Είναι πολλά ακόμα που έχουμε να γράψουμε για τη Μάχη της Κρήτης. Μικρές ανθρώπινες στιγμές, παραλειπόμενα των στρατιωτικών αναφορών, καταστάσεις που δείχνουν το μεγαλείο της Κρητικής ψυχής.
Θα περιοριστούμε όμως και φέτος σε μερικές μόνο περιπτώσεις, αναμένοντας νέα ευκαιρία επετείου για να επανέλθουμε.
Ακολουθώντας το μονοπάτι των αναμνήσεων του Θεμιστοκλή Βαλαρή, φθάσαμε και σε έναν ήρωα που έβαψε και το δικό του αίμα την άμμο των Μισσιρίων. Ήταν θύμα κι αυτός των εκτελέσεων που έγιναν από τους Γερμανούς μεσούσης της Μάχης της Κρήτης για εκφοβισμό.
Ο ήρωάς μας ήταν ένας απλός άνθρωπος, αλλά είχε συνδέσει το όνομά του άρρηκτα με την κοινωνία των βιοπαλαιστών του λιμανιού.
Ήταν ο Νικόλαος Καλαϊτζιδάκης ο περίφημος Δερβίσης με το όνομα.Μπορεί να ήταν ιδιόρρυθμος σαν χαρακτήρας, αλλά δεν είχε περάσει και λίγες περιπέτειες όπως άλλωστε όλη η μαρτυρική γενιά του.
Όσο κι αν το παρουσιαστικό του δεν σε εντυπωσίαζε με την πρώτη ματιά – ήταν κοντός και λεπτός – ντελικάτος θα έλεγες μέχρι να τον γνωρίσεις καλύτερα, είχε καταφέρει να γίνει η φωνή και η δύναμη του λιμανιού.
Αυτός να προστατεύσει τους αδύναμους, αυτός να υπερασπιστεί το δίκιο του αδικημένου …Είχε φορτωθεί θαρρείς τις ψυχές και τα βάσανα όλων εκείνων που ζούσαν γύρω από το λιμάνι. Και μόνο το όνομά του ν’ ακουγόταν σε ώρες έντασης, ήταν αρκετό για να αποκατασταθεί η τάξη.
Όπως ήταν φυσικό, η έντονη παρουσία του στο λιμάνι δεν ενθουσίαζε και πολύ εκείνους που είχαν τον τρόπο τους να εκμεταλλεύονται τους μεροκαματιάρηδες της περιοχής. Κι έτσι κάποιοι επιτήδειοι είχαν με φήμες υφάνει ένα πλέγμα αμφισβήτησης γύρω από τον λαϊκό ήρωα του Ρεθεμνιώτικου λιμανιού. Του είχαν πιστώσει όλα τα χαρακτηριστικά του «μάγκα», καθώς δεν μασούσε τα λόγια του και η έλλειψη διπλωματίας ήταν από τα αδύνατα σημεία του.
Μέχρι και αναζήτηση ψεύτικων παραδείσων του χρέωναν, επειδή όταν τον πλάκωναν τα βάσανα αναζητούσε καταφύγιο στο στέκι του, ένα καφενεδάκι στην είσοδο του λιμανιού από το τέρμα της Προκυμαίας.
Γιατί εκεί καμιά φορά ξεσπούσε σε ένα παραλήρημα πόνου ψυχής, που οι άλλοι δεν καταλάβαιναν, αλλά ο ίδιος κατάφερνε να εκτονωθεί. Κι όποιος δεν καταλαβαίνει βγάζει και συμπεράσματα. Έτσι λοιπόν πίστευαν κάποιοι καλοθελητάδες πως ο ιδιόρρυθμος εκείνος προστάτης του λιμανιού, σχολίαζε μετά από αναζήτηση ψεύτικων παράδεισων χαμένος στον κόσμο του.
Ότι και να έλεγαν όμως για το Δερβίση γεγονός είναι, ότι μετρούσε ο λόγος συμβόλαιο και έργο ζωής του έκανε το δίκιο του εργάτη. Ήταν όμως και μια εγγύηση η παρουσία του για όποιον έπρεπε να ταξιδέψει εκείνη την εποχή αρχές του περασμένου αιώνα, όταν κρεμόταν κυριολεκτικά η ζωή του ταξιδιώτη, από τον βαρκάρη που θα τον μετέφερε.
Ακόμα και οι γυναίκες που ξεσπούσαν σε υστερικές κραυγές με το παραμικρό σε άλλες βάρκες, μιλιά δεν έβγαζαν όταν ήταν υπό την καθοδήγηση του Δερβίση.
Είχε καταξιωθεί λοιπόν ως ηγετική μορφή του λιμανιού, με το σπαθί του που λένε. Όσο για τον απολογισμό σωτήριας επέμβασής του σε μεγάλες θαλασσοταραχές, αυτός ήταν πλουσιότατος. Σύμφωνα με τον Θεμιστοκλή Βαλαρή είχε σώσει από βέβαιο πνιγμό πάνω από 20 παιδιά, γιατί απέναντι ακριβώς από το στέκι του, πλεύριζαν τα μεγάλα ιστιοφόρα που με μια μεγάλη τράβα συνδέονταν με την ξηρά.
Κάποια παιδιά, χωριατάκια, που κατέβαιναν να γνωρίσουν την «πρωτεύουσα» θέλοντας να δουν πως ήταν από μέσα τα καΐκια χρησιμοποιούσαν την τράβα αυτή, αγνοώντας τι τους περίμενε όταν έφταναν στη μέση στο σημείο που ετραμπάλιζε. Τότε τα περισσότερα παλικαράκια έχαναν την ισορροπία τους και έπεφταν στη θάλασσα.
Ο Δερβίσης από το σημείο που καθόταν στο καφενείο, φουμάροντας τον ναργιλέ του, μόλις έβλεπε κάποιο νεαρό να επιδίδεται στην επικίνδυνη αυτή άσκηση για να ικανοποιήσει την περιέργειά του δεν έχανε καιρό.Με κομμένη την ανάσα περίμενε να δει αν ο νεαρός που είχε πέσει στη θάλασσα γνώριζε κολύμπι. Και μόλις διαπίστωνε ότι το παιδί κινδύνευε, δεν στεκόταν ούτε στιγμή. Βουτούσε στο νερό όπως ήταν με τα ρούχα, έφτανε με απλωτές κινήσεις τον νεαρό, τον έπιανε από τα μαλλιά και τον έβγαζε σώο στην αποβάθρα.
Από κοντά βέβαια είχαν την έγνοια και οι άλλοι βαρκάρηδες, γιατί δεν ξέρεις τι μπορεί να φέρει η κακή ώρα. Κι επειδή οι συνθήκες διαπαιδαγώγησης της εποχής επέτρεπαν κι ένα χέρι ξύλο στον άτακτο, πολλοί από τους διασωθέντες ξεκινούσαν προκαταβολικά να κλαίνε μήπως και συγκινήσουν τον διασώστη και γλιτώσουν τις μισές.
Αυτό δεν ίσχυε όμως για το Δερβίση με τη μεγάλη καρδιά που χωρούσε αγάπη για όλο τον κόσμο. Μόλις έβγαινε από τη θάλασσα, στάζοντας ολόκληρος, τιναζόταν για να διώξει τα νερά, έπιανε από το χέρι τον διασωθέντα του έδινε ένα χαϊδευτικό σκαμπιλάκι και του έλεγε: «Άντε ρε τράβα και να μη σε ξαναδώ στα μάτια μου…».
Αρχηγός των βαρκάρηδων επάξια λοιπόν ο Δερβίσης ήταν σεβαστός ακόμα και από τους Τούρκους…
Ήταν όμως και η μόνη ελπίδα των πλοιάρχων όταν είχαν να κάνουν με κακοκαιρία. Γιατί ο ιδιόρρυθμος εκείνος βαρκάρης διατηρούσε μια εκπληκτική ψυχραιμία σε ώρες δύσκολες.
Σε ώρα μεγάλης τρικυμίας αν ο πλοίαρχος το έπαιρνε απόφαση να ταξιδέψει – στο όνομα του Θεού – σφύριζε για να ειδοποιήσει πως θα εργαστεί και αμέσως γέμιζε η βάρκα με 10-15 επιβάτες. Αμίλητος στη θέση του ο Δερβίσης κουλαντρίζοντας το τιμόνι με δυο σχοινάκια που είχε δεμένα δεξιά και αριστερά της τιμονιέρας, έβγαινε έξω από το λιμάνι υπό τα όμματα θαυμασμού των άλλων, που παρακολουθούσαν χλωμοί από το φόβο τους.
Όταν όμως η βάρκα έβγαινε στ’ ανοικτά, η κατάσταση γινόταν τραγική όσο τα κύματα έπαιζαν με το πλεούμενο σαν να ήταν καρουδότσουφλο.
Κάτω από τις απερίγραπτες αυτές συνθήκες και ενώ οι περισσότεροι από τους ταξιδιώτες ούρλιαζαν από τον φόβο τους, ο Δερβίσης σαν να ήταν απλός παρατηρητής, αδιαφορώντας για τα μανιασμένα κύματα, συνέχιζε να χειρίζεται δεξιοτεχνικά τα σχοινάκια και να επαναφέρει την ισορροπία στη βάρκα. Σαν να συνομιλούσε με τα κύματα, διάλεγε το καθένα όπως τον βόλευε στις κινήσεις του.
Μπορεί να έπαιρνε ώρα αυτή η αγωνιώδης προσπάθεια προσέγγισης της βάρκας στο πλοιάριο που περίμενε αλλά πάντως έφθανε κάποτε στον προορισμό της Εκείνη την πιο κρίσιμη στιγμή, ο Δερβίσης περίμενε να περάσει το επικίνδυνο κύμα που ερχόταν και μετά σαν αστραπή έδινε σήμα να πετάξουν τον γάντζο από το πλοίο για να τον αρπάξει. Κι όταν γινόταν η πολυπόθητη σύνδεση ο γενναίος βαρκάρης περίμενε να δει στο πλατύσκαλο του πλοίου κάποιον από το πλήρωμα, για να ξεκινήσει να του περνάει έναν-έναν τους επιβάτες. « Άρπα» του φώναζε κι ας σηκωνόταν με το κύμα μερικές οργιές πάνω. Ιδιαίτερα πρόσεχε τις γυναίκες που ήταν έτοιμες να σωριαστούν από τον φόβο τους. Όσο για τους άνδρες τους υποστήριζε πιάνοντάς τους από τις μασχάλες μέχρι να περάσουν στο πλοίο.
Αυτό που χαιρόσουν στον Δερβίση ήταν η σιγουριά του εκείνες τις ώρες που λυσσομανούσε η θάλασσα. Δεν περίμενε να αποφασίσει ο επιβάτης πότε θα κάνει το αναγκαίο βήμα να περάσει στο πλοίο. Εκείνος το κανόνιζε υπολογίζοντας τη ροή των κυμάτων. Η ακρίβεια που χειριζόταν τις κινήσεις αυτές ήταν άξια επαίνου. Μια στραβή κίνηση και ο επιβάτης θα χανόταν στα κύματα. Αυτό όμως δεν έγινε ποτέ όταν αναλάμβανε καθήκοντα ο Δερβίσης ο θρύλος του λιμανιού.
Έτσι περνούσαν οι μέρες του γενναίου αυτού που ποτέ του δεν έδωσε δικαίωμα να θίξουν την αξιοπρέπειά του. Λεβέντης, ακριβοδίκαιος, μπεσαλής, άνθρωπος που είχε μάθει με τον ιδρώτα του αυγατίζει το βιος του κατάφερε να αποκτήσει περιουσία. Και να είναι πάντα ο άρχοντας του λιμανιού.
Μέχρι που ήρθαν οι Γερμανοί. Ο Δερβίσης, δεν μπορούσε να κάθεται άπρακτος όταν στα Περιβόλια γινόταν χαλασμός. Η Μάχης της Κρήτης έφθανε στο αποκορύφωμά της.
Όταν κάποιος αλεξιπτωτιστής επιχείρησε να τον συλλάβει, ο Δερβίσης δεν θέλησε να του χαρίσει. Χύθηκε σαν λιοντάρι πάνω του κι ας ήταν πια σε μια ηλικία που δεν του επέτρεπε μεγάλες παλικαριές.
Σε λίγο έπεφτε αλλά αγέρωχος πάντα, από τις σφαίρες του εισβολέα.
Πέρασε το όνομά του στη λίστα των εκτελεσθέτων αργότερα, αλλά γραμμένο λάθος. Από Καλαϊτζιδάκης αναφέρεται: Καλαϊτζάκης ή Δερβίσης Νικόλαος του Ιωάννου ετών 60, λεμβούχος εκ Πειραιώς. Συλληφθείς υπό των Αλεξιπτωτιστών εις Περιβόλια την 20-5-1941, εξετελέσθη εις Μισσίρια την 23/5/1941.
Για τον ήρωα αυτό έχω συλλέξει και άλλα στοιχεία, εξαιρετικά ενδιαφέροντα που χρήζουν όμως διασταύρωσης για να δουν το φως της δημοσιότητας. Έτσι θα επανέλθουμε για τον γενναίο Δερβίση που ήταν από τις ωραίες εκείνες παρουσίες του απλού κόσμου, που ήξερε να ζει με φιλότιμο και ανθρωπιά.
Ένας όμορφος Μικρασιάτης
Ξεχωριστός ήταν και ο Γιώργος Κόλλιας, από τους ξεριζωμένους που βρήκαν στο Ρέθυμνο δεύτερη πατρίδα.
Είχε έρθει πρόσφυγας από τις Φώκαιες. Κουβαλούσε μαζί του την κουλτούρα και την αρχοντιά της γενέτειράς του. Άνθρωπος φιλοπρόοδος και εργατικός κατάφερε με σκληρή δουλειά να δημιουργήσει ένα παντοπωλείο. Δεν αδικούσε κανέναν, δεν είχε προσωπικά με κανέναν. Ήρεμος, μειλίχιος, χαριτωμένος.
Είχε παντρευτεί μια από τις πανέμορφες γυναίκες της περιοχής, τη Βασιλεία Σουσάρη. Ήταν από τις πιο εγγράμματες Μικρασιάτισσες, καθώς είχε προλάβει να προχωρήσει στο γυμνάσιο. Ήρθε και η Μαρία να κάνει με την όμορφη παρουσία πιο φωτεινή την ευτυχία τους, ήρθε και ο Τάσος στις 20 του Απριλίου 1941. Δεν είχε προλάβει να σαραντίσει το βρέφος όταν συνέβη το κακό.
Ο Γιώργης Κόλλιας ατένισε στα 38 του χρόνια τελευταία φορά τον ήλιο, μαζί με τους άλλους πατριώτες. Ίσα που πρόλαβε να κάνει τον σταυρό του. Έμεινε μόνο το όνομά του μαζί με των άλλων στο κενοτάφιο για αιώνια δόξα.
Ένα πολύτιμο εύρημα
Ο γιος του Τάσος, μεγάλωσε με τη φήμη του ξεχωριστού πατέρα του, που δεν είχε πικράνει ποτέ κανέναν, όλοι τον ανέφεραν με συγκίνηση, δίνοντας την εικόνα ενός αξιαγάπητου και γενικά ανθρώπου που τιμούσε τις ρίζες του. Σπούδασε δάσκαλος. Ήταν τα πρώτα χρόνια που είχε διοριστεί, 1967-68, όταν μια μέρα τον σταμάτησε ο καλός μας συμπολίτης Κίσσανδρος Σκουλουφιανάκης.
Έδειχνε συγκινημένος.
– Θέλω κάτι να σου δώσω, του είπε. Μπορεί να σε ενδιαφέρει.
Άνοιξε μια χαρτοπετσέτα και του έδωσε ένα δακτυλίδι αρραβώνα που έγραφε: «Βασιλεία Σουσάρη».
Τρέμοντας το πήρε ο Τάσος, που σήμερα είναι από τους πιο σημαντικούς συμπολίτες στον χώρο και του πολιτισμού.
Ήταν ένα «θυμητάρι» από τον πατέρα του. Ποιος ξέρει κάτω από ποιες συνθήκες αποχωρίστηκε ο Γιώργης τον αρραβώνα του. Ο Κίσσανδρος το βρήκε παίζοντας μπάλα εκεί στην άμμο, κοντά στο σημείο της εκτέλεσης και σκέφτηκε ότι μπορεί να ανήκει στον πατέρα του Τάσου. Ίσως ο σπάνιος εκείνος άνθρωπος ήθελε ν’ αφήσει πριν πεθάνει κάτι που να τον θυμίζει. Γιατί είναι γνωστό πως άμορφους σωρούς δημιουργούσαν οι εκατόμβες θυμάτων όταν και εφόσον τους εύρισκαν. Και στο πλιάτσικο θα μπορούσε να χαθεί κάτι πολύτιμο όπως ένας αρραβώνας.
Σημασία έχει ότι από τυχαίες στιγμές φτάνει, όσα χρόνια κι αν περάσουν, το μήνυμα που επιθυμεί κάποιος ν’ αφήσει στους μεταγενέστερους. Κι έχει μεγαλύτερη αξία το κληροδότημα αυτό, αν προέρχεται από έναν εθνομάρτυρα, όπως ήταν και ο Γιώργης Κόλλιας.
Κι ένας βετεράνος στο απόσπασμα
Ο Στυλιανός Παττακός ήταν από τους βετεράνους του πρώτου πολέμου.
Είχε μπει από τους πρώτους θριαμβευτής στη Θεσσαλονίκη την ελεύθερη πια από το ζυγό.
Ήταν ένας από τους 11 πατριώτες, που πάτησε πρώτος τα ιερά χώματα που μόλις ανάσαιναν τη λευτεριά. Από την περηφάνια του και τη χαρά του για το γεγονός, ονόμασε τον γιο του Δημήτριο και όχι Μανώλη που ήταν το όνομα του πατέρα του.
Η πατρίδα τον αντάμειψε για την γενναιότητά του συνολικά. Ήταν έφεδρος ανθυπολοχαγός επ’ ανδραγαθία.
Όταν ξέσπασε η Μάχη της Κρήτης σαν άνεμος βρέθηκε στον λόφο του Άη Γιώργη στα Περιβόλια, αλλά κι όπου προλάβαινε καταφέροντας ισχυρά πλήγματα στον εχθρό. Όπως κι άλλοι στη θέση του δεν είχε όπλα στην αρχή. Απόκτησε οπλισμό με τη γενναιότητά του. Ημίθεος έμοιαζε όταν ριχνόταν στη μάχη χωρίς να υπολογίζει τη ζωή του. Δικαίωνε έτσι και τα πολλά μετάλλια και διπλώματα ανδρείας που είχε πάρει μετά τον τραυματισμό του στην Κρέσνα Τζουμαγιάς. Αντίγραφα που υπάρχουν στο Γ.Ε.Σ. δόθηκαν πρόσφατα στα εγγόνια του. Είναι αξιοσημείωτο ότι και ο Βασιλιάς Γεώργιος όταν το 1937 πέρασε από το Ρέθυμνο εντυπωσιάστηκε βλέποντας τον στην άκρη του δρόμου να τον χαιρετά από τα τόσα μετάλλια στο στήθος του. Σε βαθμό μάλιστα που σταμάτησε την άμαξα να τον ρωτήσει ποιος είναι και που απέκτησε τόσα μετάλλια κι αυτός του απάντησε:
– Στους Βαλκανικούς αγώνες στο γνωστό δωρικό του ύφος.
Για τη γενναιότητα του Στυλιανού έχουμε και τη μαρτυρία από μια εμβληματική μορφή της Αντίστασης τον Γιώργη Τζίτζικα από το Άνω Μέρος επίσης, που έτυχε να τον συναντήσει στο πεδίο της τιμής, αλλά και του Ανδρέα Μπαραδάκη από τη Μύρθιο Ρεθύμνου, σύμφωνα με την οποία συνάντησε τον ήρωα δυο φορές ν’ ανεβοκατεβαίνει στου Σήμα την καμάρα. Είχε την έγνοια του και στο σπίτι και το βραδάκι ανέβαινε ν’ αρμέξει το κοπάδι και να δώσει εντολές στα μικρά αγόρια. Μετά γύριζε στη μάχη. Ήταν κάτι που ξεπερνά την ανθρώπινη φαντασία ν’ αφήνει το πόστο του όσο να πεταχτεί στο χωριό να δει τι απέγιναν οι δικοί του να εμψυχώσει και πάλι ξαναγύριζε στη μάχη χωρίς να υπολογίσει κόπο. Αυτά σε μια εποχή που ο κόσμος δεν είχε στο σύνολό του την πολυτέλεια ενός υποζυγίου για τις μεταφορές του.
Και φθάνουμε στο αποκορύφωμα της τραγωδίας που χάρισε το φωτοστέφανο του μάρτυρα στον Στυλιανό.
Η θέα των νεαρών χωροφυλάκων που ακάτεχοι στην τέχνη του πολέμου σύρονταν ως πρόβατα επί σφαγή δεν άφησε ασυγκίνητο τον ήρωά μας. Στην προσπάθειά του να τα βοηθήσει μη χάσουν τον δρόμο τους βρέθηκε ο ίδιος αβοήθητος στην πιο κρίσιμη στιγμή της μάχης στον Άγιο Γιώργη. Και δεν άργησε να συλληφθεί από περίπολο λυσσασμένων για εκδίκηση ναζί.
Εκτελέστηκε με άλλους εκεί κοντά στην εκκλησία. Κι εδώ οι γνώμες διχάζονται. Άλλοι ισχυρίζονται ότι έριξαν και τον Στυλιανό, στο καμίνι του Ζαφείρη και τον έκαψαν μαζί με άλλους. Νεκρό ή ζωντανό κανένας δεν ξέρει. Άλλοι πάλι θεωρούν ότι τον έριξαν σε πηγάδι και τον έκαψαν. Το καμίνι πάντως υπάρχει όπως και ενδείξεις ότι χρησιμοποιήθηκε από τους ναζί για εκατόμβη θυμάτων.
Όπως και να είναι ο Στυλιανός Παττακός, είναι ένας ακόμα από τους εθνομάρτυρες που εκτελέστηκε από τους ναζί με φρικτό τρόπο. Για κείνον όμως ήταν ιερό καθήκον, γιατί είχε μάθει να ακούει πάντα το κάλεσμα της πατρίδας. Και στη θρυλική Μάχη της Κρήτης δεν μπορούσε να κάνει εξαίρεση.
Πηγές:
Θεμιστοκλή Βαλαρή: Μια πόλη αναμνήσεις.
Μαρτυρίες από Γιώργη Τζίτζικα, Ανδρέα Μπαραδάκη, εγγονών του εθνομάρτυρα Στυλιανού Παττακού και αρχεία ΓΕΣ.
Εύας Λαδιά: Στέλιος Παττακός από τους αφανείς μάρτυρες της Μάχης της Κρήτης.