμες υπηρεσίες του σε τραυματίες Έλληνες και συμμάχους, καθώς το νοσοκομείο είχε μεταφερθεί στο Σπήλι.
Με αυτή την ανοιχτή στις προκλήσεις του καιρού του καρδιά δεν αργεί να δεχθεί πρώτος τα μηνύματα του ΕΑΜ. Σπεύδει από τους πρώτους να οργανωθεί αναπτύσσοντας αντιστασιακή δράση.
Με τον Θανάση Μαρκογιάννη και την Όλγα Πρεβελάκη είχαν δημιουργήσει το δικό τους πυρήνα διαφώτισης του κόσμου, για την ανάγκη ν’ αγωνιστούν προκειμένου ν’ απαλλαγούν από τον κατακτητή. Στη συνέχεια ο Νίκος ανέλαβε γραμματέας του ΚΚΕ Σπηλίου και αργότερα μέλος της Ακτιδικής Επιτροπής.
Ακούραστος πάντα δούλεψε με αυταπάρνηση για τη λευτεριά, πότε εδώ, πότε εκεί, από την οργάνωση και δραστηριοποίηση της Εθνικής Αντίστασης, στην Επιμελητεία του Αντάρτη και του εφεδρικού ΕΛΑΣ.
Σύμφωνα με τον Νίκο Περακάκη, μετά την περίφημη Μάχη των Ποταμών, έσπευσε σαν υπεύθυνος της ΕΤΑ στο λημέρι του ΕΛΑΣ, στον Άγιο Γεώργιο και τον τροφοδότησε με τρόφιμα και άλλα εφόδια.
Όταν ήρθε η απελευθέρωση, εκείνος ετοιμαζόταν να συνεχίσει τον αγώνα του σε άλλα μετερίζια, παλεύοντας για κοινωνική δικαιοσύνη. Δεν πρόλαβε. Έγινε επιστράτευση για να συγκροτηθεί το νέο στράτευμα και στη διαδικασία αυτή ο Νίκος Λουλούδης, διαπίστωσε στην πορεία και όχι με μια ειλικρινή εξήγηση από πλευράς των κρατούντων, ότι ανήκε στους επικίνδυνους για το στράτευμα. Ποιος; Ο άνθρωπος που έκανε τη νύχτα μέρα για να υπηρετήσει την πατρίδα και να δει ξανά τον ουρανό της Κρήτης ξάστερο.
Εκείνη την εποχή κάθε ιδεολόγος βίωνε τον ίδιο απερίγραπτο εξευτελισμό. Ήταν πολίτης τρίτης κατηγορίας. Ήθελαν να τον παρουσιάζουν μίασμα του κοινωνικού συνόλου. Κι αν ήθελε να σωθεί από το ηθικό αυτό μαρτύριο και την άσκηση ψυχολογικής βίας δεν είχε παρά να βάλει μια υπογραφή.
Στον τοπικό τύπο μετά την απελευθέρωση και για μερικά χρόνια στη συνέχεια διαβάζουμε δεκάδες αποκηρύξεις, δημόσια, ανθρώπων που σίγουρα δεν άντεχαν άλλο τις διώξεις και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Έμπαιναν στη μέση και στενοί συγγενείς, οι πιο σεβάσμιοι συνήθως, για να πείσουν τον ιδεολόγο να πάρει τη μεγάλη απόφαση και να σωθούν όλοι.
Αυτό ζητούσαν κι από τον Νίκο Λουλούδη.
«Μια υπογραφή μωρέ…».
Μάταια περίμενε όμως την υπογραφή αυτή η βεβαίωση ότι «έγινε καλός Έλληνας». Ούτε άκουσε ποτέ το εκκλησίασμα από τα χείλη του παπά, ότι ο Λουλούδης «είδε το φως το αληθινό…».
Ο Νίκος Λουλούδης δεν επέτρεπε σε κανέναν να του απαιτεί διαπραγμάτευση της αξιοπρέπειάς του.
Βρέθηκε στη Μακρόνησο, βιώνοντας κι εκεί τη φρίκη μαζί με το βάσανο της εξορίας στον υπέρτατο βαθμό.
Κι ήρθε η δικτατορία των συνταγματαρχών να τον βάλει σε νέες περιπέτειες. Ένα ακόμα καμίνι που δοκίμασε τις αντοχές του και τον έβγαλε πιο δυνατό.
Ο Νίκος Λουλούδης ανήκε στη βασανισμένη γενιά που δεν είχε δικαίωμα στην ελεύθερη σκέψη. Κι όμως άντεξε. Η αποζημίωση της ζωής για τον ήρωα ήταν τα παιδιά του. Φρόντισε να τα σπουδάσει και να δώσει εξαιρετικούς επιστήμονες στην κοινωνία. Μα κυρίως ενεργούς πολίτες. Ανθρώπους με άποψη και αγάπη για τον συνάνθρωπο.
Έφυγε στις 19 Μαΐου του 2006. Και εκείνοι που τον συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία ήταν πολλοί και η θλίψη τους απόλυτα ειλικρινής. Όσα του στέρησαν τα πέτρινα χρόνια εισέπραξε ο Νίκος Λουλούδης από το σέβας της τοπικής κοινωνίας. Κι αυτή ήταν η μεγαλύτερη ανταμοιβή για έναν αγνό αγωνιστή όπως αυτός.