«Εφαρμοσμένα χρηματοοικονομικά φαρμακείου – από τη θεωρία στην πράξη», από τους Φαρμακευτικούς Συλλόγους Ρεθύμνου και Χανίων και το Ινστιτούτο Δια βίου Εκπαίδευσης και επαγγελματικής ανάπτυξης φαρμακοποιών
Οι πιεστικές συνθήκες, όπως τα χαμηλά μικτά περιθώρια κέρδους, η αυξανόμενη λειτουργική επιβάρυνση και ο αθέμιτος ανταγωνισμός από μεγάλες επιχειρηματικές μονάδες, καθιστούν επιτακτική την ανάγκη για εκπαίδευση και επαγγελματική ενίσχυση των φαρμακοποιών
Τα χαμηλά μικτά περιθώρια κέρδους, τα εξαντλητικά ωράρια και ο αθέμιτος ανταγωνισμός που δημιουργούν οι μεγάλες επιχειρήσεις είναι όλοι παράγοντες που απειλούν τη βιωσιμότητα του σημερινού μικρού και μεσαίου φαρμακείου, το οποίο καλείται να διαχειριστεί τις νέες οικονομικές συνθήκες για να εξασφαλίσει την ομαλή λειτουργία του. Το σεμινάριο χρηματοοικονομικής εκπαίδευσης για τους φαρμακοποιούς του Ρεθύμνου και των Χανίων που πραγματοποιήθηκε το πρωί της Κυριακής στο νέο συνεδριακό χώρου του ξενοδοχείου Theartemis Palace, από τους Φαρμακευτικούς Συλλόγους των δύο πόλεων, σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Δια βίου Εκπαίδευσης και επαγγελματικής ανάπτυξης φαρμακοποιών και το Ινστιτούτο φαρμακευτικών και επιστημονικών ερευνών του Πανελλήνιου Φαρμακευτικού Συλλόγου ανέδειξε όλα τα παραπάνω ζητήματα, δίνοντας χρήσιμες συμβουλές στους Φαρμακοποιούς για θέματα όπως οι δαπάνες, η εμπορική πολιτική της εκάστοτε επιχείρησης, η αξιολόγηση αποθέματος και η ταχύτητα της κυκλοφορίας, η προσφορά εκπτώσεων και προσφορών κ.α..Το σεμινάριο με τίτλο «Εφαρμοσμένα χρηματοοικονομικά φαρμακείου- από τη θεωρία στην πράξη» επικεντρώθηκε στην ανάδειξη τεχνικών διαχείρισης των οικονομικών απαιτήσεων και δυσκολιών των φαρμακοποιών, θίγοντας παράλληλα και άλλα ζητήματα που απασχολούν τον κλάδο, όπως η διάθεση ακριβών φαρμάκων από τα φαρμακεία της γειτονιάς και οι ελλείψεις φαρμάκων.
Στο να ενισχύσει την εκπαιδευτική κουλτούρα και την νοοτροπία των φαρμακοποιών αποσκοπούσε το σεμινάριο, σύμφωνα με τον Σεραφείμ Ζήκα, πρώτο αντιπρόεδρο στον Πανελλήνιο Φαρμακευτικό Σύλλογο και πρόεδρο στο Ινστιτούτο Δια βίου Εκπαίδευσης και επαγγελματικής ανάπτυξης φαρμακοποιών και το Ινστιτούτο φαρμακευτικών και επιστημονικών ερευνών. Όπως σημείωσε μεταξύ άλλων, απώτερος σκοπός είναι η καθημερινή αναβάθμιση του ελληνικού φαρμακείου σε ένα χώρο πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, με παροχή υψηλού επιπέδου υπηρεσιών. «Οι μελέτες δείχνουν ότι ο φαρμακοποιός βρίσκεται στην πρώτη θέση προτιμήσεων της κοινωνίας όσον αφορά την αξιοπιστία του. Θα πρέπει να αποδείξουμε ότι είμαστε ένας αξιόπιστος σύμμαχος για την κοινωνία και την πολιτεία και μπορούμε να αναλάβουμε αυτό το μεγάλο έργο», ανέφερε, συμπληρώνοντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα υπάρξει δυνατότητα πρόληψης στη διαχείριση χρόνιων ασθενειών, οι οποίες αναμένονται να αυξηθούν στο μέλλον λόγω δημογραφικού, αλλά και δυνατότητα εξοικονόμησης πόρων από το Εθνικό Σύστημα Υγείας, με το φαρμακείο να αναλαμβάνει σημαντικό φορτίο. Παράλληλα, όπως τόνισε, τα αυξημένα λειτουργικά κόστη των φαρμακείων και η μεγάλη διαστρωμάτωση του κλάδου είναι παράγοντες που δυσχεραίνουν το έργο των φαρμακοποιών, ξεπροβάλλοντας κόκκινες γραμμές που πρέπει να αποφευχθούν. «Επειδή το φάρμακο είναι προστατευόμενος είδος και έχει πολύ χαμηλές τιμές, εμείς εσοδεύουμε στο ίδιο επίπεδα, με πολύ χαμηλά μικτά περιθώρια κέρδους. Άρα είναι μία πολύ δύσκολη άσκηση να λειτουργήσει σήμερα ένα φαρμακείο, για να μην έχεις πρόβλημα βιωσιμότητας. Θέλουμε να δείξουμε ποιες είναι οι κόκκινες γραμμές, για να μην βρεθούμε προ εκπλήξεων. Υπάρχει επίσης μία πολύ μεγάλη διαστρωμάτωση στον κλάδο.
Τα φαρμακεία είναι πολλά. Συγκριτικά με τον υπόλοιπο κόσμο έχουμε τον μεγαλύτερο αριθμό φαρμακείων, ανά κάτοικο», τονίζοντας ωστόσο ότι τα πολλά φαρμακεία δεν είναι απαραίτητα μειονέκτημα, αλλά όπως απέδειξε και η πανδημία, απαραίτητα ως κέντρα πρωτοβάθμιας υγείας.
Αναγκαία είναι η επιστημονική υποστήριξη της φαρμακευτικής επιστήμης και η κατάρτιση των φαρμακοποιών, σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Βαρδιάμπαση, πρόεδρο του Φαρμακευτικού Συλλόγου Ρεθύμνου. «Σε μία εποχή με πληθωριστική έκρηξη, μείωση αγοραστικής δύναμης, αύξηση λειτουργικών εξόδων, υπάρχει μεγάλη ανάγκη για πλήρης κατάρτιση, ώστε να μπορεί να είναι βιώσιμη η μικρή επιχείρηση που λέγεται φαρμακείο. Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις, μιας και έχουν στενέψει τα περιθώρια κέρδους, όπου τα φαρμακεία μπορούν να ξεφύγουν και να μην είναι βιώσιμα», ανέφερε μεταξύ άλλων, ενώ στη συνέχεια συμπλήρωσε ότι το σεμινάριο ανέπτυξε και ευρύτερα θέματα που απασχολούν τον κλάδο, όπως η διανομή φαρμάκων υψηλού κόστους από τα φαρμακεία της γειτονιάς. «Αυτό το χρονικό διάστημα είμαστε πλήρως αποκλεισμένοι από τη διάθεση από τα φάρμακα ειδικού χειρισμού, όπου την αποκλειστικότητα έχουν τα κρατικά φαρμακεία του ΕΟΠΥΥ. Η κατάσταση έχει αποδειχθεί μη βιώσιμη για το σύστημα υγείας, το οποίο έχει αποτύχει στα πλαίσια της καλής και της έγκαιρης εξυπηρέτησης ασθενών». Όπως σημείωσε, 1.500 είναι συνολικά τα φάρμακα που συγκαταλέγονται στον κατάλογο σκευασμάτων υψηλού κόστους, όπως για παράδειγμα φάρμακα ενδοφλέβιας έγχυσης και φάρμακα για χρόνιες παθήσεις. Στο Ρέθυμνο λειτουργεί μονάχα ένα παράρτημα κρατικού φαρμακείου και στην Κρήτη υπάρχουν άλλα δύο φαρμακεία του ΕΟΠΥΥ σε Χανιά και Ηράκλειο που διαθέτουν αυτά τα φάρμακα, ενώ τα 72 φαρμακεία της πόλης και τα 610 φαρμακεία του νησιού να μην μπορούν να βοηθήσουν στη διανομή. «Στο Ρέθυμνο και στην Κρήτη, πολλές φορές συνάνθρωποί μας με σοβαρές παθήσεις απευθύνονται σε εμάς. Δεν μπορεί να συγκριθεί η ποιότητα και η ταχύτητα της εξυπηρέτησης με τα τρία φαρμακεία του ΕΟΠΠΥ. Υπάρχουν άνθρωποι που είναι αναγκασμένοι να κάνουν πολλά χιλιόμετρα, προκειμένου να λάβουν τη φαρμακευτική τους αγωγή, η οποία θα μπορούσε να τους παρέχεται από το κλασικό δίκτυο διανομής μέσω φαρμακαποθηκών και φαρμακείων», συμπλήρωσε ο κ. Βαρδιάμπασης, εκφράζοντας τέλος και έναν φόβο για την τουριστική περίοδο, εξαιτίας των χρόνιων ελλείψεων φαρμάκων, οι οποίες ξεπερνούν τα 370 φάρμακα.
Τέλος, ο Μανώλης Κατσαράκης, πρόεδρος του Φαρμακευτικού Συλλόγου Χανίων και Γ.Γ. του Πανελλήνιου Φαρμακευτικού Συλλόγου αναφέρθηκε στην ανάγκη βελτίωσης του προφίλ των φαρμακείων και ενημέρωσης των φαρμακοποιών: «Οι φαρμακοποιοί είναι επιστήμονες, οι οποίοι διαρκώς επενδύουν και αναπτύσσουν τον επιστημονικό τους ρόλο, καταβάλλοντας όλο και περισσότερες ενέργειες και συμμετοχή σε δράσεις για τη δημόσια υγεία, σε προγράμματα του υπουργείου Υγείας για την πρόληψη και συνεργάζονται με άλλους επαγγελματίες υγείας στα πλαίσια της πρωτοβάθμιας φροντίδας. Παράλληλα με αυτόν τον επιστημονικό τους ρόλο, τα φαρμακεία δεν παύουν να είναι επιχειρήσεις, οι οποίες οφείλουν να προσέχουν και να επενδύουν και στην προσαρμογή τους στα φορολογικά τους δεδομένα, αλλά και σαν επιχειρήσεις να είναι εύρωστες και να συνεχίσουν να αναπτύσσονται, ανταποκρινόμενοι σε όλες τις απαιτήσεις».