Μεγάλη η συμβολή της οικογένειας στην επανάσταση του ’21
Κατά μια ευτυχή συγκυρία με τον Μανόλη Κουτσουράκη γνωρίστηκα στα παιδικά μου χρόνια.
Έχοντας διευθυντική θέση στο Ταχυδρομείο του Κερατσινίου, που απείχε ένα τετράγωνο από το πατρικό μου σπίτι, μου έδινε κάθε τέλος Οκτωβρίου το βραβείο αποταμίευσης, καθώς τύχαινε να διακρίνεται στον διαγωνισμό μεταξύ σχολείων η δική μου έκθεση.
Είχαμε αποκτήσει μια φιλία όσο έμενα στη γειτονιά και πολλές φορές όταν βρέθηκα στο Ρέθυμνο και άκουγα το επώνυμο τον σκεπτόμουν με συμπάθεια.
Μέχρι που συναντηθήκαμε στα γραφεία της εφημερίδας που είχα ξεκινήσει την καριέρα μου (ήταν η Κρητική Επιθεώρηση) κι έτσι πληροφορήθηκα για τα δικά του λογοτεχνικά ταλέντα.
Ο Μανόλης Κουτσουράκης γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1924. Οι γονείς του Μιχάλης Κουτσουράκης και Μαρία Σαμψών καταγότανε από το Ατσιπόπουλο. Μετά το τέλος των γυμνασιακών του σπουδών στο Ρέθυμνο φοίτησε στην Τ.Τ.Τ σχολή στην Αθήνα.
Ανήκοντας στη γενιά των πέτρινων χρόνων υπηρέτησε τη θητεία του στον στρατό από το 1947 μέχρι το 1951.
Μετά το 1951 εργάστηκε ως προϊστάμενος ταχυδρομείου στη Σίκινο κι έμεινε εκεί μέχρι το 1962. Στη συνέχεια υπηρέτησε στο λεκανοπέδιο σε διάφορες καίριες θέσεις.
Σε κείνο το νησί των Κυκλάδων γνώρισε και τη Δήμητρα το γένος Χρήστου Στάικου από την Κέρκυρα που ήταν τελικά η γυναίκα της ζωής του. Δημιούργησαν μια όμορφη οικογένεια οι δυο τους με πολλά πνευματικά δημιουργήματα καθώς και η Δήμητρα που ήταν δασκάλα ασχολείτο με μεγάλη επιτυχία με τη ζωγραφική και την ποίηση, μεταφράζοντας επίσης βιβλία από τα Ιταλικά.
Αυτό που θυμάμαι είναι όταν υπηρετούσε στο Κερατσίνι οι πάντες τον εκτιμούσαν. Φτωχογειτονιά, τόπος που ρίζωσαν Μικρασιάτες εύρισκαν στο πρόσωπό του τον καλό φίλο πρόθυμο να εξυπηρετήσει. Να ψάξει και να μάθει γιατί καθυστέρησε η σύνταξη του κυρ Παναγιώτη, να παρηγορήσει την κυρία Μερόπη που περίμενε γράμμα από το γιο της το φαντάρο και ανησυχούσε και ποτέ μα ποτέ δεν δυσανασχέτησε όταν χρειάστηκε να γράψει και δυο γραμμές εξυπηρετώντας τον αναλφάβητο παππούλη ή να γράψει μια διεύθυνση στα αγγλικά για να φτάσει το γράμμα στον ξενιτεμένο. Ο Μανόλης Κουτσουράκης σαν να μην είχε ηλικία έκανε παρέα τον καθένα αδιακρίτως. Κι ήταν χάρμα να τον ακούς.
Η νοσταλγία για τον τόπο του τον έκανε μάλλον να ξεκινήσει τις λογοτεχνικές του αναζητήσεις το 1954. Αν και η εποχή, είχε να αναδείξει κορυφές της καλής γραφής, ο Μανόλης απέκτησε το κοινό του χάρις στα τόσο ποιοτικά πεζά του αλλά και ποιήματα κυρίως στην κρητική διάλεκτο.
Τα πρώτα του αυτά κείμενα δημοσιεύτηκαν σε κρητική εφημερίδα της Αθήνας μέχρι που αποφάσισε να εκδώσει το πρώτο του βιβλίο το 1970 κι αυτό ήταν «Οι συντεκνοκουβέντες» οι περίφημες Το 1974 ακολούθησε η ποιητική του συλλογή «Αναντρανίσματα» με 37 δημοτικοφανή ποιήματα σε κρητική διάλεκτο και το 1977 εκδόθηκαν οι «Αναλαμπές» ποιήματα σε παραδοσιακό στίχο. Ακολούθησαν κι άλλες Συντεκνοκουβέντες, η Ξαστεριά ένα θεατρικό έργο ηθογραφικό σε κρητική διάλεκτο κι ένα βιβλίο με παιδικά ποιήματα.
Παράλληλα με τις εκδόσεις συνέχιζε να δημοσιεύει σπουδαία κείμενα στον Προμηθέα και στην Κρητική Εστία. Και θα πρέπει να σημειώσω για τους νεότερους ότι δημοσίευση συνεργασίας στα περιοδικά αυτά, σήμαινε και καταξίωση στον λογοτεχνικό χώρο. Γιατί δεν μπορούσε να δημοσιευτεί κείμενο αν δεν το χαρακτήριζε ποιότητα γραφής. Και δεν λέω τίποτα περισσότερο για τον στίχο.
Ο Μανόλης Κουτσουράκης, όπως μαρτυρά κι ένα από τα ποιήματά του, λάτρευε το χωριό του και το ωφέλησε ποικιλοτρόπως. Έφυγε από τη ζωή στις 10 Φεβρουαρίου 2001.
Η δράση των Κουτσουράκηδων
Για τους Κουτσουράκηδες όμως που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στις επαναστάσεις είχα την ευκαιρία να πληροφορηθώ από τον αντιστράτηγο ε.α κ. Νίκο Σαμψών που μου εμπιστεύθηκε ένα πολύτιμο κείμενο με σημειώσεις του Μιχαήλ Χαρ. Κουτσουράκη, εγγονού του ήρωα Κουτσούρη.
Αυτές τις σημειώσεις βρήκε αργότερα ο επιφανής λογοτέχνης μας ο Μανόλης Κουτσουράκης, απόγονος του ήρωα και μας τα διέσωσε.
Η έλλειψη επαρκών στοιχείων σε ημερομηνίες οφείλεται στο γεγονός ότι σ’ εκείνη τη λαίλαπα του πολέμου δεν υπήρχε η άνεση του χρόνου για καλύτερη διαχείριση αυτών των πολύτιμων πληροφοριών. Και τι δεν είχε περάσει ο άμαχος πληθυσμός, σκληρά αντίποινα για τον ξεσηκωμό. Κι όμως όλοι στέκονταν στο ύψος των περιστάσεων περιμένοντας το ξημέρωμα της λευτεριάς. Ποιος να είχε τη διάθεση τότε, μέσα στις φλόγες του πολέμου, να σημειώνει για τον επόμενο μελετητή των γεγονότων. Η προφορική παράδοση όμως καθώς και η λαϊκή μούσα, μας διέσωσαν πολλά και χρήσιμα στοιχεία που επιβεβαίωσαν αργότερα οι ιστορικοί.
Λαμπρές νίκες
Από τις περιφανείς νίκες ήταν στη μάχη που έδωσαν με Πρινιώτες, Γωνιώτες, και Σφακιανούς έχοντας επικεφαλής τους Γιώργη Κουτσούρη, Γιάννη Σκορδίλη, Γιάννη Κατζούρη, Μ. Μανουσάκη, Μ. Φουντούλη, Ι. Μανούσακα κοντά στη θέση Ακροβατερή έξω από το Ατσιπόπουλο. Οι Τούρκοι έπαθαν πανωλεθρία και να υποχωρήσουν άρον άρον προς την πόλη με τους γενναίους αγωνιστές να τους καταδιώκουν. Κατάφεραν επίσης να σκοτώσουν τον περίφημο για την αγριότητά του Τούρκο, τον επονομαζόμενο Κοντό μαζί με καμιά δεκαριά ομοθρήσκους του, που τους πέτυχαν στον μύλο κάτω από το χωριό Γάλλο.
Πολλές ήταν οι μάχες που δόθηκαν γύρω και από το χωριό. Κι αυτό που εντυπωσιάζει είναι η στρατηγική των γενναίων αυτών που ταπείνωναν με τα απλά μέσα που διέθεταν πολυάριθμο και άριστα εξοπλισμένο στρατό.
Στα 1823 για παράδειγμα, 36 Ατσιπουλιανοί ξεκινώντας από τα Ρούστικα, έπιασαν έξι από αυτούς θέση στην άκρη του χωριού τους, δέκα στο Βιολί Χαράκι, δέκα στη θέση Ριγολέ και δέκα στην Ατσιπουλιανή Καμάρα.
Οι Τούρκοι βγήκαν από το Ρέθυμνο και έφθασαν στο Ατσιπόπουλο με σκοπό να το λεηλατήσουν και μετά να συνεχίσουν τα ίδια και στον Πρινέ.
Η ομάδα που φύλαγε το χωριό, μόλις βρήκε την ευκαιρία άρχισε να πυροβολεί δίνοντας την εντύπωση στους Τούρκους ότι είναι πολλοί αυτοί που τους περιμένουν, έτοιμοι για μάχη. Έντρομοι αρχίζουν να υποχωρούν και τότε κάθε ομάδα που τύχαινε στην υποχώρησή τους, συνέχιζε τον αιφνιδιασμό με αποτέλεσμα να υποστούν οι Τούρκοι πανωλεθρία.
Σε άλλες περιπτώσεις πάλι πήγαιναν να τιμωρήσουν Τούρκους που βασάνιζαν χριστιανούς. Κι αυτό συνέβαινε αρκετά συχνά.
Ήταν στα 1823 όταν κάποιος Παντεροφραγκιάς από τη Βισταγή, ειδοποιεί τον Κουτσούρη να σπεύσει στους Γουργούθους όπου τρεις Γενίτσαροι από το Ρέθυμνο βασάνιζαν τους ντόπιους.
Δεν έχασε καιρό ο καπετάνιος και με τη γνωστή παρέα του Σκορδίλη, Σκανδάλη, Κατζούρη, Φουντούλιο, Δρουλίσκο και Μανουσάκη, τράβηξαν κατά το Αμάρι να δώσουν τέλος στη βαρβαρότητα αυτή.
Όταν σίμωσαν στο χωριό δεν δυσκολεύτηκαν να εντοπίσουν την εστία της συμφοράς. Ήταν σε ένα σπίτι όπου είχε μαζευτεί κατ’ απαίτηση των γενίτσαρων όλο το χωριό. Εκεί είχε στηθεί τρικούβερτο γλέντι με σφαχτά που είχαν αγγαρευτεί οι άνδρες του χωριού να ετοιμάσουν.
Οι γενίτσαροι με την παρέα τους, δεν άφηναν κοπελιά ήσυχη αδιαφορώντας για τους γονείς και συγγενείς που ήταν υποχρεωμένοι να ανέχονται το θέαμα.
Οι Ατσιπουλιανοί έχοντας ανέβη στο δώμα έβλεπαν από το φεγγίτη όσα συνέβαιναν στον οντά και έβγαζαν αφρούς από την οργή τους αλλά έπρεπε να κάνουν υπομονή για να μην χαλάσει το σχέδιό τους. Μετά βίας μάλιστα κατάφεραν να μερώσουν τον Φουντούλιο που ήταν έτοιμος να μπουκάρει μόνος του και να χυθεί στους Γενίτσαρους.
Εκείνη την ώρα ο αγριότερος από αυτούς κρατούσε στα γόνατά του μια κοπελιά και τη χάιδευε απροκάλυπτα, ένας άλλος κρατούσε τον χορό κι ένας τρίτος υποχρέωνε μια κοπέλα να χορέψουν.
Η άμοιρη Κρητικοπούλα που ήταν στην αγκαλιά του Γενίτσαρου αντιλήφθηκε κάποια στιγμή τι γινόταν στο φεγγίτη και χωρίς να σκεφτεί μήπως εκτεθεί είπε δυνατά τη μαντινάδα για να καταλάβουν οι Ατσιπουλιανοί και να φυλαχτούν.
Κάθου καλά που κάθεσαι
μα εγώ καλά θωρώ σε
κι απ’ ούλα τ’ άστρη τ’ ουρανού
το λαμπηρότερό σαι.
Οι μεθυσμένοι Τούρκοι ούτε που πήραν χαμπάρι την πρόνοια της κοπελιάς να προφυλάξει τους επίδοξους σωτήρες. Και συνέχιζαν να ασχημονούν, ενώ οι χριστιανοί δάγκωναν τις σάρκες τους για να συγκρατηθούν.
Αυτό που περίμεναν οι ήρωές μας ήταν να βγει κάποιος από το σπίτι για να βρουν ευκαιρία να μπουκάρουν. Κάποια στιγμή βλέπουν να βγαίνει μια γυναίκα. Ορμούν, της κλείνουν το στόμα για να μη φωνάξει, τη σπρώχνουν να φύγει και ορμούν στο σπίτι. Πιάνουν τους Γενίτσαρους, που έχοντας αιφνιδιαστεί δεν πρόλαβαν να αντιδράσουν, τους δένουν και τους παίρνουν μαζί τους. Σκότωσαν τους δυο και τον τρίτο που ήταν ο θηριωδέστερος συνέχιζαν να τον σέρνουν δεμένο. Όταν οι Τούρκοι έμαθαν τι συνέβη, έκαναν τα πάντα για να πάρουν πίσω τον Γενίτσαρο. Μέχρι που πρότειναν στους επαναστάτες να τον ανταλλάξουν αντί 500 λιρών αλλά εκείνοι αρνήθηκαν κατηγορηματικά ακόμα κι όταν τους αύξησαν τα λύτρα.
Κάποια στιγμή βαρέθηκαν να τον τραβούν, τον έστησαν σε κάποια μέρος και του άδειασαν τα όπλα τους πάνω του. Φαίνεται όμως πως ήταν επτάψυχος. Εντελώς σώος τράπηκε σε φυγή και μόνο ύστερα από καταδίωξη δυο ωρών, τον συνέλαβαν και τον αποκεφάλισαν επί τόπου.
Βέβαια τα περιστατικά αυτά είναι πάρα πολλά και δείχνουν την απόφαση όλων να αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό. Από τις νίκες είχαν καταφέρει να εξασφαλίζουν και αρκετό οπλισμό που συνεχώς ανανέωναν. Κι αυτές οι επιτυχίες τους έδιναν θάρρος να συνεχίσουν τον αγώνα. Έστω και αν η δικαίωση καθυστέρησε τόσο να έρθει.
Συγκλονιστικά ανδραγαθήματα
Αναφέραμε τα ανδραγαθήματα των γενναίων εκείνων που κράτησαν το βάρος μια επανάστασης. Σημαντικότερος φαίνεται ο Γεώργιος Κουτσούρης που γεννήθηκε στο Ατσιπόπουλο το 1780. Όταν εξερράγη η επανάσταση του ’21, ήταν από τους πρώτους που πήραν τα όλα κατά του εχθρού. Έλαβε μέρος ενεργά σε όλες τις μάχες που έγιναν μέχρι το τέλος της επανάστασης το 1830.
Όπως αναφέρει προλογίζοντας τις σημειώσεις που βρήκε ο απόγονός του Μανόλης Κουτσουράκης, ο Γεώργιος Κατσούρης, δεν ήταν ένας από τους μεγάλους στρατιωτικούς, ηγέτες των Κρητικών Αγώνων, οπότε θα ήταν ευρύτερα γνωστός και θα είχαμε μαρτυρίες από πολλές πηγές αλλά από τους λεγόμενους μικροκαπετάνιους επικεφαλής μικρών και ευέλικτων στρατιωτικών τμημάτων, αποτελούμενα κυρίως από στρατιώτες συγχωριανούς και από γειτονικά χωριά. Γεγονός πάντως είναι ότι ήταν ο πρωτοκαπετάνιος του χωριού στον μεγάλο σηκωμό του 21 και όπως αναφέρει και ο Κριτοβουλίδης στην Ιστορία των επαναστάσεων της Κρήτης στη σελίδα 799 και πληρεξούσιος της επαρχίας Ρεθύμνης.
Ο Κουτσούρης πράγματι βρέθηκε στις Μαργαρίτες ως πληρεξούσιος της επαρχίας Ρεθύμνης και υπέγραψε τις προκηρύξεις και επιστολές στις Μεγάλες Δυνάμεις, καθώς και σε επιφανείς Ευρωπαίους που εξέδωσαν το Κρητικό Συμβούλιο και οι πληρεξούσιοι των επαρχιών.
Στα χέρια απογόνων του βρέθηκαν ομόλογα της επαναστατικής επιτροπής που αντιπροσώπευαν σεβαστά χρηματικά ποσά που ο ήρωας είχε δανείσει στον κρητικό αγώνα.
Ο γέρο Κουτσούρης καθιερώθηκε στις συνειδήσεις ως ο πρωτοκαπετάνιος του Ατσιποπούλου σύμφωνα και με τη λαϊκή μούσα.
Πέρα απ’ τ’ Ατσιπόπουλο
παρέκει στην Κεφάλα
μια κόρη ασπροπρόσωπη
πεντάμορφη εφάνη
Μην είν’ νεράιδα του γιαλού,
μην είν’ στοιχειό του κάμπου
Δεν είν’ νεράιδα του γιαλού
δεν είν’ στοιχειό του κάμπου
Μόνο είναι η λευθεριά
και κράζει τσι λεβέντες
Γέρο Κουτσούρη πρόβαλε
Σκορδίλη Χατζηδάκη
κι οι Τούρκοι εφανήκανε
στου Βιολή το Χαράκι
Πολέμησε επίσης και στις επιχειρήσεις των ετών 1833 και 1841. Πέθανε το 1872.
Ο Μανόλης Μ. Σκορδίλης
Στα 1827 αναφέρεται πως συνελήφθη ο Μανόλης Μ. Σκορδίλης που είχε καταδικαστεί να πεθάνει στην αγχόνη για την πολεμική του δράση και για τους Τούρκους που είχε σκοτώσει.
Τον έφεραν μπροστά στον Διοικητή του Ρεθύμνου Νουμάν Πασά, που όπως συνήθιζε παίνεσε πρώτα τη γενναιότητά του και μετά του πρότεινε να αλλαξοπιστήσει και θα του έδινε μεγάλη θέση στο στράτευμα.
Εκείνος απάντησε με περιφρόνηση στην πρόταση του Τούρκου και του αντιπρότεινε να πάει να βρει το δοχείο που είχε βάλει τις επτά κεφαλές των Τούρκων που είχε σκοτώσει στη θέση Αμπέλα των Σφακιών.
Έξαλλος ο Νουμάν πασάς διέταξε να τον κρεμάσουν αμέσως. Τον ηρωικό θάνατο του Μανόλη Σκορδίλη εκδικήθηκαν ο αδελφός του Γιάννης μαζί με τον Κουτσούρη, τον Κωστή Ροδινό και το Γεώργιο Σκορδίλη που σκότωσαν την ίδια μέρα τρεις Τούρκους στη Γαλλιανή καμάρα.
Η εκδοχή του Παύλου Βλαστού για τη Σοφία
Αναφερθήκαμε στην όμορφη Σοφία Καλογέννητου, που κατάφερε να την ελευθερώσει ο Κουτσούρης από τα χέρια ενός αιμοβόρου γενίτσαρου.
Σε κάποιο σημείο μάλιστα της λεπτομερούς καταγραφής των γεγονότων από τον γιο του Κουτσούρη, Μιχαήλ, που μας διαφύλαξε ο εγγονός του Μανόλης Κουτσουράκης, αναφέρεται πως ο ελευθερωτής της κοπέλας στο τέλος την παντρεύτηκε.
Λεπτομέρειες επ’ αυτού μας δίνει μια διαφορετική εκδοχή της παράδοσης αυτής που υπογράφει ο μεγάλος μας λαογράφος, Παύλος Βλαστός και την αναφέρει λεπτομερώς ο κ. Γεώργιος Εμμ. Περπυράκης, επίτιμος σχολικός σύμβουλος Π.Ε στο βιβλίο του «Ατσιπόπουλο Ιστορία – Οικονομία – Πολιτισμός».
Αν και δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η ακρίβεια των όσων αναφέρει ο Κουτσούρης, που έζησε τα γεγονότα αναφέρουμε και την εκδοχή αυτή του Βλαστού έτσι για την ιστορία.
Σύμφωνα λοιπόν με τον Παύλο Βλαστό, στα τέλη της επανάστασης του 1821, ένας αιμοβόρος Τούρκος του Ατσιποπούλου είχε αρπάξει μια πανέμορφη κοπέλα από την περιοχή τη Σοφία Καλογένητου και την κρατούσε αιχμάλωτη και μετά το 1830. Οι Ατσιπουλιανοί έφεραν βαρέως την προσβολή αυτή, ζητούσαν αφορμή να πάρουν πίσω την όμορφη κοπέλα. Τρεις νέοι αφού έγιναν αδελφοποιητοί, συμφώνησαν να βοηθήσουν αλλήλους για την απελευθέρωση της μικρής αλλά εκείνος που θα κατορθώσει να σκοτώσει τον άρπαγα θα την παντρευτεί.
Η Σοφία παρά τις πιέσεις του Τούρκου αρνείτο να αλλαξοπιστήσει και μάλιστα παρακαλούσε τους χωριανούς της να την απαλλάξουν από την αιχμαλωσία αυτή σκοτώνοντας τον άρπαγα.
Ο Κουτσούρης που μπορεί να μην ήταν ιδιαίτερα όμορφος αλλά ήταν γενναίος, είχε πάρει πιο προσωπικά το θέμα. Ένα βράδυ, μετά από συνεννόηση που είχε με τη μητέρα της Σοφίας, που ονομαζόταν Παρασκευή, μπήκε στο σπίτι του Τούρκου που ήταν στη μέση του Ατσιπόπουλου. Ξέροντας καλά τα κατατόπια, φτάνει στον κοιτώνα του Τούρκου που ξυπνά την ώρα που ο Κουτσούρης ετοιμάζεται να τον σφάξει με το γιαταγάνι του. Αμυνόμενος πιάνει τη λάμα του σπαθιού αλλά ο γενναίος Ατσιπουλιανός του κόβει τα δάκτυλα και μετά αστραπιαία του κόβει και το λαιμό. Σηκώνει στους ώμους του τη Σοφία και κατεβαίνει τη σκάλα. Η Σοφία όμως σκέφτηκε κάποια σπάνια κοσμήματα που είχε και τα αγαπούσε ιδιαίτερα και θέλει να γυρίσει να τα πάρει. Η θέα όμως του θύματος την έχει τόσο πολύ τρομάξει που βρίσκεται σε δίλλημα.
Ο Κουτσούρης για να μην της χαλάσει το χατίρι την γυρίζει στον κοιτώνα, όπου ενώ εκείνη αναζητά το κουτί με τα χρυσαφικά της, εκείνος διαπιστώνει ότι ο Τούρκος ακόμα σπαράζει και χωρίς να το σκεφτεί τον αποτελειώνει.
Ο ήρωας παίρνει μετά τη Σοφία, φιλά το χέρι της μητέρας της ζητώντας την ευχή της και φεύγει με την κοπέλα για τα Σφακιά όπου και την παντρεύτηκε.
Μόλις ξημέρωσε η Παρασκευή έβαλε φωνές δήθεν πως μπήκαν κλέφτες άρπαξαν κοσμήματα και τη Σοφία και σκότωσαν τον Τούρκο. Ξεσηκώνεται στο πόδι το χωριό, οι Τούρκοι βγάζουν φωτιές από την οργή τους αλλά παρά το γεγονός ότι έψαχναν άλλοι στην πόλη κι άλλοι στα γύρω χωριά δεν κατέληξαν πουθενά.
Έτσι ξέσπασαν την οργή τους στην άμοιρη μάνα που θεώρησαν συνένοχη και την έσυραν στη φυλακή όπου έμεινε για χρόνια αλλά μετά ελευθερώθηκε.
Μεγάλη η συμβολή στον αγώνα
Με κάθε τρόπο οι Ατσιπουλιανοί πήραν μέρος στην επανάσταση του 1821.
Έγραψαν τη δική τους ιστορία. Κι έδωσαν φωτεινό παράδειγμα στις επόμενες γενιές που καλούσε το ίδιο χρέος μέχρι που έγινε η πολυπόθητη Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.
Για μια ακόμα φορά θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε από καρδιάς, τον αντιστράτηγο ε.α κ. Νικόλαο Σαμψών που με το πολύτιμο υλικό που μας έδωσε από το σημαντικό του αρχείο καταφέραμε να σκιαγραφήσουμε και τη συμμετοχή του ηρωικού Ατσιπόπουλου στην μεγάλη επανάσταση του 1821.
Το αφιέρωμά μας συνεχίζεται.
Πηγές:
Γεωργίου Περπυράκη: Ατσιπόπουλο
Αρχείο Αντιστρατήγου ε.α Νικολάου Σαμψών
Δημητρίου Αετουδάκη: Το Ατσιπόπουλο
Μανόλη Κουτσουράκη: Γεώργιος Κουτσούρης ο Ατσιπουλιανός Πρωτοκαπετάνιος
Ελπιδοφόρου Μαν. Ζανουδάκη: Ατσιπόπουλο το χωριό μου.