Το ξεκαθαρίζω από την αρχή: οι συγγενείς των θυμάτων στο Μάτι, στα Τέμπη και σε οποιαδήποτε τραγωδία εξαιρούνται εξ’ ορισμού από την -δική μου- κριτική. Κάποιος που έχει χάσει το παιδί του, τον άνθρωπό του, την οικογένειά του δικαιούται να νιώσει οργή, αδικία, συντριβή με μια απόφαση η οποία μοιάζει να αθωώνει εκείνους που ο ίδιος θεωρεί υπεύθυνους για την αβάσταχτη οδύνη του.
Καταλαβαίνω ακόμα, μέχρι ενός σημείου και την συλλογική αντίδραση. Και οι δυο τραγωδίες άφησαν βαθιές πληγές στην ελληνική κοινωνία και η απονομή δικαιοσύνης έμοιαζε κάπως με αφετηρία επούλωσης.
Ναι, αλλά ποιας δικαιοσύνης; Της δικαιοσύνης που έχει ο καθένας από εμάς στο μυαλό του; Της δικαιοσύνης που ορίζεται από το -κατά κανόνα φριχτό- κοινό περί δικαίου αίσθημα; Της δικαιοσύνης που αποτελεί σταθερά αντικείμενο μικροπολιτικής εκμετάλλευσης;
Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους οι πολίτες έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους στους θεσμούς -παρότι στην Ελλάδα ποτέ αυτή (η εμπιστοσύνη στους θεσμούς) δεν ήταν και ιδιαίτερα υψηλή. Και ενδεχομένως ακόμα περισσότεροι για την απώλεια της εμπιστοσύνης τους προς την Δικαιοσύνη.
Επιπλέον, συμβαίνουν ήδη και γράφονται πάρα πολλά γύρω από την απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου. Όποιος δεν διαθέτει νομικές γνώσεις είναι προφανώς δύσκολο να καταλάβει τι ακριβώς γίνεται. Στην πραγματικότητα, και όποιος δεν διαθέτει στοιχειώδη γνώση της δικογραφίας, ίσως θα έπρεπε να το σκεφτεί δύο φορές προτού μιλήσει.
Δίχως διάθεση να μπω στην ουσία της υπόθεσης, δυο σκέψεις μόνο:
1ον: Από όσα λίγα κατάλαβα, οι άνθρωποι που καταδικάστηκαν, καταδικάστηκαν με τις μεγαλύτερες δυνατές ποινές που προβλέπει ο νόμος για κατηγορούμενους οι οποίοι δεν έκαναν καλά τη δουλειά τους. Δεν αντιμετωπίστηκαν ως δολοφόνοι, παρότι το πλήθος πιθανότατα επιθυμούσε ακριβώς αυτό (να δικαστούν για δολοφονία και μάλιστα από πρόθεση).
2ον: Ο κίνδυνος της συγκεκριμένης συζήτησης, η οποία έχει ως βάσεις το συναίσθημα και την άγνοια (όλων μας) είναι να εισέλθει ο λαϊκισμός στον ποινικό κώδικα. Στην πραγματικότητα, τούτο μοιάζει ήδη να έχει συμβεί. Ο νέος κώδικας Φλωρίδη είναι, σύμφωνα με ορισμένα από τα καλύτερα νομικά μυαλά της χώρας, ένα τέτοιο, λαϊκίστικο κατασκεύασμα, προορισμένο να ικανοποιήσει τους ακραιφνείς οπαδούς του «νόμος και τάξη» που ζητούν μονίμως «αυστηριοποίηση ποινών».
Το σημείο είναι κρίσιμο. Ο κόσμος μπορεί να θέλει και να ζητάει δικαιοσύνη στα μέτρα του ή δικαιοσύνη αλά καρτ. Η πολιτεία οφείλει να αποτελέσει το ανάχωμα σε τέτοιες απαιτήσεις. Η πρεμούρα με την οποία ο κ. Φλωρίδης έσπευσε να «χρεώσει» τις ποινές για το Μάτι στον «ποινικό κώδικα ΣΥΡΙΖΑ» δεν μου δείχνει ότι έχει τέτοια διάθεση, όπως δεν δείχνει συνολικά τέτοια διάθεση η κυβέρνηση -όχι απλώς δεν θωρακίζει τους θεσμούς, θα έλεγα ότι τους υποτιμά σε κάθε ευκαιρία.
Προσέξτε όμως: στο δυστύχημα των Τεμπών (το οποίο αποτελεί μια διαρκής υπενθύμιση της κυβερνητικής αλαζονείας, ένα μνημείο κυνισμού) πίστευα ότι βασικό ζητούμενο είναι το να υπάρξει σωστή έρευνα ώστε όλα τα πρόσωπα που έχουν ευθύνες, ακόμα και τα πολιτικά, να βρεθούν ενώπιον της δικαιοσύνης.
Συμφωνούμε σε αυτό λίγο ως πολύ όλοι, σωστά; Σωστά, αλλά συμφωνούμε; Γιατί όπως φάνηκε με την απόφαση για το Μάτι, το ζητούμενο τελικά δεν είναι να βρεθούν ενώπιον της δικαιοσύνης. Το ζητούμενο είναι να καταδικαστούν.
Το είπαμε ήδη, ο κόσμος αντιλαμβάνεται την δικαιοσύνη αλά κάρτ. Κατά τούτο, η μόνη ρεαλιστική απαίτηση που οφείλουμε να έχουμε όλοι όσοι ενδιαφερόμαστε αληθινά για την θωράκιση της δημοκρατίας και όλες οι πολιτικές δυνάμεις, είναι η ανεξάρτητη δικαιοσύνη.
Κατά το δυνατόν αμερόληπτη, ναι, και με όσο το δυνατόν λιγότερα λάθη επίσης. Μα παντελώς αμερόληπτη και εντελώς αλάθητη, γνωρίζουμε πώς δεν γίνεται. Ανεξάρτητη γίνεται.
Ας εστιάσουμε στο εφικτό και ας αφήσουμε τα λαϊκά δικαστήρια εκεί που ανήκουν: στο παρελθόν.