Για τους Καφφάτους θέλουμε αρκετές σελίδες για να παρουσιάσουμε τη ζωή και το έργο τους. Όλοι διέπρεψαν σε όποιο τομέα ασχολήθηκαν και αποτελούν φωτεινά ορόσημα στην πολιτική, κοινωνική, επιστημονική, πολιτιστική ζωή του τόπου με σημαντική επίσης δράση σε εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες.
Με δυο αδέλφια θα ασχοληθούμε στο σημερινό μας αφιέρωμα τον Λυκούργο και τον Σόλωνα. Ο πρώτος επιφανής δημοσιογράφος, από τις ιστορικές πένες του Ρεθύμνου, ο άλλος δοξασμένος στρατιωτικός, που άφησε και μνήμες από σπουδαίες μάχες στο ημερολόγιό του.
Για τον Λυκούργο είχαμε κάνει εκτενές αφιέρωμα, από το οποίο για τους νεότερους αναγνώστες μας αξίζει να αναφέρουμε τα εξής σημαντικά σημεία από τη βιογραφία του.
Υποστήριζε πάντα εξωκομματικά τα τοπικά ζητήματα του Ρεθύμνου.
Σύμφωνα με τον επιφανή λόγιο και ιστορικό ερευνητή του τόπου μας κ. Γιάννη Παπιομύτογλου, ο Λυκούργος Καφφάτος πριν από το «Βήμα» εξέδωσε τον Απρίλη του 1915 την εφημερίδα «Πρωία».
Η Εφημερίδα εντοπίστηκε στο αρχείο του Γεωργίου Χατζηγρηγοράκη και δικαίωσε την απόφαση του ιδρυτή των «Ρεθεμνώτικων Νέων» Γιάννη Χαλκιαδάκη να εμπιστευθεί το αρχείο στον τότε διευθυντή της Δημόσιας Βιβλιοθήκης.
Ο κ. Παπιομύτογλου με την εμπειρία που τον διακρίνει μελέτησε και αξιολόγησε το αρχείο, έτσι που να μην αποτελεί μια δωρεά άνευ σημασίας, αλλά μια σπουδαία πηγή για τον ερευνητή.
Από την εφημερίδα «Πρωία» έχουν διασωθεί μόνο τρία φύλλα. Εκτός από την «Πρωία» εξέδωσε την εφημερίδα «Δράσις» (1910-1911) μαζί με τον Στυλιανό Εμμ. Καλαϊτζάκη. Για την εφημερίδα αυτή έχει δημοσιεύσει μια επίσης ενδιαφέρουσα μελέτη ο κ. Παπιομύτογλου και στην ιστοσελίδα του. Ενώ όμως η «Δράσις» αποτέλεσε το κύκνειο άσμα του Στυλιανού Καλαϊτζάκη για τον Λυκούργο Καφφάτο υπήρξε το εφαλτήριο για να διακριθεί στο χώρο της δημοσιογραφίας. Από εκεί ξεκίνησε να υπηρετεί τον τοπικό τύπο με ακλόνητη αφοσίωση και συγκινητική αυταπάρνηση.
Μια χρονιά σταθμός
Το 1915 είναι μια χρονιά σταθμός για τη ζωή του Λυκούργου.Ιδρύει την εφημερίδα «Βήμα», που θα δεθεί με το όνομά του και θα αποτελεί ένα έντυπο κύρους επί σειρά ετών.
Θα κρατήσει την εφημερίδα για 50 χρόνια μέχρι το 1958 που την παραδίδει ιδιοκτησιακά στον γιο του Βαγγέλη.
Η περίοδος αυτή σημαδεύτηκε με τις κοσμογονικές πολιτειακές και κοινωνικές μεταβολές. Και το τυπογραφείο που ήταν και το γραφείο του Λυκούργου δεχόταν όλες τις επιπτώσεις από τους δυσαρεστημένους «δορυφόρους» καθεστώτων που ενοχλούνταν τα μέγιστα από τις θαρραλέες φωνές, όπως του Καφφάτου. Και αμέτρητες φορές στοιχεία, χαρτιά και έπιπλα γίνονταν ένα κουβάρι από τους θρασύτατους εισβολείς που ήθελαν να επιβάλουν το νόμο του τραμπουκισμού.
Ο Λυκούργος δεχόταν στωικά και χωρίς να δείξει μεταμέλεια τις επιθέσεις αυτές κι όταν συνερχόταν από τα χτυπήματα έπιανε να μαζεύει και πάλι γράμμα γράμμα τα στοιχεία για να πάρουν τη θέση τους στο συνθετήριο και μετά έπιανε την πένα με περισσότερη τόλμη και δύναμη ψυχής.
Οι προοδευτικές του ιδέες ήταν που ενοχλούσαν και ιδιαίτερα το μεταξικό καθεστώς, που προτίμησε να τον εξορίσει για να ησυχάσει από την σκληρό κριτική που ασκούσε στην πολιτική του. Η κυκλοφορία της εφημερίδας κάτω από τις συνθήκες αυτές σταμάτησε κατά τις περιόδους 1924-1928, 1936-1939 και 1941-1944. Είναι ακριβώς τις περιόδους των δικτατοριών Παγκάλου και Μεταξά. Η τελευταία περίοδος ήταν του πολέμου που όλα είχαν νεκρώσει περιμένοντας τη λευτεριά.
Η δυναμική της πένας του είχε γίνει γνωστή και στον αθηναϊκό τύπο. Ήταν αμέτρητες οι προτάσεις που είχε δεχθεί ο Λυκούργος να σταδιοδρομήσει στην Αθήνα με τους πιο δελεαστικούς όρους. Εκείνος όμως επέμενε να μείνει στο Ρέθυμνο. Ήταν δεμένος με την πόλη αυτή. Δεν άντεχε να μείνει μακριά της και να την αφήσει στο έλεος συνθηκών. Στο κάτω της γραφής είχε καταφέρει να κόψει το δρόμο σε μεγάλο βαθμό εκείνων που στήριζαν τα συμφέροντά τους στα δικά τους σχέδια αδιαφορώντας αν καταδικαζόταν η πόλη στην απόλυτη μιζέρια.
Ο Λυκούργος Καφφάτος ένοιωθε βαρύ το βάρος της ευθύνης. Κι έτσι μόνο οι συνέπειες του θάρρους του εμπόδιζαν την έκδοση της εφημερίδας.
Πηγή ιστορικών πληροφοριών
Η συνεργασία του με τον Μιχαήλ Μυρ. Παπαδάκι είναι καθοριστικής σημασίας για την τοπική ιστορία.
Ο αξέχαστος σπουδαίος ιστοριοδίφης δημοσιεύει στην εφημερίδα το «Βήμα» εξαιρετικής σπουδαιότητας κείμενα. Εκεί βλέπουμε λεπτομερές ρεπορτάζ για το πρώτο καρναβάλι, που αργότερα συμπληρώθηκε με τη χαρακτηριστική φωτογραφία του πρώτου άρματος, που διέσωσε ο αξέχαστος Μανός Αστρινός.
Στην εφημερίδα αυτή δημοσιεύτηκαν κείμενα από το ιεροδικείο που μετέφραζε ο «Τουρκογιώργης», μέρος των οποίων αξιοποίησε επίσης ο Γιάννης Παπιομύτογλου με την περίφημη έκδοσή του «Έγγραφα Ιεροδικείου Ρεθύμνης (17ος-18ος αιώνας), που επιμελήθηκε ο ίδιος. Ήταν μια έκδοση της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Ρεθύμνης (Ρέθυμνο 1995), στη μνήμη του Λυκούργου Καφφάτου.
Σαν άνθρωπος ο Λυκούργος Καφφάτος ήταν ένας έξοχος χιουμορίστας με τη σημασία που δίνουν οι Άγγλοι στον όρο αυτό. Είχε πάντα μια κεφάτη διάθεση με άκακη ειρωνεία.
Αξιαγάπητος από τους φίλους του συμμετείχε στις υπέροχες εκείνες παρέες που έδιναν στο Ρέθυμνο ζωντάνια με το κέφι και τις ιδέες τους να «κλέψουν» μια του χάρου.
Η υγεία του πέρασε από πολλά σκαμπανεβάσματα. Οι ταλαιπωρίες που υπέστη δημιούργησαν αρκετά προβλήματα στον ασυμβίβαστο δημοσιογράφο.
Η αρχή του τέλους της αγωνιστικής πορείας του γράφτηκε μετά τον πόλεμο. Αν και δεν αναφέρεται πουθενά «για το φόβο των Ιουδαίων», φαίνεται ότι τον έφερε κοντά στο θάνατο μια ακόμα επίθεση από πολέμιους της πένας του. Είδε το χάρο με τα μάτια του και δεν ανένηψε ποτέ. Μια δύσπνοια δεν του επέτρεπε να γράφει όπως παλιά. Αναγκάστηκε να δώσει τη σκυτάλη σε μια ακόμα ασυμβίβαστη πένα του Ρεθύμνου, τον δικηγόρο Νικόλαο Ανδρουλιδάκη από τις μεγάλες μορφές του τόπου. Ένα μεγάλο αγωνιστή που γνώρισε και τη φρίκη των γερμανικών στρατοπέδων.
Ο Λυκούργος δεν ένοιωσε ποτέ απαλλαγμένος από το «μικρόβιο» της δημοσιογραφίας. Κι όταν ένοιωθε την ανάγκη να τον πνίγει υπαγόρευε κείμενα που δεν χρειάζονταν υπογραφή, γιατί οι αναγνώστες του τα αναγνώριζαν αμέσως. Ποιος δεν αναγνωρίζει μια τόσο μοναδική γραφή.
Είχε καταφέρει να πλησιάσει πολύ την τοπική κοινωνία. Να ξέρει εκ των έσω τα κοινωνικά προβλήματα και να παίρνει θέση.
Φύση δημοκρατική δεν εννοούσε, γιατί έπειτα από όσα συνέβησαν το 1965, οι αγωνιστές της Δημοκρατίας δεν έθεταν ευθέως καθεστωτικό ζήτημα, αφού το είχε θέσει ο λαός στην ψυχή του. Κι αφού δεν μπορούσε να γράψει υπαγόρευσε στο γιο του τρία άρθρα που άφησαν εποχή. Αυτά με τον τίτλο «Καθεστωτικό» δημοσιεύτηκαν 24, 25 και 26 Αυγούστου του 1965 στο «Βήμα». Ήταν το κύκνειο άσμα του.
Ήταν 14 ολόκληρα χρόνια αυτά που πέρασε ο Λυκούργος Καφφάτος μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Μοναδική του παρηγοριά η γυναίκα του και τα παιδιά του, που με συγκινητική αφοσίωση του παραστέκονταν και τον παρηγορούσαν με την αγάπη και τη στοργή του. Ήταν και οι φίλοι του που του γέμιζαν τις άδειες ώρες του με την κεφάτη παρουσία τους. Έτσι τον βρήκε ο θάνατος.Πέθανε στις 3 του Νοέμβρη του 1965.
O γενναίος στρατιωτικός Σόλων Καφφάτος
Αδελφός του Λυκούργου ήταν ο Σόλων Καφφάτος,μια δοξασμένη μορφή του ελληνικού στρατού Νεαρός Ανθυπολοχαγός μετείχε των Βαλκανικών πολέμων κατά των Τούρκων και Βουλγάρων επιδεικνύοντας απαράμιλλη ανδρεία.
Ήταν Διοικητής του λόχου του οποίου ανέλαβε τη διοίκηση μετά το θάνατο του Λοχαγού, ο οποίος πρώτος κατάλαβε το Μπιζάνι. Στον πόλεμο κατά των Βουλγάρων υπολοχαγός επ’ αναδραγαθεία και Διοικητής Λόχου έλαβε μέρος στη φοβερή μάχη του Κιλκίς – Δαϊράνης που εστοίχισε στον Ελληνικό Στρατό 10.000 νεκρούς και αμέτρητους τραυματίες.
Στο πρώτο παγκόσμιο Πόλεμο όταν η Ελλάς συμμετείχε σ’ αυτόν το έτος 1916 έδωσε και πάλι το ηρωικό παρόν.
Το όνομά του έγινε θρύλος. Υπήρξε η προσωποποίηση μιας ασυνήθιστης ανδρείας. Διέπρεψε και στο Μικρασιατικό Μέτωπο συμμετέχοντας σε όλες τις μεγάλες μάχες Αφιόν Καραχισάρ – Εσκί Σεχήρ – Σαγγάριο.
Ήθελε πάντα να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή.
Μετά την Μικρασιατική καταστροφή και την επανάσταση που επακολούθησε διατάχτηκε από τον Πλαστήρα που είχε πλάι του ως ίνδαλμα και λάτρη της δημοκρατίας να ηγηθεί του τάγματος και να μπει πρώτος στην Αθήνα καταλαμβάνοντας επίκαιρες θέσεις για την ανατροπή της κυβέρνησης Γούναρη.Έτσι κι έγινε. Ανέτρεψε ο Σόλων Καφφάτος την κυβέρνηση Γούναρη και το βασιλέα Κωνσταντίνο.
Το 1938 υποστράτηγος και διοικητής Μεραρχίας έλαβε μέρος στο κίνημα που τελικά απέτυχε. Είχε στρατευθεί και τότε κατά του βασιλιά και της κυβέρνησής του. Για τη στάση του αυτή συνελήφθη και καταδικάστηκε σε θάνατο. Η ποινή του όμως δεν εκτελέστηκε με την παρέμβαση της Γαλλίας. Έμεινε όμως στη φυλακή μέχρι που δόθηκε αμνηστία.
Εκεί όμως που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο ήταν στη μάχη της Κρήτης.
Το ήθος και η γενναιότητά του έπεισαν τον Εμμανουήλ Τσουδερό να τον διορίσει επιτελάρχη του υπουργείου Στρατιωτικών.
Οι μνήμες του από την άνιση αυτή αναμέτρηση καταγράφηκαν αργότερα από τον ίδιο με βάση το ημερολόγιό του.
Για τη μάχη συγκεκριμένα αναφέρει μεταξύ άλλων:
«Ητο απίστευτον να βλέπει κανείς τον ηρωικόν λαόν της πόλεως των Χανίων πάσης ηλικίας συγκεντρωμένον κατά μάζας εις τον περί το Ωδείον χώρον, ακάλυπτον υπό τη βροχή των βλημάτων των πολυβόλων, αψηφούντα τον θάνατον, τρίζοντα τους οδόντας, με τους γρόνθους συνεσφιγμένους, και ζητούντα όπλα από τους Αγγλους ίνα πολεμήσουν τον επιδρομέα». Ο διοικητής Χωροφυλακής Ηρακλείου Μ. Πιτικάκης, στο βιβλίο του «Θύελλα στην Κρήτη», γράφει: «Εκατοντάδες άοπλοι πολίτες, κάθε ηλικίας, στην είδηση πως έπεσαν αλεξιπτωτιστές κοντά στα τείχη, συγκεντρώνονται στην «Πόρτα των Χανιών», έξω απ’ το μπεντένι. Όλοι τρέχουν σαν από σύνθημα στις «Πόρτες»… Τι πάνε να κάνουν άοπλοι όπως είναι, μέσα στη φωτιά και τη βροχή του πυρωμένου σίδηρου των όλμων, των πολυβόλων, των χειροβομβίδων και των αεροπλάνων;.. Πάνε να φράξουν το δρόμο στον εχθρό. Πώς; Τους είναι αδιάφορο. Με τα χέρια, με τα πόδια, θα τον απωθήσουν. Τα κορμιά τους θα βάζουν εμπόδιο… Ζητάνε όπλα».
Κατά τη διάρκεια της αιματηρής μάχης του Μάλεμε αρνήθηκε να υπακούσει στις διαταγές του Άγγλου Αρχιστράτηγου Φράιμπεργκ να εγκαταλείψουν οι Ελληνικές Δυνάμεις όπως και οι Αγγλικές το αεροδρόμιο ενώ νικούσαν.
Ο Άγγλος Στρατηγός επικαλέσθηκε τότε την έντονη σύγκρουση με τον Έλληνα Στρατηγό τονίζοντας ότι πρόθεσή του ήταν η αναδίπλωση των Αγγλικών τμημάτων και η εγκατάλειψη του αεροδρόμιου Μάλεμε και της Κρήτης, και μάλιστα σε στιγμή που το ξεκαθάρισμα των Γερμανών Αλεξιπτωτιστών ήταν ζήτημα ωρών.
Και ότι η ενέργεια του δεν ήταν αυτόβουλος αλλά προερχόταν από την ρητή διαταγή του Τσόρτσιλ, που την Κρήτη που ήθελε μόνο σαν ένα έρεισμα ανασχέσεως των Γερμανικών επιθετικών δυνάμεων και τίποτε άλλο.
Ο στρατηγός Σόλων Καφφάτος χωρίς προσχήματα ευγένειας του αποκρίθηκε ότι πρόκειται περί μιας άτιμης αγγλικής ενέργειας που αποτελεί προδοσία της Ελλάδος και που ήταν η δεύτερη μετά την εγκατάλειψη μας στην Μικρά Ασία στην οποία οι ίδιοι οι πατριώτες του Εγγλέζοι μας έστειλαν.
Την έντονη αυτή διαφωνία του πληροφορήθηκε από τον ίδιο ο βασιλιάς Γεώργιος. Και παρά το γεγονός πως ήξερε το ρόλο που είχε διαδραματίσει ο Καφφάτος πριν 19 χρόνια σε βάρος του πατέρα του Κωνσταντίνου, το άφησε να περάσει λέγοντας απλά πως είναι αυτή η μοίρα των ασθενεστέρων να θέλουν οι ισχυρότεροι να περάσουν τις θέσεις τους.
Με την επικράτηση των Γερμανών ο Στρατηγός Καφφάτος συνελήφθη μαζί με άλλους 450 Βρετανούς αξιωματικούς και στρατιώτες μετά το τέλος της Μάχης της Κρήτης. Βρέθηκε σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης για Βρετανούς αιχμάλωτους πολέμου. Ο Αλέξανδρος Κάσδαγλης ήταν ο μόνος άνθρωπος που ήξερε ελληνικά και στον οποίο μπορούσε να μιλήσει. Έγινε ο μεταφραστής του και ζούσανε μαζί, σε ένα μικρό δωμάτιο. Μοιραστήκανε πολλά.
Κάποια στιγμή, οι δρόμοι τους χωρίσανε και αυτό είχε σημαντικό αντίκτυπο στη ζωή του αιχμάλωτου πολέμου Αλέξη Κάσδαγλη.
Ο συναισθηματικός του δεσμός φαίνεται από τις παρακάτω σημειώσεις στο ημερολόγιό του…
«Ο Στρατηγός Καφφάτος έφυγε σήμερα στις 02.45 π.μ. Ήμασταν μαζί για δεκατέσσερις μήνες και δε νοιώθω παρά μόνο σεβασμό και συμπάθεια για αυτό τον άνθρωπο. Θα ξανασυναντηθούμε μια μέρα, θα φροντίσω ώστε να συμβεί. Ήταν ένας πραγματικός στρατιώτης από τους καλύτερους που έχω συναντήσει».
Και σε άλλο σημείο:
«Είμαι αιχμάλωτος ακόμα, μόνος μέσα σε αυτό το μικρό δωμάτιο. Μου λείπει ο Στρατηγός Καφφάτος. Ήμασταν καιρό μαζί και ήταν ένας από τους καλύτερους ανθρώπους που συνάντησα ποτέ στη ζωή μου».
Μετά τον πόλεμο ο Σόλων εγκαταστάθηκε μόνιμα στα Χανιά. Παντρεύτηκε την Κατίνα Παντελάκη και έζησαν αρμονικά μέχρι που τους χώρισε ο θάνατος. Παιδιά δεν απέκτησαν αλλά ο στρατηγός παρηγοριόταν με την ιδέα πως για κάθε υψηλόβαθμο αξιωματικό παιδιά του είναι και όλες οι μάχες στις οποίες πήρε μέρος.
Ποτέ δεν ξέχασε τη στάση των Άγγλων. Και όταν σε μια επέτειο συνάντησε αξιωματικούς σε επίσημη τελετή επειδή δεν μπόρεσε να τους αποφύγει και για να μην προκαλέσει διπλωματικό επεισόδιο περιορίστηκε σε μια ψυχρή στάση και εντελώς ανέκφραστη.
Πέρασε μια ταλαιπωρία με την υγεία του. Το μοιραίο βράδυ στην κλινική που νοσηλευόταν διηγήθηκε για μια ακόμα φορά σε επιστήθιο φίλο του τα γεγονότα εκείνα που σημάδεψαν τη μνήμη του κι έπειτα το βλέμμα του καρφώθηκε στη σύζυγό του, που δεν είχε φύγει στιγμή από το προσκεφάλι του.
Έσβησε ήσυχα στις 29 Δεκεμβρίου 1976 σε ηλικία 90 χρόνων. Και την επομένη κηδεύτηκε στο Ρέθυμνο. Τον έθαψαν πλάι στους γονείς του.
Έτσι πέρασε στην ιστορία ο ατρόμητος στρατηγός, που δεν δίστασε να τα βάλει και με ισχυρούς αδιαφορώντας για τις συνέπειες υπηρετώντας με αφοσίωση την πατρίδα του και τη Δημοκρατία.
Πηγές
Νεκρολογίες εφημερίδας «Βήμα»
Νεκρολογία: Κωστή Ε. Αλιφιέρη
Ημερολόγιο Αλέξη Κάσδαγλη