Η μαύρη και καταραμένη παλιά εποχή όπως την αποκαλούν οι σημερινοί ηλικιωμένοι που είχανε την «τύχη» να τη ζήσουν ή και μέρος αυτής, που έχει φύγει πριν πολλά χρόνια, δεν επιθυμούν ξανά να γυρίσει πίσω και να τη βιώσουν για δεύτερη φορά.
Όμως όπου κάθονται ή όταν περπατούν, ή είναι ξαπλωμένοι να ξεκουραστούν ή όταν κοιμηθούν και όταν κάνουν παρέα μεταξύ τους τη θυμούνται και δεν μπορούν να ηρεμήσουν για να ευχαριστηθούν μετά από τα πολλά βιώματα που έχουν ζήσει.
Εκείνο που τους διακρίνει είναι ότι εκτελούν όλες τις συνήθειες και τις παροιμίες που εκτελούσανε και τις θεωρούν ότι και σήμερα είναι χρήσιμες για όλους να το πραγματοποιούν, γιατί φέρνουν χρήσιμα και ωφέλιμα αποτελέσματα στην οικογένειά τους και σε ότι επάγγελμα εργάζονται.
Θέλουν όμως να τις μαθαίνουν οι σημερινοί νέοι όπως γινότανε παλιά που η οικογένεια τα σχολεία και η εκκλησία τις διδάσκανε και οι νέοι τις γνωρίζανε και τις εκτελούσανε. Με τις συναντήσεις που κάνουν όταν τους το επιτρέπει ο καιρός και η υγεία τους τότε επιλέγουν για ποια από αυτές που έχουν ζήσει και σήμερα από ορισμένους δεν εφαρμόζεται, τότε κάνουν σχόλια μεταξύ τους ή τα λένε σε κάποιο να το γράψει για να ενημερωθούν τα παιδιά που μεγαλώνουν αν τους ωφελεί ή αν τους βλάπτει.
Έχουν παρατηρήσει ότι ορισμένες φορές δεν εφαρμόζεται από ορισμένους η παροιμία: «Με την αράδα θα πας αν είσαι και παπάς». Την παλιά εποχή τη λέγανε κυρίως όταν πηγαίνανε τα σιτηρά στους μύλους να τα αλέσουν σε αλεύρι για να ζυμώσουν το ψωμί τους. Έπρεπε μόλις άνοιγε ο μύλος όλοι να μπούνε στη σειρά όπως έχουν φθάσει για να παραδώσουν τον καρπό και να φύγουν να πάνε στις εργασίες τους.
Το ίδιο γινότανε και με τις βρύσες που περιμένανε οι άνθρωποι στη σειρά να γεμίσουν τις στάμνες τους με νερό. Εκείνη την ώρα όταν βλέπανε τον παπά του χωριού τους να μην θέλει να τηρήσει τη σειρά του λέγανε αυτή την παροιμία και τη χρησιμοποιούσανε όλα τα χρόνια. Με αυτή επιδείκνυαν οι κάτοικοι των χωριών τον σεβασμό τους κυρίως στους ναούς και στα σχολεία και αν δεν το τηρούσανε έπαιρνε θέση και ο χωροφύλακας. Αυτή η παροιμία διδάσκει ότι ο καθένας πρέπει να περιμένει κάποιο χρόνο, προκειμένου να εξυπηρετηθεί σε κάποια ανάγκη χωρίς εξαίρεση που και ο παπάς πρέπει να περιμένει. Όμως από σεβασμό όλοι του λέγανε να περάσει πρώτος.
Επίσης και για τη σημερινή μας εποχή αναφέρουν ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των ανθρώπων όλων των ηλικιών την εφαρμόζει και κοσμούν την κοινωνία εκεί που κατοικούν. Παρατηρούν και σχολιάζουν με τα καλύτερά τους λόγια ειδικά τα τελευταία χρόνια με την ασθένεια του κορονοϊού που βλέπουν στις εκκλησίες στις τράπεζες στα καταστήματα, στα νοσοκομεία, στα ταχυδρομεία κ.λπ. ότι τηρούν την παροιμία γιατί γνωρίζουν που θα έχουν δυσμενή αποτελέσματα για την υγεία τους ακόμα και να χάσουν τη ζωή τους.
Εκεί που αισιοδοξούσαμε ότι η παροιμία εκτελείται πλέον πλήρως από όλους με το νόημα που έχει δυστυχώς πρόσφατα έκανε την εμφάνισή της να μην την εκτελέσει το ίδιο το άτομο από το οποίο έχει πάρει και την ονομασία της όπως: Ένας ηλικιωμένος πήγε στο νοσοκομείο της πόλης μας με την συνοδό κόρη του για να πάρει όπως προβλέπεται το ραντεβού για να εξεταστεί για το πρόβλημα της υγείας που έχει. Επειδή ήτανε πολλοί ενδιαφερόμενοι για τον ίδιο λόγο ή και για εμβόλιο οφείλανε να σταθούν όρθιοι ο ένας πίσω από τον άλλο όπως φθάνανε εκεί. Από αυτούς ήτανε δύο ηλικιωμένοι που δεν μπορούσανε να μείνουν όρθιοι για πολλή ώρα και καθίσανε λίγο πιο πέρα στα καθίσματα που υπήρχανε και περιμένανε να έρθει η δική τους σειρά. Όμως σε κάποια στιγμή έκανε την εμφάνισή του και ένας παπάς μικρής ηλικίας για τον ίδιο μάλλον σκοπό με χαρτιά στα χέρια του. Αφού είδε τη μεγάλη αράδα που περίμενε όφειλε να σταθεί στο τέλος αυτής. Δεν το έπραξε αλλά πήγε στην πρώτη θέση χωρίς να ζητήσει συγνώμη από κανέναν ότι έχω κάποια επείγουσα υποχρέωση για να του παραχωρήσουν τη θέση τους αλλά έδωσε τα χαρτιά που κρατούσε στην υπάλληλο πήρε το ραντεβού σε ένα χαρτί και έφυγε.
Κανείς από όλους δεν αντέδρασε ούτε και η υπάλληλός του γραφείου ίσως από τον σεβασμό τους. Όμως ο ένας ηλικιωμένος που είδε όλη αυτή τη σκηνή από μακριά δεν μπορούσε να αντιδράσει λόγω της ασθένειάς του αλλά έκανε δυσμενές σχόλιο εις βάρος του εις τους διπλανούς του. Εκείνη την ώρα έφθασα και εγώ για τον ίδιο σκοπό και είδα τη μικρή αναστάτωση που υπήρχε γύρω του και τον ρώτησα τι συμβαίνει και επανέλαβε αυτό που είδε και ότι δεν το περίμενα να δω μπροστά μου αυτή την ασέβεια από τον παπά στη σημερινή μας εποχή και πολλά άλλα που δεν τα αναφέρω. Ο ηλικιωμένος είχε στενοχωρηθεί πολύ για την ασέβεια που δέχθηκε και του έδινε κουράγιο η κόρη του για να το ξεχάσει. Είπε όμως στο τέλος ότι εμείς έχουμε περάσει πολλά στη ζωή μας και τον δικαιούμαστε τον σεβασμό και ότι δεν τον ζητάμε να μας τον δώσουν. Είναι τροφή για αυτόν που τον δέχεται και γι’ αυτόν που τον δίνει.
Τελειώνοντας και ο επόμενος ηλικιωμένος είπε ότι:
«Ο σεβασμός εις τον άνθρωπο αποτελεί το ακριβότερο στολίδι ακόμα και από την ακριβότερη ενδυμασία που φορεί και τα καλύτερα χρυσαφικά που φέρει στο σώμα του και κοσμεί την οικογένειά του και την καταγωγή του».