Λέει ο σοφός λαός μας πως «αν έχει λάδι το καντήλι σου» ο χάρος θα σε προσπεράσει έστω κι αν νοιώσεις την ανάσα του. Και αυτό επιβεβαιώνεται από μερικά περιστατικά που συνέβησαν στη διάρκεια της Μάχης της Κρήτης.
Αναφέρει σχετικά ο Αλκιβιάδης Μαυράκης , σε δημοσίευμα του στην «Άγονη Γραμμή».
Οι πρώτες εκτελέσεις έγιναν στο διήμερο 23 και 24 Μαΐου από τους αιχμαλώτους που οι Γερμανοί είχαν συγκεντρώσει στο συγκεκριμένο διήμερο.
Τους αιχμαλώτους αυτούς που ήταν και γυναικόπαιδά τους είχαν κλείσει σε δύο σπίτια στα Μισσίρια. Το ένα ήταν το καφενείο του Θεοδώρου Δουλουμπέκη πάνω στην αμαξιτή οδό που σήμερα είναι αποθήκη κτηνοτρόφων. Εξήντα τουλάχιστον γυναικόπαιδα ήταν εκεί αιχμαλωτισμένα από τους Γερμανούς και στις 23 και 24 του Μάη τα οδήγησαν στο εκτελεστικό απόσπασμα στην Άμμο των Μυσσιρίων.
Το δεύτερο σπίτι – στρατόπεδο – συγκέντρωσης – ήταν το σπίτι του Γιάννη Μελισσουργού που ήταν στην παραλία. Αυτό το σπίτι όμως σήμερα δεν υπάρχει.
Στις 23 και 24 Μαΐου ημέρα Παρασκευή και Σάββατο αντίστοιχα, έγιναν οι ομαδικές εκτελέσεις στην Άμμο των Μυσσιρίων.
Πόσοι, ακριβώς ήταν οι εκτελεσθέντες από τους Γερμανούς, κανείς δεν το γνωρίζει. Σημασία, όμως, δεν έχει τόσο ο αριθμός, όσο η βάρβαρη πράξη των απάνθρωπων Ούνων, οι οποίοι δεν εσεβάστηκαν διεθνείς νόμους και συμβάσεις περί αιχμαλώτων πολέμου και θέλησαν «δια πυρός και σιδήρου» να κάμψουν την αδάμαστη ψυχή και το ηρωικό φρόνημα του λαού της Κρήτης.
Έτσι στις 23 του Μάη, ημέρα Παρασκευή και ώρα 5:30 έως 6η απογευματινή, διάλεξαν 36 από τους νεότερους άνδρες που είχαν συλλάβει προ διημέρου και τους οδήγησαν στην παραλία και με το παράγγελμα αλτ, έβαλαν συγχρόνως ριπές εναντίον τους με ταχυβόλα όπλα και έτσι εκτέλεσαν 32 και τραυμάτισαν έναν που πέθανε αργότερα από το τραύμα του. Τη στιγμή της ομαδικής εκτέλεσης και μάλιστα όταν ρίχνονταν οι χαριστικές βολές, άρχισε το καταιγιστικόν πυρ των όπλων του πυροβολικού ενός τμήματος Αυστραλών στρατιωτών που βρίχνονταν 500 περίπου μέτρα μακρύτερα. Οι Γερμανοί ταράχτηκαν και εγκατέλειψαν τους τουφεκιζόμενους προσωρινά. Έτσι με τη σύγχυση που δημιουργήθηκε διασώθηκαν έρποντες προς την παραλία οι Μανούσος Μανουσάκης, ο Γιάννης Τερζιδάκης, ο Δημήτρης Λαδιάς και ο Γιάννης Λαγός που είχε πάρει τη χαριστική βολή στο πρόσωπο και πέθανε αργότερα.
Την άλλη μέρα το πρωί, πήραν από το καφενείο του Δουλουμπέκη άλλους 16, μεταξύ των οποίων ήταν και ένας ενενηντάρης γέροντας και μάλιστα τυφλός και τους εκτέλεσαν με τον ίδιο τρόπο. Οι εκτελέσεις δυστυχώς συνεχίστηκαν. Οδήγησαν και πάλι περίπου τριάντα ένα αιχμαλώτους τους οποίους αφού τους εκτέλεσαν αντί να του θάψουν τους έριξαν μέσα σε ένα πηγάδι και αφού αυτό γέμισε, τους άλλους τους παράχωσαν γύρω από το πηγάδι.
Έτσι, ή κάπως έτσι τελείωσαν οι ομαδικές εκτελέσεις του άμαχου πληθυσμού. Γράφοντας τον επίλογο των εκτελέσεων μπορούμε να συμπληρώσουμε ότι οι Ήρωες έπεσαν και θάφτηκαν χωρίς παπά, χωρίς τρισάγιο, χωρίς κερί, χωρίς λιβάνι, μα όμως στεφανωμένοι με τον Αμάραντο της Δόξας Στέφανο.
Αυτοί που ξεγέλασαν το θάνατο
Με τα φτερά της φαντασίας ας βρεθούμε ξανά στην ποτισμένη με αίμα άμμο των Μισσιρίων.
Οι Γερμανοί αποτελειώνουν με χαριστική βολή όσους από τους εκτελεσθέντες δείχνουν σημεία ζωής.
Κι όμως ανάμεσα στον σωρό των νεκρών, τέσσερις καρδιές χτυπούσαν και μάλιστα δυνατά. Γιάννης Λαγουδάκης, Μανούσος Μανουσάκης, Γιάννης Τερζιδάκης, Δημήτρης Λαδιάς. Αυτοί ήταν οι τέσσερις που ξεγέλασαν τον χάρο. Με τις πρώτες ριπές έπεσαν κάτω και καταπλακώθηκαν από άλλους, που δεν στάθηκαν τόσο τυχεροί. Μέσα σ’ αυτό του χάρου το κουβάρι, που να βρουν άκρη οι δήμιοι από τον Βορρά; Έδιναν χαριστικές βολές όπως νάνε. Μια σφαίρα πέτυχε και τον Λαγουδάκη. Και πάλι στάθηκε τυχερός την πήρε ξυστά στο μάγουλο. Αργότερα όμως πέθανε από το τραύμα αυτό.
Χρόνια μετά μου διηγιόταν, ο πεθερός μου, Δημήτρης Λαδιάς:
«Μόλις είχα εξασφαλίσει την οικογένεια και γύριζα να δω τι γίνεται στα Περιβόλια που χαλούσε ο κόσμος. Μια στιγμή αντιλαμβάνομαι Γερμανό και ανεβαίνω σ’ ένα δέντρο. Αυτός όμως έδειχνε κουρασμένος. Δεν άργησε να με αντιληφθεί. Βρέθηκα με τους άλλους στην πρώτη φουρνιά που έσερναν στην άμμο για εκτέλεση.
Στο σπίτι που μας είχαν κλείσει πρόβαλε κάποια στιγμή ένας Γερμανός που άρχισε να διαλέγει κάποιους από μας. Δεν πήγε ο νους μας στο κακό. Ανάμεσα στους επιλεγέντες κι εγώ. Μόλις βγήκαμε έξω οι άλλοι που περίμεναν με βίαιες κινήσεις μας οδήγησαν στην άμμο. Κι εκεί όπως τρέχαμε άρχισαν να μας «γαζώνουν».
Με τις πρώτες ριπές έπεσα κάτω. Έμεινα καταπλακωμένος χωρίς καν να αναπνέω.
Ξαφνικά η ζωή μου άρχισε να ξετυλίγεται σαν κινηματογραφική ταινία. Και τα γεγονότα που έρχονταν στο νου, τι παράξενο, μου έδιναν κουράγιο.
Έλεγα τόσα και τόσα με βρήκαν. Θυμήθηκα τον εαυτό μου στα Βουρλά που γεννήθηκα. Κι έπειτα βρέθηκα παιδί εφτά χρονών ολομόναχο ανάμεσα σε άλλους πρόσφυγες, να αναζητώ τη μάνα μου. Από το Ναύπλιο που βρισκόμουν με φέρανε στο Ρέθυμνο, όπου βρήκα τη μητέρα μου και την αδελφή μου. Είδα μετά τον εαυτό μου στην Αλβανία. Την πρώτη φορά που ήρθαμε σώμα με σώμα με τον εχθρό ποικίλα συναισθήματα με κυρίεψαν. Κι έπειτα τίποτα. Μόνο μανία να μην περάσουν οι Ιταλοί στα χώματά μας.
Με την κατάρρευση του μετώπου βρήκα τυχαία ένα καράβι να γυρίσω. Στάθηκα αρχικά άτυχος. Πέσαμε σε τορπίλη. Πάνω στον κίνδυνο αδιαφορώντας για το ύψος έδωσα μια και βρέθηκα στη θάλασσα. Τελικά σώθηκα. Κι ήρθα στο Ρέθυμνο. Μα χωρίς να πάρω ανάσα με πρόλαβαν τα γεγονότα. Και τώρα ήμουν καταπλακωμένος, αλλά αποφασισμένος να ζήσω. Έπρεπε να ζήσω. Άκουσα βογγητό. Ψιθυριστά συνεννοήθηκα. Ήταν ο Μανουσάκης. Δίναμε κουράγιο ο ένας στον άλλο. Ξαφνικά μυρωδιά βενζίνης με έβαλε σε ταραχή. Οι Γερμανοί είχαν φαίνεται σκοπό να κάψουν τα πτώματα.
Ένα αγγλικό πυροβόλο από τον Άγιο Γιώργη είδε τη φωτιά κι άρχισε να βάλλει. Οι Γερμανοί έγιναν λαγοί. Περιμέναμε ακόμα να νυχτώσει καλά. Κι έπειτα έρποντας φθάσαμε στη θάλασσα. Ο δρόμος για την ελευθερία ήταν ανοικτός. Κολυμπώντας φθάσαμε στο Ρέθυμνο. Κρυφτήκαμε μερικές μέρες κι έπειτα ειδοποιήσαμε τους δικούς μας που μας νόμιζαν νεκρούς».
Ο Δημήτρης Λαδιάς, συνέχισε τη ζωή του με την Ελευθερία του και τα παιδιά του. Την Αθηνά και τον Γιώργο. Αργότερα το 1950 απόκτησε τον Παντελή.
Αυτή ήταν και μια αφορμή να με πειράζει.
– Για σκέψου αν με σκότωναν τότε, σήμερα δεν θα ήσουν εδώ νύφη. Είδες τα τυχερά;
Κι όμως αυτός ο υπέροχος άνθρωπος φαίνεται πως ήταν πάντα στο στόχαστρο της μοίρας. Το 1967 σε τροχαίο έχασε το πόδι του. Κι όμως πάλι στάθηκε παλικαρίσια. Μέχρι τα βαθιά του γεράματα που πέθανε στα χέρια μας ευτυχισμένος. Πήγαινε να βρει την Ελευθερία του που είχε πρωτοφύγει.
Ο Γιάννης Τερζιδάκης,ήταν ένας άρχοντας. Διατηρούσε μια επιχείρηση κοντά στον κινηματογράφο «Αύρα». Ψηλός, ευθυτενής, μερακλής μέχρι τα βαθιά του γεράματα, έκανε τις καλύτερες παρέες με τους πρωτομάστορες της κρητικής μουσικής. Έπαιζε και καταπληκτική λύρα. Μου άρεσε η παρέα του, γιατί ήταν ένας πολύ ευχάριστος τύπος. Με το καλαμπούρι πάντα στο στόμα.
Σύμφωνα με ένα αφιέρωμα του Νίκου Μαριόλου, ο Τερζιδάκης ήταν από πλούσια οικογένεια.Εκείνες τις χαλεπές μέρες αυτός βρισκόταν στα Περιβόλια. Είχε επιστρέψει από το Αλβανικό μέτωπο γιατί είχε αρρωστήσει από κρυοπαγήματα. Στο σπίτι του τον βρήκαν οι Γερμανοί, στο κρεβάτι. Οι άλλοι είχαν καταφέρει να διαφύγουν στους Μύλους και στους πρόποδες του Βρύσινα.
Βρέθηκε κι αυτός στην Μισσιριανή άμμο, και με τις πρώτες ριπές έπεσε. Ένοιωθε τον εκτελεστή να πλησιάζει για τις χαριστικές βολές. Και τότε σκάνε τρεις οβίδες από τις οποίες η τρίτη εξερράγη. Πανικόβλητος ο Γερμανός το έβαλε στα πόδια να σωθεί.
Έτσι σώθηκε και ο Γιάννης Τερζιδάκης, ένας πραγματικός άρχοντας. Θυμάμαι τον Τερζιδάκη με τον πεθερό μου να καταθέτουν στεφάνι κάθε χρόνο στις τελετές, που γίνονταν στον μνημείο των Μυσσιρίων. Τελευταίος έμεινε ο Τερζής. Αμίλητος ήταν την τελευταία φορά που έκανε το ιερό αυτό καθήκον. Σαν από προαίσθημα πήρε τον δρόμο της επιστροφής τελευταίος, αποφεύγοντας όπως έκανε πάντα δηλώσεις και συνεντεύξεις.
Έφυγε πλήρης ημερών το 2005, αλλά οι παλιοί Ρεθεμνιώτες δεν ξέχασαν ποτέ το κέφι, το λεπτό χιούμορ και το άκουσμα της λύρας του.
Τον έσωσε τελευταία στιγμή
Μια άλλη περίπτωση αφηγείται ο Μάρκος Πολιουδάκης στο βιβλίο του «Η Μάχη της Κρήτης στο Ρέθυμνο».
«Τα ξημερώματα της 1ης Ιουνίου μια ισχυρή δύναμη αλεξιπτωτιστών έζωσε το χωριό και συνέλαβε όλους τους άνδρες, τους μάζεψε στο κεντρικό καφενείο και τους έστησε κοιτάζοντας στον τοίχο.
Μια έντονη υπερδιέγερση με είχε κυριεύσει και στριφογύριζα με παραισθήσεις και κακές προαισθήσεις. Μόλις γύρισα στο χωριό, ο πατέρας μου ήταν στη γραμμή μαζί με άλλους χωριανούς.
Όταν άκουσα την πρώτη ριπή πολυβόλου αναπήδησα σαν να χτυπούσε εμένα.
Φτάνω στο φρικτό τόπο της εκτέλεσης τη στιγμή που οι τελευταίοι Γερμανοί έφευγαν στο στρατάκι προς τη Λούτρα. Σαν έφταξα είδα όλους τους συγγενείς και χωριανούς ένα σωρό πτώματα. Πλησιάζω, τραβώ τα πτώματα και ξεπλακώνω τον βαριά τραυματισμένο με πέντε σφαίρες Ηλία Κισσανδράκη, ο οποίος και τελικά επέζησε. Σώθηκαν ακόμα από την εκτέλεση, γιατί δεν πήραν καμιά σφαίρα ο Μανώλης Καλαρής κι ένας στρατιώτης ο Αντωνάκης Εμμ. Από το Ρουμελί».
Μια τραγική εικόνα
Οι τραγικές εικόνες μετά τη μάχη δεν είχαν τελειωμό.
Σκυφτός πρόβαλε στο χωριό, τα Ρούστικα, ο Παντελιδάκης ο Γιάννης. Ακολουθούσε το υπομονετικό του υποζύγιο, μα αυτή τη φορά με βήμα προσεκτικό, σαν να κρατούσε στη ράχη του κάτι πολύτιμο. Και μήπως δεν ήταν;
Λείψανο ιερό, στην πλάτη του ζώου ήταν ο Γρηγόρης,γιος του Παντελιδάκη. Μόλις έμαθε για τη μάχη στα Περιβόλια κι ότι πέφτει από τον ουρανό ύπουλος εχθρός για να σκλαβώσει το νησί, δεν άντεξε. Έβαλε φτερά στα πόδια και πήγε να πολεμήσει. Ήταν από τους πρώτους που τραυματίστηκε βαριά. Μεταφέρθηκε στο Σπήλι, αλλά εκεί άφησε την τελευταία του πνοή. Ζήτημα να είχε κλείσει τα 20 χρόνια του. Η καρδιά του όμως χτυπούσε για το νησί του και το χρέος του Κρητικού βάραινε στους ώμους. Ειδοποιήθηκε ο πατέρας και πήγε να τον φέρει ολομόναχος. Ήθελε χρόνο να συζητήσει με τον εαυτό του. Αλλά ούτε λόγος να ζητήσει εξηγήσεις από τον Γρηγόρη όση ώρα όδευαν στο χωριό, μια μακάβρια συντροφιά. Κι ας τον καμάρωνε που γινόταν καλός τεχνίτης και θα ‘ρχόταν ο καιρός να κάνει οικογένεια και να χορέψει τα παιδιά του στα γόνατα. Κι ο ίδιος αν τον εξασφάλιζαν οι δυνάμεις του θα πήγαινε στο πεδίο της τιμής. Η Κρήτη το πρόσταζε. Και ποιος να την παρακούσει. Τιμούσε τον ήρωα γιο του, οδηγώντας τη σορό του στο σπίτι, με αξιοπρέπεια, για τις τελευταίες φροντίδες πριν τον δεχτεί η γη.
Ο «πολιτισμένος» λαός
Για τον «πολιτισμένο» λαό που αιματοκύλησε την ανθρωπότητα, αξίζει να προσθέσουμε απόσπασμα από χρονογράφημα, που δημοσιεύτηκε στην «Κρητική Επιθεώρηση», στις 14 Ιανουαρίου 1947. Το επιλέξαμε γιατί δείχνει πως δρούσαν οι ναζί, μετά την κατάληψη του νησιού και τονίζει το «ήθος» αυτών που κατά τον καθηγητή Ρίχτερ θα έπρεπε ο λαός μας να υποδεχτεί με δάφνες.
«Σ’ όλους τους κανονισμούς των Στρατών της γης, είναι γραφτό, πως ο κάθε στρατός που νικητής μπαίνει σε μια πόλη, πρέπει να φανεί αξιοπρεπής και ιππότης.
Είναι μια αρχή, ένα αξίωμα στρατιωτικό, που δεν έχει εξαιρέσεις, για κάθε ταχτικό και πολιτισμένο στρατό.
Ο Γερμανικός στρατός μπαίνοντας στο Ρέθυμνο, πρώτη πράξη που έκαμε, χτύπησε στα μάτια του πληθυσμού, ήτανε να βγάλει τα ρούχα του, και να γυρίζει στους δρόμους αξιωματικοί και στρατιώται, είτε μόνοι μ’ ένα κοντό βρακάκι, που μόλις εκάλυπτε αραχνούφαντα τα απόκρυφα μέλη τους, είτε και απολύτως ολόγδυμνοι, με ακάλυπτα και τα γεννητικά τους όργανα. Αυτή ήταν η πρώτη δημόσια πράξη τους!
Έτσι ο πληθυσμός κυκλοφορώντας στους δρόμους, μπέρδεψε με τους ξεβράκωτους Γερμανούς.
Συνηθισμένοι από τα περασμένα, της Διεθνούς κατοχής, που έδωκε την ευκαιρία στον Κρητικό Λαό να γνωρίσει Άγγλους, Ιταλούς, Γάλλους, Ρώσους, συνηθισμένοι από τους δικούς μας Αξιωματικούς, νησιώτες καθώς είμαστε, που χάρις της θάλασσας ερχόμαστε σε επικοινωνία, με τον έξω κόσμο, μετανάσται στη Αμερική και Αφρική, γραμματισμένοι με πολλούς Επιστήμονες μορφωμένους σε ξένα Πανεπιστήμια, στο θέαμα αυτό των ξεβράκωτων Γερμανών, δοκιμάσαμε ασύνηθη κατάπληξη!
Το χαρακτηρίσαμε σαν περιφρόνηση, μα και σαν απόδειξη μιας προστυχιάς άνευ προηγουμένου.
Σύγχρονα, οι Γερμανοί με τις λόγχες τους, και τα πιστόλια τους, έσπαζαν τις πόρτες των σπιτιών και των μαγαζιών και ελεηλάτουν τα χρήματα, χρυσαφικά, πολύτιμα πράγματα, έσπαζαν τα τζάμια, καθρέφτες, γυαλικά, αποπατούσαν μέσα σε καπέλα, τσάντες γυναικών, στη μέση των σπιτιών μας και κυκλοφορούσαν ύστερα στους δρόμους φορούντες κλεμμένα ψηλά επίσημα καπέλα, γυναικεία καπέλα, ανοιχτές ομπρέλες, με το κορμί τους ολόγυμνο!
Ένα ακόμα θύμα
Τις ίδιες μέρες, οι Γερμανοί συνελάμβανον μέσα στο Ρέθυμνο τον υπάλληλο της Αγροτικής Δροσάκη, και με την δικαιολογία πως έλαβε μέρος στη μάχη της Κρήτης, τον τουφέκισαν.
Στη Πηγή, για τον ίδιο λόγο ο υπασπιστής του εκεί εδρεύοντος Γερμανικού Συντάγματος εσκότωσε με το πιστόλι του, τον Ενωματάρχη της Χωροφυλακής Γεπετζάκη.
Αυτές ήσαν οι πρώτες μέρες των Γερμανών, στο Ρέθυμνο.
Ξεβράκωμα, λεηλασία, δολοφονίες!!!
Για μια στιγμή νομίζαμε πως όλα αυτά ήταν «έξαψη της μάχης».
Αλλά, ευθύς, αμέσως, άρχισε η οργανωμένη και επίσημος λεηλασία της πόλεως, υπό των Γερμανών αρχών πλέον.
Αυτοκίνητα στρατιωτικά, με στρατιώτας γερμανούς, έχοντας αξιωματικόν επικεφαλής και κατά διαταγή του Φρουραρχείου Ρεθύμνης (εννοείται του Γερμανικού) έπαιρναν από τα σπίτια της Ρεθύμνης, όλα τα έπιπλα του πληθυσμού!
Καρέκλες, τραπέζια, μπουφέδες, κρεβάτια, ρούχα, βάζοντας τους κατοίκους να τα φορτώσουν.
Που τα πήγαιναν, άγνωστον. Πάντως πολλά από αυτά τα είδαν στο αεροδρόμιο της Πηγής.
Το ίδιο το Φρουραρχείο, επέταξε ως λάφυρα πολέμου, όλα τα λάδια, αλεύρια, τρόφιμα, που βρέθηκαν σε αποθήκες, είτε ήσαν Ελληνικού Στρατού, είτε ανήκαν σε ιδιώτες.
Αρκεί, η ποσότης να ‘ταν ενδιαφέρουσα.
Ύστερα το ίδιο το Φρουραρχείο, με δικαιολογία πως οι τσιβίλ (πολίται) έκοψαν ένα στρατιωτικό σύρμα, είτε παρέβησαν την αστυνομική ώρα, είτε εξύβρισαν την Γερμανία, είτε έκρυψαν ραδιόφωνο, είτε διέδιδαν ψευδείς ειδήσεις, διέτασσε, άλλοτε με κάποια αφορμή, άλλοτε για τρομοκρατία, άλλοτε για λωποδυσία, διέτασσε λέμε, πρόστιμα και φυλακίσεις, μεμονωμένες ή ομαδικές».
Αυτά αναφέρει ο χρονογράφος της εποχής που υπογράφει με το κεφαλαίο Κ κι εμείς παίρνουμε μια ακόμα πικρή γεύση από τις πρώτες μέρες μετά την κατάληψη της Κρήτης και από το «ήθος» των ναζί.
Αυτά χρειάζεται να τα αναφέρουμε από αξιόπιστες πηγές, γιατί λαός που ξεχνά είναι άξιος της τύχης του. Και το κράτος που μας έχει οδηγήσει και σήμερα σε αδιέξοδα, έσπειρε τόση φρίκη και θάνατο στον άμοιρο πληθυσμό που ακόμα και η ιστορία θα έκλεινε τα μάτια από ντροπή.