Σκάβω βαθιά τη μνήμη μου τα νιάτα μου θυμούμαι
πως βρέθηκα στο πόλεμο αυτό ανιστορούμαι.
Τα χρόνια της νεότητας δε πρέπει να ξεχάσω
θα τα κρατώ στη μνήμη μου ωσότου να γεράσω.
Όλες τις μέρες που περνώ με φέρνουν χρόνια πίσω,
το πόλεμο που πέρασα δεν θα τον λησμονήσω. (Μανόλης Σταγάκης)
Ο Μανόλης Σταγάκης πατέρας του εκλεκτού συμπολίτη κ. Νίκου Σταγάκη ήταν η καλύτερη πηγή μου όταν έκανα αφιερώματα στην εποποιία του 1940. Πρόθυμος πάντα μου έδινε στοιχεία να πλουτίζω τα αφιερώματά μου. Και μια μέρα με ξάφνιασε ευχάριστα δίνοντας τις αναμνήσεις του σε βιβλίο. Ήταν στα 1987. Είχε αποφασίσει να αφήσει ημερολόγιο στα 91 χρόνια του και το αφιέρωνε στη μνήμη της μητέρας του.
Από το ημερολόγιο αυτό τα σημερινά μας αποσπάσματα. Είναι από τις μοναδικές πηγές που αναδεικνύει και άλλες παραμέτρους, λιγότερο ρομαντικές. Ο Μανόλης Σταγάκης άλλωστε ποτέ δεν «μασούσε» τα λόγια του. Έλεγε πάντα την αλήθεια όσο πικρή κι αν ήταν.
Σε προηγούμενα αφιερώματα είχαμε πάρει αποσπάσματα με επίκεντρο τις πρώτες μέρες στο μέτωπο. Συνεχίζουμε σήμερα με άλλα γεγονότα που αναφέρονται και σε προσωπικές περιπέτειες του ήρωα. Και είναι τα παρακάτω όπως τα αφηγείται με το γλαφυρό του ύφος:
«Κείνο που διέθετε το Κράτος μας, ήταν η ψυχική ανδρειοσύνη μα κακό ανεφοδιασμό που πολλές φορές μέναμε νηστικοί μα και ανυπόδητοι με φθαρμένα άρβυλα. Μα συνεχίζομε την πεζοπορία με όλες τις καιρικές συνθήκες, χιόνι, βροχή, κουρασμένοι, πεινασμένοι, ψειριασμένοι βαδίζομε για το χωριό Κοφετσέζη ολόκληρο το 44ο Σύναγμα και από αμαξωτό δρόμο αντικρίζομε το χωριό. Όπως μας φάνηκε από το δρόμο απείχε γύρω στα 3 χιλιόμετρα μα είχε μουχλιασμένη βραδινή ώρα και παρακάμπτομε από το δρόμο και προχωρούμε για το χωριό μα μπαίνομε σ’ ένα βαλτώδη δρόμο και καθένας που προχωρούσε πιανόταν στο βάλτο και το ένα πόδι χωνόταν βαθύτερα από το άλλο. Έτσι πιάστηκαν τα μουλάρια που έμειναν ακίνητα και οι στρατιώτες πιανόταν ο ένας πίσω από τον άλλο. Βλέπω ένα Παπαδονικολάκη παλιός εστιάτορας της Πόλεως Ρεθύμνης. Πιασμένος μου ζητεί βοήθεια. Του δίνω την κάνη τους όπλου μου και τον τραβώ με το ένα του άρβυλο να μένει στην λάσπη. Του παίρνω τον γυλιό και με ακολουθεί και μπαίνω στο χωριό μεταξύ των πρώτων μα είμαι μέχρι το γόνατο στη λάσπη. Βλέπω μια πόρτα ανοιχτή, άναβε φωτιά και πλησιάζω ζεσταίνοντας τις λάσπες. Αρχίζω να τις ξύνω από τις γκέτες. Εκείνη τη στιγμή ο Λοχαγός φθάνει με το άλογο και με βλέπει. Αρχίζει να με υβρίζει πως κάθομαι και ζεσταίνομαι και ολόκληρο το Σύνταγμα έχει πιαστεί στο βούρκο. Με διατάσει να βρω τον πρόεδρο του χωριού, να πάρομε Αλβανούς με φανάρια να βοηθήσομε τους στρατιώτες. Πήρα τον οικοδεσπότη του σπιτιού, πήγαμε χτυπήσαμε σε οκτώ σπίτια, μας ακολούθησαν τέσσερις και ο οικοδεσπότης και με φανάρια πήγαμε και φωνάζαμε να έλθουν προς εμάς. Ήταν σκοτάδι, βροχή και όλοι τη νύχτα δεν κλείσαμε μάτι και το πρωί πριν ξημερώσει έρχεται διαταγή να φύγομε από το χωριό. Ειδοποιώ τους μαγείρους να στήσουν καζάνι, να βράσουν τσάι και διερχόμενοι οι Στρατιώτες να παίρνουν και να προχωρούν. Έτσι και έγινε. Το 2ο τάγμα ήταν οπισθοφυλακή του Συντάγματος και ο λόχος μας ήταν οπισθοφυλακή του Τάγματος και η 4η Διμοιρία που ήμουν επικεφαλής οπισθοφυλακή του λόχου. Τότε μου λέει ο Λοχαγός πάρε του οπλοπολυβολητές να τους περάσεις απέναντι να στήσετε τα πολυβόλα και να μη φύγει κάνεις μέχρι να περάσει και ο τελευταίος στρατιώτης. Εσύ να γυρίσεις πίσω. Ο Λοχαγός πάνω στο άλογο παρακολουθεί πλησιάζει και μου λέει: πήγαινε στα σπίτια που χτυπήσατε και δεν ήρθαν, να φέρεις του άνδρες. Πήγα· δεν ήξερα τι τους ήθελε. Βρήκα τους τρεις τους πήγα εις το Λοχαγό. Μου λέει δέσε τους τα χέρια πίσω και τρέχα να πας με τους οπλοβολητές. Μόλις έφυγα άρχισε πάνω από το άλογο να τους χτυπά με το μαστίγιο και άρχισαν να φωνάζουν βοήθεια. Ξεσηκώνονται οι γυναίκες και τρέχουν μα ο λοχαγός φεύγει με το άλογο και φωνάζει και εμάς να φύγομε. Αμέσως φεύγομε και εις τον δρόμο μου λέει: αυτό το έκαμα να μάθουν όταν τους ζητώ βοήθεια να μας τη δίνουν. Ήτα πολύ σκληρός, ήταν Λοχαγός επί ανδραγαθία του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου. Μα αυτή τη πορεία ήταν από την οδυνηρότερη που είχε ζήσει όλο το Σύνταγμα και όταν οργιζόμεθα σε κανέναν του λέγαμε να κάμει την πορεία του Κοφετσέζη…».
Μάχη με άνισο εξοπλισμό
«Με δακρυσμένα τα μάτια φέρνω στη μνήμη μου την ημέρα των Μαχών που πράγματι ήταν μάχη ψυχικής ανδριωσύνης με άνισο εξοπλισμό χωρίς αεροπορική βοήθεια. Αντιθέτως αυτοί είχαν σύγχρονα αυτόματα όπλα, αεροπλάνα καθέτου εφορμήσεως που χτυπούσαν τις γραμμές μας στα ορεινά εδάφη εις τα υψώματα της Τρεμπεσίνας, χαλασιές που πατούσες ένα πόδι μπρος και δύο γύριζες πίσω απερίγραπτος ο άνισος πόλεμος και διερωτόμεθα τι έγιναν οι έρανοι υπέρ της αεροπορίας, για την φανέλα του στρατιώτη, η ανυποδησία η έλλειψη ανεφοδιασμού χωρίς πραγματική οργάνωση για πόλεμο μα ήταν η ψυχική δύναμη του Έλληνα Στρατιώτη.
Μετά τη δεύτερη μέρα έφυγαν οι αξιωματικοί και έμεινα μόνος μέχρι τις 18 Φεβρουαρίου που ήρθε επικεφαλής του λόχου ένας δόκιμος Ανθυπολοχαγός και εγώ απομακρύνθηκα στις 28 Φεβρουαρίου προσβληθείς από κρυοπαγήματα, χέρια που δεν μπορούσα να πιάσω όπλο αλλά ούτε να ξεζωστώ για σωματική μου ανάγκη ούτε και να περπατήσω, αφού τα πόδια μου είχαν πρηστεί και με έδιωξαν για το ορεινό χειρουργείο που ευρισκόταν εις το σημείο εξορμήσεως του λόχου. Την απογευματινή ώρα με βροχή και χιόνι φεύγω μόλις άρχιζε να βραδιάζει κρατώντας μια ιταλική γλίτσα να ακουμπώ μα και τα χέρια μου δεν την κρατούσαν στέρεα με το πρήξιμο το χεριών μου, πηγαίνω να περάσω ένα ποτάμι, πατώντας δε ένα βράχο να πατήσω σε άλλο γλιστρώ και πέφτω και γίνομε μούσκεμα. Σηκώνομαι και προχωρώ για ορεινό χειρουργείο, ακούω μιλιές και βλέπω ένα αντίσκηνο σε μια Ρίζα του βράχου. Πλησιάζω και βλέπω να κάθονται δύο γνωστοί μου ο Ηλίας Ξυρουχάκης και ο Γεώργιος Γιαννούλης από το Ατσιπόπουλο σιτιστής του λόχου μου. Τους ζητώ να καθίσω γιατί είχε πιάσει σκοτάδι, μα μόλις με είδαν βρεγμένο δεν με αφήνουν, μα εγώ εισέρχομαι στο αντίσκηνο και αυτοί έχουν ανάψει φωτιά εις το κράνος και πυρώνονται. Εγώ σέρνομαι σε μια γωνιά και αυτοί σε λίγο ξαπλώνουν, μα αρχίζει το εχθρικό πυροβολικό να βάλλει και ένα κομμάτι βλήμα σχίζει το αντίσκηνο και πέφτει στο στήθος μου. Νόμισαν πως με σκότωσε και μου μιλούν και τους λέω: έπεσε στο στήθος μου μα δεν με χτύπησε. Αρχίσαμε να κάνομε το σταυρό μας γιατί τους είπα ότι κρατώ εικόνισμα του Αγ. Νικολάου. Το θεωρήσαμε θαύμα.
Πώς σώθηκε από ακρωτηριασμό
Παρέμεινα εκεί μέχρι που ξημέρωσε και συνέχισα να περπατώ για το ορεινό χειρουργείο. Φθάνοντας βλέπω τραυματίες έξω της σκηνής να βογκούν να ζητούν βοήθεια. Περίμενα μέχρι να έρθει η σειρά μου. Μου λύνουν τα άρβυλα μα από το δεξί πόδι δεν βγαίνει το άρβυλο γιατί είχε πρηστεί πολύ και μου σχίζουν το άρβυλο και μου βγάζουν το πόδι. Μόλις βλέπει το πόδι μου ο γιατρός μου δίνει φύλλο πορείας για το νοσοκομείο Ιωαννίνων μα πρέπει να πάω εις την Βρύση την Κεντρόβων, που από εκεί με αυτοκίνητα παίρνουν τραυματίες για το νοσοκομείο Ιωαννίνων. Τις μεσονύχτιες ώρες φθάσαμε σε μετακομιδή Νοσοκομείου και οι γιατροί μας υποδέχονται και μας παρέχουν τις πρώτες βοήθειες. Ένας ανθυπίατρος βλέπει τα πόδια μου και με ένα ξυραφάκι μου κάνει δύο ξυραφιές εις τα καπάκια των ποδιών μου με αλείφει με μια αλοιφή και μου επιδένει το πόδια με επιδέσμους και με οδηγεί σε κρεβάτι, μα μόλις πλησιάζω βλέπω νέφος από κοριούς να περπατούν εις το κρεβάτι. Δεν πλαγιάζω, κάθομαι σε κάθισμα γιατί με έφθαναν οι ψείρες που κρατούσα. Το πρωί έρχονται άλλα αυτοκίνητα και μας παίρνουν για το Αγρίνιο. Παίρνω φύλλο πορείας για το Αγρίνιο. Με το φύλλο πορείας ώρα 9 το πρωί έρχονται άλλα αυτοκίνητα και όσοι έχομε φύλλο πορείας μπαίνομε εις τα αυτοκίνητα και φεύγομε για το Αγρίνιο. Μόλις φθάσαμε μας περιμένουν και όπως κατεβαίνομε μας λένε όσοι κρατείτε ρολόγια ή άλλα είδη βάλετε τα σε μαντίλι γιατί θα μπείτε όλοι σε λουτρό. Θα σας κουρέψομε, θα σας ξυρίσομε να κάνετε λουτρό και θα σας πάμε σε κρεβάτι να ξαπλώσετε. Πράγματι άρχισε το κούρεμα, ξύρισμα ακόμη και εις τα απόκρυφα μέρη του σώματος. Μετά στο μπάνιο μας βοηθούν νοσοκόμες και μας πλένουν και μας δίνουν καθαρά ρούχα να φορέσομε. Ο γιατρός που έλυσε τους επιδέσμους από τα πόδια μου είδε που είχα τις ξυραφιές εις τα καπάκια των ποδιών, από τη μια ξυραφιά ως την άλλη έφυγε το δέρμα και έτρεχε νερό. Ο γιατρός με ερώτησε αν ήταν γνωστός μου ο γιατρός που είχε κάνει τις ξυραφιές και έβαλε την αλοιφή και επίδεσε τα πόδια. Του λέω δεν τον ξέρω, ήταν γιατρός εις τα Γιάννενα και μου λέει έπρεπε να πάρεις το όνομα του και τη φωτογραφία του για εικόνισμα να την προσκυνάς, γιατί σου έσωσε τα πόδια από κόψιμο. Μου επίδεσε και αυτός τα πόδια και με οδήγησε στο κρεβάτι για ύπνο.
Ήτον απόγευμα όταν έπεσα εις το κρεβάτι απαλλαγμένος από την οδυνηρή ψείρα με καθαρά ρούχα. Με πήρε αμέσως ο ύπνος. Κοιμόμουν όλη την νύχτα, την επόμενη όλη τη μέρα, την δεύτερη νύχτα και το πρωί ξυπνώ 12 το μεσημέρι και βλέπω πάνω στο κομοδίνο γύρω στο κομοδίνο φαγητά και φρούτα και ερωτώ τι είναι αυτά; Μου λένε όλα είναι δικά σου. Κοιμάσαι δύο μέρες δύο νύχτες. Πράγματι από 12 – 13 Φεβρουαρίου που είχαμε λάβει μέρος εις τη μάχη. Εις τα 28 Φεβρουαρίου που έφυγα από το μέτωπο, δεν είχα δει ύπνο και είχε συσσωρευτεί η διατροφή 36 ωρών. Το απόγευμα που ξύπνησα ρωτούσα τους άλλους να μάθω από πού είναι τι τραύματα έχουν, πόσες μέρες έχουν κάνει εις το Νοσοκομείο, σε ποιο τομέα ήταν και αν είχαν την ταλαιπωρημένη πορεία που είχε η Μεραρχία Κρήτης. Απ’ ότι μου διηγήθηκαν προέρχοντο από διάφορα Συντάγματα. Κανείς δεν μου είπε ότι διάνυσε αυτές τις πορείες και δεν εστερήθηκαν διατροφή όπως εμείς που είχαμε κακό ανεφοδιασμό λόγω της καθημερινής κινήσεως. Φοβισμένοι μόνο ότι δεν περνά μέρα να μην κόψουν πόδια. Μου είπαν ότι έκοψαν τα πόδια σε τρεις στρατιώτες από κρυοπαγήματα. Αυτό το μαθαίναμε και εις το μέτωπο. Μας δίνουν άλλη πληροφορία ότι θα μας πάνε σε άλλο Νοσοκομείο. Πράγματι μας πηγαίνουν για το Λουτράκι μα δε βρίσκουν κρεβάτι και μας οδηγούν για την Αθήνα εις 13ον Νοσοκομείο που στεγάζετο εις το χώρο του Πολυτεχνείου. Η παραμονή μου εις το Νοσοκομείο ήτον να κάνω ηλεκτροθεραπεία. Ο γιατρός αφού είδε τα πόδια μου, μου έγραψε να κάνω 20 ηλεκτροθεραπείες και κάθε πρωί με έβαζαν από τη μέση και κάτω σε ένα φούρνο που είχε ηλεκτρική θέρμανση και από τη ζέστη έτρεχαν νερό και μετά μου έβαζαν αλοιφή και επέδενα τα πόδια μου. Είχα κάμει 12 θεραπείες, όταν πήρα την «Καθημερινή» και διάβασα ένα άρθρο της Βλάχου και έλεγε ότι αυτές τις μέρες θα μας κηρύξει τον πόλεμο η Γερμανία και θα αντισταθούμε με αναπήρους κα ακρωτηριασμένους στρατιώτες θα πολεμήσομε; Μόλις διάβασα το άρθρο ήρθε ο γιατρός να με πάει για θεραπεία του λέω ότι δεν πηγαίνω, μόνο θα δώσετε εξιτήριο να βγω έξω από το Νοσοκομείον, να φύγω για την Κρήτη, γιατί εγώ δεν θέλω να πιαστώ αιχμάλωτος γιατί έχω παιδιά και οικογένεια. Ο γιατρός φεύγει, πηγαίνει και το αναφέρει εις τον αρχίατρο. Σε λίγο επιστρέφει και μου λέει να τον ακολουθήσω να με πάει εις τον Αρχίατρο. Πηγαίνω εις το γραφείο του Αρχιάτρου που είχε βαθμό Ταγματάρχου, με ερωτά τι είπα εις τον γιατρό. Του είπα να μου δώσετε εξιτήριον να βγω από το Νοσοκομείον, γιατί η Γερμανία θα μας κηρύξει τον πόλεμον και δεν θέλω να πιαστώ αιχμάλωτος γιατί έχω παιδιά. Ο Αρχίατρος μου αρνείται γιατί έχω ανάγκη ακόμα θεραπείας των ποδιών. Τότε του λέω θα φύγω με τις πιτζάμες του Νοσοκομείου. Άμα είδε την επιμονή μου, μου λέει κάνε μια δήλωση ότι φεύγεις αυθαίρετα και δεν φέρνει ευθύνη το Νοσοκομείο. Του λέγω εσείς γράψετε τη δήλωση όπως θέλετε και την υπογράφω να μου δώσετε τα ρούχα. Την έγραψε, την υπέγραψα χωρίς να τη διαβάσω και διέταξε να μου δώσουν το ρουχισμό και μου υπέγραψε εικοσαήμερο άδεια και αλοιφή και ντύνομαι και εξέρχομαι του Νοσοκομείου και κατεβαίνω εις Πειραιά στο Λιμάνι μα βρίσκω πλήθος στρατιώτες, που ζητούν να βρουν μέσο για Κρήτη. Ακούγεται ότι στις 12 θα φύγει καράβι μα ποιος θα μπορέσει να μπει. Υπήρχε και ο φόβος μήπως θα συναντήσομε εχθρικά πλοία να βουλιάξουν. Ώρα 1 μ.μ. ένα καράβι πλευρίζει και αρχίζει η επιβίβαση με σπρωξιές. Δραματικές σκηνές. Φοβούμενος μήπως δεν θα πάρει όλο το πλήθος, μπήκα μέσα μα ήταν μεγάλος συνωστισμός. Δεν έβρισκες τόπο ούτε να σταθείς. Στρατιώτες από όλη την Κρήτη. Το πλοίο μας έφερε εις το λιμάνι της Σούδας και με αυτοκίνητο ήρθα εις το Ρέθυμνο και με χαρά αντίκρισα την οικογένειά μου και τους γονείς μου και φίλους στρατευμένων παιδιών τους που ήταν εις τον πόλεμο. Απερίγραπτος χαρά και συγκίνηση και η αφήγηση μου ήταν «σφαίρες πολλές από εχθρό με ζώσαν, μα η ευχές της μάνας μου εκείνες με γλιτώσαν». Την μεθεπομένη επήγα και εθεώρησα την εικοσαήμερον άδεια εις τα έμπεδα του 44ου Συντάγματος. Μετά την λήξη της άδειας μου επαρουσιάστηκα με αναμονή διαταγής να γίνει αποστολή επιστροφής εις το μέτωπο. Όμως τις ημέρες αυτές ήρθε διαταγή να παραμείνομε και να συγκροτηθούν λόχοι, από τους εξ αδείας προερχόμενους του Αλβανικού μετώπου μας. Η επικρατούσα αναρχία ήταν τόση, που ελάχιστοι προσήρχοντο εις τα προσκλητήρια (αυτό αναγράφω εις βιογραφικό των 9 ημερών). Η περιγραφή των ιστορικών γεγονότων αφορά την προσωπική μου εμπειρία, από όσα είδα και έζησα και η πάροδος των 60 ετών δεν μου επιτρέπει να συγκρατώ ημερομηνίες και ονομασίες σε περιοχές, χωριά και πόλεις, μα ό,τι γράφω ήταν δικές μου πράξεις και είναι αναλλοίωτα γραμμένες εις τα κύτταρα του εγκεφάλου μου. Για όλα αυτά όσον και αν περιγράψω πως είδα, πως έζησα και εγώ και συμμετείχα εις την εκστρατεία της Αλβανίας, σε πορείες με ανυποδησία, με βροχή και χιόνι, με στερήσεις και ψείρα, είναι δύσκολο να συναισθανθεί ο αναγνώστης τις συνθήκες αυτού του πολέμου. Ήταν πόλεμος άνισος και σε έμψυχο υλικό και μέσα πολέμου που διέθετε ο ιταλικός στρατός, μα δεν είχε την ψυχική ανδρειωσύνη του Έλληνα Στρατιώτη…».
Το αφιέρωμά μας στο έπος της Αλβανίας συνεχίζεται.