Μια περίεργη αναστάτωση επικρατούσε στο Ρέθυμνο από τα μέσα του Σεπτέμβρη 1944. Το ναζιστικό τέρας είχε αρχίσει να μαζεύει τα πλοκάμια του, που τέσσερα χρόνια τώρα, έπνιγαν τους σκλαβωμένους Έλληνες. Μπορεί τα εκτελεστικά αποσπάσματα να συνέχιζαν με την ίδια μανία το ολέθριο έργο τους κάθε αυγή αλλά όλοι ήξεραν πως λίγο ακόμα έμενε, για να ξημερώσει η λευτεριά.
Σε μια γλυκιά αναστάτωση βρισκόταν και οι αντάρτικες ομάδες. Ο σκληρός αγώνας τους πλησίαζε στη δικαίωση. Κάποιοι φωτισμένοι Ρεθεμνιώτες αγωνιστές όμως και από τις δυο πλευρές, που είχαν το ηθικό ανάστημα να παραμερίζουν ιδεολογικές διαφορές μπροστά στο καλό της πατρίδας, έσπευδαν να ενώσουν τους προβληματισμούς τους για να αποτρέψουν δυσάρεστες καταστάσεις για τον λαό που η ξεκάθαρή σκέψη τους από ιδεοληψίες επισήμαινε με απόλυτη βεβαιότητα.
«Σερμπέτι γλυκόσερτο η φήμη της αναχώρησης…»
Ένα θαυμάσιο χρονογράφημα που δημοσιεύτηκε στην «Κρητική Επιθεώρηση» του 1947 μας μεταφέρει την ατμόσφαιρα που επικρατούσε στο Ρέθυμνο λίγο πριν την αναχώρηση των Γερμανών.
«Μέρες τώρα αρκετές πάνε, που στο Ρέθυμνο κυκλοφορεί η μεγάλη χαρά – κρυφά εννοείται – πως οι Γερμανοί φεύγουν από την Κρήτη.
Περνούμε το Σεπτέμβρη του 1944.
Σερμπέτι γλυκόσερτο είναι για όλους χριστιανούς η διάδοσις αυτή.
Μα πολλές φορές ειπώθηκε, και δεν αλήθεψε, η είδησις αυτή, και γι’ αυτό και τώρα διστάζουμε να την πιστέψουμε. Κι όμως από το Λασίθι φθάνει η είδησις, πως οι Γερμανοί εκεί άρχισαν να μαζεύονται, και να φεύγουν προς το Ηράκλειο.
Στον αμαξιτό δρόμο Ηράκλειο – Ρέθυμνο – Χανιά η συνηθισμένη κίνηση των Γερμανών δεν παρουσίαζε τίποτα το έκτακτο.
Σε λίγο, όμως, τα φορτηγά αυτοκίνητα των Γερμανών, πλήθιαναν, απάνω στον δρόμο αυτό.
Σωρός φορτηγά αυτοκίνητα φορτωμένα, με αποσκευές, υλικά διάφορα, πυρομαχικά, δέκα – είκοσι, στη σειρά, σκονισμένα, βαροφορτωμένα, περνούσαν από το Ρέθυμνο, κοντά στο μεσημέρι, με κατεύθυνση όλα, από το Ηράκλειο προς τα Χανιά. Όσο οι μέρες περνούσαν τόσο και η κίνηση αυτή γινόταν μεγαλύτερη.
Ύστερα άρχισαν, τα ίδια αυτά αυτοκίνητα, να γυρίζουν άδεια, αντίστροφα από τα Χανιά προς το Ηράκλειο.
Περνώντας από το Ρέθυμνο, εστάθμευον για μεσημέρι. Τώρα πέρα, για πέρα πιστέψαμε στην είδηση.
Πραγματικά οι Γερμανοί απεφάσισαν να αδειάσουν το Λασίθι, το Ηράκλειο, το Ρέθυμνο, να οχυρωθούν στα Χανιά, κι εκεί να παραδοθούν στον Αγγλικό στρατό, που θα ερχόταν ξεφεύγοντας έτσι το θυμό, και τη δίκια εκδίκηση του Κρητικού Λαού.
Με γοργό ρυθμό, τώρα οι Γερμανοί έρχονται από τη μεριά του Κάστρου, χωρίς καμιά διακοπή μέρα και νύχτα.
Τώρα, ύστερα από τις αποσκευές, τα τρόφιμα, τα πυρομαχικά, περνούν σειρές μεγάλες φορτηγά αυτοκίνητα, γεμάτα στρατό.
Τι θα πει πεζοπορία ο Γερμανικός στρατός δεν ξέρει, γιατί πάει πάντα με τα αυτοκίνητα.
Και ύστερα, αρχίζουν τα μηχανοκίνητα κανόνια, μικρά και μεγάλα.
Αντιαεροπορικά, απάνω σε σιδερένιες πλατιές επιφάνειες, συρνάμενα από δυνατά τρακτέρ, όμοια τέτοια μικρότερα. Ολόκληρες σειρές από πέντε και δέκα.
Βαρέα τοπομαχικά, άλλα επάκτια, με χονδρό σωλήνα μήκους πάνω από πέντε μέτρα, στηριγμένα απάνω σε βάση μακριά και πλατερά, με κιγκλίδωμα γύρω, με πέντε κι εξ ρόδες από κάθε μεριά, με τα πελώρια τρακτέρ τους, έδιδε καθένα τους την θέαν φρουρίου. Όλμοι μικροί και μεγάλοι Αντιαρματικά. Φλογοβόλα. Περνούν μέρες ολόκληρες.
Κι ακολουθούνε άρματα μάχης μικρά και μεγάλα, και τανκς μικρά και ημιβαρέα».
Φόβος Θεού να τους βλέπεις
Γεμίζει το Ρέθυμνο, ένα πρωί από μια τέτοια φάλαγγα, κι είναι φόβος Θεού, να τη βλέπει κανείς. Κανόνια, με σωλήνα τεράστια, τανκς με κανόνια απάνω, άρματα μεγάλα, όλα καμουφλαρισμένα με τεράστιους κλάδους από ελιά, με τους πυροβολιτάς απάνω, με τα βλητοφόρα κοντά, με πεζικό μαζί, ήταν η πιο δυνατή φάλαγγα που πέρασε.
Κρατούσε από τη ΒΙΟ, έως τα Κασαπιά.
Μια παρεξήγηση, ένας πυροβολισμός, ένα σκότωμα ενός Γερμανού, το Ρέθεμνος, θα πήγαινε αδιάβαστο! Πότε πυρομαχικά, πότε στρατός, πότε μηχανοκίνητα με κανόνι, ασυρμάτους, τηλέφωνα, πότε υγειονομικά συνεργεία, συνέχεια περνούν και φεύγουν από το Λασίθι και το Ηράκλειο, οι Γερμανοί μέρα και νύχτα.
Τη μέρα σηκώνουν οι φάλαγγες σκόνες, τη νύχτα στον Πλατανιακό κάμπο, σειρές από τριάντα – σαράντα φώτα αυτοκινήτων το ’να πίσω από το άλλο, δείχνουν τη σύμπτυξή τους προς τα Χανιά.
Στο Ρέθυμνο, πότε οι Γερμανοί πλήθαιναν πότε λιγόστευαν.
Ωστόσο, όσοι Γερμανοί κάθονταν σε σπίτια εξακολουθούσαν να μένουν.
Τον τελευταίο καιρό, είχαν λιγοστέψει γιατί όλα τα επίταχτα σπίτια τα είχαν αδειάσει. Όσα όμως κρατούσαν δεν άδειαζαν.
Σημείο, πως το Ρέθυμνο δεν άρχισε να εκκενούται από τους Γερμανούς.
Οι φάλαγγες, όμως, από το Ηράκλειο εξακολουθούσαν, πάνε όμως τώρα δυο – τρεις ημέρες που η κίνηση σχεδόν σταμάτησε.
Και είδηση πως άδειασε το Ηράκλειο δεν ήρθε.
Τι να συμβαίνει;
Άγνωστο. Η Αγγλική όμως αεροπορία εμφανίζεται και πυροβολεί, κάμποσα Γερμανικά αυτοκίνητα και μικροάρματα που βρε στον δρόμο βαδίζοντα.
Δυνατό σπηραύνι ήταν η επέμβαση αυτή, και αμέσως, αρχίζει η πύκνωση των φαλάγγων που περνούσαν.
Κι όσο κτυπούσε η αεροπορία, τόσο οι Γερμανοί τρέχαν γρηγορότερα.
Αρχίζει το άδειασμα του Ρεθύμνου
Αρχίζει τώρα φανερά και το άδειασμα του Ρεθύμνου.
Ο Γερμανός διοικητής, διατάσσει γενική αγγαρεία του άρρενος πληθυσμού της πόλεως, για να αδειάσει από τα πυρομαχικά τα πυροβολεία του Ευλιγιά.
Όλοι οι Ρεθεμνιώτες δουλεύουν από το πρωί ως το βράδυ φορτώνοντας οβίες και μπαρούτια σε αυτοκίνητα που τα μεταφέρουν στο Λιμάνι, τα φορτώνουν σε καΐκια και τα ρίχνουν στη θάλασσα.
Αν δεν πήγαιναν οι Ρεθεμνιώτες στην αγγαρεία ο Γερμανός είχε δηλώσει πως θα τα ανατίναζε, οπότε το Ρέθυμνο θα βούλιαζε. Αργότερα, ανετίναξαν τα τοπομαχικά κανόνια του Ευλιγιά, που λέγεται πως ήταν κανόνια από τα φρούρια του Βεδέν της Γαλλίας.
Η βρώμα η Γκεστάμπο, μαζεύτηκε από τους πρώτους, και άφησε την φέλντ – ζανταρμερί (στρατιωτική αστυνομία) στο ποδάρι της.
Η διοίκηση, των πυροβολείων Ρεθύμνης, τα Γραφεία Συντάγματος, το Φρουραρχείο, η υγειονομική υπηρεσία, το Νοσοκομείο, ένα-ένα μαζεύονταν.
Σύγχρονα, το ανατολικό Ρέθυμνο, αεροδρόμιο Πηγής, Άδελε, οχυρώσεις Σταυρωμένου, άδειαζαν ανατινασσομένων των οχυρωμάτων.
Το Αμάρι, ο Αι-Βασίλης, ένα-ένα εγλύτωσε.
Στο φεύγα τους οι Γερμανοί ανετίναξαν τις κυριότερες γέφυρες.
12 Οκτωβρίου. Οι Γερμανοί άδειασαν το Λασίθι ολόκληρο – ολόκληρο το Ηράκλειο. Το Ανατολικό Ρέθυμνο – το Αμάρι – τον Άι-Βασίλη.
Βαστιούνται τώρα στην πόλη μέσα του Ρεθύμνου, και στο Δυτικό Ρέθυμνο.
Οι Κρητικοί αντάρτες είναι κατεβασμένοι, στον Ευλιγιά, στα τρία μοναστήρια!
Εκατό μέτρα τους χωρίζουν, από τους Γερμανούς. Το κεφάλι των Ρεθεμνιώτων είναι κάτω από τη λαιμητόμο.
Ένα βιάσιμο των ανταρτών και η λαιμητόμος θα μας κόψει.
Επιτέλους ξαστεριά
13 Οκτωβρίου. Ώρα εννέα το πρωί. Μπροστά στο Καμαράκι, αυτοκίνητα, φορτηγά, μικρά πολυτελείας είναι μαζεμένα.
Αξιωματικοί με τας αποσκευάς τους. Στρατιώται. Από τις συνοικίες οι Γερμανοί Αξιωματικοί φεύγουν, και αποχαιρετούν το πληθυσμό, που τους κοιτάζει από τα σπίτια και τα μαγαζιά φοβισμένοι.
Γεμίζουν τ’ αυτοκίνητα στρατό. Γεμίζουν και τα μικρά, από Αξιωματικούς – από τη Σωχώρα φεύγουν τα Ιταλικά άρματα με τους μαυροκούκουλους.
Ένας Γερμανός στρατιώτης ξεκρεμά την ταμπέλα της Στρατιωτικής Διοικήσεως.
Η Γερμανική Σημαία δεν υψώθηκε σήμερα.
Και τώρα;
Οι Γερμανοί φεύγουν από το Ρέθυμνο.
Η Φάλαξ ξεκινά από τα Χανιά.
Ένα μικρό άρμα, σκεπασμένο με τη Γερμανική σημαία, δεν ξεκίνησε ακόμα.
Είναι το ορόσημο μεταξύ ελευθερίας και Γερμανοκρατούμενης ζώνης.
Μα να, άμα η φάλαξ φτάνει στους Τέσσερις Μάρτυρες ξεκινά κι αυτό.
Κάθε γύρισμα της ρόδας τους, λευτερώνει κι ένα μέτρο από τη γη του Ρεθύμνου. Η φάλαξ προχωρεί κι ακολουθεί το ορόσημο.
Ακόμη λίγο και το ορόσημο άρμα φτάνει, τώρα, στου Μπουχούρι, έξω από το Νεκροταφείο.
Μια ζητωκραυγή, ένα Χριστός Ανέστη, ένα ξεχύλισμα των δρόμων του Ρεθύμνου, από τους σκλάβους, του Εθνικοσοσιαλισμού, μια καμπανοκρουσία, θεία, αλησμόνητη, όνειρο αριστούργημα, σκεπάζει το Ρέθεμνος.
Τα μπαλκόνια, τα παράθυρα, τα μαγαζιά, γεμίζουν με τη κρυμμένη στο μπάτο της κασέλας, γαλανόλευκο, τα ζαρωμένα πρόσωπα γελούν. Χριστός Ανέστη, αντηχεί παντού.
Οι Γερμανοί έφυγαν.
Και το Ρέθεμνος συνεπέρνιεται από πυροβολισμούς.
Ανάσταση πραγματική!
Έτυχαν μερικοί στο Μπουχούρι, κι είδαν τους τελευταίους Γερμανούς, να γυρίζουν προς το Ρέθυμνο, ακούοντας τις ζητωκραυγιές και τις καμπάνες τους πυροβολισμού.
Ήσαν – λέει – χλωμοί, και μαραμένοι. Ήσαν οι ηττημένοι!
Ύστερα από μισή ώρα ακούστηκε μια δυνατή ανατίναξη.
Ήταν ο θάνατος της Ατσιπουλιανής καμάρας, πολεμικής κι αυτής ηρωίδος.
Οι Γερμανοί έφυγαν και από το Ρέθυμνο!
Οι αναμνήσεις ενός 7χρονου παιδιού
Αναφέρει και ο Αντώνης Πλυμάκης που σε ηλικία επτά χρόνων έζησε την αναχώρηση των Γερμανών.
«Οι Γερμανοί είχαν τόσο βαρύ πολεμικό υλικό συγκεντρώσει που θυμάμαι να λένε οι μεγάλοι τότε ότι θα μπορούσαν να αντιστέκονται για έναν και πλέον χρόνο στους συμμάχους που θα επιχειρούσαν εκδίωξή τους και ακόμη πως είχαν παγιδέψει την αγορά των Χανίων, και πολλά άλλα καίρια σημεία στην πόλη, για να τα ανατινάξουν σε περίπτωση ανάγκης.
Μικρό παιδί, ξενύχτησα πολλά βράδια στο παράθυρο του σπιτιού μας, που βρισκόταν στην λεωφόρο Κουντουριώτου, για να χαζεύω τα φοβερά πυροβόλα, τα τεθωρακισμένα και τις φάλαγγες που περνούσαν όλη νύχτα με κατεύθυνση τα Χανιά και που όταν έφθανε η ημέρα σταματούσαν καλυπτόμενα από κλαδιά και δίχτυα παραλλαγής. Για να αποφύγουν μάλιστα οι Γερμανοί ενέδρες και επιθέσεις ανταρτών στην πορεία τους, ιδίως στις τελευταίες φάλαγγες, έπαιρναν κορίτσια του Ρεθέμνους, τα οποία τοποθετούσαν σε εμφανή σημεία των οχημάτων της φάλαγγας και το βράδυ επέτρεπαν να γυρίσουν στα σπίτια τους.
Μερικές ημέρες πριν φύγουν καλούσαν συνεχώς, κυρίως δια στόματος του ντελάλη του Νικολέλη που γύριζε όλη την πόλη, να πάνε οι άντρες να βοηθήσουν να φορτωθούν τα πυρομαχικά από τα πυροβολεία του Ευλιγιά και όπου αλλού, για να τα ρίξουν στη θάλασσα αλλιώς θα τα ανατίναζαν εκεί και θα γινόταν μεγάλη ζημιά στην πόλη. Δεν νομίζω να πήγε κανείς αλλά όλοι σχεδόν οι άνθρωποι του Ρεθέμνους, με ό,τι μπορούσαν να κρατούν μαζί, οδοιπορούσαν σε μια ατελείωτη φάλαγγα προς τον Κουμπέ, Ατσιπόπουλο ή και ανατολικά, για να γλιτώσουν.
Ρίφθηκαν μερικά στη θάλασσα αλλά υπήρξε και ανατίναξη. Θυμάμαι που η πλατεία του Άγνωστου Στρατιώτη είχε γεμίσει πέτρες και κομμάτια μετάλλου.
Πριν αναχωρήσουν οι κατακτητές τοποθέτησαν δύο ψαροκάικα (τράτες) το ένα πίσω από το άλλο στην είσοδο του λιμανιού, δίπλα στον φάρο και τα ανατίναξαν. Παράλογη βέβαια ενέργεια γιατί τι είδους πολεμικό πλοίο των συμμάχων να χωρούσε σε αυτό.
Αξέχαστο θα μου μείνει, το θέαμα με το τελευταίο όχημα που άφησε το Ρέθεμνος με τον γνωστό αιμοβόρο Γερμανό Γκεσταπίτη «Γιαννάκη» σκυθρωπό και πεσμένο επάνω στο οπλοπολυβόλο του.
Ήταν η 13η Οκτωβρίου του 1944. Οι Γερμανοί κατευθυνόμενοι προς τα Χανιά ανατίναζαν, μετά το πέρασμά τους, όλες τις γέφυρες του κεντρικού δρόμου. Έτσι μόλις ακούστηκε η έκρηξη από την ανατίναξη της Ατσιποπουλιανής γέφυρας, ένα μόνο χιλιόμετρο από το κέντρου του Ρεθέμνους, άρχισαν να χτυπάνε όλες μαζί οι καμπάνες των Ρεθεμνιώτικων εκκλησιών, ενώ ο λαός του Ρεθέμνους ξεχύθηκε στους δρόμους σαν τρελός πανηγυρίζοντας, κλαίγοντας, τραγουδώντας. Μέσα δε σε λίγη ώρα το Ρέθεμνος είχε πλημμυρίσει από χιλιάδες γενειοφόρους, συνήθως αντάρτες όλων των παρατάξεων που πυροβολούσαν πανηγυρικά στον αέρα με κάθε είδους φορητό όπλο. Αυτό συνεχιζόταν για μέρες, έτσι που όταν βάδιζες στους δρόμους του Ρεθέμνους πατούσες σ’ ένα παχύ στρώμα από κάθε είδους κάλυκες φυσιγγίων.
Λίγες μέρες μετά, στον θαλασσινό ορίζοντα προς το Ηράκλειο, φάνηκε ένα πολεμικό πλοίο που τελικά ήταν Βρετανικό. Χιλιάδες Ρεθεμνιώτες κατάκλυσαν την παραλία και τον Φάρο του Ρεθέμνους για να το δουν και να το υποδεχτούν. Όταν όμως πλησίασε στην πόλη άρχισαν να υψώνονται τριγύρω του τεράστιοι πίδακες νερού που τους προκαλούσαν οι οβίδες που έριχναν τα βαρέα Γερμανικά επάκτια πυροβόλα του Δραπάνου. Το πολεμικό αφήνοντας πυκνό προπέτασμα καπνού τράπηκε σε φυγή προς το Ηράκλειο, ενώ το συνόδευαν μέχρι τέλους οι τεράστιες οβίδες, που κατά κοινή ομολογία δεν είχαν σκοπό τη βύθισή του. Τα φοβερά αυτά πυροβόλα των Ναζί λεγόταν ότι αν αυτοί ήθελαν μπορούσαν να ισοπεδώσουν την περιοχή μέχρι πολύ πέρα από το Ρέθεμνος.
Μετά από λίγες ημέρες, την 28η Οκτωβρίου, στον πρώτο εορτασμό της μετά την κατοχή, είχαμε πάλι παρελάσεις ανταρτών, στρατιωτών κ.λπ. και ρίφθηκαν προκηρύξεις, που φυλάσσω στο αρχείο μου, από τον ΕΛΑΣ που παροτρύνει σε γενικό ξεσηκωμό για να ελευθερωθούν τα σκλαβωμένα Χανιά!
Τώρα αν αυτό μπορούσε να πραγματοποιηθεί με πεντέ – έξι πολυβόλα και κάμποσους αντάρτες απέναντι στα 600 πυροβόλα και την ασύγκριτη δύναμη προς των 15.000 Γερμανών αυτό είναι άλλο θέμα. Όλων των αποχρώσεων οι αντάρτες μπήκαν στα Χανιά μετά την παράδοση των Γερμανών.
Ακόμα στη θύμησή μου έρχεται το τραγικό θέαμα που αντικρίζαμε συχνά τα πρωινά από το άλλο παραλιακό σπίτι μας, όταν λίγα ή πάμπολλα τουμπανιασμένα κορμιά πνιγμένων Ιταλών, Βρετανών ή Γερμανών που είχαν πληγεί τα πλοία τους, επέπλεαν στη θάλασσα για να εκβρασθούν λίγο αργότερα από το κύμα στη Ρεθεμνιώτικη αμμουδιά ή την παραλιακή λεωφόρο. Όμως και στην αστεία περίπτωση ενός πρωινού που ξύπνησαν από τα κροταλίσματα των πολυβόλων και αντικρίσαμε την παραλία γεμάτη καπνούς και λάμψεις, ενώ μεγάλες σχεδίες αποβίβαζαν άνδρες με κόκκινα καπέλα.
Κρυφτήκαμε όλοι καλά μην τυχόν μας βρει καμιά αδέσποτη σφαίρα και όταν ησύχασε ο θόρυβος των μαχών χτύπησε η πόρτα μας και ο πατέρας μου συμπέρανε ότι είχε γίνει επιτυχής… συμμαχική απόβαση και κάποιος… σύμμαχος κτυπούσε. Αυτός όμως ήταν κάποιος γνωστός που διαμένοντας μακριά από την παραλία δεν είχε ιδέα για την… απόβαση. Τελικά επρόκειτο για Γερμανική άσκηση απόκρουσης απόβασης και… σύμμαχοι ήταν πάλι Γερμανοί που είχαν βάλει ανάποδα τα καπέλα τους παριστάνοντας την εικονική αποβατική δύναμη…».
Στις παρυφές του μύθου
Από την αναχώρηση των Γερμανών η προφορική παράδοση διέσωσε και κάποιες ιστορίες που η αλήθειά τους δεν έχει εξακριβωθεί. Ίσως γιατί δεν έχουν καμιά σημασία για τους ιστορικούς που δεν ενδιαφέρονται για ρομαντικές περιπτώσεις. Όπως αυτή της νεαρής Ρεθεμνιωτοπούλας που ήταν ερωτευμένη με ένα Γερμανό από εκείνους που κατηγορούσαν τον πόλεμο.
Βρέθηκε το ζευγάρι κάπου στα Περιβόλια παραμονή της αναχώρησης του νεαρού στρατιώτη. Εκείνος την αποχαιρέτησε με την υπόσχεση ότι θα γυρίσει να την πάρει γυναίκα του πια και να φύγουν μαζί στη Γερμανία. Φαίνεται όμως πως δεν ήταν γραπτό. Σκοτώθηκε την επομένη στο ύψος της ΒΙΟ από ελεύθερο σκοπευτή που με αυτό τον τρόπο αποχαιρετούσε την κουστωδία των τυράννων που αποχωρούσε προς την πόλη.
Εδώ βέβαια συναντούμε κάποια αντίφαση γιατί από ιστορικές πηγές διαπιστώνεται η απόφαση των ανταρτών να μην προβούν σε ακρότητες για να μην αιματοκυλιστεί ο τόπος.
Ελεύθεροι σκοπευτές πάντως είχαν επισημανθεί και θα πρέπει να θυμηθούμε και τη σοφή λαϊκή ρήση «Ψώμα άκουσες, ψώμα δεν είναι…» Ποιος ξέρει αλήθεια ποια να ήταν η πραγματικότητα. Η γυναίκα ωστόσο ήταν υπαρκτό πρόσωπο.
Η αναχώρηση των Γερμανών, επίσης, δεν έκανε καμιά εντύπωση σε ένα νέο παλικάρι από τη Μικρά Ασία που είχε βγάλει τη νύχτα καθισμένος σε μια πέτρα. Δεν μπορούσε να χωνέψει τη διαπίστωση ότι η γυναίκα που είχε παντρευτεί την προηγουμένη δεν ήταν ο άγγελος αφοσίωσης που πίστευε. Και η προδοσία τον πονούσε διπλά.
Στο μεταξύ οι αντάρτες ετοιμάζονταν με χτυποκάρδι για τη μεγάλη στιγμή που θα πανηγύριζαν τη λευτεριά.
Η ομάδα μάλιστα του Βαρδή Χομπίτη είχε αναλάβει και μια σημαντική αποστολή. Θα προστάτευε την πόλη του Ρεθύμνου από λεηλασίες και άλλες ασχήμιες που παρατηρούνταν σε κάθε μεταβατική περίοδο. Πικρές οι εμπειρίες από το διάστημα που κράτησε η Μάχη της Κρήτης, αλλά τώρα ήταν σε έξαρση και τα πολιτικά πάθη. Είχε φθάσει η μεγάλη στιγμή να εκπληρώσει κάθε πλευρά το όνειρο που της έδινε δύναμη σε όλη τη διάρκεια της κατοχής να αντισταθεί στο εχθρό. Και οι σώφρονες έπρεπε να αγρυπνούν για να μην σημειωθούν έκτροπα.
Έτσι κύλησαν οι πρώτες ώρες λευτεριάς στον τόπο που είχε δοκιμαστεί και αυτός τόσο, που μαρτυρικά χωριά και δεκάδες εκτελεσθέντες αναίτια, να αποτελούν τον δικό του απολογισμό τιμής απέναντι στην ιστορία.