Η άγνωστη ιστορία του αντιστρατήγου Βασίλη Μανουρά που πολέμησε στην Κύπρο
Με αφορμή την πρόσφατη απώλεια του ανθρώπου που αφιέρωσε χρόνια ζωής στην ιστορική έρευνα, του Στέργιου Μανουρά, ξεφύλλισα μερικές πηγές καθώς οι Μανουράδες είναι μια ιστορική οικογένεια.
Φυσικά η καλύτερη πηγή μου ήταν η εφημερίδα «Ανώγι» που τη θεωρώ μια εφημερίδα γεμάτη ιστορικό πλούτο. Αλλά και στο Κέντρο Ελληνικής Λαογραφίας βρήκα το εξής ενδιαφέρον για την οικογένεια Μανουρά:
«Από τα παληά χρόνια, διαβάζω, σώζεται στα Ανώγεια η βρύση της Ζώμυθος, όπου έχει επτά στέρνες και πίνουν νερό τα κοπάδια. Εκεί εκατέβαινε ένα θηρίο και ρουφούσε το νερό και μετά το ρούφηγμα επερνούσαν τρεις ημέρες για να ξαναφανή νερό στη βρύση. Όλοι ήταν απογοητευμένοι γιατί άνθρωποι και ζώα πεθαίναν από τη δίψα. Ένας από τοις Ανωγειανούς, ο Μανούρας αποφάσισε να σκοτώση το θηρίο κι’ έκαμε όρκο και είπενε:
«Μπλειό μου σε τάβλα δε δειπνώ
σε στρώμα δεν κοιμούμαι,
ά σε σκοτώσω το θεργιό
απουδά οψές στη βρύση.
Κι είχε διπλές τσί κεφαλές
και δύο ζευγάργια μάθια
κι ήβγανε που τ’αρθούνια ντου
δύο καμηνιώ φουγάρο».
Οι χωργιανοί του έταξαν μεγάλες αμοιβές:
«M‘ αν το σκοτώσης Μανουρά
της Βρύσης το λιοντάρι»
παίρνεις τρακόσα πρόβατα
κι’ έναν κρυγιό μπροστάρη».
«Πρώτος να πχαίνης στο νερό
κι’ομπρός να τα ποτίζης
και στ’ ασφεντόμνου τ’ ασκιανό
να πά να τα σταλίζης».
Τότε ο Μανουράς εμάζεψε αλάτι πολύ και έβαλε μέσα στις στέρνες την ώρα που ήξερε πως θα κατεβή το θηρίο. Αυτός ο ίδιος ανέβηκε σ’ ένα σφένταμνο που ήταν εκεί κοντά και κρατούσε και τη σαίτα του. Έρχεται λοιπόν το θηρίο να πιή νερό. Πάει στην πρώτη γούρνα, αλμυρό. Το θηρίο έμεινε με το στόμα ανοιχτό και ο Μανουράς ρίχνει τη σοίτα και το πληγώνει στον ουρανίσκο, Πέφτει κάτω το θηρίο και η ουρά του ετυλήχτηκε στο σφένδαμνο και το δένδρο εκουνήθηκε σε σημείο να ξερριζωθή. Ο άνθρωπος έβαλε μια φωνή και το θηρίο εστράφηκε και τον είδε και του φώναζε:
«Σαν είσαι άντρας Μανουρά κατέβα παίξε κι’ άλλη
να πάρης χίλια πρόβατα χωρίς τον ομποστάρη».
Και ο Μανουράς απάντησε:
«Μια φορά μ’εγέννησε η μάννα που μ’ εγέννα
και μια φορά την ήπαιξα τη σαιθιά γα σένα».
Το θηρίο έφυγε και σύρθηκε έως τη φωληά του, αλλά, δεν πρόφθασε να μπή μέσα κι’ εψόφησε. Οι μύγες επήγαν και το φάγανε, και από τότε το μέρος λέγεται τση μύγιας το φαράγκι.
(Χρόνος καταγραφής 1949. Πηγή Ευαγγελία Κ. Φραγκάκι, Συμβολή στα λαογραφικά της Κρήτης, Αθήνα, 1949, σελ. 93-94, αρ. Β Συλλογέας Φραγκάκι, Ευαγγελία Κ.).
Αναφέρω όλα αυτά τα στοιχεία όχι μόνο από πλευράς δεοντολογίας αλλά και γιατί μερικές φορές ορισμένοι αντιδρούν ως μια αναφορά να είναι κύημα της φαντασίας του συντάκτη. Ευτυχώς μόνο σε μια περίπτωση μου έτυχε προσωπικά κι αφού έληξα την παρεξήγηση με τον απαιτητικό μου αναγνώστη σκέφτηκα καλού κακού να αναλύω τις πηγές. Κι έτσι νοιώθω πιο ήσυχη για την ακρίβεια των γραπτών μου από τότε που το εφαρμόζω.
Ο Μανουράς που πολέμησε στην Κύπρο
Στην «Ανώγι» βρήκα ένα ενδιαφέρον δημοσίευμα για τον Βασίλη Μανουρά που μεγαλούργησε στην Κύπρο. Και σκέφτηκα να το παραθέσω μια και είμαστε κοντά στις επετείους των 50 χρόνων από την εισβολή του Αττίλα στη μεγαλόνησο.
Σύμφωνα λοιπόν με την «Ανώγι»: «Ο αντιστράτηγος Βασίλης Μανουράς 37 χρόνων τότε, πολέμησε στην Κύπρο. Έφυγε με ακόμη περίπου 330 άνδρες με 15 αεροσκάφη της Πολεμικής Αεροπορίας από το αεροδρόμιο Χανίων μέσα στη νύχτα, με μια χαμηλή πτήση, για να μη γίνουν αντιληπτοί από τον εχθρό που είχε εισβάλλει στην Κύπρο.
Αναφέρει σχετικά για τη δράση του εκεί στο μαρτυρικό νησί: «Φύγαμε μετά τις 10 τη νύχτα, αθόρυβα για να μη γίνει αντιληπτή η Επιχείρηση που όμοια της δεν είχε γίνει άλλη.
Μια ασυνόδευτη μονάδα, σε χαμηλή πτήση 100 μέτρα περίπου από την επιφάνεια της θάλασσας, για να μη μας αντιληφθεί ο εχθρός» εξηγεί, συμπληρώνοντας ότι τα αισθήματα ήταν «δέος αλλά και ενθουσιασμός, γιατί νιώθαμε την τύχη που μας είχε επιφυλάξει η μοίρα, να βοηθήσουμε τους συμπατριώτες μας στην Κύπρο.
Θυμάμαι μάλιστα πως όταν φεύγαμε, σύσσωμη η μονάδα ήθελε να συμμετέχει. Αφήσαμε 30 άτομα πίσω για να φυλάνε το στρατόπεδο αν και κανείς δεν ήθελε να μείνει πίσω. Ήταν ένας συγχωριανός μου Ανωγειανός στρατιώτης, δεν πιστεύω να με αφήσετε εδώ, μου είπε. Κοίταξε δυο είμαστε από τα Ανώγεια, ας μείνει πίσω ο ένας, του απάντησα. Δεν ξεχάσω ποτέ την απάντηση που μου έδωσε. Πώς θα ξαναπάω στο χωριό, αν μείνω πίσω; Τέτοια ήταν η επιθυμία μας να κάνουμε το καθήκον μας».
Αργότερα αφηγούμενος τα γεγονότα στο Βετεράνο αναφέρει σχετικά για την επιχείρηση «Νίκη»:
«Ξεδιπλώνοντας τις μνήμες του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ 45 χρόνια μετά, θυμάται ότι αν και ήταν μέρα εκεχειρίας η 22α Ιουλίου τους ζητήθηκε από τη Σχολή Μονής Κύκκου που είχαν μεταφερθεί, να επιστρέψουν στο αεροδρόμιο αφού υπήρχαν ενδείξεις κατάληψης του αεροδρομίου και άρχιζαν να πέφτουν πυρά. «Αρχικά μας ζητήθηκε ένας λόχος γιατί υπήρχαν ενδείξεις για επιχείρηση κατάληψης του αεροδρομίου, ενώ λίγο μετά μας ζήτησαν άλλον ένα λόχο.
Πέφτανε πυρά εντός του αεροδρομίου. Είχε ξεκινήσει η επίθεση, όταν έφτασα. Διατάξαμε να πάρουν θέσεις και άρχισε η ανταλλαγή πυρών. Ήταν μέρα εκεχειρίας υποτίθεται. Η μάχη κράτησε δυο ώρες και η ρίψη πυρών ήταν συνεχής» λέει, ενώ στο ερώτημα αν μέσα σε όλη αυτή την κατάσταση ένιωσε φόβο, ο ίδιος απαντά με απόλυτο τόνο: «Σ’ αυτές τις ώρες δε νιώθεις φόβο. Ο μόνος μου φόβος ήταν μη χάσω κάποιον στρατιώτη».
Όπως εξήγησε ο κ. Μανουράς, η συμβολή της μοίρας ήταν σημαντική γιατί κατάφερε να κρατήσει το αεροδρόμιο:
«Αν το καταλάμβαναν οι Τούρκοι θα ήταν άλλη η εξέλιξη των πραγμάτων».
Όπως θυμάται 45 χρόνια μετά, αν και έγιναν προσπάθειες ακόμη και από το Γενικό Επιτελείο Φρουράς για να φύγουν γιατί κινδύνευαν, οι ίδιοι αποφάσισαν να μείνουν.
«Φοβηθήκαμε ότι αν θα φεύγαμε, θα έφταναν οι Τούρκοι που ήταν στα 600 μέτρα. Παρά τις εντολές και του ΓΕΦ, εμείς παραμείναμε. Θέλαμε να έρθουν από τον ΟΗΕ και να το δώσουμε θέση προς θέση το αεροδρόμιο, για να μην καταληφθεί».
Ο ταγματάρχης, τότε, της Α’ Μοίρας Καταδρομών στο Μάλεμε Χανίων λέει, χωρίς να κάνει δεύτερες σκέψεις, ότι:
«Το ωραιότερο πράγμα για τον άνθρωπο είναι να πιστεύει ότι υπερασπίζεται την πατρίδα του. Εμείς για ένα είμαστε περήφανοι, ότι ενώ μας έτυχε να υπερασπιστούμε το έδαφος της Ελλάδας, γιατί η Κύπρος είναι Ελλάδα, δεν παραδώσαμε ούτε μια σπιθαμή.
Και οι νεκροί μας νομίζω ότι έχουν αναπαυθεί από αυτό, διότι καμία θυσία δεν πάει χαμένη. Κρατήθηκε από τη μια το αεροδρόμιο, εμποδίστηκε όμως από την άλλη και ο εχθρός στον «Αττίλα 2» τον Αύγουστο του 1974, που επιχείρησε από τα δυτικά της Λευκωσίας να υπερκεράσει και να κυκλώσει την πόλη. Η Μοίρα στη Μόνη Γρηγορίου, με αντιαρματικά, κατέστρεψε άρματα των Τούρκων και τους εμπόδισε να προχωρήσουν».
Η επιστροφή από την Κύπρο λέει, ότι έγινε σταδιακά. Ο ίδιος εξηγεί ότι γύρισε στην Κρήτη τον Απρίλιο του 1975.
«Ένιωθα ότι είχαμε επιτελέσει το έργο μας, αλλά είχα μεγάλη θλίψη για ό,τι είχε συμβεί και πόσο έδαφος είχε χαθεί».
«Για τους Κύπριους είμαστε αγαπητά πρόσωπα. Μας φώναζαν “οι Κρητικοί” όχι μόνο επειδή είχαμε φύγει από το Μάλεμε, αλλά επειδή και οι μισοί ήμασταν Kρητικοί.
Με πιάνει συγκίνηση όταν πηγαίνω στην Κύπρο. Κάποτε μου πρότειναν να πάω και στα κατεχόμενα, αλλά δεν θέλησα. Στην Κερύνεια τούς είπα ότι θα πάμε μόνο όταν γίνει Κυπριακή».
Θέλοντας να κρατήσει ζωντανά στο μυαλό του όσα έζησε, ο Βασίλης Μανουράς δεν παραλείπει να τονίσει ότι: «Ο πόλεμος είναι το χειρότερο πράγμα. Είναι καταστροφή, αλλά όμως δεν πρέπει να τον αποφεύγουμε όταν είναι να υπερασπιστούμε τα εδάφη μας».
Κλείνοντας την αφήγηση του, πάντως, εκείνο που λέει ότι επίσης δεν θα ξεχάσει ποτέ, είναι τα λόγια του πατέρα του με τον οποίο κατάφερε να μιλήσει τηλεφωνικά, όταν πια είχαν περάσει 40 μέρες που ήταν στην Κύπρο.
«Τον κάλεσα στο καφενείο στα Ανώγεια. Όταν κατάφερα να τον βρω και σήκωσε το ακουστικό και αντί να με ρωτήσει αν είμαι καλά, μου είπε «Μα τι γίνεται εκεί, όλο πίσω πάτε»; Προφανώς έλεγαν στις ειδήσεις ότι προχωράνε οι Τούρκοι και ο κόσμος δε μπορούσε να πιστέψει ότι χανόταν η Κύπρος.
Όταν μετά από λίγα λεπτά, θυμάμαι, μίλησα με το διοικητή, του είπα ότι ένιωθα ταπεινωμένος, ακούγοντας τον πατέρα μου. Βλέπετε, πίστευαν ακόμη και οι δικοί μας άνθρωποι, ότι μπορούσαμε να κρατήσουμε όλη την Κύπρο. Δεν μπορούσαμε. Κάναμε όμως το καθήκον μας.
Κρατήσαμε το αεροδρόμιο και εμποδίσαμε την περικύκλωση για την κατάληψη της Λευκωσίας».
Παραθέσαμε ως έχει τη σχετική μαρτυρία για την εξυπηρέτηση των αναγνωστών μας που δεν μπορούν να αναζητήσουν λεπτομέρειες στην συγκεκριμένη πηγή.
Οι Μανουράδες της Μάχης της Κρήτης
Από τις πιο τεκμηριωμένες ιστορικά αναφορές που έχουν γίνει για τους Μανουράδες που διακρίθηκαν στη Μάχη της Κρήτης, επιλέγω μια εξαιρετική εργασία του κ. Γιώργου Καλογεράκη (anogi.gr, infognomonpolitics.gr 14 Ιουνίου 2021 που με τη γνωστή του σαφήνεια μας αναφέρει ότι:
«Ο Ζαχαρίας Μανουράς από τα Σείσαρχα Μυλοποτάμου με τη γυναίκα του Μαρία, απέκτησαν πολυμελή οικογένεια με έξι παιδιά. Τον Ανδρέα, τον Εμμανουήλ, τον Γιώργο, τον Γιάννη, τον Ευγένιο και τη Ρωξάνη. Ο Ανδρέας γεννήθηκε το 1911. Με τρεις ακόμη αδελφούς του, (Γιάννη, Μανόλη και Γιώργο), πήραν μέρος στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο. Από το μέτωπο επέστρεψαν στην Κρήτη ο Ανδρέας, ο Μανόλης και ο Γιώργος. Ο Γιάννης είχε τραυματιστεί στις μάχες με τους Ιταλούς και παρέμεινε για αποθεραπεία στην Αθήνα λόγω του τραύματός του.
Το 1987, η κρατική τηλεόραση ΕΡΤ, (σκηνοθεσία και σενάριο των Αντώνη Βογιάζου και Πέτρου Ανταίου), παρουσίασε αφήγηση του Ανδρέα Μανουρά για τη συμμετοχή του στη Μάχη της Κρήτης. Ο Ανδρέας Μανουράς πολέμησε τους αλεξιπτωτιστές με τον αδελφό του Μανόλη στον τομέα του Ρεθύμνου, στην περιοχή ΒΙΟ στα Περιβόλια. Χειριστής πολυβόλου, τραυματίστηκε στη διάρκεια των μαχών και ο αδελφός του Μανόλης σκοτώθηκε.Ο άλλος του αδελφός Γιάννης, συνελήφθηκε από τους Γερμανούς τον Νοέμβριο του 1943 στην Αθήνα λόγω της αντιστασιακής του δράσης και εκτελέστηκε μαζί με άλλους ενενήντα πατριώτες στις 16 Μαΐου 1944 έξω από τη Θήβα.
Οι θυσίες για την πατρίδα της οικογένειας του Ζαχαρία Μανουρά, συμπληρώνονται με την εκτέλεση και του μικρότερου γιου Ευγένιου, (δεν είχε ενηλικιωθεί ακόμη), διακόσια μέτρα έξω από τα Σείσαρχα, τον Αύγουστο του 1944 που οι Γερμανοί πυρπόλησαν και λεηλάτησαν τα Ανώγεια…».
Παρέθεσε αυτή την αναφορά του κ. Καλογεράκη που βγάζει από την πλάνη μου κι εμένα καθώς κάποια σημεία από τη συνέντευξη που μου είχε δώσει ο αείμνηστος Στέργιος για την οικογένεια του με παρέπεμπαν στον Ανδρέα του οποίου η συνέντευξη στην ΕΡΤ είναι αναρτημένη στο Πολιτιστικό Ρέθυμνο (ενότητα Μάχη της Κρήτης).
Είναι συγκλονιστικά αυτά που αναφέρει ο Ανδρέας Μανουράς για τα αδέλφια του. Επιστρέφοντας με τα χίλια βάσανα από το Αλβανικό Μέτωπο αντί να πάνε στο χωριό τους να ξεκουραστούν έκαναν το παν για να ενταχθούν στους μάχιμους. Κι ας είχαν το προνόμιο της πολυτεκνίας που παρείχε προνόμια κι εξαιρέσεις.
Βρίσκονταν στο χωριό όταν έμαθαν για τη διαταγή από τη Στρατιωτική Διοίκηση Κρήτης που καλούσε όσους είχανε διεκπεραιωθεί στην Κρήτη να παρουσιαστούν. Οι τρεις Μανουράδες ετοιμάστηκαν για το Ρέθυμνο και ετοιμαζόταν να τους ακολουθήσει και ο τέταρτος ο Μανόλης που είχε φθάσει πριν από δυο μέρες στο χωριό. Μάταια τον παρακαλούσαν τα αδέλφια του να καθίσει λίγο να τον χαρούν οι γονείς του που είχαν δυόμιση χρόνια να τον δουν. Εκείνος αρνιόταν κατηγορηματικά. Θεωρούσε μεγάλη ταπείνωση να λείπει από το κάλεσμα αυτό της πατρίδας.
Οι Μανουράδες όμως έδωσαν κι άλλα μέλη τους στην πατρίδα και μετά τη Μάχη της Κρήτης.
Κατά την καταστροφή του χωριού οι Γερμανοί πιάσανε τον τελευταίο τον Ευγένιο. Αν και ήταν ανήλικος τον εκτέλεσαν διακόσια μέτρα έξω από το χωριό και μάλιστα η μάνα του το πληροφορήθηκε την τρίτη ημέρα. Μάλιστα κατάφερε να πάει να τον τυλίξει σε ένα σεντόνι να σκάψει η ίδια να τον θάψει.
Άγνωστη ήταν η τύχη του τρίτου της οικογενείας του Γιάννη που είχε τραυματιστεί στην Αλβανία και είχε αποκλειστεί στην Αθήνα.
Ήταν από τους πρώτους που εντάχθηκαν στην Εθνική Αντίσταση αναπτύσσοντας μεγάλη δράση όπως καταθέτουν οι σύντροφοί του που τον έζησαν.
Τελικά τον συνέλαβαν οι ναζί στις 30 του Νοέμβρη 1943 τον κλείσανε στο Χαϊδάρι και από κει κατά μία πληροφορία ύστερα από τις ενέργειες που έκανε ο αδελφός του Ανδρέας, μέσω Ερυθρού Σταυρού του είπαν ότι πιθανόν να συγκαταλέγεται μεταξύ των ενενήντα εκτελεσθέντων έξωθεν των Θηβών την 16ην Μαΐου του 44 σε συρμό που τους πηγαίνανε στη Γερμανία σε αντίποινα ύστερα από σαμποτάζ που έκαναν λέει αντάρτες στον συρμό.
Οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο δρος Γιώργου Καλογεράκη και Εύας Λαδιά.