Μέρες σαν κι αυτές με την ανάμνηση του ματωμένου χρονικού στο Γουρνόλακκο ανασταίνεται η μνήμη και μιας ηρωίδας που αξίζει να την αναφέρουμε και να την τιμούμε δοθείσης ευκαιρίας. Γιατί εμπόδισε να χαθούν και άλλοι αθώοι, όταν ξετυλιγόταν το κουβάρι της μοίρας σε ένα ακόμα τόπο θυσίας, εκεί που γράφτηκε ένα ακόμα ατιμώρητο έγκλημα από τους ναζί.
Μια απλή γυναίκα ήταν η Πελαγία Παρασύρη που ακουγόταν ως Αναστοδημήτραινα. Με τη φρονιμάδα της γνήσιας Κρητικιάς φρόντιζε το σπίτι της αλλά και η αγωνίστρια μέσα της ξυπνούσε σε όλη τη διάρκεια που ο λαός μας πάλευε να σπάσει τα ναζιστικά δεσμά και να αντικρίσει λεύτερο τον ουρανό.
Αρκετές από τις πράξεις ανδρείας της Πελαγίας έμειναν στην προφορική παράδοσης όπως και όλες οι πράξεις ηρωικών γυναικών της Κρήτης.
Μια από όλες όμως την ξεχώρισε και την κατέταξε στο πάνθεον της αθανασίας. Ο απίστευτος ηρωισμός που έδειξε μετά την πρώτη εκτέλεση στο Γουρνόλακκο πατριωτών, πριν γραφτεί και το άλλο μεγάλο έγκλημα των ναζί που έδειχνε και τον πολιτισμό τους. Να απαγορεύσουν στους ντόπιους τον άγραφο νόμο της φυλής μας να θάβει τους νεκρούς με κάθε τίμημα.

Διάβασα με μεγάλο ενδιαφέρον όσα διηγήθηκε πρόσφατα στην καλή συνάδελφο Ελένη Βασιλάκη ο πρώτος εγγονός της ηρωίδας Γιώργος Παρασύρης ή Καράγιωργας. Όπως ακριβώς περιγράφει την ηρωίδα ο εγγονός, μας τη διαφύλαξε η τοπική προφορική παράδοση.
Μια γυναίκα με τεράστια ψυχραιμία σε δύσκολες στιγμές και με μια ευαίσθητη καρδιά που την άγγιζε κάθε ξένος πόνος. Μια γυναίκα της προσφοράς ήταν η Αναστοδημήτραινα που συνηθίζω να συμπεριλαμβάνω στα επετειακά μου αφιερώματα για να μην ξεχαστεί η μνήμη της, όσο επιτρέπουν οι συνθήκες που ζούμε.
Όλα ξεκίνησαν όταν οι Γερμανοί, έχοντας αντιληφθεί ότι πλησιάζει το τέλος τους όσο άνθιζε η αντίσταση στην περιοχή του Ψηλορείτη, αποφάσισαν να λάβουν σκληρά μέτρα καλοκαίρι του 1943. Και μεταξύ αυτών ήταν η απαγόρευση κυκλοφορίας σε συγκεκριμένες περιοχής με απειλή θανάτου για τους παραβάτες
Είχε το σχέδιό του ο διοικητής του «Φρουρίου Κρήτης» στρατηγός BrunoBräuer. Σκοπός του να παγιδεύσει τους αντάρτες του Ψηλορείτη με επιθέσεις από τα νότια εξωθώντας τους προς τα βόρεια. Στην επιχείρηση αυτή τον πρώτο λόγο έχει ο διοικητής της 22ης Μεραρχίας, υποστράτηγος Μίλερ.
Εντολή του οι Γερμανοί στρατιώτες να σκοτώνουν όσους αντάρτες βρίσκουν στην απαγορευμένη ζώνη του Ψηλορείτη και να τους καίνε. Στις 15 Αυγούστου τα γερμανικά αποσπάσματα ξεκινούν από τρία διαφορετικά σημεία, από τον Ζαρό, τα Βορίζα και το Αμάρι αναζητώντας αντάρτες. Η προσπάθεια τους αποτυγχάνει.
Κανένα στόμα δεν προδίδει. Κανένας ντόπιος δεν κιοτεύει στον εχθρό. Όλοι προστατεύουν τους αντάρτες.
Αρχές του Σεπτέμβρη ο Bräuer διατάσει να κινηθούν οι άνδρες του από τις Αραβάνες προς το οροπέδιο της Νίδας, με το ίδιο ζητούμενο.
Μια ομάδα Γερμανών στρατιωτών καταφέρνει να συλλάβει στα ορεινά του Αγίου Μάμα, 14 άτομα, ανάμεσα τους και δύο παιδιά, με τη δικαιολογία πως βρίσκονταν σε απαγορευμένη και νεκρή ζώνη.
Τους οδηγούν στη θέση Γουρνόλακκος, πάνω από τα Ζωνιανά και το επόμενο πρωί, αφήνουν ελεύθερα τα δυο παιδιά, τον Μιχάλη Πρινάρη από της Αβδανίτες και τον Ιωάννη Λαμπρινό από τον Αβδελλά, και εκτελούν τους υπόλοιπους.
Να σημειωθεί ότι από τον επιζώντα Μιχάλη Πρινάρη γνωρίζουμε λεπτομέρειες του ατιμώρητου αυτού εγκλήματος των ναζί, που έχουμε αναπτύξει σε προηγούμενα αφιερώματα.
Πίστη στον άγραφο νόμο
Μαθαίνουν στα γύρω χωριά για την εκτέλεση και χωρίς δεύτερη σκέψη κινάνε στις 5 Σεπτεμβρίου ο παπά Ανδρέας Βαρδιάμπασης από τα Λιβάδια, ο δάσκαλος από τον Αβδελλά, Νικόλαος Δετοράκης με καταγωγή από την Κριτσά, μαζί με συγγενείς και φίλους των εκτελεσθέντων από τον Άγιο Μάμα και τον Αβδελλά, για να θάψουν τους νεκρούς. Οι Γερμανοί έχουν φύγει για να βρουν βενζίνη και να επιστρέψουν να κάψουν τους εκτελεσθέντες, μια και αυτή ήταν η εντολή που είχαν πάρει: Να σκοτώνουν και να καίνε.
Όταν Γερμανοί στρατιώτες από το Γαράζο φορτωμένοι μπιτόνια με βενζίνη περνούν από τα Ζωνιανά, κατευθυνόμενοι στο Γουρνόλακκο, τους αντιλαμβάνεται ο γενναίος ιερέας Γιάννης Ζερβός και καταβάλει κάθε προσπάθεια να τους καθυστερήσει, βασισμένος στην τοπική φιλοξενία κι ας έβραζε μέσα του από οργή στη θέα τους. Προσπαθούσε να τους κρατήσει όσο υπολόγιζε πως θα κρατούσε η ταφή.
Κι όσο αυτοί τρώνε και πίνουν, με τη συνεχή παραίνεση του ιερέα, βρίσκει χρόνο η Πελαγία Παρασύση να τρέξει στο βουνό και με τα γνωστό σύνθημα «Οι τράγοι ανεβαίνουν στα όρη». ενημερώνει τους αντάρτες για τον ερχομό των Γερμανών.
Για να καταλάβουμε τη λεβεντιά αυτής της γυναίκας αρκεί να μεταφέρουμε το εξής περιστατικό.
Όπως τρέχει πέφτει πάνω σε ένα συγχωριανό της που δεν είχε ποτέ συγχωρήσει επειδή τραυμάτισε ένα γιο της. Όσοι ξέρουν από την ψυχολογία των κατοίκων ορεινών χωριών καταλαβαίνουν τι ήταν το συναπάντημα αυτό για την Πελαγία. Κι όμως ξεχνώντας τα πάντα τον πλησιάζει και τον προτρέπει να εξαφανιστεί για να μην τον δουν οι Γερμανοί. Εκείνος όμως δεν της έδινε σημασία. Άναψε και κόρωσε η Αναστοδημήτραινα. «Φύγε μωρέ σκύλε, ούρλιαξε, γιατί θα σε σκοτώσουν». Κι εκείνος κατάλαβε επιτέλους πως τα πράγματα δεν ήταν απλά και η Πελαγία δεν έκανε χωρατά τέτοιες ώρες. Έτσι έτρεξε να κρυφτεί και σώθηκε.
Στο μεταξύ οι ήρωες που πήγαν να θάψουν τους νεκρούς έρχονται σε δύσκολη θέση. Ο χρόνος δεν είναι με το μέρος τους. Στενεύουν επικίνδυνα τα όρια τους.
Κι όμως. Αν και βλέπουν πως δεν προλαβαίνουν να φέρουν σε πέρας την ιερή αποστολή τους κανένας από τους τολμηρούς εκείνους άνδρες δεν υποχωρεί. Μένουν εκεί να τελειώσουν το έργο τους. Κάποια στιγμή φθάνουν οι Γερμανοί και τους βλέπουν. Ο ιερέας φοράει το πετραχήλι του σημείο ότι είναι σε εξέλιξη μια τελετή. Οι ναζί όμως κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν. Ο λαός των αναρίθμητων πανεπιστημίων δείχνει στο έπακρον πόσο απολίτιστος είναι στην πραγματικότητα.
Θερίζουν τα πολυβόλα τους ήρωες εκείνους που πέφτουν πάνω στους άταφους και οι νεκροί ανέρχονται σε 32 εκ των οποίων 21 από τον Αβδελλά, έξι από τον Άγιο Μάμα, δύο από την Κάλυβο, ένας από τα Λιβάδια, ένας από την Κριτσά και ένας από τις Αβδανίτες. Από την ηρωική πράξη της Αναστοδημήτραινας υπολογίζεται ότι σώθηκαν πάνω από 70 άνδρες.

Μια ακόμα εμβληματική μορφή
Από τις εμβληματικές μορφές της τραγωδίας στο Γουρνόλακκο ο Γιάννης Νικηφόρος. Αναφέρει γι’ αυτόν σε νεκρολογία του ο κ. Βασίλης Αποστολάκης ανώτατος αξιωματικός της ΕΛΑΣ ε.α.
«Ο Γιάννης Νικηφόρος, γεννήθηκε στο ιστορικό, γραφικό και αρχοντικό χωριό, Κάλυβος, με τους γνήσιους, συνετούς, φιλοπρόοδους, εργατικούς, φιλόξενους και ειλικρινείς ανθρώπους, στις 17 Ιανουαρίου 1927, ανήμερα της εορτής του Αγίου Αντωνίου, σε χρόνια δύσκολα, σκληρά, πέτρινα. Γονείς του, ο Εμμανουήλ Ιωάννου Νικηφόρος και η Ελένη Κωνσταντίνου Παπαδάκη.
Είναι ο πρωτότοκος της σεβαστής εκείνης οικογένειας και με Θεία βούληση, θα ομορφύνουν το αρχοντικό του Μανώλη και της Ελένης Νικηφόρου, άλλα πέντε παιδιά: Ο Δημήτρης, ο Μιχάλης, η Μαρία, ο Ορέστης, η Αγάπη.

Ο Γιάννης, ως πρώτος γιος, θα σηκώσει, μαζί με τους άξιους γονείς του, το μεγαλύτερο βάρος, για να αναστήσουν την οικογένειά τους, ματώνοντας πάνω στη μάνα γη.
Με το πέρασμά του στην αιωνιότητα, ξυπνούν οι μνήμες του Γουρνόλακκου.
Παρασκευή, 3 Σεπτεμβρίου 1943. Μαύρη και στυγνή κατοχή, έχει απλωθεί προ διετίας, στην πολύπαθη και βασανισμένη χώρα μας, από τη Ναζιστική Γερμανία, τη Φασιστική Ιταλία και την αλλοπρόσαλλη Βουλγαρία. Στην Κρήτη, πλην του νομού Λασιθίου, όπου εγκαταστάθηκαν Ιταλοί κατακτητές, ο λαός μας θα γνωρίσει τη Γερμανική θηριωδία, από τους Ναζί, τα κακέκτυπα εκείνα της ανθρώπινης υπόστασης. Ένας από εκείνους, που θα γευθούν τη σκληρότητα και την αιμοβορία του Στρατού Κατοχής, θα είναι και ο Γιάννης Νικηφόρος.
Ο Γιάννης Νικηφόρος, βρίσκεται, εκείνη την αποφράδα ημέρα του Σεπτεμβρίου μαζί με δύο άλλους συγχωριανούς του, τους αείμνηστους Χαράλαμπο Μιχαήλ Κοζορώνη και Ιωάννη Κωνσταντίνου Παραγιουδάκη στο Καλυβιανό «αόρι» και συλλαμβάνονται, από πολυάριθμο Γερμανικό απόσπασμα, σε απαγορευμένη ζώνη. Νωρίτερα, έχουν συλληφθεί Αβδελλιανοί, και Αγιομαμίτες, για την ίδια αιτία. Μαζί τους και τα μικρά παιδιά ο Μιχάλης Νικολάου Πρινάρης από τις Αβδανίτες και ο Γιάννης Ανδρέα Λαμπρινός από τα Αβδελά. (Ο Μιχάλης Πρινάρης παρευρίσκεται σήμερα στον ιερό τούτο χώρο και συμπροσεύχεται και εκείνος, για την ανάπαυση της ψυχής του συναγωνιστή του Γιάννη Νικηφόρου).
Οι πάνοπλοι Γερμανοί οδηγούν τους ομήρους στο Γουρνόλακκο στις πλαγιές του Ψηλορείτη και την άλλη ημέρα, Σάββατο, 4 Σεπτεμβρίου 1943 εκτελούν το σατανικό τους σχέδιο. Τα χιτλερικά κτήνη σκοτώνουν αυτούς που έχουν συλλάβει, εκτός τους μικρούς Μιχάλη Πρινάρη και Γιάννη Λαμπρινό, τους οποίους διώχνουν, με μία ομάδα Γερμανών, για τα Ζωνιανά. Έντεκα συντοπίτες μας πέφτουν από τα δολοφονικά χέρια των Ναζί, τα όπλα των οποίων ξερνούν τον θάνατο. Ένας γλιτώνει, ο Ελευθέριος Ιωάννου Σαρρής, από τον Άγιο Μάμα, ο οποίος, αργότερα, θα πεθάνει από το τραύμα του.
Ο Γιάννης Νικηφόρος, αν και τραυματίζεται πολύ βαριά, θα σωθεί από θαύμα. Η σφαίρα θα εισέλθει από τον αυχένα και θα εξέλθει από τη στοματική χώρα. Θα πέσει αιμόφυρτος στο έδαφος και θα εκληφθεί, από τα ναζιστικά ανθρωποειδή, ως νεκρός. Γι’ αυτό και οι υπάνθρωποι ναζιστές, δεν προχωρούν σε χαριστική βολή, κατά την απαίσια και απάνθρωπη τακτική τους.
Στα Ζωνιανά, που έχουν πάει ο Μιχάλης Πρινάρης και ο Γιάννης Λαμπρινός συναντούν, τυχαία, τον πατέρα του Γιάννη, το Μανώλη Νικηφόρο, διηγούνται το θλιβερό γεγονός και τον οδηγούν το απόγευμα στο Γουρνόλακκο. Ο τραγικός πατέρας, μεταφέρει τον τραυματία γιο του στα Λιβάδια και από ‘κει στα Ανώγεια, για να του παρασχεθούν οι πρώτες βοήθειες. Ο Γιάννης Νικηφόρος, θα επιζήσει. Είναι θέλημα Θεού.
Τη νύχτα, Καλυβιανοί θα παραλάβουν, από τον τόπο του μαρτυρίου, τους δύο νεκρούς συγχωριανούς, Χαράλαμπο Κοζορώνη και Ιωάννη Παραγιουδάκη.
Ο ήρωας, που σήμερα τιμούμε, με κάθε σεβασμό, τη μνήμη του, θα πει αργότερα, έχοντας πλήρη συναίσθηση της Θείας Πρόνοιας:
«Η σφαίρα εμπήκε απ’ το -γ- καφά και βγήκε απ’ το στόμα, δεν ήθελε ο Κωσταντής, να φάω ακόμη χώμα», αναφερόμενος στον Άγιο Κωνσταντίνο.
Την επόμενη ημέρα, Κυριακή, 5 Σεπτεμβρίου 1943, οι Γερμανοί θα αποτελειώσουν το στυγερό και απαίσιο έγκλημά τους, σκοτώνοντας στον ίδιο τόπο, τον Ιερέα Λιβαδίων, τον δάσκαλο Αβδελλών και κατοίκους Αβδελλών, Αγίου Μάμαντος και ένα από τις Αβδανίτες, που έχουν πάει εκεί, για να θάψουν τους νεκρούς. Τελικά, (32) θα είναι οι μάρτυρες του Γουρνόλακκου.
Μετά το ανοσιούργημα αυτό, ο σπουδαίος ποιητάρης Δημήτρης Ιωάννου Παρασύρης, ή «Αναστοδημήτρης», από τα Ζωνιανά, θα γράψει ένα λυπητερό τραγούδι, που μας προκαλεί ρίγη συγκίνησης και αναφέρεται και στο Γιάννη Νικηφόρο.
«…Ένα κοπέλι εγλύτωσε, ήταν τραυματισμένο, κι οι αποδέλοιποι νεκροί το’ χανε σκεπασμένο. Είναι από την Κάλυβο που το γνωρίζουν όλοι, και Νικηφόρος λέγεται, ο Γιάννης του Μανώλη…».
Ελεγεία για τους ήρωες
Για το δράμα στο Γουρνόλακκο υπάρχει και το παρακάτω δημώδες έργο του Δημήτρη Παρασύρη απόσπασμα του οποίου παραθέτουμε. Ολόκληρο το είχαμε αναφέρει πριν από χρόνια σε σχετικό αφιέρωμα.
Ο Δημήτρης Παρασύρης του Ανάστο από το χωριό Ζωνιανά, τραγούδησε την άνανδρη δολοφονία των 32 Κρητικών του Άνω Μυλοποτάμου στον Γουρνόλακκο, με τους στίχους:
Τρεις του Σεπτέμβρη Παρασκή, η ώρα ήταν δέκα,
εβγήκε από τα Χανιά, μία μοτοσυκλέτα.
Και διατάζει το στρατό, εις τα βουνά να μπούνε,
να τα εξερευνήσουνε, να πιάσουνε όσους βρούνε.
Είχανε και διαταγή, όσους κι αν είχαν πιάσουν,
μπρος να τσι τουφεκίσουνε, κι ύστερα να τσι κάψουν.
Εκειά τσι σταματήσανε, δώδεκα ξεχωρίσαν,
και στη γραμμή τσι βάλανε, και τους ετουφεκίσαν.
Ένας μόνο των έφυγε, με τραύματα στο χέρι,
ήτανε του Σαρρή ένας γιος, και λέντονε Λευτέρη.
Κι ένα κοπέλι γλίτωσε, που’ταν τραυματισμένο,
κι οι αποδέλοιποι νεκροί, το’χανε σκεπασμένο.
Είναι από την Κάλυβο, και το γνωρίζουν όλοι,
και Νικηφόρος λέγεται, ο Γιάννης του Μανόλη.
Ντελόγο μπαίνει στα χωριά, το θλιβερό χαμπέρι,
όπου φωνές και ταραχή, κι αναλωμή κι ασκέρι.
Οι πρώτοι που το μάθανε, στα Ζωνιανά εκούστη,
κι ειδοποιούν την Κάλυβο και παίρνει τσ’ εδικούς τσι.
Πομένουν οι Αβδελιανοί, κι από τον Άγιο Μάμα
γιατί σε κείνα τα χωριά, δεν εκατέχαν πράμα.
Πεντέξε Παρασύρηδες, τη νύχτα εκειά πάνε,
για να παντούνε τα σκυλιά, τα όρνια μη τσι φάνε.
Σαν εξημέρωσε ήρθανε, και τρεις Αγιομαμίτες
κι απάνω κάτω πηαίνουνε σαν κουζουλοί τσι νύχτες.
Κι έξαφνα ακούνε μια φωνή με πόνο γυναικεία,
φύγετε το ταχύτερο, και βγαίνουν τα θηρία.
μία ομάδα γερμανούς, θωρούνε να προβαίρνει.
Ως κάνουν λύκοι στα αρνιά, ετσά τους εξεσκίσαν,
και με μεγάλα βάσανα, το αίμα τους εχύσαν.
Αλληλοσκοτωθήκανε, κι άλλοι στην οικουμένη,
μα τέτοιο θάνατο σκληρό, δεν είδαν οι καημένοι.
Κανείς δεν ήταν φανερά, να τσι παρηγορήσει,
στην τελευταία των πνοή, τα μάθια ντως να κλείσει.
Εικοσιδυό Αβδελιανοί, κι έξι Αγιομαμίτες,
ήσαν και δυο Καλυβιανοί, κι ένας πο τσ’ Αβδανίτες.
Πολλοί ’σανε συντέκνοι μου, και φίλοι και γνωστοί μου,
κι αν κάθομαι κι αν περπατώ, κλαίει τσι η ψυχή μου.
Κοντά στο δρόμο τσ’είχουνε, με μαστοριά θαμμένους,
όλοι οι διαβάτες να τσι κλαιν, τσι παραπονεμένους.
Εκείνους να ρωτήξετε κι αυτοί θα σας το πούνε,
Που ’ναι θαμμένος κάθα εις, ξέρουνε και θα βρούνε.
Μνήματα να τους κάμετε, και με σταυρό κοντά των,
με κεφαλαία γράμματα, να γράφει τ’ όνομά των.
Πουλί δεν ξανακελαηδεί, στο γέρο Ψηλορείτη,
γιατί μαυροφορέψανε οι γερμανοί την Κρήτη.
Μαύρα εβάψαν τ’ Αβδελά, Κάλυβο κι Άγιο Μάμα,
και όλα τα περίχωρα, λυπούνται τσι με κλάμα.
Στέλνω συλλυπητήρια, όλων των πονεμένων,
και να ’χουνε υπομονή, μα ετσά ’τανε γραμμένο.
Στόμα δεν έχω μπλιο να πω, άλλα στην ιστορία,
και ολονών η μνήμη των, να είναι μακαρία.
Μα αν ρωτήξει και κανείς, που βγήκε σ’ήντα σπίτι,
το ’βγαλε ένας Ζωνιανός, ο Αναστοδημήτρης.

Έτσι έμεινε στην ιστορία το ματωμένο χρονικό. Ένα ακόμα έγκλημα που έμεινε ατιμώρητο. Για να γεμίζει από ντροπή τη σύγχρονη ιστορία.