Ακόμα και οι εκτιμήσεις πολύ έμπειρων οικονομολόγων και αναλυτών κινούνται σε διαφορετική κατεύθυνση, για το εάν πράγματι μπήκαμε σε μία νέα φάση παγκόσμιας ύφεσης. Το σίγουρο όμως είναι ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης (θα) είναι χαμηλότεροι απ’ τους προσδοκώμενους.
Με τον (εγχώριο) πληθωρισμό να αγγίζει ιστορικό υψηλό και την ακρίβεια να αυξάνεται, πληθαίνουν οι συζητήσεις για το εάν και κατά πόσο τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις είναι σε θέση να απορροφήσουν τους κραδασμούς των νέων δυσμενών κοινωνικοοικονομικών συνθηκών και να προσαρμοστούν στα εναλλασσόμενα και απαιτητικά δεδομένα. Η υπάρχουσα κατάσταση προοιωνίζεται ότι αρκετά δάνεια που ήταν ρυθμισμένα, ενδέχεται να μην μπορούν να εξυπηρετηθούν, άρα να «κοκκινίσουν», στο άμεσο μέλλον.
Τι θα επιφέρει στην καθημερινότητά μας η αναστροφή των αρνητικών επιτοκίων τους επόμενους μήνες, εξέλιξη την οποία προανήγγειλε η επικεφαλής της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ; Πού και πότε θα σταματήσει το πληθωριστικό «ράλι»; Πώς πρέπει να αξιοποιηθούν τα χρήματα του νέου ΕΣΠΑ και του Ταμείου Ανάκαμψης; Τι μπορεί να σηματοδοτήσει η έξοδος της χώρας μας από την αυξημένη εποπτεία;
Απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα δίνει ο διευθυντής του Δικτύου Καταστημάτων της Συνεταιριστικής Τράπεζας Χανίων Γιώργος Επανωμεριτάκης, ο οποίος μίλησε στα «Ρ.Ν» καταθέτοντας τις απόψεις του για την πορεία της οικονομίας.
Ένας «πολύ διαφορετικός» κόσμος
«Ο αυριανός κόσμος, ο σημερινός σε τελική ανάλυση, θα είναι πολύ διαφορετικός απ’ αυτόν που ξέραμε πριν από τρία με τέσσερα χρόνια, πριν ξεκινήσει η πανδημία. Θα μιλάμε για μία διαφορετική γεωπολιτική ισορροπία, επομένως και για μία διαφορετική ισορροπία στην παγκόσμια οικονομία. Θα έχουν ορθωθεί πολύ περισσότερα τείχη στο παγκόσμιο εμπόριο και στην παγκοσμιοποίηση του εμπορίου» ήταν τα πρώτα λόγια του κ. Επανωμεριτάκη.
Σε συνδυασμό μάλιστα όλα αυτά που εξελίχθηκαν τα προηγούμενα χρόνια, που οφείλονται στον αποσυντονισμό της παγκόσμιας οικονομίας και του παγκόσμιου εμπορίου από την πανδημία, όλες οι προβλέψεις συγκλίνουν στο ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης θα είναι «προς τα κάτω» παγκοσμίως.
«Δεν μπορεί να εκτιμηθεί με βεβαιότητα πότε μπορούμε να μιλήσουμε για ύφεση, να μπούμε σε αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης – και ποιες χώρες θα μπουν και πώς. Αλλά ακόμα και η μείωση των ρυθμών ανάπτυξης σε μεγάλες οικονομίες (όπως είναι η Κίνα, οι ΗΠΑ) εννοείται πώς είναι κάτι πάρα πολύ σοβαρό για την παγκόσμια ανάπτυξη και τον παγκόσμιο πλούτο» λέει ο κ. Επανωμεριτάκης, θέτοντας δύο ζητήματα: «τη μεταβολή και διαφοροποίηση αυτού που λέμε παγκοσμιοποίηση. Θα μπουν πολύ περισσότεροι φορολογικοί και άλλοι περιορισμοί και φραγμοί. Σίγουρα μιλάμε για χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης παντού χωρίς να μπορούμε να μιλήσουμε με βεβαιότητα για ύφεση, διότι ακόμα και οι εκτιμήσεις πολύ έμπειρων αναλυτών, συχνά αντιφάσκουν μεταξύ τους».
Ο πληθωρισμός αποδεικνύεται ένα δυναμικό φαινόμενο, σίγουρα όχι προσωρινό όπως είχε αξιολογηθεί αρχικά από την ΕΚΤ. «Δυστυχώς, σήμερα, μιλάμε για πληθωρισμό που θα παραμείνει. Προφανώς, ο ρυθμός του δεν θα είναι ίδιος το 2023 και το 2024 – θα πέσει σε σχέση με τώρα. Σήμερα στην Ελλάδα μιλάμε για μέσο όρο του 2022, ότι θα είναι στο 6,6-6,7% (ο τρέχων είναι κοντά στο 10%). Και στην Ευρώπη είναι ανάλογα πολύ υψηλοί» παρατηρεί ο κ. Επανωμεριτάκης που με «σχετική βεβαιότητα» προσθέτει: «Ο ρυθμός θα μειωθεί το 2023-2024, αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να πλησιάσει στο επιθυμητό 2% που είναι δεσμευμένη η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να διατηρεί τον πληθωρισμό και γενικώς θεωρείται ο υγιής πληθωρισμός για όλες τις ανεπτυγμένες χώρες».
Για τον ίδιο, «μεγαλύτερη αξία» έχει το ότι «δυστυχώς δεν είναι πληθωρισμός ζήτησης. Δεν προέρχεται απ’ το ότι υπάρχει πλεονάζουσα ρευστότητα γενικώς και γι’ αυτό είναι διατεθειμένοι οι καταναλωτές να πληρώσουν ακριβότερα τα προϊόντα και γι’ αυτό ανεβαίνουν οι τιμές. Δυστυχώς, οι τιμές ανεβαίνουν επειδή υπάρχει έλλειψη προσφοράς. Υπάρχει αποσυντόνιση στο παγκόσμιο εμπόριο. Λόγω covid αυξήθηκαν κατακόρυφα τα μεταφορικά κόστη, αυξήθηκαν κατακόρυφα οι τιμές των πρώτων υλών – είναι πολύ δύσκολα προσβάσιμες οι πρώτες ύλες. Την ήδη προβληματική κατάσταση επιδείνωσε ο πόλεμος στην Ουκρανία και φτάσαμε εδώ που φτάσαμε. Στις περιπτώσεις αυτές, όταν ο πληθωρισμός είναι πληθωρισμός προσφοράς δεν είναι εύκολη η διαχείρισή του σε σχέση με τις παραδοσιακές μεθόδους» εξήγησε ο διευθυντής του Δικτύου Καταστημάτων της Συνεταιριστικής Τράπεζας Χανίων.
Οι ρυθμοί ανάπτυξης και τα χρηματοδοτικά εργαλεία
Με την προσφορά αγαθών μειωμένη, αρκετοί μιλούν για έναν «στάσιμο πληθωρισμό», δύσκολα αντιμετωπίσιμο, σε ένα περιβάλλον αύξησης των τιμών και αρνητικών ρυθμών ανάπτυξης (ύφεσης). «Είναι ένα πάρα πολύ επικίνδυνο φαινόμενο, δεν αντιμετωπίζεται εύκολα από τις κεντρικές τράπεζες και γενικά από τις κυβερνήσεις με παραδοσιακές μεθόδους. Είναι πάρα πολύ δύσκολο να το διαχειριστεί κανείς» παραδέχεται ο κ. Επανωμεριτάκης, ο οποίος σχολίασε τις πρόσφατες δηλώσεις της Κριστίν Λαγκάρντ για το ότι με βάση τις τρέχουσες προοπτικές, είναι πιθανό να είμαστε σε θέση να βγούμε από τα αρνητικά επιτόκια μέχρι το τέλος του τρίτου τριμήνου.
«Το σίγουρο είναι ότι στο τέλος θα έχουμε μηδενικά ή και θετικά επιτόκια. Ο αρχικός σχεδιασμός είναι να ξεκινήσει η μείωση το φθινόπωρο, ίσως με ένα 0,25% αλλά πολλοί αναλυτές εκτιμούν ότι ίσως και τον Ιούλιο να ανακοινωθεί η πρώτη μείωση, αφού οι εξελίξεις τρέχουν ταχύτατα» είπε ο ίδιος, προτάσσοντας την πρόβλεψη της Deutche Bank που έκανε λόγο για επιτόκιο στο τέλος του 2023, 2,5 μονάδες πάνω από σήμερα – «δηλαδή στο τέλος του 2023 θα δούμε επιτόκια της ΕΚΤ στο 2%».
Πρόκειται για μία «πάρα πολύ σοβαρή εξέλιξη» όπως την χαρακτήρισε. «Αυτού του είδους οι αυξήσεις, άμεσα επηρεάζουν τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων και η μετακύληση – ακόμα και μιας μονάδας αύξηση στα στεγαστικά δάνεια – σημαίνει τεράστια πίεση στα νοικοκυριά, γιατί πρόκειται για πολυετή δάνεια, 20ετίας- 15ετίας τα οποία βεβαίως επιβαρύνονται δυσανάλογα, ακόμα και με αύξηση μιας μονάδας. Φανταστείτε να έχουμε αύξηση δύο μονάδων. Αυτή είναι μία πάρα πολύ σοβαρή εξέλιξη, που μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Αναλόγως και σε δεύτερο χρόνο θα πιεστούν προς τα πάνω τα επιτόκια όλων των επιχειρήσεων κι εδώ αντιλαμβάνεστε ότι όλο αυτό μειώνει την δυνατότητα των επιχειρήσεων να εξελιχθούν, να αναπτυχθούν. Κι όλο αυτό στο τέλος της ημέρας επιδεινώνει την ύφεση, όταν οι επιχειρήσεις οι ίδιες δανείζονται πολύ ακριβότερα κι επομένως αναστέλλουν επενδυτικά σχέδια κ.λπ.» υποστήριξε ο κ. Επανωμεριτάκης.
Πώς θα μπορέσει να αντιστραφεί, έστω και βαθμιαία, το αρνητικό κλίμα; «Η ΕΚΤ ανακοίνωσε ότι τη ρευστότητα η οποία έχει ήδη χορηγηθεί στις ευρωπαϊκές τράπεζες θα την αφήσει διαθέσιμη για κάποιο χρονικό διάστημα, μερικών εξαμήνων, χωρίς να την αυξήσει περαιτέρω, με σκοπό να μπορέσει να διατεθεί στις επιχειρήσεις και βεβαίως στα νοικοκυριά (αυτή η ρευστότητα), προκειμένου να μπορέσουν να ανταποκριθούν στο νέο περιβάλλον του υψηλού πληθωρισμού που μεταφράζεται σε αυξημένο κόστος και για τις επιχειρήσεις και για τα νοικοκυριά. Παράλληλα, αυτό που γίνεται και είναι ουσιαστικό είναι ότι ειδικά στην Ελλάδα εκτός από τα κλασικά ΕΣΠΑ που συμφωνούνται ανά πενταετία – εξαετία περίπου (έχουμε μπροστά μας ένα νέο ΕΣΠΑ με πάνω από 30 δισεκατομμύρια), ανάλογο σημαντικό ποσό υπάρχει και από το Ταμείο Ανάκαμψης που είναι έκτακτο πρόγραμμα. Αν αξιοποιηθούν κατάλληλα αυτά τα ποσά με σκοπό κυρίως αναπτυξιακό, θα μπορέσουν να συνεισφέρουν ουσιαστικά στην αντιμετώπιση των συνεπειών» της κρίσης, απαντά ο διευθυντής του Δικτύου Καταστημάτων της Συνεταιριστικής Τράπεζας Χανίων.
Συγχρόνως συμπλήρωσε: «Σιγά-σιγά στενεύει η δυνατότητα άμεσης ενίσχυσης καταναλωτών και επιχειρήσεων, όπως αυτή που είδαμε με τα ποσά από τις (μη) επιστρεπτέες ενισχύσεις. Περιορίζεται σημαντικά πλέον. Τα χρήματα που θα δοθούν από το Ταμείο Ανάκαμψης θα προορίζονται για επενδύσεις».
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, τα περιθώρια χαλάρωσης και τα επιτόκια
Βεβαίως, βάσει της μεγάλης εικόνας «το φάρμακο που δίνεται δεν δουλεύει καλά όταν ο πληθωρισμός οφείλεται σε πληθωρισμό προσφοράς» διαπιστώνει ο κ. Επανωμεριτάκης, ο οποίος αναφέρθηκε στα κόκκινα δάνεια: «Υπάρχει μία πραγματικότητα που πρέπει να ομολογήσουμε. Υπάρχουν περίπου 100 δισεκατομμύρια ευρώ κόκκινα δάνεια τα οποία έχουν φύγει από τους ισολογισμούς των τραπεζών, «καίγοντας» οι τράπεζες ανάλογα κεφάλαια. Υπάρχουν 100 δισεκατομμύρια μη εξυπηρετούμενα δάνεια στα funds που κάνουν διαχείριση. Είναι ένα πραγματικό πρόβλημα που τα διαχειρίζονται κυρίως τα funds. Έχει επιδεινωθεί η κατάσταση και θα επιδεινωθεί περαιτέρω. Αντιλαμβανόμαστε ότι εάν ένα νοικοκυριό έχει να διαθέσει κάθε μήνα 1.000 ευρώ κι από αυτά μπορούσε τα 200 να τα διαθέτει για να εξυπηρετεί το δάνειό της, τώρα δεν θα μπορεί να διαθέτει 200 ευρώ γιατί τα 100 από αυτά θα τα ροκανίζει ο πληθωρισμός. Άρα, θα μένουν πολύ λιγότερα χρήματα . Άρα θα αυξάνει ο αριθμός των δανείων που δεν θα μπορούν να εξυπηρετηθούν εξαιτίας αυτής της κατάστασης».
Απ’ την άλλη, οι τράπεζες τουλάχιστον για το επόμενο 12μηνο δεν φαίνεται να αντιμετωπίζουν πρόβλημα ρευστότητας. Οι αυξημένες καταθέσεις, όμως, νοικοκυριών και επιχειρήσεων θα ροκανίζονται όπως είναι φυσικό από τον πληθωρισμό. Συνάμα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το συμβούλιο υπουργών, αποφάσισε να παρατείνει για ένα χρόνο ακόμα (για το 2023) τη χαλάρωση των κανόνων που ισχύουν στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ευρωζώνης, για το πόσο μπορεί να είναι το έλλειμμα του προϋπολογισμού των κρατών, και επίσης για το πόσο μπορεί να είναι το ύψος του δημοσίου χρέους.
«Αυτή η χαλάρωση, προφανώς και ελαφρύνει και την Ελλάδα, γιατί σε διαφορετική περίπτωση η κυβέρνηση θα μπορούσε να δώσει πολύ λιγότερα χρήματα στην αγορά και για την υλοποίηση του προϋπολογισμού εάν δεν ίσχυε αυτή η χαλάρωση. Αλλά, ειδικά για τις χώρες που αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα όπως η Ελλάδα, τέθηκε ξανά μία υποσημείωση ότι θα τις δουν με ειδικό τρόπο. Από το 2024 και μετά θα ισχύουν αυστηρά οι κανόνες που αφορούν στο έλλειμμα του προϋπολογισμού και επίσης στο ύψος του δημόσιου χρέους» επισημαίνει ο κ. Επανωμεριτάκης, παίρνοντας αποστάσεις τέλος από την δήλωση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας Γιάννη Στουρνάρα, ότι το κόστος του χρήματος θα περιοριστεί στην Ελλάδα: «Βραχυπρόθεσμα, τους επόμενους μήνες, μπορεί. Δεν είμαι όμως σίγουρος ότι θα περιοριστεί περαιτέρω, γιατί παρά τη ρευστότητα που έχουν οι τράπεζες εάν αρχίσουν να αυξάνουν τα επιτόκια τότε αντίστοιχα και οι τράπεζες θα είναι υποχρεωμένες να μετακυλήσουν αυτό το κόστος στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά που δανειοδοτούν» διευκρινίζει ο διευθυντής του Δικτύου Καταστημάτων της Συνεταιριστικής Τράπεζας Χανίων και καταλήγει: «Ο καταθέτης μπορεί να φτάσουμε στο τέλος του 2023 να παίρνει ένα επιτόκιο 2% (μιλάμε για προθεσμιακές καταθέσεις). Σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα, που είναι σχεδόν μηδέν (0,2-0,3%) θα μοιάζει τεράστιο. Το θέμα είναι σε ένα περιβάλλον πληθωρισμού, σχηματικά της τάξεως του 5%, το να παίρνει επιτόκιο ο καταθέτης 2% είναι ζημιωμένος κατά 3%. Χάνει χρήματα. Πολύ περισσότερη ζημιά θα υποστούν οι δανειοδοτούμενοι. Οι καταθέτες επομένως παρά την αύξηση των επιτοκίων που θα δούμε στους επόμενους 18-24 μήνες στο τέλος της ημέρας θα είναι ζημιωμένοι. Αυτό θα ισχύει σε όλη την Ευρώπη».