Με αναγνωρισμένη διεθνώς μέθοδο ο Ιωάννης θεράπευσε αναρίθμητους χανσενικούς
Όπως «Κάθε νόμισμα έχει δυο όψεις» έτσι και σε μια οικογένεια μπορεί να εκπροσωπείται καλό και κακό αντίστοιχα σε πράξεις ζωής μελών της.
Μια φωτογραφία σε ένα κείμενο του κ. Γιάννη Παπιομύτογλου με τίτλο «Μια ανεπιθύμητη δοξολογία» που απεικονίζει κάποιον Ιωάννη Μαρκιανό με προβλημάτισε. Γιατί κάθε αναφορά στο επώνυμο αυτό παραπέμπει σε σκοτεινή εποχή που έσπειρε δεινά και στην τοπική κοινωνία. Ποιος να ήταν άραγε αυτός ο ανθυπίατρος που αναφέρεται στο δημοσίευμα του κ. Παπιομύτογλου, μια άγνωστη εντελώς σελίδα της τοπικής ιστορίας που μας φωτίζει άπλετα η εργασία του επιφανούς μας λογίου και ερευνητή.
Το δημοσίευμα αναφέρεται στον Μάιο 1921 και στα επεισόδια που προκάλεσε η επιμονή των 300 πεζοναυτών να κατεβάσουν τις εικόνες του Βενιζέλου που δέσποζαν στα περισσότερα καταστήματα. Η δοξολογία στην οποία αναφέρεται ο κ. Παπιομύτογλου είναι αυτή που τελέστηκε με παντελή απουσία λαού την ημέρα εορτής του βασιλέα Κωνσταντίνου.
Στο εξαιρετικού ενδιαφέροντος αυτό δημοσίευμα αναφέρεται ο Ρεθεμνιώτης γιατρός Ιωάννης Μαρκιανός που στα γεγονότα υπηρετούσε έφεδρος ανθυπίατρος στο Έμπεδο Ρεθύμνης και αργότερα εξελίχθηκε σε καθηγητή Δερματολογίας σύμφωνα με τα στοιχεία μιας φωτογραφίας.
Κι ήταν φυσικό να κεντρίσει το ενδιαφέρον μου το επώνυμο αυτό που φέρνει αμέσως στο νου έναν από τους «εφιάλτες» της Κατοχής τον εγκάθετο από τον εχθρό νομάρχη Στυλιανό Μαρκιανό. Και τι δεν είχε κάνει ο άνθρωπος αυτός σε βάρος του λαού μας. Να σας θυμίσω ορισμένα από παλιό μου αφιέρωμα.
Μπορεί σαν δικηγόρος ο Στυλιανός Μαρκιανός να αναφέρεται ανάμεσα στην ομάδα που προσέφερε υπηρεσίες στις οικογένειες των στρατιωτών που πολεμούσαν στο μέτωπο, αλλά ο διορισμός του από τους ναζί ως νομάρχης Ρεθύμνης στις 29 Μαΐου 1941 άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου.
Είναι γεγονός ότι διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην υπόθεση με τα «αρτίδια» η κατάργηση των οποίων προκάλεσε διαδήλωση μαθητών μεσούσης της Κατοχής. Σύμφωνα με την αείμνηστη Στέλλα Ροζίτα Κωνσταντίνου, αντιπροσωπία μαθητών είχε παρουσιαστεί στον νομάρχη στις 20 Μαΐου 1944 να διαμαρτυρηθεί γιατί τα αρτουλάκια που διανέμονταν ήταν μεγάλη παρηγοριά στην πείνα που τα μάστιζε και η κατάργησή τους δημιουργούσε και πρόβλημα επιβίωσης.
Και τι έκανε ο νομάρχης; Ειδοποίησε τους ναζί. Φτερά στα πόδια έβαλε η αντιπροσωπεία για να γλιτώσει τη σύλληψη. Το γεγονός επιβεβαίωνε και ο Μάρκος Πολιουδάκης που έτυχε να είναι παρών στη συζήτηση με την αείμνηστη συγγραφέα και κοινή φίλη.
Σχετικά με το θέμα κάτι πιο σοβαρό αναγράφεται σε έντυπο της ΠΕΑΕΑ Ρεθύμνου, Εθνική Αντίσταση, σελ. 29-30). Στο αίτημα των μαθητών ο Μαρκιανός απάντησε: «Τα κορίτσια, αν θέλουν ψωμί, να πάνε καθαρίστριες στους Γερμανούς που δίνουν ψωμί και δεν βρίσκουν υπηρετικό προσωπικό».
Σχετικά με τον Μαρκιανό ο Χρίστος Τζιφάκης αναφέρει (Τζιφάκης, Ημέραι, σελ. 276-277).
«Η εν γένει διοίκησίς του ως Νομάρχου δεν ικανοποίησεν τας προβλέψεις του πληθυσμού του Νομού και τελικώς από ωρισμένα περιστατικά ο λαός του Νομού τον εχαρακτήρισεν ως δοσίλογον. Ίσως τα έκδηλα φανατικά αντικομμουνιστικά του φρονήματα και η αδυναμία του να συλλάβη το νόημα του απελευθερωτικού μας αγώνος τον παρέσυραν και εις πράξεις εις βάρος του αγώνος τούτου… (Η) πεποίθησίς του περί την τελικήν Γερμανικήν Νίκην τον εξέθεσε και δι’ ασχολίας πέραν των Νομαρχικών του δικαιωμάτων και ούτω η εξορία-ομηρία-εις Γερμανίαν πολιτών απεδόθη αποκλειστικώς και μόνον εις ενεργείας του, χωρίς τούτο να αποδειχθεί»Και για το τέλος που είχε αναφέρει: «[Ε]πετεύχθη η σύλληψις του κ. Μαρκιανού, όστις οδηγήθη εν ασφαλεία εις τας ποινικάς φυλακάς Ρεθύμνης. Επηκολούθησεν η παραπομπή τούτου εις τα Νόμιμα δικαστήρια δοσιλόγων και κατεδικάσθη ούτος. Αποφυλακισθείς μετά την έκτισιν της επιβληθείσης αυτώ ποινής εφονεύθη παρ’ αγνώστου τας πρώτας ημέρας της αποφυλακίσεώς του» (Τζιφάκης, Ημέραι, σελ. 277-278).
Ο «άγνωστος» ήταν ο Μανούσος Μοράκης, ένα πραγματικό παλικάρι που θέλησε να πάρει εκδίκηση για τον θάνατο του αδελφού του, Γιώργου, που ήταν μέσα σε καταλόγους που είχε παραδώσει ο Μαρκιανός στους Γερμανούς. Σύμφωνα με τον Μάρκο Πολιουδάκη (Μαρτυρολόγιο, σελ. 72) τα αδέρφια Γιώργης και Μανούσος Μόρος ή Μοράκης κατάγονταν από την Αρχοντική στα δυτικά του Ρεθύμνου. Ο Γιώργης μεταφέρθηκε αρχικά στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Ebensee και σκοτώθηκε στις 15 Φεβρουαρίου 1945 στο Auschwitz.
Για την ιστορία να αναφέρουμε ότι οι Μοράκηδες κατάγονταν από τα Σφακιά. Προέρχονται από την παλιά οικογένεια των Μαυροπάτερων και αποτελούσαν κλάδο της βυζαντινής οικογένειας των Σκορδυλών, ή Σκορδύληδων.
To μικρότερο παιδί του Μαυροπάτερου το έλεγαν μωρό και από εκεί προήλθε το επώνυμο Μοράκης. Το συνθετικό Μαυρο- έμπαινε συχνά πρώτο την εποχή εκείνη και φανέρωνε την ευγενική καταγωγή. Σε παλιά δοκίμια, άτομα της οικογένειας αναφέρονται ως Μοριανοί, ή Μώροι.
Το προσκλητήριο τραγούδι της επανάστασης του Δασκαλογιάννη, λέει:
«Δασκαλιανοί στον Πατσιανό και Παττακοί στη Νίμπρο,
οι Βλάχοι στην Ανώπολη κι οι Μοριανοί στ’ Ασκύφου,
στ΄ Ασφένδου Δεληγιάννηδες και στα Σφακιά Στρατίκοι,
Μπονάτοι στην Αράδαινα, και εις το Μουρί Σκορδύλοι
Πάτεροι στην Ανώπολη, Χούρδοι στον Αϊ Γιάννη,
ελάτε στον Ομπρόσγιαλο».
Το χωριό Ασκύφου των Σφακίων αναφέρεται ως τόπος καταγωγής των Μοριανών, ή Μόρων, ή Μοράκηδων. Με το όνομα Ανδρέας, ή Ανδρουλιός Μοράκης, γράφεται στην ιστορία των Σφακίων ο οπλαρχηγός του Ασκύφου στην Επανάσταση του Δασκαλογιάννη το 1770. Το όνομα Μοράκης αλλού γράφεται με Μο- και αλλού με Μω-. Πιθανόν το σωστότερο είναι να γράφεται με Μο- και προέρχεται από το Μοριανός.
Η οικογένεια υπήρχε στο χωριό Ασκύφου, στον οικισμό Αμμουδάρι, των Σφακίων μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Ο Ιωάννης Μοράκης με τον αδερφό του Εμμανουήλ (Χατζή) Μοράκη, γιοι του Ανδρέα, που ήταν απόγονος του Πωλιού Μοράκη, ήταν οι τελευταίοι που μετακόμισαν στην περιοχή της λίμνης του Κουρνά, του Αποκόρωνα, στο Σφακιανό μετόχι, Κάβαλος. Ο Ιωάννης Μοράκης είχε δύο γιους τον Ανδρέα, που γεννήθηκε στ’ Ασκύφου το 1886 και τον Μανώλη, ενώ ο Εμμανουήλ (Χατζής) Μοράκης πέθανε άτεκνος.
Προγενέστερα, άλλα μέλη της οικογένειας, μετακόμισαν σε χωριά του Ρεθύμνου (Επισκοπή, Αρχοντική). Το όνομα Μοράκης, ή Μωράκης απαντάται σήμερα σε πολλά μέρη της Κρήτης. Μακρινοί απόγονοι της οικογένειας απαντώνται επίσης σε νησιά του Αιγαίου όπως η Άνδρος, η Πάρος, η Χίος και στην Πελοπόννησο, καθώς μέλη της οικογένειας μετέβηκαν εκεί πριν την ένωση της Κρήτης με την υπόλοιπη Ελλάδα. Αρκετοί απόγονοι της οικογένειας κατοικούν σήμερα στην Αθήνα και κάποιοι στο εξωτερικό (ΗΠΑ, Γερμανία, Καναδάς) (Πηγη: Σφακιά η ρίζα της Κρήτης).
Με τη δολοφονία του Μαρκιανού πέρασε στην ιστορία ένας νεότερος Μωράκης από την οικογένεια αυτή.
Αρκετές λεπτομέρειες για τον νομάρχη Μαρκιανό περιέχονται στο βιβλίο των Μανόλη Παντινάκη και Αντώνη Σανουδάκη «Πόθος λευτεριάς» όπου ο αγωνιστής Γιάννης Σπιθουλάκης καταθέτει συγκλονιστικές μαρτυρίες.
Σύμφωνα με τον Γεώργιο Εκκεκάκη ο Στυλιανός θα μπορούσε να χαρακτηριστεί πρώιμος οικολόγος. Το 1923 ήταν πρόεδρος του σωματείου Φιλοδασική Ένωση Ρεθύμνου. Στον τόπο του όμως φάνηκε εχθρικός και ιδιαίτερα στον λαό του κι αυτά η ιστορία δεν τα ξεχνά όταν έρχεται η στιγμή να βάλει πρόσημο στη βιογραφία τους.
Καλός άγγελος των λεπρών
Για τον Ιωάννη τώρα μας δίνει πλήρη στοιχεία ο Μιχαήλ Μυρ. Παπαδάκης σε νεκρολογία του για το σπουδαίο επιστήμονα, που δημοσιεύτηκε στην Κρητική Επιθεώρηση (31-1-1980).
Από αυτή την νεκρολογία αντλήσαμε τα στοιχεία για το αφιέρωμα που ακολουθεί.
Ο Ιωάννης Μαρκιανός γεννήθηκε στην Αργυρούπολη Ρεθύμνου στα 1894. Καταγόταν από τους Παπαμαρκάκηδες της Ασή Γωνιάς και το είχε έπαινο και καμάρι. Φοίτησε στο Γυμνάσιο Ρεθύμνης και ήταν ο πρώτος των πρώτων. Όλοι είχαν να το πουν και όλοι τον καμάρωναν για τον ακέραιο χαρακτήρα του. Κανένας μαθητής δεν έφτανε τον Γιάννη Παπαμαρκάκη Μαρκιανό.
Τέλειωσε το Πανεπιστήμιο της Αθήνας από όπου και πήρε το πτυχίο της Ιατρικής και μετά υπηρέτησε στον στρατό της Αμύνης πολεμώντας και στο Μέτωπο της Μικράς Ασίας όπου πολέμησε με αφάνταστη γενναιότητα και αυταπάρνηση ως έφεδρος ανθυπίατρος.
Όταν επέστρεψε στην καθημερινότητά του πολίτης πλέον έφυγε αμέσως για το Πανεπιστήμιο του Παρισιού όπου ειδικεύτηκε στη Δερματολογία. Ασχολήθηκε με τη συγγραφή σε θέματα της επιστήμης του και τα συγγράμματά του αυτά κέρδισαν την εκτίμηση της επιστημονικής κοινότητας διεθνώς.
Επέστρεψε στην Ελλάδα και άρχισε να ασχολείται με την έρευνα αντικείμενο που του έγινε σκοπός ζωής. Σύντομα αναγνωρίστηκε στον χώρο του και εξελέγη στο Πανεπιστήμιο ως υφηγητής Δερματολογίας. Δεν κάθισε όμως για πολύ στις δάφνες του. Έφυγε πάλι στο εξωτερικό αλλά αυτή τη φορά με πιο σημαντικό στόχο. Ήθελε να ολοκληρώσει τις εργασίες του στον κλάδο θεραπείας της λέπρας. Ίσως να τον είχε επηρεάσει σαν Κρητικό και η Σπιναλόγκα.
Γεγονός είναι ότι η λέπρα ήταν η μεγάλη κατάρα που δεν άφηνε κανέναν ανεπηρέαστο.
Πόσοι δεν άκουσαν και έφριξαν για τη συνοικία Μεσκινιά στο Ρέθυμνο «Μεσκίνης» στα τούρκικα είναι ο λεπρός.
Τραγική η μοίρα των λεπρών (Υπάρχει ένα σπουδαίο βιβλίο του Χαρίδημου Παπαδάκη δικηγόρου που αποτελεί μια πραγματεία στο θέμα αυτό).
Σίγουρα θα είχε επηρεάσει και τον Μαρκιανό το θέαμα όσων λεπρών μπορούσαν να περπατήσουν που έσερναν τα βήματά τους στα δρομάκια του Ρεθύμνου για να ζητιανέψουν λίγο ψωμί.
Αυτές οι μνήμες σίγουρα θα είχαν επηρεάσει στις επιλογές του και τον Μαρκιανό αφού τις βίωνε στην πιο τρυφερή του ηλικία.
Τελικά χάρις στις επίπονες και συνεχείς έρευνές του κατάφερε να βρει μια μέθοδο ανίχνευσης στον ανθρώπινο οργανισμό του βακτηριδίου της λέπρας. Όπως αναφέρει ο κ. Γιάννης Παπιομύτογλου ο Μαρκιανός ήταν ο πρώτος που εφάρμοσε στην Ελλάδα από την 1Η Αυγούστου του 1947 ως διευθυντής του Αντιλεπρικού Σταθμού Αθηνών τη θεραπεία της λέπρας με το φάρμακο «σουλφόνη». Λίγα χρόνια αργότερα δόθηκαν και τα πρώτα εξιτήρια σε ασθενείς μετά από τη θεαματική επιτυχία της θεραπείας αυτής.
Θα πρέπει να ένοιωθε ιδιαίτερα ευτυχής αφού κατάφερε να βοηθήσει τόσους χανσενικούς ανάμεσα στους οποίους πολλοί ήταν κρητικοί.
Να θυμίσουμε ότι κατά την πενταετία 1930-1935 ξεκίνησε η μεταφορά και εγκατάσταση των ασθενών στο Νοσοκομείο Λοιμωδών Νόσων στην περιοχή του δήμου Αγίας Βαρβάρας σε ειδικά διαμορφωμένους και σχετικά απομακρυσμένους χώρους. Σ’ αυτό τοποθετήθηκε διευθυντής ο Ιωάννης Μαρκιανός και πρόσφερε σημαντικές υπηρεσίες για πολλά χρόνια.
Ζούσε επάξια μεγάλες στιγμές επιστημονικής καταξίωσης. Αυτό που δεν έγινε ποτέ ευρύτερα γνωστό είναι ότι ο Μαρκιανός όχι μόνο δεν απόλαυσε πλούτη από το λειτούργημά του αλλά αντίθετα πολλές φορές βοήθησε πάσχοντες και από το πενιχρό του βαλάντιο.
Σεμνός, αξιοπρεπής, έντιμος, όπως μας τον περιγράφει ο Μιχαήλ Μυρ. Παπαδάκης είχε απομονωθεί και αφοσιωθεί απόλυτα στην επιστήμη του. Ουδέποτε επιδίωξε την προβολή και έμενε πεισματικά μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Στις κοινωνικές του συναναστροφές ήταν ιδιαίτερα επιφυλακτικός. Προτιμούσε να περνά τον ελεύθερο χρόνο του, όσο είχε φυσικά στο εργαστήριο και στις μελέτες του.
Από τα μεγάλα του επιτεύγματα ήταν η όμορφη οικογένεια που είχε δημιουργήσει και από αυτή γνώρισε την ευτυχία που ποθεί κάθε άνθρωπος.
Αυτός ήταν ο Ιωάννης Μαρκιανός, ο ευεργέτης των λεπρών που δεν αναφέρεται σε δέλτους τιμής όπως θα του άξιζε. Όπως και τόσοι άλλοι σημαντικοί άλλωστε.