Ακόμα δεν έχει απαντηθεί το ερώτημα «Τι απέγινε η φωτογραφία του»
Από τα θέματα που μου άφησαν πικρία και μεγάλη απορία για το αποτέλεσμα ήταν η περίπτωση του Εμμανουήλ Καούνη που εδώ και χρόνια μαζί με άλλους έγκριτους ιστορικούς ανακινούμε το θέμα της δικαίωσης του σπουδαίου αυτού Ρεθεμνιώτη. Και η επιδίωξή μας είναι απλά η τοποθέτηση τουλάχιστον της φωτογραφίας του εκεί που ανήκει. Γιατί χωρίς τη δική του άοκνη προσπάθεια δεν θα είχαμε τον αρχαιολογικό πλούτο που διαθέτουμε σήμερα και πλουτίζει το μουσείο μας.
Όταν στεγαζόταν το αρχαιολογικό μουσείο στη Λότζια υπήρχε η φωτογραφία του σε περίοπτη θέση αλλά ξαφνικά με τις διάφορες μεταφορές εξαφανίστηκε. Κάποιος ισχυρίστηκε πως την είχε εντοπίσει πλάι στις… τουαλέτες.
Ανήμπορη να παραδεχτώ τόση αχαριστία προχώρησα σε σειρά δημοσιευμάτων για τα οποία δεν πήρα ποτέ απάντηση.
Επί του θέματος είχε πάρει θέση και ο φλογερός Αμαριώτης Σταύρος Φωτάκης με την ακούραστη πένα του είχε αναφέρει σχετικά (Ρεθεμνιώτικα Νέα 16/9/2016).
«Στη σελίδα Ειδήσεις-Ρεπορτάζ, η εκλεκτή δημοσιογράφος Εύα Λαδιά γράφει: «Μια περίεργη «εξαφάνιση» Εμμανουήλ Καούνης: Ένας γνήσιος ευπατρίδης. Πού βρίσκεται η φωτογραφία του; Πετάξαμε στον Καιάδα της λησμονιάς τον ακρίτα του αρχαιολογικού μας πλούτου; Δεν θα αναφερθώ στα υπόλοιπα γραφόμενα του αξιόλογου κειμένου της αγαπητής δημοσιογράφου, που σίγουρα δεν αμφισβητούνται και είναι αλήθεια πως περίμενα κάποιον «αρμόδιο», να βγει και να αποκαταστήσει ευγενικά τα αδικαιολόγητα. Αντί αυτού δυστυχώς, στην άκρα σιωπή, ήρθε η συνέχεια: Ρεθεμνιώτικα Νέα της 30/9/2016 στη σελίδα Κοινωνία, η έγκριτη δημοσιογράφος Εύα Λαδιά ξαναγράφει: Η απόδοση τιμής στους ευεργέτες του Ρεθύμνου έχει ημερομηνία λήξης; Με αφορμή την περίπτωση του Εμμανουήλ Καούνη. Και συνεχίζει να διερωτάται: «Τελικά πού βρίσκεται η φωτογραφία του;»
Διάβασα προσεκτικά και τα δυο κείμενα και ομολογώ πως έμαθα πολλά, για την προσωπικότητα και την προσφορά του Εμμανουήλ Καούνη στο Ρέθεμνος. Ειλικρινά όμως περίμενα, κατ’ αρχήν να βρεθεί η φωτογραφία και να τοποθετηθεί στη θέση που της αρμόζει, αλλά ταυτόχρονα περίμενα και άλλες Ρεθεμνιώτικες φωνές, να διαμαρτυρηθούνε για αυτή την αταξία, για να μην τη χαρακτηρίσω διαφορετικά. Και διερωτώμαι μήπως, λέω μήπως, δεν υπάρχει θέση να μπει αυτή η φωτογραφία του αξιολογότατου αυτού Ρεθεμνιώτη; Αν δεν υπάρχει χώρος ή υπάρχει άλλος λόγος, να βγει κάποιος αρμόδιος και να απαντήσει και τότε, σίγουρα θα βρούμε χώρο οι Αμαριώτες στο Βυζάρι ή στο Δημαρχείο Αμαρίου να την τοποθετήσομε. Αυτό που μένει είναι να βρεθεί άμεσα η φωτογραφία. Ίδωμεν…».
Δεν είδαμε τίποτα και κανένας δεν ενδιαφέρθηκε περαιτέρω.
Επανερχόμαστε σήμερα με την ευκαιρία παρουσίασης της μελέτης Αρχαιολογικού Μουσείου ανάβοντας κι ένα κερί μνήμης του σημαντικού αυτού Ρεθεμνιώτη που ξόδευε την περιουσία του κοντά στα άλλα για να βγάζει από τη φυλακή μεροκαματιάρηδες που είχαν χάσει την ελευθερία τους για χρέη στο δημόσιο.
Ο Εμμανουήλ Καούνης γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1872.
Η μητέρα του καταγόταν από την ιστορική οικογένεια των Βλαστών που ανέδειξε και τον μεγάλο λαογράφο Παύλο Βλαστό.
Ο Εμμανουήλ Καούνης είχε μεγάλη έφεση στα γράμματα και φαινόταν ότι θα διακριθεί σαν επιστήμονας. Ο θάνατος του πατέρα του όμως ανέκοψε κάθε πρόσβαση σε ένα λαμπρό μέλλον και τον υποχρέωσε να αφήσει το σχολείο και να ασχοληθεί με το εμπόριο.
«Όπου φελά παντού φελά», λέει ο σοφός λαός μας.
Κι αν τον αδίκησε η ζωή κατάφερε να διακριθεί στον εμπορικό χώρο χάρις στο πρωτοποριακό πνεύμα που διέθετε. Το εξαιρετικό λάδι που έβγαζε το ατμοκίνητο εργοστάσιό του βραβεύτηκε άπειρες φορές σε διάφορες εκθέσεις ακόμα και του εξωτερικού. Ο φιλοπρόοδος Ρεθεμνιώτης διατηρούσε κι ένα κατάστημα στην οδό Αρκαδίου από το οποίο διέθετε τα προϊόντα του εργοστασίου του.
Το 1896 ενώ βρισκόταν στην Αθήνα, κατάλαβε από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα ότι δεν θ’ αργήσει νέα επανάσταση.
Γύρισε αμέσως πίσω. Αποβιβάστηκε στο Μπαλί μαζί με τους Θεμιστοκλή Μοάτσο, Νικόλαο Σωτήρχο, Γεώργιο Σαουνάτσο και Γιάννη Μανιατάκη και ξεκίνησε αμέσως πατριωτική δράση.
Στην επανάσταση του Θερίσου
Δεν ήταν πια ο μειλίχιος και πράος άνθρωπος αλλά ο Κρητικός που φλεγόταν για το αγαθό της ελευθερίας.
Η επανάσταση του Θερίσου τον βρίσκει έναν από τους πιο αποφασιστικούς συνεργάτες του Ελευθερίου Βενιζέλου. Ήταν από τους οργανωτές του συλλαλητηρίου της Μονής Ασωμάτων έχοντας γύρω του γενναίους συμπολεμιστές και αρχηγό τον Γιώργο Βλαστό.
Ήρθαν ξανά οι καιροί ειρήνης και ο Εμμανουήλ Καούνης επέστρεψε στις πνευματικές του αναζητήσεις. Οι αρχαιολογικοί μας θησαυροί ήταν πάντα στο επίκεντρο των ενδιαφερόντων του επειδή στους μακρινούς περιπάτους του είχε κατά καιρούς την ευκαιρία να διαπιστώσει ίχνη τους στην κρητική γη. Εκείνη την εποχή η ιδέα των ανασκαφών ήταν κάτι που άγγιζε τα όρια της φαντασίας. Τα κράτος μας στάζοντας ακόμα αίμα από βαθιές πληγές, δεν μπορούσε ούτε να προγραμματίσει και πόσο μάλλον να χρηματοδοτήσει επιστημονικές έρευνες.
Ο Εμμανουήλ Καούνης γνωρίζοντας από μελέτες τον πλούτο που έκρυβε και η Ρεθεμνιώτικη γη αποφάσισε να αναλάβει πρωτοβουλία.
Συλλογή αρχαιοτήτων
Μόλις τέλειωνε τη δουλειά του γύριζε στην περιοχή του Σταυρωμένου και εντόπιζε τα σημεία που έπρεπε να σκάψει.
Κι όταν ερχόταν το Σάββατο, έπαιρνε δυο τρεις από τους πιο έμπιστους εργάτες του και ξεκινούσαν το σκάψιμο. Εκείνος φυσικά τους πλήρωνε επιπλέον το μεροκάματο. Έτσι ήρθαν στο φως σπάνια ευρήματα. Ο Καούνης δεν ησύχαζε αν δεν τα μετέφερε στον προορισμό τους.
Την αξία αυτών των ευρημάτων και ιδιαίτερα του ανάγλυφου που είχε βρει στου Σταυρωμένου τόνισε αργότερα στα εγκαίνια του Μουσείου Ρεθύμνου ο τότε έφορος και διευθυντής του Μουσείου Ηρακλείου Πλάτων.
Οι έφοροι αρχαιοτήτων τον εκτιμούσαν βαθύτατα και το ανέφεραν συχνά στα γράμματά τους.

Ακόμα κι ο αθηναϊκός τύπος ασχολήθηκε με το έργο του Εμμ. Καούνη. Χαρακτηριστικό είναι το δημοσίευμα της «Εστίας» (9 Απριλίου 1928): «…το Μουσείον Ρεθύμνης το οποίον διευθύνει με ζήλο ο καθηγητής του Γυμνασίου κ. Παπαδάκης και δια το οποίον μέγα ενδιαφέρον δεικνύει ο κ. Εμμ. Καούνης, μια χαρακτηριστική μορφή εμπόρου λογίου, ο οποίος αφήνει τας υποθέσεις του δια να μεταβεί εις το εσωτερικόν κα κάμει ανασκαφάς εξ ιδίων…».
Κάθε πράξη πατριωτική του Καούνη που με δικές του δυνάμεις διασώζει τον εθνικό μας πλούτο επισημαίνουν όλοι οι έφοροι αρχαιοτήτων με τα πιο θερμά σχόλια.
Άλλα επίσημα στοιχεία που μιλούν ζωντανά για τη μεγάλη συμβολή του συμπατριώτη μας αρχαιολάτρη στην προστασία των αρχαιολογικών ευρημάτων είναι και οι έξι επιστολές που έστειλε ο αείμνηστος ιστορικός και αρχαιολόγος Στέφανος Ξανθουδίδης στον Εμμ. Καούνη, σχετικά με τις έρευνες του τελευταίου για την ιστορική τοποθέτηση του τάφου του Χορτάτζη που βρέθηκε στους Ασώματους Αμαρίου. Τις επιστολές παρέδωσε ο Εμμ. Καούνης στο μακαρίτη γυμνασιάρχη Μιχαήλ Πρεβελάκι. Οι επιστολές αυτές δημοσιεύτηκαν στον Δ. τόμο της επετηρίδας της εταιρίας των Κρητικών σπουδών (Αθήνα 1941).
Η επιθυμία του να μην καταστρέφονται τα αρχαία και να διατηρούνται εκεί που ανήκουν δεν τον εγκατέλειψαν ούτε κοντά στο τέλος της ζωής του.
Η διάσωση της συλλογής Βλαστού
Για τη διάσωση του αρχείου Παύλου Βλαστού που κατάφερε ο σπουδαίος αυτός ευπατρίδης μας είχε πει ο αείμνηστος και άξιος γιος του Λεωνίδας.
«Ο Βλαστός πεθαίνοντας χωρίς παιδιά άφησε το βάρος ενός τόσο πολύτιμο πνευματικού έργου στους δύο πρωτανηψιούς του και μοναδικούς κληρονόμους. Τον πατέρα μου Εμμανουήλ Καούνη και Γεώργιο Βλαστό.
Ο πατέρας μου με υπέρμετρο ζήλο ανέλαβε και διαφύλαξε τη συλλογή δεδομένου ότι ο Βλαστός ήτο απασχολημένος με εμπορικές επιχειρήσεις. Πολλές και ποικίλες οι ενέργειες για την έκδοση του αρχείου τούτου προς κρατικούς φορείς. Το έργο προσεφέρετο δωρεάν υπό τον όρο της αυτοτελούς εκδόσεως και επ’ ουδενί της μερικής σταχυολόγησης. Αξιόλογη η συνεργασία του με τον τότε Πρόεδρο της Εταιρείας Κρητικών Σπουδών και αργότερα Πρωθυπουργό της Ελλάδος αείμνηστο Εμμανουήλ Τσουδερό. Αν δεν μεσολαβούσε ο πόλεμος το έργο ασφαλώς θα είχε εκδοθεί. Ομοίως πολύτιμος υπήρξε η συμπαράσταση και οι ενέργειες μεταγενέστερα των αείμνηστων Παντελή Πρεβελάκη και Νίκου Καζαντζάκη στα αρμόδια υπουργεία και σε διαφόρους εκδοτικούς οίκους, ενέργειες που δυστυχώς έμειναν άκαρπες.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το πολύτιμο μοναδικό βιβλίο που πρόλαβε να εκδώσει εν ζωή ο Παύλος Βλαστός (ο Γάμος εν Κρήτη) βρέθηκε σε εκατοντάδες αντίτυπα μέσα σε μια κασέλα. Μετά τον θάνατό του εβιβλοδετήθη και απεστάλη σε όλες τις βιβλιοθήκες του κόσμου.
Λόγω της παραμονής μας στο χωριό κατά τη διάρκεια του πολέμου και τον φόβο βομβαρδισμού της πόλης ο πατέρας μου θέλησε να μεταφέρει και τη λαογραφική συλλογή δεματοποιώντας την σε ξύλινα κιβώτια.
Τον Μάιο του 1941 μεταφέρει τη συλλογή στο Αμαριώτικο πρακτορείο μαζί με διάφορα είδη οικοσυσκευής. Όταν άρχισε η φόρτωση στο αυτοκίνητο εσήμανε συναγερμός κι έπεσε μια βόμβα στο διώροφο κτίσμα του πρακτορείου. Η βόμβα άνοιξε μια τεράστια γούβα καταστρέφοντας όλα τα πράγματα και τις αποσκευές των επιβατών. Η απόγνωση του πατέρα μου υπήρξε απερίγραπτη. Τρεις μήνες δεν έπαυσε να τρέχει το κλάμα στα μάτια του.

Κατά τον Αύγουστο μπήκε στο Ρέθυμνο και βρήκε έξι εργάτες, οι οποίοι επί δύο ημέρες έσκαβαν τα ερείπια και μετακινούσαν τα μπάζα χωρίς αποτέλεσμα. Αυτό επαναλήφθηκε άλλες δυο φορές ακόμα, χωρίς να βρεθεί τίποτα.
Τον Σεπτέμβριο επανέρχεται πλάι με τους ίδιους εργάτες αλλά τους είπε να απομακρύνουν μπάζα και πελέκια από τα πλάγια προς τα τειχίσματα του δαπέδου.
Κατά τρόπο θαυματουργικό τα ξύλινα κιβώτια με το αρχείο είχαν εκτιναχθεί στα πλάγια της οικοδομής και βρέθηκαν ανέπαφα.
Το ίδιο βράδυ ο πατέρας μου ενοικίασε ένα γαϊδουράκι, γιατί η συγκοινωνία είχε διακοπεί, φόρτωσε τα κασόνια και ήρθε στο χωριό πεζός, σε ηλικία 72 ετών, διανύοντας 41 χιλιόμετρα.
– Δεν κουράστηκα Λεωνίδα μου είπε. Ξέθαψα τον πνευματικό πολύτιμο μόχθο του θείου μου. Δεν πήγε χαμένη η προσπάθειά μου. Δόξα τω Θεώ.
Μετά τον θάνατο του πατέρα μου, Ιούνιος του 1944, με τη λήξη του πολέμου επανήλθα οριστικά στο Ρέθυμνο και έφερα μαζί μου τη συλλογή.
Επακολούθησε η στράτευσή μου και μη έχοντας οικογένεια παρέδωσα προς φύλαξη τη συλλογή στον θείο Γεώργιο Βλαστό. Ο Γεώργιος Βλαστός κατά τη διάρκεια της στράτευσής μου προσβάλλεται από την επάρατο ασθένεια και επιδιώκει τη διασφάλιση της συλλογής.
Στο Ρέθυμνο δεν υπήρχε βιβλιοθήκη και η πνευματική εστία υπό τον αείμνηστο Πολύβιο Τσάκωνα ήτο ακόμα στα σπάργανά της. Θεώρησε λογικό να τη διασφαλίσει στο Ιστορικό Αρχείο Κρήτης παρά τις διαμαρτυρίες συγγενών και πολλών Ρεθυμνίων.
Η παραχώρηση έγινε με συμβολαιογραφική πράξη άνευ της δικιάς μου υπογραφής εφόσον ήμουν στρατιώτης. Η συλλογή είναι διαφυλαγμένη σε μεταλλική ντουλάπα.
Όπως με είχε διαβεβαιώσει ο αείμνηστος Ακαδημαϊκός Μανούσος Μανούσακας η Ακαδημία Αθηνών είχε λάβει απόφαση για την έκδοση της συλλογής αυτοτελώς ως έργο Παύλου Βλαστού».
Μέγας Φιλοτελιστής
Ο Καούνης ήταν και μεγάλος φιλοτελιστής.
Είχε μια από τις πιο σπάνιες συλλογές. Για κακή του τύχη η συλλογή αυτή καταστράφηκε με τον πρώτο βομβαρδισμό που έγινε στο Ρέθυμνο.
Κάποια μέρα στην περίοδο της κατοχής, εκεί που βρισκόταν στο χωριό του μαθαίνει ότι τον αναζητά ως εκεί ένας Γερμανός αξιωματικός.
Είχε διαβάσει σε ένα Γαλλόφωνο περιοδικό της Βιέννης μια πραγματεία του Καούνη με τίτλο «Η Φιλοτέλεια και το Ελληνικό Γραμματόσημο» που είχε μεγάλη απήχηση στον φιλοτελικό κόσμο. Κι ήθελε να γνωρίσει από κοντά το Ρεθεμνιώτη φιλοτελιστή και να δει την περίφημη συλλογή. Έμαθε όμως την τύχη της και ντράπηκε για λογαριασμό των ομοεθνών του.

Για τον Εμμ. Καούνη είχε κάνει εκτενή αναφορά ο Ιωάννης Δαλέντζας ο μεγάλος μας λογοτέχνης και αντιστασιακός. Από τα σημειώματά μου μαθαίνουμε και άλλες πτυχές της προσωπικότητας του χαρισματικού μας συμπολίτη.
«Συντηρούσε πολλές οικογένειες βοηθώντας κρυφά και μυστικά τους αναξιοπαθούντες και η βοήθειά του ήταν γενναία ώστε να ανασταίνονται οικονομικά οι πάσχοντες. Έσωσε πολλούς επαγγελματίες από δύσκολη θέση χωρίς κανένα όφελος δικό του κι ήταν συνηθισμένο το φαινόμενο να τρέχει στα δικαστήρια και να πληρώνει τα δικαστικά έξοδα αγνώστων του δυστυχισμένων ανθρώπων. Προπάντων τις παραμονές των εορτών έβγαζε πολλούς από τις φυλακές πληρώνοντας σοβαρότατα ποσά».
Αυτά έγραφε ο μεγάλος μας συγγραφέας με στοιχεία που του έδινε ο δικηγόρος Μιχαήλ Μύρωνος Παπαδάκις.
Πολύπλευρη δράση
Και τι να γράψουμε για τη δράση του σαν Ερυθροσταυρίτη. Γιατί υπήρξε ιδρυτικό μέλος του τοπικού τμήματος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού από το 1922.
Αλλά και σε άλλους τομείς συνέβαλε τα μέγιστα διατελώντας μέλος της επιτροπής επαρχιακής οδοποιίας μέλος του αδελφάτου του Δημοτικού Νοσοκομείου Ρεθύμνου, μέλος της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, Ταμίας του συλλόγου εταιρείας των φίλων του Ρεθύμνου. Ταμίας του Γυμναστικού Συλλόγου Ρεθύμνου, μέλος της φιλοτελικής εταιρείας Ελλάδος, Έφορος του Σώματος Ελλήνων Προσκόπων Ιδρυτής του Ορειβατικού Συλλόγου.

Μια τόσο πολυσήμαντη προσωπικότητα δεν θα μπορούσε να απουσιάζει από τους στίχους του Ρεθεμνιώτη βάρδου Γιώργη Καλομενόπουλου που γράφει κάπου:
«Στη χαλάστρα κουβεδιάζουν
δυο άρχοντες της πόλης
Καψαλάκης Ιωάννης
και Καούνης ο Μανόλης»
Κάθε φορά από το 1977 που έγραψα πρώτη φορά για τον Εμμανουήλ Καούνη μάθαινα και κάτι περισσότερο για την δράση του φλογερού αυτού Ρεθεμνιώτη που είχε ταυτιστεί με τους ακρίτες που προστάτευαν την αρχαιολογική μας κληρονομιά Έτσι είχε καταξιωθεί στη συνείδηση όλων των συμπολιτών του που τον τιμούσαν ιδιαίτερα Και σε βαθμό μάλιστα που έγραφε ο Θεμιστοκλής Βαλαρής και αναφέρεται στο βιβλίο του « Μια πόλη αναμνήσεις»
«Αν δεν έλειπε ο Εμμανουήλ Καούνης τώρα και το Βενετσιάνικο Ρολόι θα ήταν στη θέση του…».
Παραμονές του θανάτου του ο Εμμανουήλ Καούνης έδωσε την ευχή του στον γιο του Λεωνίδα με τις ίδιες πνευματικές ανησυχίες να παραδώσει στο μουσείο τα ευρήματα που προστάτευε στον χώρο του μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος αν ο ίδιος δεν είναι πια στη ζωή.
Σαν να είχε προαισθανθεί το τέλος του. Πράγματι όταν ήρθε η λευτεριά η μεγάλη καρδιά του Εμμ. Καούνη είχε πάψει να κτυπά. Ο γιος του Λεωνίδας όμως τήρησε τον λόγο του και εκπλήρωσε στο ακέραιο την τελευταία επιθυμία του πατέρα του. Έτσι βρέθηκαν στο μουσείο μας τόσο σπουδαία εκθέματα που θα μπορούσαν μέσα στη δίνη του πολέμου να χαθούν. Ποιος θα το έλεγχε; Κι όμως το πάθος του Εμμανουήλ Καούνη και η συνέπεια του γιου του Λεωνίδα τα έσωσαν. Και σήμερα τα θαυμάζουμε.
Σαν αντίδωρο της μεγάλης αυτής προσφοράς ας τοποθετηθεί η φωτογραφία του Εμμανουήλ Καούνη σε περίοπτη θέση αν και θα του άξιζε προτομή. Είναι το λιγότερο που του οφείλουμε.