Η Μαρίνα Λαμπράκη Πλάκα δεν ήταν απλά μια λειτουργός της υψηλής τέχνης και μια πρέσβειρα του ελληνικού πολιτισμού στο διεθνές στερέωμα.
Ήταν ένα σύμβολο για κάθε γυναίκα που ονειρεύεται να πάρει τη ζωή της στα χέρια της και να μεγαλουργήσει.
Ευτύχησα να ακούω πολλά γι’ αυτή από τον αξέχαστο γιατρό και συνεργάτη των Ρεθεμνιώτικων Νέων το Γιώργη Αγγελιδάκη που τη γνώριζε πολύ καλά και λόγω της στενής φιλίας του με τον Παντελή Πρεβελάκη.
Αυτό που σχολιάζαμε συχνά με τον γιατρό ήταν η απορία για το μέλλον της Μαρίνας αν δεν είχε ευλογηθεί να γνωρίσει πρώτα τον Δημήτρη Πλάκα.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Σκληρά τα χρόνια της εφηβείας
Η Μαρίνα Λαμπράκη Πλάκα γεννήθηκε στο Αρκαλοχώρι το 1939. Ο πατέρας της ένας βιοπαλαιστής σιδηρουργός πάλευε με τις σκληρές συνθήκες της εποχής του για να ζήσει την οικογένειά του.
Η Μαρίνα που ποτέ δεν ξέχασε εκείνα τα δύσκολα χρόνια και ποτέ δεν δίστασε να αναφέρεται στην καταγωγή της με δικαιολογημένη περηφάνια, ήταν ο τύπος της κοπέλας που δεν δειλιάζει μπροστά στις δυσκολίες αρκεί ο στόχος να είναι ψηλός, πραγματικός και ξεκάθαρος.
Πολύ σύντομα ήρθε η ίδια η ζωή να την προσγειώσει περισσότερο, παρουσιάζοντας ανάγλυφες τις δυσκολίες που είχε να αντιμετωπίσει.
Αμέσως-αμέσως έπρεπε να ξεχάσει τις σπουδές πάνω που είχε τελειώσει δυο πρώτες τάξεις γυμνασίου γιατί γυμνάσιο δεν είχε το χωριό και που να βρεθούν χρήματα από τον φτωχό σιδερά πατέρα της να συνεχίσει στη «χώρα». Άφησε με πόνο ψυχής τα θρανία και κατέληξε στα χωράφια για να βοηθήσει την οικογένειά της. Η μόνη της προοπτική φαινόταν να είναι η διαδοχή στην τέχνη του σιδερά πατέρα της.
Η Μαρίνα ποτέ δεν φοβήθηκε τη δουλειά. Όταν είχε το χρόνο εργαζόταν παράλληλα και στο παντοπωλείο του θείου της στο χωριό.
Μέχρι που ήρθε στη ζωή της ένας πανέμορφος άνδρας να διδάξει στο νέο κοινοτικό γυμνάσιο του χωριού. Ήταν ο φιλόλογος Δημήτρης Πλάκας. Ένας διανοούμενος της εποχής του, λάτρης του βιβλίου και της Τέχνης ευρύτερα, που οι μαθητές του τον λάτρεψαν.
Η πανέμορφη κοπελίτσα όμως των 15 χρόνων, κάπου δέκα χρόνια μικρότερή του, τον μάγεψε από την πρώτη στιγμή.
Η περίεργη χημεία που τους έφερε τόσο κοντά, ξεκινούσε από την κοινή λατρεία τους στο διάβασμα. Γιατί η Μαρίνα έστω και χωρίς προοπτικές δεν άφηνε τα βιβλία από τα χέρια της.
Ήταν ευλογημένη αυτή η συνάντηση για τη Μαρίνα. Ο Δημήτρης Πλάκας που είχε μαγευτεί από την ομορφιά της δεν είχε παραβλέψει και την ιδιαίτερη έφεσή της στην απόκτηση γνώσης κι αυτό το εκτιμούσε ιδιαίτερα. Έτσι την έπεισε να παντρευτούν με την υπόσχεση ότι θα συνέχιζε το σχολείο. Άλλο που δεν ήθελε εκείνη. Οι γονείς της δέχτηκαν με χαρά αυτή την εξέλιξη στη ζωή της Μαρίνας τους και παρά τις συνθήκες της εποχής, υποστήριξαν τα όνειρα της κόρης τους, που έκανε όλο και πιο μεγαλεπίβολα ο γαμπρός τους, κρατώντας την κοντά τους και αναλαμβάνοντας όλες τις υποχρεώσεις της σαν νοικοκυράς για να μην απομακρύνεται από τη μελέτη της.
Από το πουθενά σε ακαδημαϊκή καριέρα
Κι ο Δημήτρης πάντα κοντά της έτοιμος να τη στηρίξει, όποτε η ανασφάλεια απειλούσε να κόψει τα φτερά της. Τα οικονομικά τους περιορισμένα πάντα δεν τους επέτρεπαν μεγάλα ανοίγματα. Κι όμως στερούσαν από τον εαυτό τους μικρές χαρές, για να έχουν πάντα τα βιβλία τους και μια ευκαιρία να παρακολουθούν την καλλιτεχνική ζωή.
Τελειώνει η Μαρίνα το σχολείο και ο Δημήτρης την ενθαρρύνει να συνεχίσει τις σπουδές της στην Ιστορία και Αρχαιολογία.
Μετά το πτυχίο της από το πανεπιστήμιο Αθηνών στον τομέα αυτό, έκανε το μεταπτυχιακό της στην Κλασική Αρχαιολογία με θέμα την «Προσωκρατική Φιλοσοφία και Τέχνη».
Ο Δημήτρης τη συνόδευσε μετά και στο Παρίσι όπου με υποτροφία του ΙΚΥ πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές Ιστορίας και Κοινωνιολογίας της Τέχνης στο πανεπιστήμιο της Σορβόννης και το 1973 έλαβε «Κρατικό Διδακτορικό Δίπλωμα» με τίτλο: Ο Μπουρντέλ και η Ελλάδα.
Κάπου εδώ γνωρίζεται με τον μεγάλο μας συγγραφέα Παντελή Πρεβελάκη που πίστεψε στη χαρισματική κοπέλα που χάρις στον σύζυγό της κατάφερε να εκπληρώσει τα όνειρά της. Κι από πλευράς του βοήθησε όσο ήταν εφικτό για να πάρει η Μαρίνα αυτό που της άξιζε. Γιατί σε έναν ανδροκρατούμενο χώρο δεν είχαν όλοι τις αντιλήψεις του Δημήτρη Πλάκα και του Παντελή Πρεβελάκη. Ο ανταγωνισμός ήταν σκληρός. Είχε μάθει όμως η Μαρίνα να αγωνίζεται. Και επάξια το 1975 εξελέγη παμψηφεί τακτική καθηγήτρια στην έδρα της Ιστορίας της Τέχνης της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας. Από τις πρώτες γυναίκες καθηγήτριες στην ιστορία της ΑΣΚΤ, ενώ δίδαξε τα επόμενα χρόνια ως επισκέπτρια καθηγήτρια σε ξένα πανεπιστήμια της Γαλλίας, των ΗΠΑ και στη Φιλοσοφική Σχολή του πανεπιστημίου Κρήτης στο Ρέθυμνο.
Αγάπη στους νέους
Λάτρευε την εκπαίδευση και τους νέους. Ίσως επηρεασμένη από την ευεργετική επίδραση στη ζωή της του συζύγου της, ήθελε κι εκείνη με τη σειρά της να στηρίξει προσοντούχα πλάσματα που η ζωή περιόριζε τις ευκαιρίες τους για ανώτερες σπουδές.
Εκτός των άλλων η Μαρίνα Πλάκα είχε ένα ιδιαίτερο τρόπο να επικοινωνεί με τους ανθρώπους.
Σου έδινε πάντα την αίσθηση ότι την ώρα που μιλούσατε υπήρχατε μόνο εσείς πάνω στη γη. Κι όπου η ανασφάλεια έκανε δύσκολη τη συνεννόηση, εκείνη είχε ένα μοναδικό τρόπο να επιχειρηματολογεί και να πείθει.
Αυτό φάνηκε όταν διορίστηκε διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης το 1992.
Ήταν μια δύσκολη χρονιά γιατί έχασε το μέντορά της. Είχε φύγει από τη ζωή ο Δημήτρης Πλάκας.
Η Μαρίνα ζήτησε καταφύγιο στην εργασιοθεραπεία για να μπορέσει να αντιμετωπίσει το πλήγμα της απώλειας αυτής.
Αφοσιώθηκε στην Πινακοθήκη και το πρώτο της μέλημα ήταν να τη βγάλει από το τέλμα εξαιτίας ελλιπούς χρηματοδότησης.
Πως γινόταν ένα ίδρυμα όπως αυτό να μην μπορεί να εξασφαλίζει τα απαιτούμενα έξοδα για μια αξιοπρεπή παρουσία στο πολιτιστικό γίγνεσθαι. Όταν κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να περιμένει τίποτα από κρατική βοήθεια στράφηκε σε χορηγούς και μεγάλους οργανισμούς.
Κι έγινε η αφορμή να γνωρίσει η Πινακοθήκη ημέρες δόξης με σπουδαίες εκθέσεις αλλά και σημαντικά έργα, ενώ εκπονήθηκε μια απαιτητική ανακαίνιση και επέκταση.
Όσο για τις ξεναγήσεις της είχαν να το λένε οι ευτυχείς που τις έζησαν. Είχε ένα μοναδικό τρόπο να μιλά αυτή η γυναίκα. Αρκούσε να σε κρατήσει ένα τέταρτο με τον χαρισματικό της λόγο για να γίνεις λάτρης της ιστορίας της τέχνης.
Επίκεντρο σκληρού ανταγωνισμού
Κι όμως παρά τη μεγάλη της προσφορά δεν έζησε και λίγες περιπέτειες όσο η ανθρώπινη φιλοδοξία ξεπερνά τα όρια της ευπρέπειας. Δέχτηκε πολλές επιθέσεις, έγινε στόχος υπερφύαλων ανταγωνιστών, αλλά εκείνη κατάφερε να στέκεται στο ύψος της και να προασπίζει την υστεροφημία της με μια χρηστή κι έντιμη διοίκηση σε πείσμα όσων περίμεναν να επωφεληθούν από μια έστω αστοχία. Δεν κυνηγούσε το χρήμα εκτός κι αν επρόκειτο για την Πινακοθήκη και τις εκθέσεις της.
Για την αγωνιστικότητά της αναφέρει σχετικά ένα αφιέρωμα από τα τόσα που δημοσιεύτηκαν μετά το άκουσμα του θανάτου της.
«Τον τελευταίο καιρό οι φήμες για την αντικατάστασή της είχαν πυκνώσει. Τις ήξερε αλλά έκανε ότι δεν καταλαβαίνει. Έκανε πολύ συχνά ότι δεν καταλαβαίνει, αφήνοντας μόνο ένα χαμόγελο να φαίνεται, ήταν ο τρόπος της να αποκρούει επιθέσεις γιατί εκτός από ικανό υπήρξε και ένα πρόσωπο αμφιλεγόμενο, που «κατάφερε» να διχάσει όσο κανένα τον κόσμο της τέχνης με φανατικούς υποστηρικτές και πολέμιους που δημόσια έχουν πάρει θέση και εκείνη να επαναλαμβάνει συχνά μόνο μια φράση δημοσίως: «Μη χτυπάτε την πινακοθήκη».
Το επανέλαβε συχνά τα τελευταία χρόνια, ειδικά στην περίπτωση της κλοπής του Πικάσο, ότι ο στόχος ήταν εκείνη, ότι η κλοπή έγινε για να πληγεί η αξιοπιστία της, είχε πει στη LIFO «Το πιστεύω απόλυτα ότι η ληστεία ήταν στημένη! Το τάιμινγκ δεν ήταν καθόλου τυχαίο». «Έχετε κάποιους ανθρώπους υπόψη σας που μπορεί να κρύβονται από πίσω;», Είχε, αλλά, όπως τόνιζε, «Φυσικά και δεν πρόκειται να σου πω ονόματα. Κάποιοι δεν ήθελαν να συνεχίσω. Άνθρωποι με προσωπικές φιλοδοξίες. Κοίταξε, εγώ τη βρήκα έτσι αυτή την κατασκευή όταν ήρθα στο μουσείο και πίστευα κι εγώ ότι ήταν ασφαλής, δεν ήξερα ότι ήταν τρωτό το σημείο, αλλά αυτό ακριβώς είναι που με βάζει σε υποψία: Ήταν κάποιος που ήξερε την Πινακοθήκη – και, βέβαια, τα έργα που εκλάπησαν δεν μπορούν να πωληθούν πουθενά. Και αυτό με κάνει να υποπτεύομαι ανθρώπους που είναι στον χώρο μας. Μπορώ να καταλάβω γιατί να κλέψουν τον Πικάσο, αλλά τον μικρό Μοντριάν; Ποιος τον έβαλε στο μάτι; Ο ληστής ήταν φιλότεχνος και ήξερε τι να κλέψει; Επιμένω, λοιπόν, σε εκείνη τη δήλωση. Έληγε η θητεία μου σε πέντε μέρες. Δεν είναι κοινοί κλέφτες – αυτοί, τουλάχιστον, που συνέλαβαν το σχέδιο», δείχνοντας στην ουσία εσωτερικούς εχθρούς. Η θητεία της ανανεώθηκε τότε, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, η ίδια ήταν πολύ φειδωλή όταν οι πίνακες επέστρεψαν στην Πινακοθήκη το 2021, οι εξαγγελίες του υπουργείου για σχετικά σύντομη έκθεσή τους στις αίθουσες σχεδόν ξεχάστηκαν και αυτές.
Τρεις δεκαετίες δράσης
Επί 30 χρόνια η Μαρίνα Λαμπράκη Πλάκα κατάφερε στα σταθεί στο πόστο της αυτό παρά τα προβλήματα που αντιμετώπισε.
Γράφτηκαν πολλά μετά το θάνατό της, αλλά νομίζουμε ότι το αφιέρωμα της Κατερίνας Ι. Ανέστη, στη iefimerida.gr τη χαρακτηρίζει απόλυτα, ιδιαίτερα εκεί που περιγράφει την πρώτη τους συνάντηση.
«Είναι Νοέμβριος του 2007. Βρίσκομαι σε μια ξενάγηση μέσα στο Μουσείο Guggenheim στη Νέα Υόρκη, στον δεύτερο όροφο της υπέροχης σπείρας που αποτελεί σήμα κατατεθέν του μουσείου. Ακούω τον ξεναγό του μουσείου, όταν ξαφνικά μια φωνή γυναικεία, με γνώριμη χροιά, με άψογα αγγλικά αλλά προφορά προφανώς ξενική, διακόπτει τον ξεναγό. Αρχίζει να μιλάει για το έργο μπροστά μας – έναν Πικάσο -, να κάνει τις δικές της παρατηρήσεις, με την ομάδα των επισκεπτών να κοιτούν άφωνοι και κάπως μαγεμένοι αυτή την μελαχρινή, όχι ιδιαιτέρως ψηλή, απροσδιορίστου ηλικίας γυναίκα, με το καπέλο στα μαλλιά, μια τεράστια καρφίτσα με φτερά παγωνιού στο πέτο και γάντια στα χέρια. Ήταν η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα. Η αβύθιστη Μαρίνα του ελληνικού Πολιτισμού».
Πάντα είχε άριστες σχέσεις με τα media, γεγονός που συχνά έφερνε σε αμηχανία ή και εξόργιζε τους πολιτικούς προϊσταμένους της / Εurokinissi.
Αποθέωση και αμφισβήτηση, δόξα και πόλεμος.
Ελάχιστοι γνώριζαν ποια ήταν αυτή η γυναίκα που με τόσες λεπτομέρειες, με ιστορικά στοιχεία, αλλά κυρίως με συναισθηματικές αναφορές μιλούσε για τα έργα της συλλογής Guggenheim. Οι Έλληνες φυσικά αναγνωρίσαμε τη Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, την από το 1992 διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης. Κυρίως ακαριαία «συναντήσαμε» αυτό το αδιαμφισβήτητο χάρισμα που είχε στις ομιλίες, στις περιγραφές, στη δημιουργία ιστοριών με τον μαγικό τρόπο που είχε ο Δεληβορριάς, που έχει ο Σταμπολίδης – μόνη γυναίκα αυτή αναμεσά τους. Αν εξαιρέσει κανείς την Ντόλλυ Γουλανδρή, ιδρύτρια του μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης, ελάχιστες γυναίκες είχαν τόση εξουσία και τόσο καθοριστική δράση στον χώρο του Πολιτισμού στην Ελλάδα, χωρίς να είναι οι ίδιες πολιτικοί. Η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, η ιστορική διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης που έφυγε από τη ζωή το πρωί της Δευτέρας του Αγίου Πνεύματος – παρά τη μάχη που έδωσαν οι γιατροί -, υπήρξε μια από αυτές τις γυναίκες.
Επί ακριβώς 30 χρόνια κατόρθωσε να παραμείνει στη θέση της, να ανανεώνουν τη θητεία της όλες οι κυβερνήσεις: ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ – μάλιστα στην υπηρεσιακή κυβέρνηση της Βασιλικής Θάνου τον Αύγουστο του 2015 ήταν αναπληρώτρια υπουργός Πολιτισμού, διάδοχος του Νίκου Ξυδάκη, o οποίος την είχε υποδεχθεί τότε στην Μπουμπουλίνας κρατώντας μια ανθοδέσμη. Παράλληλα, κατόρθωνε να συγκεντρώνει τεράστιες χορηγίες από εταιρείες, προσωπικότητες και τα ιδρύματα Ωνάση, Κωστόπουλος και Νιάρχος. Ήταν η αβύθιστη Μαρίνα του ελληνικού Πολιτισμού και αυτό εξόργιζε πολλούς, τους έκανε να χυδαιολογούν, χωρίς ποτέ η ίδια να τους απαντήσει.
Αλάνθαστη στρατηγική
Μοίραζε παντού σημειώματα, που έγραφε με φροντίδα η ίδια, συχνά με μικρά σκίτσα της επάνω. Αντί να σηκώσει το τηλέφωνο, προτιμούσε τη θέρμη και την προσωπική χροιά ενός γράμματος. Είχε άριστες σχέσεις με τους δημοσιογράφους και συχνά έκανε υπουργούς να σαστίσουν με το πώς έκλεβε την «παράσταση» και καθόριζε την ατζέντα. Δεν συγκρούστηκε ποτέ με μέσα ενημέρωσης, ακόμα και όταν δέχθηκε επιθέσεις, και ήταν πάντα έτοιμη την επόμενη ημέρα να απαντήσει στα αιτήματα και τις ερωτήσεις αυτών των μέσων για τις ανάγκες του επόμενου θέματος. Στρατηγική αλάνθαστη.
Σε έναν μήνα, τον Ιούλιο, έληγε η θητεία της. Ο κύκλος των 40 ετών. Με την ίδια να δηλώνει ότι από τη στιγμή που ολοκλήρωσε το μεγάλο της έργο, την κατασκευή και πλήρη λειτουργία της νέας Εθνικής Πινακοθήκης, δεν είχε λόγο να συνεχίσει. Ότι είχε έρθει η ώρα των νέων παιδιών, αν και δύσκολα θα αποχωριζόταν την Εθνική Πινακοθήκη.
Εξάλλου είχε μόλις αρχίσει να κλείνει αυτό που χαρακτήριζε τραύμα στη συνείδησή της. Είχε βρεθεί και επιστραφεί ο πίνακας του Πικάσο που είχε κλαπεί από την Εθνική Πινακοθήκη το 2012 – τα έτη που λήγουν στον αριθμό δύο ήταν καρμικά για την επαγγελματική της πορεία. Ο τελευταίος χρόνος της ζωής της, ο τελευταίος χρόνος της καριέρας της ήταν για την ίδια ένας χρόνος ένδοξος. Τον περασμένο Οκτώβριο ξενάγησε τον Εμανουέλ Μακρόν και τον Κυριάκο Μητσοτάκη στη μεγάλη έκθεση που οργανώθηκε στο μουσείο του Λούβρου με τίτλο «Παρίσι – Αθήνα. Γέννηση της σύγχρονης Ελλάδας (1675-1919)». Τον Απρίλιο συμμετείχε στην εθνική αποστολή της Ελλάδας στην Μπιενάλε της Βενετίας ως εθνικός επίτροπος.
Σε δύο μέρες θα παρουσίαζε μια μεγάλη έκθεση, που θα ήταν και ίσως το κύκνειο άσμα της στην Εθνική Πινακοθήκη. Η έκθεση για τον Κωνσταντίνο Παρθένη και την ιδανική του Ελλάδα. Ως και την προηγούμενη Πέμπτη έστηνε έργα, υπέγραφε έγγραφα, συντόνιζε τις τελευταίες λεπτομέρειες. Το Σάββατο εισήχθη στο νοσοκομείο αιφνιδίως.
Ο θάνατος της Μαρίνας Λαμπράκη Πλάκα προκάλεσε συγκίνηση και στην τοπική κοινωνία. Γιατί η σπουδαία αυτή γυναίκα είχε πάντα την πόρτα της ανοικτή σε κάθε θέμα που απασχολούσε το Ρέθυμνο. Το πέρασμά της από τη Φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου Κρήτης ως επισκέπτρια καθηγήτρια, άφησε γόνιμο και παραγωγικό έργο.
Όσο και αν το φορτωμένο από υποχρεώσεις πρόγραμμά της δεν της επέτρεπε να ανταποκρίνεται σε κάθε πρόσκληση για μια συμμετοχή σε πολιτιστικό γεγονός, εκείνη ποτέ δεν αρνήθηκε σε εκδηλώσεις του Ρεθύμνου τη συμμετοχή της. Ιδιαίτερα σε αυτές που είχαν σχέση με τον Παντελή Πρεβελάκη.
Σε μια από αυτές την πλησίασα για να συμπληρώσω το ντοκιμαντέρ μου «Θυμάμαι τον Παντελή Πρεβελάκη». Κι όταν τη ρώτησα αν θεωρεί πως το Ρέθυμνο έχει τιμήσει όσο θα έπρεπε τον μεγάλο δημιουργό εκείνη μετά από μικρό δισταγμό μου απάντησε:
«Για τον Παντελή Πρεβελάκη πότε δεν είναι αρκετή και η μεγαλύτερη τιμητική διάκριση. Ο ίδιος όμως ποτέ δεν «χρέωσε» στην πόλη του υποχρεώσεις τιμών. Ήθελε να ακούει πάντα τα καλύτερα για το Ρέθυμνο. Αυτό του αρκούσε για να μην αποζητά για τον εαυτό του τίποτα το περισσότερο».
Όπως και ο μεγάλος της δάσκαλος έτσι κι εκείνη έμαθε να ζει χωρίς να απαιτεί, χωρίς να ζητά ποτέ τίποτα περισσότερο από την λαμπρή πορεία της Πινακοθήκης. Και τα κατάφερε να πετύχει τους στόχους της όσο κι αν δαίμονες έστηναν παγίδες για την «εξαφανίσουν». Ποτέ δεν χάνεται το φως που εκπορεύεται από τις μεγάλες αξίες.