Και κάποιες επιπολαιότητες συμμάχων που παρά λίγο να στοιχίσουν ζωές
Είναι υψίστης σημασίας τα κείμενα που βλέπουν το φως της δημοσιότητας μετά την απελευθέρωση. Άνθρωποι που έζησαν τα γεγονότα ένοιωσαν την ανάγκη να αποτυπώσουν τις μνήμες τους και αρκετοί να τις σχολιάσουν. Από τα σχόλια αυτά μάλιστα οδηγούμαστε σε πολύ χρήσιμα συμπεράσματα για τον τρόπο που διαχειριζόταν τα γεγονότα η λαϊκή αντίληψη. Οι άνθρωποι που δεν παρακολουθούσαν αλλά συμμετείχαν στον αγώνα για την απελευθέρωση.
Από τις σπουδαίες πηγές πληροφόρησης η έκθεση του Ιερομονάχου Διονυσίου Σταφυλάκη για την Ιερά Μονή Πρέβελη που δημοσιεύτηκε στον τοπικό τύπο τον Δεκέμβρη του 1945.
Διαβάζουμε μεταξύ άλλων στην έκθεση του Διονυσίου μια περιπέτειά του που μας δίνει και την ατμόσφαιρα στην περιοχή μετά τη μάχη της Κρήτης «όταν ξεκίνησε η αντίσταση του λαού μας». Μαθαίνουμε και για επιπολαιότητες των συμμάχων που παρά λίγο να στοιχίσουν ζωές.
Γράφει ο ιερομόναχος Σταφυλάκης.
«Είναι εις όλους γνωστόν ότι η Ιερά Μονή Πρέβελη που σε πολλές εκατονταετηρίδες αριθμεί τη ζωή και την κοινωνική δράση της πηγή αστείρευτη πάντοτε της εθνικής ιδέας και θεματοφύλακας αιώνιος των ιδανικών της Θρησκείας και της Πατρίδος δεν υστέρησε εις τίποτε και κατά το διάστημα της τελευταίας δοκιμασίας του έθνους μας από τα άλλα Μοναστήρια της Κρήτης μας.
Όταν οι Γερμανοί κατέλαβον την Κρήτην όσοι εκ των ανδρών των συμμαχικών Στρατευμάτων δεν κατόρθωσαν να φύγουν στην Αίγυπτον, παρέμειναν φιλοξενούμενοι παρά πολλών δικών μας σε διάφορα μέρη και κρυψώνας της Κρήτης. Τότε κατέφυγον και στη δική μας Μονή του Πρέβελη περί τους 120 Αξιωματικοί και οπλίται. Ετοποθετήθησαν μερίμνη του Ηγουμένου αυτής Αγαθάγγελου Λαγουβάρδου σε διάφορες τοποθεσίες της περιφέρειας της.
Μερικοί στον Άγιον Ονούφριον άλλοι στη Λίμνη στην Αγία Φωτεινή, στο Ταλιεραδο, στον Άγιον Ιωάννη και στην Ξηρομερίτισσα, έμειναν δε μονάχα επτά αξιωματικοί στη Μονή.
Στα μέρη αυτά ετροφοδούντο όλοι μερίμνη του προσωπικού της Μονής, με μεγάλον κίνδυνον και γι’ αυτούς και για μας. Τις μέρες αυτές ήλθε Τάγμα Γερμανών και εγκαταστάθη στη Μύρθιο χωρίον απέχον της Μονής περί τη μιάμιση ώρα. Προ του κινδύνου αυτούς όστις τόσο μας πλησίασε με τον φόβο να μας ανακαλύψουν από στιγμή σε στιγμή σκέφθηκα και τη σκέψη μου αυτή ανεκοίνωσα στον Ηγούμενο ότι οι Άγγλοι έπρεπε ν’ απομακρυνθούν σε ορισμένο μέρος μακράν της Μονής για την ασφάλειαν και των Άγγλων και μας. Την ιδέα μου αυτή την έκρινε ως ορθήν και λογική και μου ανέθεσε την τακτοποίησιν αυτών στο μακρινό Μετόχιον της Μονής Ξηρομερίτισσα.
Και πράγματι αμέσως την επομένη απόσπασμα Γερμανών Στρατιωτών με επικεφαλής ένα Αξιωματικόν, πέρασαν από τη Μονή και εγκατέστησαν φυλάκειον στη Λίμνη.
Ευτυχώς όμως που είχαμε μεταφέρει τους Άγγλους μακράν της Μονής και δεν συνελήφθησαν ως εκ θαύματος. Από την ημέραν αυτήν ανέλαβε η Μονή την τροφοδότησην του Γερμανικού Φυλακείου η οποία διήρκησε επι δύο μήνας. Ετσι παρεσκευάζετο συσσίτιο χωριστόν δια τους Γερμανούς.
Με φόβο και τρόμο περνούσαν οι μέρες, ο καιρός με την σκέψη που θα φθαση αυτή η κατάσταση. Zούσαμεν σε μια διαρκή αγωνία που την ήυξαναν ταχεία περιστατικά και γεγονότα. Μα μέρα π.χ. εκεί που θέριζαν τα σπαρτά της Μονής αι Γυναίκες (θερίστρες) εκεί πλησίον που έμεναν οι Άγγλοι μαζεύτηκαν όλοι κύκλο σ’ αυτές και περιεργαζόντουσαν πως γίνεται ο θερισμός με τα δρεπάνια και όχι με τις μηχανές. Σε μια στιγμή έρχεται αγγελιοφόρος του Ηγουμένου και μου λέγει να κρύψω τους Άγγλους διοτι ευρίσκονται Γερμανοί στη Μονή και ρωτούν που είναι η Ξηρομεριτισσα. Αμέσως φώναξα κάποιο δικό μας στρατιώτη εκ παλαιάς Ελλάδος που γνώριζε λίγο Αγγλικά και τους είπεν την κατάστασιν, τους οδήγησε δε στο πλησίον φαράγγι, που του υπέδειξα μέρος ασφαλές για να κρυφτούν, εγώ δε προσπάθησα να εξαλείψω τα ίχνη τους. Σε μια στιγμή τους βλέπω και γυρίζουν όλοι πίσω με τη δικαιολογία ότι το μέρος δεν τους άρεσε αδιαφορούντες για τον κίνδυνον. Σε τέτοιες σκηνές βρεθήκαμε πολλές φορές. Ευτυχώς που οι Γερμανοί δεν ήλθαν, δεν μάθαμε δε και γιατί ρωτούσαν για το μέρος αυτό της Ξηρρομεριτισσας. Πολλές φορές Γερμανοί στρωμένοι στο φαγοπότι στη τραπεζαρία της Μονής και Άγγλοι επάνω στα δωμάτια έκαναν διάφορα σχέδια για τον τρόπο φυγής των. Μια μέρα στις 25 με 26 Ιουλίου 1941 ημέραν Κυριακήν ενώ τελούσε λειτουργίαν στη Μονή Προδρόμου (κάτω Μοναστήρι) ξαφνικά ο Ηγούμενος χάθηκε από την Εκκλησία την ώρα που έψαλλε . Κοιτάζω βλέπω το στασίδι του κενόν. Κατάλαβα ότι κάτι συμβαίνει. Τελείωσα τη λειτουργία τη βοήθεια του Μοναχού Γερασίμου (νυν ιεροδιάκονου). Βγήκα από την εκκλησία και κοίταξα ασυναισθήτως το μέρος που κάθιζε και έπαιρνε τον καφέ του μετά το τέλος της λειτουργίας. Δεν ευρίσκετο εκεί και αμέσως έτρεξα να τον ζητήσω σ’ άλλο μέρος χωρίς να περιμένω καφέ, ούτε και να ρωτήσω κανένα μήπως εγείρω υπονοίας δεδομένου ότι στη Μονή έμεναν πολλοί από διάφορα μέρη της Ελλάδος που επολέμησαν εδώ στα Μέτωπα της Κρήτης, και έμειναν κατόπιν εδώ γιατι δεν μπορούσαν να φύγουν. Αυτούς η Μονή τους προσέλαβε στο εργατικόν προσωπικόν και τους πλήρωνε όπως τους λοιπούς Υπαλλήλους της συσσιτούσαν δε και εκεί. Υπήρχαν άνδρες και της Σχολής Ευελπίδων Αξ/κοί διαφόρων όπλων. Το Μοναστήρι είχε μεταβληθεί σε στρατόπεδο. Μεσημέρι βράδυ δυο μεγάλα καζάνια στα οποία παρασκευάζαμε το φαγητόν πολλές φορές δεν επαρκούσε και δίναμεν και ξηρά τροφή τυρί και μέλι. Από φόβο λοιπόν δεν ρώτησα γιατί δεν έπρεπε να έχω ς’ όλους εμπιστοσύνη.
Τράβηξα κατευθείαν στο κελί του, και ηρώτησα την υπηρεσίαν του. Μου απήντησεν με απορίαν ότι δεν ξέρει και ότι έπρεπε να είναι στην εκκλησία. Αμέσως κατάλαβα περίπου τι συμβαίνει είπα ότι ητο στην εκκλησία, αλλά προς στιγμήν βγήκε και τον ζητούσα για κάποια υπόθεση. Πράγματι έτρεξα με ανυπομονησία στο ιδιαίτερο δωμάτιό του και βρήκα τη θύρα κλεισμένη και καλώς ασφαλισμένη. Εκτύπησα με προσοχή αφού ο ίδιος πλησίασε και ρώτησε ποιος κτύπησε του ομίλησα και με γνώρισε μου άνοιξε γρήγορα και με επιφύλαξη και πέρασα. Έκλεισα και πάλιν καλά και μετά με οδήγησε στο δεύτερο μέρος του δωματίου όπου καθόντουσαν δύο γνωστοί μου.
Τους καλημέρισα και αμέσως ο Ηγούμενος έδωσε τις δέουσες συστάσεις, απ’ εδώ ο Πάτερ Διονύσιος Ιερομόναχος της Μονής και πολύ πρόθυμος να μας βοηθήσει στην προκειμένη περίπτωση ..απ’ εδώ ο κ. Πόουλ Άγγλος Υποπλοίαρχος .. και απ’ εδώ ο κ. Στρατής Λιπαράκης εξ Ανωπόλεως Σφακίων νυν κάτοικος Αλεξάνδρειας μου είπαν και κάθισα και ανέλαβε ο Άγγλος Ταγματάρχης να μου πει τους λόγους που τους ανάγκασεν να ελθουν στη Μονή. Σε άπταιστη Ελληνική άρχισε να λέει ότι το Στρατηγείο τους έχει πληροφορίας ότι πολλοί άνδρες δικοί μας ευρίσκονται ακόμη στη Κρήτη και δεν έχουν παραδοθεί στους Γερμανούς, οι οποίοι φιλοξενούνται στις τρύπες και τα σπήλαια από τους κατοίκους της Νήσου.
Έτρεξα αμέσως (για τους άλλους που έμεναν στον ξενώνα Άγγλους να παραλάβω ενδεχομένην μεταξύ τους συζήτησιν οπότε θα εγίνοντο αντιληπτοί από τους Γερμανούς που είχαν φθάσει ακριβώς στο κάτω μέρος του δωματίου των. Για να με ακούσουν και να με νιώσουν φώναζα δυνατά στους άνδρας του Αποσπάσματος – Σολτάτ Γκουτ Γερμανία, γκουτ και αμέσως τη μποτίλια τη ρακί αυγά τηγανιτά πατάτες και τυρί άφθονα όσπου χόρτασαν και έφυγαν κατευχαριστημένοι φωνάζοντες «Πρέβελης όλες εντάξει όλες εντάξει». Αμέσως την επομένην στείλαμεν τον Παύλον Περαντωνάκη από Φραττί στην Αγία Γαλήνη μέχρι Καλούς Λιμιώνες και ζητούσε καΐκι να έρθει λάθρα να παραλάβει τους Άγγλους για την Αίγυπτο με έξοδα της Μονής. Δυστυχώς δεν βρέθηκε γιατι οι Γερμανοί τα είχαν αχρηστεύσει όλα. Ζητήσαμε και προς τα Σφακιά αλλά με τα ίδια αποτελέσματα. Δεν υπάρχουν απάντησε ο Παπα Κατεχάκης προς τον οποίο ο Γουμενος είχε στείλει έμπιστον του. Ο Θεός όμως που κανονίζει τα πάντα τύφλωσε τους Γερμανούς και διέλυσαν το Φυλάκειον της Λίμνης και βγήκαν οι Πόουλ και Στρατής. Αν βέβαια υπήρχε το Φυλάκειον θα εσυλλαμβάνοντο αιχμάλωτοι και το έργον θα εματαιούτο.
Αφού πια δεν είχα εργασίαν κοντά στη Μονή έφυγα από το βουνό γιατι κινδύνευα να πέσω στα χέρια των Γερμανών κατέβηκα στις Ατσιπάδες και έμεινα στ’ Αγκουσελιανά φιλοξενηθείς στο σπίτι του Ευτυχίου Ηλιάκη μαζί και ο Συν/χης Στεργιος Μπινόπουλος.
Δεν μπόρεσα να καθίσω περισσότερο στα μέρη αυτά που μου φαινόντουσαν τότε σωστή κόλασις που δεν μπορούσε κανείς να βρει ησυχία. Έφυγα και πέρασα στις Καρίνες εκεί βρήκα τον αείμνηστο διδάσκαλο Γεώργιον Αγγελάκη από το Γερακάρι, τον οποίον οι Γερμανοί εξετέλεσαν αργότερα. Απ’ εκεί με συνόδευσε με φιλοξένησε τρεις μέρες στο σπίτι του. Μετά πέρασα στους Γουργούθους που βρήκα φιλοξενία εκτός πάσης περιγραφής. Δεν θα λησμονήσω ποτέ την περιποίησίν την ευχαρίστησιν του Ιω. Μαρνιέρου όστις με κράτησε επι μια εβδομάδα στο σπίτι του.
Αυτός είχε και ράδιο και παρακολουθούσαμε τακτικά ειδήσεις. Επίσης ο πατέρας του Μιχάλης Γενεράλης του Νικολάου, Κατσαντώνης και υιοί και όλοι οι χωριανοί έδειξαν μεγάλη προθυμία να με περιποιηθούν και να με κρατήσουν όσον καιρό ήθελα να καθίσω. Μου έδωσαν μια ξένη ταυτότητα και ασφάλειαν περισσοτέραν. Απ’ εκεί έστελναν τακτικά στο Ρέθυμνο αγγελιοφόρον και με κρατούσαν ενήμερον ο γαμβρός μου Ηλίας Μαρκουλάκης και Διοικητής Χωροφυλακής Γεώργιος Χαλκιαδάκης ο αληθινός πατριώτης που έκανε γνωστή και την παραμικρή λεπτομέρειαν.
Από τους Γουργούθους έφυγα με σκοπόν να συναντήσω τον Ηγούμενο αλλα για να μη προδώσω αλλά την θέσιν μου προφασίσθηκα ότι θα πήγαινα στη Μεσαρά. Πέρασα τις βρύσες, Δρυγιές και έφθασα στο Ανω Μέρος ως ότου νύκτωσε και μπήκα στο χωριό και τότε ότι από τον δρόμο αλλ’ από την αυλή του Ιατρού κ. Κατσαντώνη και εκείθεν στο σπίτι του Παπα Κυριάκου Κατσαντώνη όπου διενυκτέρευσα. Το πρωί με οδηγόν που μου έδωσε έφθασα στο μέρος που ο Ηγούμενος σχεδόν στην κορυφή του Κέδρους μέσα σε ένα σπηλιάρι. Μολις ήκουσε τα βήματά μας επετάχθηκε έξω στο αντίκρυσμα δε της ματιάς του ένιωσα τη χαρά του και συνάμα τον πόνο του. Και των δύο μας οι καρδιές σφίχθηκαν κείνη τη στιγμή και κτυπούσαν με τον ίδιο ρυθμό αργά αργά. Πόσο συγκινητική υπήρξε η στιγμή εκείνη. Από τη συγκίνηση άρχισε να κλαίει και δεν μπορούσε να προφέρει λέξη».
Πολλές ακόμα ενδιαφέρουσες στιγμές περιγράφει στην έκθεσή του ο Διονύσιος Σταφυλάκης. Θα επανέλθουμε σε αυτές όταν μας δοθεί και πάλι η ευκαιρία.