Ο Μάρκος Πολιουδάκης μόλις που έμπαινε στην εφηβεία όταν έπεσαν οι πρώτοι αλεξιπτωτιστές.
Ο ίδιος ήξερε απλά ότι η πατρίδα μας είναι σε κίνδυνο κι ότι θα έπρεπε να κρυφτούν αυτές τις δύσκολες ώρες, για να μη πάθουν κακό.
Κανόνιζαν οι μεγάλοι υπάκουαν οι μικροί. Ήταν όμως και η καλύτερη του Μάρκου, που κοντά στη γιαγιά Ευαγγελία είχε ό,τι λαχταρούσε η ψυχή του. Λάτρευε η ψυχωμένη εκείνη γυναίκα το εγγόνι της, που είχε το όνομα του γιου της, που χάθηκε στη Μικρά Ασία. Επί έντεκα νύχτες κρύβονταν όλοι στα λιόφυτα. Ο μικρός ζούσε τη φρίκη του πολέμου, μαζί με άλλα παιδιά. Σε έναν βομβαρδισμό ένιωσε το σώμα της γιαγιάς να τον καλύπτει. Θα προτιμούσε τον θάνατο η θαρραλέα εκείνη γυναίκα, από το να πάθει κάτι ο Μάρκος της.
Με το τέλος της μάχης, γύρισαν στα σπίτια τους στο Αστέρι.
Ο μικρός Μάρκος δεν είχε κοιμηθεί όλη τη νύχτα εκείνη που ξημέρωσε πρώτη του Ιούνη. Ήταν η πρώτη νύχτα που έμενε μέσα στο χωριό, αλλά ένα κακό προαίσθημα δεν τον άφηνε να κοιμηθεί. Κι όποτε έγερναν κουρασμένα τα βλέφαρά του, τον ξυπνούσαν φρικτοί εφιάλτες.
Σαν ήρθε το ξημέρωμα τον έστειλε η γιαγιά του τρία χιλιόμετρα έξω από το χωριό, να ειδοποιήσει τον πατέρα του και τον θείο του Ηλία, να μη μπουν στο χωριό, γιατί το είχαν ζώσει οι Γερμανοί και μάζευαν τους άνδρες.
Κλαίγοντας από το κακό προαίσθημα που τον βασάνιζε ο Μάρκος έκανε την παραγγελιά, αλλά μη βρίσκοντας κανένα πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Όταν έφτασε στο χωριό ο πατέρας του είχε ήδη συλληφθεί και βρισκόταν με τους άλλους κλεισμένος στο καφενείο.
Βλέποντας αργότερα τη φρικτή κουστωδία των ανδρών κυκλωμένων από τους δήμιους να οδεύει προς τη θέση «Τσίχλικα» ακολούθησε από μακριά, χωρίς να ξέρει τι κάνει. Κάπου σταμάτησε από μια ριπή που το άκουσμά της τον πόνεσε σα να τη δέχτηκε ο ίδιος.
Γύρισε στο χωριό και ειδοποίησε τις γυναίκες που περίμεναν με αγωνία να μάθουν κάποιο νέο. Θρήνος σηκώθηκε από παντού. Δυο τρεις ξεκίνησαν με νερό σε μια λαήνα, βάζοντας τον Μάρκο μπροστά να τους δείχνει τον δρόμο. Φθάσανε στον τόπο της εκτέλεσης όταν και ο τελευταίος Γερμανός χανόταν στο στρατάκι προς τη Λούτρα.
Ο Μάρκος βρέθηκε σε λίγο μπροστά σε ένα σωρό από πτώματα με κόκκαλα βγαλμένα από τα ρούχα, μυαλά πεταμένα και αίματα να κοχλάζουν. Αναζήτησε τον πατέρα του. Ψάχνοντας εντόπισε και έσωσε απεγκλωβίζοντάς τον ένα βαριά τραυματισμένο τον Ηλία Κισσανδράκη. Πέντε μέτρα πιο πέρα εντόπισε τον πατέρα του. Έτσι που ήταν πεσμένος φαίνεται πως θα είχε προσπαθήσει να φύγει, αλλά τον πρόλαβαν και τον αποτέλειωσαν εκεί που έπεσε.
Για πολλά χρόνια, σύμφωνα πάντα με τον Μάρκο όσοι επέζησαν της τραγωδίας εκείνης είχαν πάντα τον φόβο, μήπως μέσα σε κείνη την ταραχή είχαν θάψει κάποιον ζωντανό.
Στο ρημαγμένο χωριό είχαν απομείνει μόνο οι Πολιουδάκηδες.
Στις 3 Ιουνίου η Ευαγγελία Πολιουδάκη σηκώθηκε αξημέρωτα να ετοιμάσει το κόλλυβο για τα τριήμερα του παιδιού της.
Και κάποια στιγμή βλέπει να μπαίνουν στην αυλή της Γερμανοί. Πριν προλάβει να καταλάβει τι συμβαίνει, ένας από αυτούς κλώτσησε το πιάτο σκορπίζοντας τα κόλλυβα κατά γης. Αυτό ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Άρπαξε η γιαγιά ένα ξύλο και όρμησε στον Γερμανό αδιαφορώντας για το προτεταμένο του όπλο που δεν άργησε να απαντήσει στην πρόκληση. Μια ριπή σώριασε νεκρή τη γιαγιά στην αυλή. Ίδια τύχη είχε και ο άνδρας της που έτρεξε να βοηθήσει. Οι Γερμανοί σκότωσαν και τον σκύλο που βρέθηκε εκεί, για να μη μείνει ούτε ένας μάρτυρας της θηριωδίας τους.
Αυτά τα γεγονότα στοίχειωσαν τη ζωή του Μάρκου. Κι όταν μεγάλωσε και βρήκε το δρόμο του, άρχισε τη μεγάλη έρευνα για να συγκεντρώσει στοιχεία και άλλο υλικό γύρω από τη Μάχη της Κρήτης.
Κι ήταν μια λύτρωση γι αυτόν το αποτέλεσμα. Είχε δικαιώσει τη μνήμη πατέρα, παππού και γιαγιάς. Και μέσα από τις αφηγήσεις του, μας διέσωσε τα γεγονότα εκείνα που έκαναν τη Μάχη της Κρήτης από τις συγκλονιστικότερες εποποιίες του γένους μας.
Η μαρτυρία Μανουρά για τον μικρό ήρωα Γιώργο
Δεν ήταν όμως μόνο παιδιά, θύματα εκείνης της περιόδου. Υπήρξαν και μικροί ήρωες, όπως ο Γιώργος Κονταράτος.
Για τον Γιώργο μας μίλησε πρώτη φορά γι αυτόν ο Ανδρέας Μανουράς από τους βετεράνους της θρυλικής μάχης.
Όπως είχαμε γράψει στο παρελθόν ο Μανουράς αν και είχε δικαίωμα να εξαιρεθεί από στρατιωτικά καθήκοντα, λόγω του ότι τρία ακόμα αδέλφια του πολεμούσαν, εκείνος έτρεξε από τους πρώτους, όπου τον κάλεσε το καθήκον. Εκεί γνώρισε τον μικρό Γιώργη που έγινε ήρωας κοντά του.
«…Κατά τη διαδρομή από Ρέθυμνο προς τη ΒΙΟ διηγιόταν αργότερα σε αφιέρωμα της ΕΡΤ, για να τοποθετήσουμε το πολυβόλο προσκολλήθηκε μαζί μας ένας πιτσιρίκος γύρω στα 12 ίσως 13 ετών. Αφού ετοποθετήθη το πολυβόλο και ο σιτιστής μαζί με τον στρατιώτη, πήγαν σε άλλες αποστολές μαζί μου έμεινε ο πιτσιρίκος στον οποίο είχα στο μεταξύ δείξει πώς να μου γεμίζει ταινίες, αφού στο μεταξύ μας είχαν στείλει πυρομαχικά και τα αποτελέσματα που ήρθανε οφείλονται εν πολλοίς στην τροφοδοσία του πολυβόλου από τον πιτσιρίκο, ο οποίος με πολύ δραστηριότητα και ταχύτητα ετροφοδοτούσε το πολυβόλο, το οποίο διαρκώς ελειτούργη …».
Δυστυχώς ο Μανουράς ανέφερε μόνο το μικρό όνομα του παιδιού που ήταν Γιώργης. Αναζητώντας το επώνυμο έπεσα στην Ιστορία του Ιωάννη Μουρέλλου που αναφέρει το περιστατικό και κατονομάζει ένα δωδεκάχρονο ήρωα Γεώργιο Βεράκη. Κι έτσι το παρουσίασα στην πρώτη εκείνη γραφή.
Πέρασαν τα χρόνια και από μια τυχαία αναζήτηση έπεσα πάλι στη μαρτυρία Μανουρά. Κι όπως έχω πια άπλετο χρόνο για να σκεφτώ έβαλα μερικές φορές ν’ ακούσω ξανά και ξανά τη μαρτυρία. Ποιος να ήταν άραγε εκείνος ο 12χρονος που κανένας δεν τον θυμόταν;
Όπως αναφέρει στη συνέχεια ο Μανουράς, δέκα μήνες μετά τα γεγονότα της μάχης κι ενώ κάνει ένα προσκύνημα στην περιοχή που έπεσε ηρωικά μαχόμενος ο αδελφός του Μανόλης, φθάνοντας στην προκυμαία ακούει μια φωνή:
«Κυρ λοχία, κυρ λοχία…».
Γυρίζει και βλέπει έναν λουστράκο. Ετοιμαζόταν να του πει ότι δεν χρειάζεται τις υπηρεσίες του όταν ο μικρός τον ρώτησε με φωνή τρεμάμενη από τη συγκίνηση:
«Δεν με θυμάσαι κυρ λοχία. Είμαι το Γιωργιό …».
Αγκαλιάστηκαν κλαίγοντας. Έπειτα ο μικρός του είπε με σκυμμένο κεφάλι.
«Είδες που κατάντησα για να βγάλω το ψωμί μου;».
Ο Μανουράς του εξήγησε πως καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή. Κι έληξε εκεί η συγκινητική τους συνάντηση.
Μα ποιος ήταν τελικά ο μικρός; Ποιος να μου έλεγε κάτι περισσότερο γι’ αυτόν;
Ευλογημένο το Face Book.
Mε τα στοιχεία που έδωσα στους φίλους μου, έφτασα τελικά στον Γεώργιο Κονταράτο. Αυτός ήταν τελικά ο 12χρονος ήρωας στη Μάχη της Κρήτης.
Μερικούς μήνες πριν θα προλάβαινα και τον ίδιο. Είχε φύγει όμως πλήρης ημερών.
Από τους δικούς του ανθρώπους όμως, που με υποχρέωσαν με την ευγένεια και την προθυμία τους, είχα την ευκαιρία να μάθω περισσότερα για τον μικρό ήρωα. Κι ομολογώ ότι μακάρισα τη στιγμή που χρειάστηκε να ξανακούσω τη μαρτυρία Μανουρά και να μου δημιουργηθεί η απορία για την ταυτότητα του 12χρονου βοηθού του, που μαζί του έκαναν το πολυβόλο τους να μεγαλουργήσει, καταρρίπτοντας δύο εχθρικά αεροπλάνα.
Ένας ήρωας της ζωής
Ο Γεώργιος Κονταράτος γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1929, όπως αναγράφει η ταυτότητά του. Ίσως όμως να ήταν λίγο μεγαλύτερος. Καταγόταν από τους Κονταράτους της Αγιάς. Όπως θα μας πει ο πολυμαθέστατος γιος του, οι Κονταράτοι ήταν οι επίλεκτοι στρατιώτες της φρουράς του Νικηφόρου Φωκά.
Αυτούς άφησε πίσω του επιστρέφοντας στην Πόλη. Ο παππούς του Γιώργη αναφέρεται σε πράξεις ηρωισμού στην Αντίσταση αν και μεγάλος τότε στην ηλικία.
Από τις δυο αδελφές του η Ζαχαρένια, νοσηλεύτρια, έκανε καριέρα στο στρατό, εξαντλώντας την ιεραρχία, πρωτοφανές για γυναίκα της εποχής της κι αναγράφεται το όνομά της στη λίστα των διευθυντών του 401 στρατιωτικού νοσοκομείου. Η άλλη του αδελφή παντρεύτηκε στα Πλατάνια Αμαρίου.
Από μικρό παιδί ο Γιώργης Κονταράτος, αναγκάστηκε να γνωρίσει τη σκληρή βιοπάλη. Μόλις έπεσαν οι αλεξιπτωτιστές εκείνος έτρεξε με τους μεγάλους από μια εσωτερική ανάγκη να προστατεύσει τους δικούς του. Παιδί με εξαιρετική ευστροφία δεν δυσκολεύτηκε να καταλάβει τη διαδικασία. Και αποδείχτηκε ένας ικανότατος βοηθός του Μανουρά, γεμίζοντας με ταχύτητα το πολυβόλο, όπως του έδειξε ο τότε λοχίας.
Εκείνες τις μέρες όμως του έπεσε ο κλήρος και για ένα θλιβερό καθήκον. Επιστρατεύθηκε να θάψει τα άμοιρα «χωροφυλακάκια» που είχαν αποδεκατιστεί από τον οργανωμένο γερμανικό στρατό, καθώς πήραν μέρος στη Μάχη της Κρήτης χωρίς εκπαίδευση, με μοναδικό τους εφόδιο την αγάπη για την πατρίδα.
Όταν οι Γερμανοί κατέκτησαν το νησί, ο μικρός οργάνωσε το κασελάκι του και στημένος εκεί που είναι σήμερα το κτήριο της παλιάς Νομαρχίας έβαφε παπούτσια.
Ο ίδιος δεν μίλησε ποτέ για τα κατορθώματά του. Κανένα παιδί όμως δεν έμενε αμέτοχο όταν ο λαός μας έκανε αντίσταση και μάλιστα στον χώρο που δρούσε η μεγάλη αγωνίστρια Μαρία Λιονή. Εκείνη που δεν δίστασε να εμπλέξει και το μικρό της γιο σε μια αποστολή, ήξερε να οργανώνει στον αγώνα τα παιδιά που έδειχναν διάθεση να αγωνιστούν για την πατρίδα.
Ο Γιωργάκης απέκτησε με τον καιρό το δικαίωμα να μπαίνει στα μαγειρεία των Γερμανών και να παίρνει τα πατατόφυλλα και τα κρεμμυδόφυλλα. Με αυτά συντηρήθηκε η μάνα, η Χρυσή Σταθάκη, που ήταν εντελώς τυφλή και οι αδελφές του μέχρι την απελευθέρωση.
Είχε πάντα υψηλό το αίσθημα της ευθύνης. Αδιαφορώντας για τον κόπο, έκανε αρκετές φορές τη διαδρομή μέχρι τα Σελλιά, χωριό της μάνας του, για να εξοικονομήσει λίγο λάδι.
Βέβαια ο μικρός για ένα χρόνο έζησε κι άλλη ταλαιπωρία.
Αναγκάστηκε να πάρει τη θέση του πατέρα του, στις αγγαρείες που έστελναν τους πατριώτες οι Γερμανοί στην Αγία Γαλήνη. Κι ήταν μόλις 13 χρόνων. Το ξεπέρασε κι αυτό.
Αυτό που δεν κατάφερε ποτέ να ξεπεράσει ήταν η δίψα του για μάθηση. Μόλις είχε προλάβει να τελειώσει τέσσερις τάξεις του δημοτικού. Δεν άφηνε όμως αδιάβαστο ούτε χαρτάκι στο δρόμο. Κι έτσι κατάφερε να διευρύνει τους ορίζοντές του. Μέχρι και ξένες γλώσσες έμαθε εμπειρικά, μόνο και μόνο για να εξυπηρετεί τους ξένους πελάτες του, όταν το Ρέθυμνο γνώρισε τα αγαθά του τουρισμού.
Αγαπούσε όμως και τη μουσική. Έμαθε μόνος του λύρα και για ένα μεγάλο διάστημα συνεργάστηκε και με τον αξέχαστο Νίκο Μανιά. Τα γλέντια όπου συμμετείχε με τη λύρα του άφησαν εποχή, όπως μαρτυρούν αρκετοί που τα έζησαν στα δυτικά χωριά του νομού.
Προσπαθούσε διαρκώς να βελτιώνει τη ζωή του και να προσφέρει καλύτερες συνθήκες διαβίωσης στην οικογένειά του. Έτσι εκτός από το κασελάκι του που λάτρευε, δημιούργησε κι ένα μπακαλικάκι κοντά στον Τίμιο Σταυρό.
Ο γάμος του έγινε από προξενιό αλλά η κυρία Χρυσούλα η γυναίκα του μας μίλησε με δάκρια για τα αλησμόνητα χρόνια που της χάρισε ο γάμος της με τον Γιώργη. Ο έρωτας ήρθε μετά κι έμεινε αγέραστος μέχρι το τέλος.
Εκτιμώντας την προκοπή της και την αγάπη που έδειχνε κυρίως στην τυφλή μητέρα του, έκανε τα πάντα να μην την επιβαρύνει περισσότερο. Κι ας ήξερε την αξιοσύνη της καθώς είχε γίνει μάνα για τ’ αδέλφια της.
Ο Γιώργης αναγκάστηκε να αφήσει τη λύρα και να φροντίζει ο ίδιος τη μητέρα του, που ήταν πλέον και κατάκοιτη, χωρίς να μπορεί ούτε να αυτοεξυπηρετηθεί. Δεν ήθελε να κουράζει άλλο τη γυναίκα του που λάτρευε.
Έγινε ένας υπέροχος πατέρας για τα παιδιά του, που κατάφερε να σπουδάσει και να καμαρώνει γι αυτά.
Κάθε Κυριακή επιστρέφοντας στο σπίτι κρατούσε πάντα ένα κουτί με γλυκά για να χαρούν τα παιδιά του. Και δεν πέρασαν Χριστούγεννα χωρίς η κυρία Χρυσούλα να λάβει μια ανθοδέσμη με λουλούδια κι ένα κόσμημα με λίγα θερμά λόγια από τον άνδρα της. Κάθε χρόνο γινόταν αυτό. Ο Γιώργης προσφωνούσε τη γυναίκα του με τα πιο τρυφερά λόγια. Κι ήταν ένα φωτεινό παράδειγμα για τα παιδιά του. Ήταν όμως και άριστος παιδαγωγός. Είχε μάθει στα παιδιά του να μιλάνε στον πληθυντικό ακόμα και στους γονείς τους. Έτσι μεγάλωσαν κι έγιναν οι πολίτες που χαίρουν σήμερα τόσης εκτίμησης.
Από μικρά τα έμαθε να εργάζονται μετά τα μαθήματα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα που ο γιος του θέλοντας να φάει μια σοκολάτα, υποχρεώθηκε να μεταφέρει μια πέτρα από ένα σημείο του δρόμου στο άλλο πέντε φορές. Κι όταν διαμαρτυρήθηκε του είπε ο πατέρας του με χαμόγελο.
«Τι να κάνουμε παιδί μου; Τόσο κοστίζει η σοκολάτα…».
Έτσι γνώρισαν και τα παιδιά του την ευτυχία να αποκτούν αγαθά με τον κόπο τους και να ζουν με αξιοπρέπεια. Ούτε από το μαγαζί τους το μικρό μπακαλικάκι μπορούσαν να πάρουν κάτι χωρίς να καταβάλουν το αντίτιμο. Για να μάθουν πως τίποτα δεν μας χαρίζεται στη ζωή.
Πέρασαν τα χρόνια κι ήρθαν πικρά τα γερατειά για τον Γιώργη με σοβαρά προβλήματα υγείας. Απόλαυσε όμως τους καρπούς του μόχθου του, γνωρίζοντας την απόλυτη φροντίδα και αφοσίωση των αγαπημένων του. Σύζυγος και παιδιά ήταν πάντα δίπλα του έτοιμοι να απαλύνουν τη δοκιμασία του στο κρεβάτι που είχε καθηλωθεί με τον καιρό. Εκεί τον βρήκε ο θάνατος πριν λίγους μήνες στην αγκαλιά των αγαπημένων του.
Με την ιδιότητά του στιλβωτή αναφέρεται και από τον εκλεκτό εκπαιδευτικό κ. Αντώνη Δαφέρμο στο βιβλίο του «Παραδοσιακά επαγγέλματα που χάνονται». Ήταν μάλιστα και ο τελευταίος του κλάδου. Γνωστό στους πάντες το μόνιμο στέκι του στη Μεγάλη Πόρτα.
Αυτή είναι η ιστορία του Γιώργη Κονταράτου που θυμούνται με σεβασμό οι Ρεθεμνιώτες εκτιμώντας την παροιμιώδη του ευγένεια και την αξιοπρέπειά του. Ευτυχώς που από τυχαία γεγονότα μάθαμε και τη συμβολή του στην εποποιία της Μάχης της Κρήτης, που έγραψε τη δική του σελίδα δόξας κι ας ήταν μόλις δώδεκα χρόνων!
Και άλλα παιδιά στην Μάχη της Κρήτης
Είναι όμως και άλλα παιδιά που πήραν μέρος στη Μάχη της Κρήτης πολεμώντας με την γενναιότητα των μεγάλων. Παράδειγμα ο Στέφανος Ξυδάκης, γιος του θρυλικού ρασοφόρου αγωνιστή παπά Αντώνη Ξυδάκη. Αν και μαθητής γυμνασίου δεν άφησε τον πατέρα του και το θείο του Κώστα, που πολεμούσαν Αλμπάν Μετόχι, Περιβόλια, Άγιος Γεώργιος με απαράμιλλο ηρωισμό χωρίς τρόφιμα και πυρομαχικά μέχρι το τέλος της μάχης. Δεν άντεχε να παρακολουθεί τα γεγονότα αμέτοχος.
Ο Μιχάλης Πριναράκης πέρασε τη φρικτή δοκιμασία, επειδή ήταν αναπτυγμένος για την ηλικία του να τον υποχρεώσουν οι Γερμανοί στην αγγαρεία ταφής των πτωμάτων. Και δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά.
Για όσα παιδιά τώρα δεν είχε η Μάχη της Κρήτης τραγικές συνέπειες στη ζωή τους οι πρώτες μέρες που έπεσαν οι αλεξιπτωτιστές έμειναν βαθειά χαραγμένες στη μνήμη τους από άλλης πλευράς, εντυπωσιασμού αυτή τη φορά.
Ο μεγάλος μας λογοτέχνης Δημήτρης Αετουδάκης μας είχε διηγηθεί πόσο εντυπωσίασε τα οκτώ του χρόνια το θέαμα των αλεξίπτωτων που έπεφταν σαν μεταξωτές ομπρέλες. Κι αυτές οι αναμνήσεις αποτυπώθηκαν αργότερα στο έργο του «Ωδή της Μάχης της Κρήτης», που έγινε μια μνημειώδης σύνθεση συμφωνικού ποιήματος με την έμπνευση του μεγάλου μας συνθέτη Μπάμπη Πραματευτάκη. Ένα έργο που θεωρείται πλέον κλασικό στο είδος του.