Σκέπτομαι καμιά φορά πως θα ένοιωθαν οι σύγχρονοι Ρεθεμνιώτες αν γνώριζαν έστω για μια μέρα το Ρέθυμνο μιας άλλης εποχής. Αυτή που ζήσαμε η γενιά του Πολυτεχνείου, η τελευταία των «τυχερών» κατά πως λένε οι παλιότεροι.
Ναι ίσως είναι κι έτσι. Κατέβαινες στην αγορά και δεν σταματούσες τις καλημέρες. Σαν να βρισκόσουν στο σπίτι σου και καλημέριζες την οικογένεια.
Ερχόταν κάποιος ξένος στην πόλη και έψαχνε κάποιον δικό του; Εκεί στην πλατεία Τεσσάρων Μαρτύρων, στο στέκι του Νικολαΐδη, που έπιανες τον παλμό της πόλης, θα εύρισκε άκρη στην αναζήτησή του. Κι ήταν άνθρωποι αυτοί που έδιναν το χρώμα στη μικρή μας πολιτεία. Άνθρωποι όπως ο Μάρκος Γιουμπάκης.
Χτύπησε πάλι πένθιμα η καμπάνα της μνήμης για να θυμίσει πως Γενάρη του 1976 είχε αναστατωθεί το Ρέθυμνο από τη μια πλευρά στην άλλη.
Πέθανε ο Μάρκος άκουγες. Και δεν χρειαζόσουν διευκρίνιση. Ο Μάρκος Γιουμπάκης ήταν το κύτταρο της χαράς, της δημιουργίας, της ελπίδας για ένα καλύτερο αύριο. Και στο θλιβερό άκουσμα μάταια προσπαθούσες να συνηθίσεις στην ιδέα ότι αυτός ο ήλιος της χαράς και του ψυχικού μεγαλείου είχε βασιλέψει μόλις στα 48 του χρόνια.
Ο εκλεκτός λόγιος και στενός συνεργάτης του στη Βιβλιοθήκη Μιχάλης Τζεκάκης είχε εκφωνήσει έναν επικήδειο μνημείο πραγματικά έντεχνου λόγου. Ο πρώην διευθυντής της Βιβλιοθήκης του πανεπιστημίου Κρήτης με ένα μοναδικό τρόπο είχε σκιαγραφήσει τη μορφή του Μάρκου Γιουμπάκη κι είχε αναπτύξει περίτεχνα όλες τις πτυχές της προσωπικότητάς του που ήταν και τόσο σημαντικές. Ήταν σπάνιος άνθρωπος ο Γιουμπάκης που εκτός των άλλων είχε με επιτυχία ασχοληθεί με τη δημοσιογραφία. Και μας είχε αφήσει τόσα διαχρονικά κείμενα όπως αυτή η συνέντευξη με την Αλίκη Βουγιουκλάκη που ακόμα και σήμερα διατηρεί στοιχεία ενός απολαυστικού αφηγήματος.
Ήταν μοναδικός ο αξέχαστος Μάρκος. Ελάχιστα χρόνια κράτησε η γνωριμία μας. Αν και πέρασαν δεκαετίες από τον θάνατό του, τον αναζητώ όποτε η πόλη γονατίζει και πνιγόμαστε σε μια μιζέρια ψυχής.Αναζητώ το χιούμορ, το κέφι του, το έξυπνο καλαμπούρι του. Μου λείπει το πείσμα του για να δούμε τον τόπο μας λίγο ψηλότερα. Αυτός ήταν ο Μάρκος Γιουμπάκης. Ένας ωραίος άνθρωπος.
Γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1928. Μοναδικό βιός της φαμίλιας του το φιλότιμο και η αδιαμφισβήτητη εντιμότητα. Ο Μάρκος, στα γυμνασιακά του χρόνια, βίωσε τη φρίκη της κατοχής. Ο θάνατος έγνεφε πολλές φορές από μακριά και η στέρηση μαράζωνε τις μέρες.
Αυτός όμως είχε βρει το μεγάλο γιατρικό για να ξεπερνά εκείνα τα βιώματα. Διακωμωδούσε με υγιή και έξυπνο τρόπο, το κάθε τι. Και είχε τη μοναδική ικανότητα να παρασύρει και τους άλλους σε μια πιο αισιόδοξη αντιμετώπιση της κακομοιριάς που μάστιζε το Ρεθυμνάκι μας.Η επαφή και η συνεργασία με τον τιτάνα της πολιτιστικής μας ζωής Πολύβιο Τσάκωνα τον επηρέασε βαθιά. Τον άκουγε με βαθιά προσοχή και συμφωνούσε μαζί του, πως όταν το Ρέθυμνο διαθέτει παράδοση στο πνεύμα δεν του χρειάζεται τίποτα περισσότερο για να δώσει σαν πόλη το στίγμα του.
Η μεγάλη ιδέα της Βιβλιοθήκης έγινε και δικός του πόθος. Μου έλεγαν παλιά, χρόνια πάνε από τότε, ότι ο Μάρκος μάζευε φύλλο-φύλλο έντυπα κι εφημερίδες για να δημιουργήσει σώματα και να υπάρχει ένα αρχείο του τόπου. Ήταν η πρώτη ας πούμε «μαγιά» για το θαύμα που θα ακολουθούσε…
Για ένα μεγάλο διάστημα τρεφόταν με το όραμα, γιατί ποιος θα τον αντάμειβε για τον μόχθο του; Και δεν ήταν μόνο στην υπηρεσία της Βιβλιοθήκης, ανιδιοτελής εργάτης. Κάθε κοινωνική δράση τον συγκινούσε και τον ενθουσίαζε. Έτσι βρέθηκε και στους προσκόπους που του έδιναν την ικανοποίηση ότι συμμετέχει ένα θεσμό στα μέτρα του: Αγάπη για τη φύση, φροντίδα για τον συνάνθρωπο. Αγάπη για τον αθλητισμό που υπηρετούσε ως μέλος του Δ.Σ του ΑΟ «ΑΡΗΣ».
Ένας ιδεολόγος
Ένας ιδεολόγος ήταν πάντα. Από τους λίγους ανθρώπους που διέθετε όραμα. Με τη στράτευσή του βρέθηκε στην Κορέα. Εθελοντής από κούνια. Κάθε τι που έκρυβε αγνό ιδεαλισμό τον συγκινούσε. Σαν όλους τους ομοίους του πικράθηκε αρκετές φορές. Μα είχε τόσο μεγάλη καρδιά που χωρούσε συγγνώμη για κάθε παραστράτημα ακόμα και της ανθρωπότητας.
Επιστρέφοντας κάθισε κι έγραψε τις εντυπώσεις του που δημοσίευσε σε συνέχειες. Και μάλιστα δυο φορές με κάποια χρόνια απόσταση η μια από την άλλη. Γλαφυρή η πένα του έδινε με ξεχωριστό τρόπο ακόμα κι αυτή τη μαύρη σελίδα της σύγχρονης ιστορίας. Αναφέρει μεταξύ άλλων για την πρώτη του επαφή με τον λαό της Κορέας.
«Ο καταυλισμός έχει στη μέση το αεροδρόμιο και δεξιά και αριστερά δύο μεγάλα Χωριά.
Μας τακτοποιούν σε μεγάλες σκουάτ με κρεββάτι εκστρατείας με σόμπες. Αμέσως ο πρώτος μας πόθος γίνεται τα γράμματα. Είναι τώρα μήνας περασμένος χωρίς να ξέρομε τι γίνεται στα σπίτια μας και τα σπίτια μας τί γινόμαστε εμείς, γι’ αυτόν τον λόγο φεύγει ο υπολοχαγός Στεφανάκης από τα Χανιά για το Τόκιο για να τακτοποιήσει το σπουδαίο ταχυδρομικό ζήτημα. Η δεύτερη ημέρα μας βρίσκει στον αυτό καταυλισμό. Είναι η ημέρα που ερχόμεθα αμέσως σε επαφή με τον Κορεατικόν λαόν. Από το πρωί πηγαίνω στο Choir’on με μια παρέα δικούς μας. Κατάπληξη μου προξενούν τα μικρά σπίτια τους με τα μικρά δωμάτια είναι όλα κτισμένα με ξύλα και λάσπη, δεν έχουν παράθυρα χωρίς τζάμια. Το τζάμι στο χωριό είναι είδος πολυτελείας. Με ψιλό άσπρο χαρτί έχουν ντύσει τις πόρτες ή παράθυρα ούτως ώστε να εμποδίζει το κρύο και να επιτρέπει λίγο φως να μπαίνει μέσα.
Ο ασβέστης είναι εντελώς άγνωστος και όλοι οι τοίχοι μέσα και έξω επενδυμένοι με χαρτί ως επί των πλείστον λευκό. Η στέγη κτισμένη με ανατολίτικη τέχνη όλο ξύλο σπανίως κρεμμύδι είναι σκεπασμένη με 10-15 πόντους πάχος ριζάχερο για να διατηρείται η στέγη στεγνή και ζεστή. Μέσα σε κάθε τέτοιο σπίτι μένουν 5-12 άτομα, μοναδικό έπιπλο είναι ένα ή δύο μικρά τραπεζάκια 12-18 πόντους, πάνω σ’ αυτό σερβίρεται το γεύμα τους μέσα σε βαθιές λεκανίδες από καθαρή πορσελάνη, κάθονται σταυροπόδι χάμω και με δύο ξυλάκια με τέχνη πιασμένα προσπαθεί να πιάσει λίγο φαΐ ή τσαπ-τσαπ όπως τη λένε αυτοί.
Το ψωμί είναι άγνωστο και το αντικαθιστά το ρύζι που άφθονο βρίσκεται σε κάθε τραπέζι….».
Σαν τέλειωσε και η περιπέτειά του αυτή, γύρισε και αφοσιώθηκε πια ολόψυχα στη Βιβλιοθήκη, πολύτιμος βοηθός του Πολύβιου Τσάκωνα.
Όπως αναφέρει ο Μιχάλης Τζεκάκης στη θαυμάσια νεκρολογία του ο Γιουμπάκης, είχε κάνει τον χώρο δίπλα από την Αγία Βαρβάρα δεύτερο σπίτι του. Εκεί στην εκκλησία παντρεύτηκε μια υπέροχη γυναίκα και εκεί επίσης βάφτισε τα παιδιά του.
Είπαν και δεν είναι ψέμα πως αν δεν υπήρχε το πάθος του Γιουμπάκη ίσως να μην είχαν Βιβλιοθήκη και μάλιστα την πρώτη Δημόσια Βιβλιοθήκη στην Κρήτη όταν στις άλλες πόλεις λειτουργούσαν δημοτικές.
Θα μπορούσε να δεχτεί αδιαμαρτύρητα κάθε κακοτυχία. Αρκεί να μην έθιγε τη Βιβλιοθήκη. Δεν άντεχε να τη βλέπει ούτε μισή ώρα κλειστή. Εκεί στο καθήκον, με την ευθύνη του διευθυντού ερχόταν σ’ επαφή με τα νιάτα κι έδινε κίνητρα για φιλαναγνωσία.
Κι όταν τέλειωνε η καθημερινή υποχρέωση στο επαγγελματικό καθήκον, στρεφόταν σε κοινωνική δράση που έδινε ζωντάνια στον τόπο.
Επόμενος χώρος λατρείας η σκηνή
Ένας τομέας που λάτρεψε και τον λάτρεψε, ήταν η Ερασιτεχνική Σκηνή του Ωδείου Ρεθύμνου. Ο Μανόλης ο Βογιατζάκης έπινε νερό στο όνομά του.
Ενδεικτικά, γιατί είναι πολλά τα δημοσιεύματα, στέκομαι σε ένα απόσπασμα του Κώστα Μαμαλάκη, από τη σειρά του «Η πόλη που δεν σβήνει».
Γράφει μεταξύ άλλων, για την παράσταση με το έργο του Νίκου Ορφανού «Καλά ξέτελα», όπου ο Μάρκος κρατούσε ένα βασικό ρόλο:
«Ο Μάρκος Γιουμπάκης, σαν Ανεμογιακουμής, είχε μπει στο «πετσί του ρόλου του».
«Ήταν απολαυστικός… Κυριαρχούσε στη σκηνή και την αλώνιζε. Έχω την εντύπωση ότι αυτοσχεδίαζε κιόλας κατά τρόπο βέβαια θεμιτό.
Είχε και κάτι ευρήματα χαριτωμένα που υποπτεύομαι πως ήταν δικής του έμπνευσης. Όπως το σπάσιμο του καρυδιού. Οι σιαγώνες του εκτελούσαν χρέη καρυοθραύστη.
Έσπαζε το καρύδι με μια απότομη κίνηση έχοντας κάνει λαβή, με τα χέρια του, στο πάνω μέρος του κεφαλιού του και του σαγονιού του.
Ή τσακίζοντας κούτσουρα αμπελοκουρμούλας, μ’ ένα περίεργο κωμικό τρόπο με την πατούχα του στιβανιού του.
Όλα αυτά όμως ήσαν ψυχολογημένα και γινόντουσαν σε κατάλληλη στιγμή, σαν εκδήλωση ευθυμίας, αμηχανίας, ψεύτικης οργής. Ήτανε και μαντιναδολόγος ο Ανεμογιακουμής. Έφθασε στο σημείο να μας δώσει και μικρό δείγμα μαντιναδομαχίας».
Και ο Μαμαλάκης κατέληγε:
«Έχω τη γνώμη, ότι αυτή η μάσκα του προσώπου του Γιουμπάκη, με το εκφραστικό ύφος, τις «μούτες», το αεικίνητο σκούρο που λάμπει από πονηριά βλέμμα, όλα αυτά τα σκηνικά προσόντα, εάν έχει και φωτογένεια, του δίνουν μεγάλη «κινηματογραφικότητα».
Οφείλουμε στο σημείο αυτό να θυμίσουμε ότι ο μόνος ηθοποιός που έμεινε στην ιστορία για τις «μούτες» του, τις γκριμάτσες του, ήταν ο Βασίλης Αυλωνίτης. Και να φανταστούμε γιατί ο Μάρκος Γιουμπάκης έκανε το κοινό του να σπαρταρά στο γέλιο.
Και δημοσιογράφος
Βρήκα και πολλά δικά του άρθρα στον τοπικό τύπο χωρίς διάκριση. Τον ενδιέφεραν τα θέματα της πόλης και φαίνεται πολύ επηρεασμένος από τη γραφή του Λυκούργου Καφφάτου τον οποίο θαύμαζε ιδιαίτερα.
Ξεχωριστή ενότητα θα μπορούσαν να αποτελέσουν οι θρύλοι και οι παραδόσεις που με μοναδικό τρόπο έχει διασκευάσει. Η ιστορία για παράδειγμα της Μαρίας κόρης του ήρωα Δασκαλογιάννη, που κατά κόρον αναφέρεται σήμερα στο διαδίκτυο με διάφορες υπογραφές μόνο από τον Γιουμπάκη δίνεται τόσο παραστατικά. Κι όπως βλέπουμε στις υποσημειώσεις του πάντα τυπικός ζητούσε πριν από κάθε δημοσίευση τα φώτα των ειδικών. Γι’ αυτό και κανένας δεν μπορεί να αμφισβητήσει την ακρίβεια των ιστορικών του αναφορών.
Έπιανε τον παλμό της επικαιρότητας σαν επαγγελματίας δημοσιογράφος. Και φυσικά δεν μπορούσε να αφήσει ανεκμετάλλευτη την ευκαιρία μόλις ήρθε η Αλίκη Βουγιουκλάκη στην πόλη μας τον Μάρτη του 1958 για να παραστεί στην πρεμιέρα της ταινίας της « Χαρούμενοι αλήτες» στον κινηματογράφο ΡΕΞ να της ζητήσει και να δημοσιεύσει στο Βήμα (7 Μαρτίου) μια απολαυστική συνέντευξη από την οποία βγήκε και είδηση ως προς την καταγωγή της πρωταγωνίστριας:
«Εκφραστική, γοητευτική και προ παντός πανέμορφη Αλίκη, το υπέρλαμπρο αστέρι του Θεάτρου και της οθόνης βρίσκεται πλάι μου, δυσκολεύομαι να το πιστέψω. Κι όμως τα ονειροπόλα κατάμαυρα μάτια της το χαμόγελο, τα φουντωτά της ξανθά μαλλιά, το γοητευτικό αυτό σύνολο που λέγεται Αλίκη Βουγιουκλάκη, βρίσκεται ακριβώς πλάι μου, τη νιώθω την αισθάνομαι κοντά μου.
Για μια στιγμή ξεχνώ τον προορισμό της συντροφιάς μου, με την Αλίκη.
Γιατί η γλώσσα μου κυριολεκτικά έχει δεθεί. Δεν ξέρω τι να της πω, από που να αρχίσω και πως αρχίσω;
Η γνωστή όψη της γνωστής, της υπερήφανης ακατάδεκτης, ψυχρής ηθοποιού με την πρόσκαιρη τυχοαρπάκτρα δόξα δεν υπάρχει στο χαριτωμένο γλυκό προσωπάκι της.
Αυτό μου δίνει θάρρος, η γλώσσα μου υπερνικά τη βουβαμάρα και κατορθώνω να της θέσω την πρώτη ερώτηση:
- Θα’ θελα δεσποινίς Αλίκη αν είναι δυνατό δυο λόγια για την καταγωγή σας.
– «Η καταγωγή μου είναι από το Ρέθυμνο και νιώθω ξέχωρη χαρά και υπερηφάνεια που κατάγομαι από την ονομαστή πόλη των γραμμάτων».
- Πότε και πόσο χρονών ήσασταν όταν για πρώτη φορά βγήκατε στο θέατρο;
– «Αν και τελείωσα πριν τέσσερα χρόνια τη δραματική σχολή του θεάτρου, μόνο πριν ένα χρόνο άρχισα την καριέρα μου στο θέατρο και στον κινηματογράφο».
- Μπορείτε τώρα να μου πείτε πότε ζείτε τις ποιο ευχάριστες επαγγελματικές σας στιγμές;
– «Πιστέψτε με χωρίς να το θεωρήσετε υπερβολή ότι ζω αυτή τη στιγμή που βρίσκομαι στην Κρήτη και ξέχωρα στο Ρέθυμνο».
- Και κάτι άλλο, ποια νομίζετε εσείς ως τη μεγαλύτερη κινηματογραφική σας επιτυχία;
– «Ακόμη δεν την έχω γνωρίσει αφού δεν μπόρεσα να τη νιώσω».
- Ποιος ρόλος νομίζετε περισσότερο σας ανήκει; Γιατί αν δεν κάνω λάθος ρόλος σας ως «Μαρίας Πενταγιώτισσας» εσάς τουλάχιστον σας ικανοποίησε.
– «Πράγματι αυτό είναι αλήθεια. Οι ρόλοι που νομίζω ότι μου ταιριάζουν είναι όταν υποδύομαι μικρά κορίτσια, μα περισσότερο οι δραματικοί ρόλοι».
- Ποια είναι τα όνειρα για το μέλλον;
– «Να κάνω οικογένεια και αν είναι δυνατό να συνδυάσω οικογένεια και τέχνη….».
Με τον αξέχαστο Κωστή Μαυρουλάκη, άλλον επίσης αγνό ιδεολόγο, ξεκίνησαν μια εφημερίδα τον «Νέο Κόσμο», χωρίς όμως να σταματήσει να γράφει και στις άλλες εφημερίδες.
Η αγάπη του για την ιστορική έρευνα μας έδωσε δυο αξιοπρόσεκτα βιβλία, για το Ρέθυμνο και τη Φορτέτζα, ενώ ένα τρίτο, που μάλλον έμεινε ανέκδοτο αναφέρεται στον ρεθεμνιώτικο τύπο από το ξεκίνημά του από το 1869, μέχρι τις μέρες που έσβησε τα καντήλι της ζωής του φλογερού αυτού Ρεθεμνιώτη. Γνωστός και ο τουριστικός οδηγός που έκαναν με τον Μιχάλη Τζεκάκη, τον πρώτο και εξαιρετικά προσεγμένο που ανέδειξε τον τόπο.
Ένας παράγοντας του τόπου
Ο Μάρκος Γιουμπάκης ήταν ένας παράγοντας του τόπου γεμάτος αγάπη για όλους, ένας ανιδιοτελής κοινωνικός εργάτης.
Όταν όλοι ξεσηκώθηκαν να φύγουν, δεκαετία του ’60, αναζητώντας μια καλύτερη μοίρα, αυτός σήκωσε παρακλητικά τα χέρια. Δεν άντεχε να βλέπει την πόλη να ερημώνει.
Κι ήρθε η αρρώστια ύπουλη εκεί που κανένας δεν φανταζόταν ότι θα φώλιαζε σε κείνο το γεμάτο ζωή σώμα.
Η γυναίκα του Αικατερίνη, μια εξαίρετη γυναίκα, προσπάθησε να του κρύψει τη φοβερή αλήθεια. Κι όταν πλησίαζε το τέλος, εκείνη συνέχιζε να του κάνει ενέσεις, δήθεν ότι η θεραπεία έπρεπε να τελειώσει. Κι ας μην άφηναν οι γιατροί καμιά ελπίδα.
Έτσι μια μέρα θλιβερή, στις 14 Ιανουαρίου 1976 η αγνή ψυχή του Μάρκου, πέταξε ψηλά για να ξεκουραστεί πια το βασανισμένο του κορμί. Τον έκλαψαν και οι «πέτρες».
Και το Ρέθυμνο πάντα τον αναζητά. Η απώλεια παραμένει μεγάλη. Γιατί εκείνο το πλατύ χαμόγελο κι εκείνη η έμφυτη αισιοδοξία, που μας έδινε φως στην καθημερινότητά μας, βασίλεψαν δυστυχώς για πάντα μαζί του.
Μα εμείς που τον ζήσαμε, τον θυμόμαστε. Και κάθε Γενάρη αφήνουμε τη μνήμη να κάνει το συναπάντημά του και να τον αναστήσουμε για λίγο μέσα από τα κείμενα, τις φάρσες του, το αστείρευτο χιούμορ του κι όλα όσα χάραξαν τον βίο του με χρυσά γράμματα στα χρονικά του τόπου.
Είχα προσέξει σε ανύποπτο χρόνο ότι δεν υπάρχει παλιός Ρεθεμνιώτης να μη θυμάται κάτι σπαρταριστό και όμορφο από τον Γιουμπάκη.
Κυρίως το χιούμορ του ήταν μοναδικό. Δεν μπορώ να μην αναφέρω κάτι προσωπικό.
Είναι Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, (1973), συμμετέχω, όπως γινόταν, τότε σε μια επιτροπή του δήμου για τη βαθμολογία των τραγουδιών. Και κοντεύω να… αποβάλω (έγκυος ήμουν), επειδή τα έφερε, η καλή ώρα, να κάθομαι δίπλα στον Μάρκο.
Άκουγε σοβαρός-σοβαρός τα τραγούδια και μετά με μια γκριμάτσα, που ήταν όλα τα λεφτά, έλεγε στο χαρτί, με ύφος απολογητικό, σαν να αιτιολογούσε τη χαμηλή του βαθμολογία:«Τι να σου κάμω; Τάπα κι επαέ…».
Άλλος πάλι τον θυμάται σε καρναβάλι να ξεσηκώνει τον κόσμο κρατώντας δοχείο… νυκτός και μια αρμαθιά λουκάνικα. Και χωρίς να προσβάλλει, χωρίς να σοκάρει κανέναν, σκορπούσε το αβίαστο γέλιο.
Σε μια περίπτωση μόνο σοβάρευε. Σε ό,τι αφορούσε τη Βιβλιοθήκη και τη λειτουργία της.
Μικρή ζωή αλλά μεστή
Από τις πηγές που κατέφυγα, αξίζει τώρα να ξεφυλλίσουμε το τόσο σύντομο βιβλίο της ζωής του Μάρκου Γιουμπάκη, αλλά τόσο μεστό σε περιεχόμενο και δράσεις.
Οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο Γιώργου και Ρίτσας Γιουμπάκη και έχουν αναρτηθεί στο blog «Ρέθυμνο Ιστορία Πολιτισμός».