Του ΚΩΣΤΑ ΨΑΡΟΥΔΑΚΗ
Το κείμενο αναφέρεται σε μια άγνωστη πλευρά της ιστορίας της Κρήτης. Η ιστορία ενός τόπου δεν είναι μόνο οι αγώνες για την ελευθερία και τις πολιτιστικές καταβολές του, αλλά και οι δράσεις που αποσκοπούν στη γνώση του φυσικού περιβάλλοντος και της ανακάλυψης του πλούτου, που κρύβεται στην επιφάνεια ή/και στα σπλάχνα της γης.
Είναι γνωστό ότι η Κρήτη, η οποία αναλώθηκε σε πολέμους, επαναστάσεις και ξενικές κατοχές, υπήρξε το προπύργιο πολυετών αγώνων και θυσιών. Ο 19ος αιώνας, ο τελευταίος αιώνας πριν απ’ την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό και την Αυτονομία του νησιού, είναι περίοδος ταραχών και συνεχών επαναστάσεων. Η Επανάσταση του 1821, που κηρύσσεται και στο νησί, διαρκεί μια δεκαετία, η μεγάλη τριετής Επανάσταση του 1866 – 1869 αναδεικνύει και πάλι τη φλόγα της κρητικής ψυχής για ελευθερία και σημαδεύεται από το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου, στις 9 Νοεμβρίου του 1866. Ο Οργανικός Νόμος, που εφαρμόστηκε για μία δεκαετία (1868 – 1878), παραχωρεί σκιώδη προνόμια στους Κρήτες, οι οποίοι καταφεύγουν και πάλι στα όπλα (1877 – 1878). Δυστυχώς, ορισμένα από τα προνόμια σταδιακά καταργήθηκαν και οι Κρήτες επαναστάτησαν και πάλι, το 1889. Το 1895 συγκροτείται η Μεταπολιτευτική Επιτροπή και η επανάσταση του ίδιου έτους χαρακτηρίζεται ως «η τυχερή επανάσταση», ενώ το Κρητικό Ζήτημα κορυφώνεται με την Επανάσταση του 1897 – 1898. Στο τέλος του 1898, κηρύσσεται η Αυτονομία του νησιού, με τη σύσταση της Κρητικής Πολιτείας υπό την εποπτεία των Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης. Μέσα σε μια απερίγραπτη φρενίτιδα ενθουσιασμού ο εντολοδόχος των Μεγάλων Δυνάμεων πρίγκιπας Γεώργιος ανέλαβε τα καθήκοντά του στις 9 Δεκεμβρίου 1898. Ο Γάλλος Ναύαρχος Ποττιέ, υπό την ιδιότητά του ως Προέδρου του Συμβουλίου των Ναυάρχων, παρέδωσε επίσημα στο Γεώργιο τη διοίκηση της Κρήτης.
Έναν ακριβώς μήνα μετά την εγκατάσταση του Ύπατου Αρμοστή, δημοσιεύτηκε το πρώτο σημαντικό διάταγμα «Περί συγκροτήσεως της Κρητικής Συνελεύσεως» όπου ο πρίγκιπας ανέθεσε τη σύνταξη σχεδίου Συντάγματος που θα ενέκρινε η Κρητική Συνέλευση.
Τον Μάρτιο του 1899 η Συντακτική Συνέλευση Κρητών με Πρόεδρο τον Ιωάννη Κ. Σφακιανάκη συντάσσει το Πρώτο Σύνταγμα και δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Κρητικής Πολιτείας (φ. 24/16-4-1899). Το Σύνταγμα της Κρητικής Πολιτείας συντάχθηκε κατά το πρότυπο του ισχύοντος τότε ελληνικού συντάγματος.
Στο άρθρο 19 του Συντάγματος αναφέρεται ότι: «ουδείς στερείται της περιουσίας αυτού ειμή δια δημοσίαν ανάγκην, όταν και όπως ο νόμος διατάσσει, πάντοτε δε μετά προηγουμένην αποζημίωσην. Ειδικός νόμος θέλει κανονίσει τα της ιδιοκτησίας και διαθέσεως των μεταλλείων, ορυχείων, αρχαιολογικών θησαυρών και ιαματικών πηγών».
Λόγω του Κρητικού ζητήματος και διευθέτησης αυτού προς οριστική επίλυση, ορίζεται τον Σεπτέμβριο του 1906 Ύπατος Αρμοστής ο Αλέξανδρος Ζαΐμης, στον οποίο η Β’ Συντακτική Συνέλευση των Κρητών υπέβαλε το νέο Κρητικό Σύνταγμα.
Το Σύνταγμα αυτό του 1907, στο άρθρο 17 αναφέρονται και πάλι οι ιδιοκτησίες σχετικά με τα ορυχεία και μεταλλεία.
Μήπως αυτή η θέσπιση του νόμου περί μεταλλείων και ορυχείων γίνεται λόγω της επιθυμίας των Κρητικών και μη την περίοδο της Αυτονομίας για την αναζήτηση χρυσού και άλλων μεταλλευμάτων προς εύκολο και γρήγορο πλουτισμό; Πιθανόν πρόκειται για μια μανία που έρχεται από το εξωτερικό που εγκαθίσταται και κυριαρχεί στα ενδιαφέροντα πολλών Κρητικών. Διατρέχει την νήσο απ’ άκρη σ’ άκρη, σε φαράγγια, κοίτες ποταμών, απότομες πλαγιές, σπήλαια.
Σε άρθρο του Ιωάννη Βαμβακά, χημικού που διατηρούσε εργαστήριο αναλύσεων στις αρχές του 20ου αι. στην πόλη των Χανίων, περιγράφεται με πολύ γλαφυρό τρόπο η επίμονη αναζήτηση των «μεταλλειούχων χώρων» από τους ντόπιους. Εγκατέλειπαν τις εργασίες τους και καταπιάνονταν στην περισυλλογή κάθε λίθου ή χώματος του οποίου η όψη και το βάρος μπορεί να έκρυβε το πολυπόθητο μέταλλο που θα τους πρόσφεραν μια ονειρεμένη ζωή. Σάκοι που μεταφέρονταν στους ώμους ή στη ράχη, χρησίμευαν για να αποθηκευτούν αυτά, τα οποία αφού ταξινομούνταν, επιδεικνύονταν σε κάποιους που θεωρούνταν ειδικοί, μεταξύ των οποίων πρώτευαν οι τυχοδιώκτες και οι δήθεν Μεταλλειολόγοι. Τα χρυσίζοντα ορυκτά τα οποία πάντα ήταν Θειούχοι Σίδηροι ή αλλιώς Σιδηροπυρίτες και τα πρασινίζοντα μεταξύ των οποίων πολλά ήταν ορυκτά Χαλκού υπό την μορφή του Χαλκοπυρίτη και του Χαλκολαμπρίτη, τα περισσότερα δε Οφειτικά πετρώματα, συλλέγονταν επιμελώς και τυλίγονταν επιμελέστερα σε φύλλα χαρτιού ή υφάσματος για να τα δείξουν όπου έπρεπε.
Στην Επίσημη Εφημερίδα της Κρητικής Πολιτείας το 1903 (ΦΕΚ 2/14-01-1903, τεύχος τρίτο) αναφέρεται ότι ο Νομάρχης Ρεθύμνης Β.Ν. Δρανδάκης απαντά θετικά στην αίτηση των Λεωνίδα Βαρούχα, Λεοντίου Οικονομίδου και Αλεξίου Βραχνού να πραγματοποιήσουν μεταλλευτικές έρευνες σε περιοχή που περιλάμβανε τις συνεχόμενες θέσεις «Φωκά», «Πλατύ ποταμό» «Σαρακήνα», «Σταύρου αλώνι», «Σταυριά», «Κόρκκα», «Φανερωμένη», «Μετόχι Καμάρας» (έκτασης περίπου 5.900 στρεμμάτων), όπου αναλύσεις έδειξαν ότι υπάρχουν στρώματα πυρολουσίτη (οξειδίου του μαγγανίου), «σιδηρόλιθου μετά χαλαζίου περιέχοντος αιματίνην και τηγνατίνην και υδροξειδίου του σιδήρου (είδους ώχρας ερυθροσιδηράς)».
Η άδεια αυτή ήταν μία εκ των πολλών που δόθηκαν και κάλυπταν ένα μέρος του κρητικού εδάφους.
Η άδεια τελικά που δίνεται αφορά σε λίγο μικρότερη έκταση από την αιτούμενη, στο δήμο Πανακραίων (Άνω Μέρος, Γομαρά και Χορδάκι) και επίσης ζητείται να καταβληθεί στο Δημόσιο Ταμείο ποσό αποζημίωσης των ιδιοκτητών για τις ζημιές που πιθανόν υποστούν τα κτήματα αυτών. Το ποσό ανέρχεται στις εκατό πενήντα δραχμές.
Γνωστοί τόποι με μεταλλωρυχεία εκείνη την περίοδο υπήρχε στην επαρχία Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνης, στην ανατολική πλευρά της παραλίας του Πλακιά. Στην αιχμή του ακρωτηρίου γινόταν παλαιότερα εξόρυξη σιδηροματαλλεύματος. Την εξόρυξη ενεργούσε η εταιρεία Βρυώνη κατά την περίοδο 1915-1919 (μετά την Αυτονομία). Μεταλλικές ράγες είχαν τοποθετηθεί μεταξύ του τόπου εξόρυξης και του πλοίου, στο οποίο μεταφερόταν το προϊόν μέσα σε κατάλληλα βαγονέτα.
Μεταλλεία εν ενεργεία στην Κρήτη -όπως αναφέρεται σε άρθρο της εποχής (1912)-δεν υπάρχουν εκτός από ένα, της Ραβδούχας (οικισμός και όνομα παραλίας) στην επαρχία Κισάμου, το οποίο λόγω των ευνοϊκών συνθηκών υπό τις οποίες βρίσκεται όσο αφορά στην ποιότητα του Μεταλλεύματος, την ποσότητα και το εύκολο σχετικά της φόρτωσης, είναι το μόνο το οποίο άμειψε τον κάτοχό του, αποδίδοντας ετήσιο ενοίκιο 9.000 δραχμές, ενώ αντίθετα οι 4 – 5.000 τόνοι Σιδηρομεταλλεύματος που εξήχθησαν κατά τον χρόνο εκείνο, στοίχισαν όπως λένε στον ενοικιαστή επιχειρηματία 300.000 δραχμές.
Ο καθορισμένος αριθμός μεταλλείων δεν ήταν γνωστός, ούτε πόσοι μεταλλευτικοί χώροι είχαν δηλωθεί τότε, καθώς δεν υπήρχε ειδική υπηρεσία Μεταλλείων. Επίσης υπήρχε αμφισβήτηση αν ποτέ γινόταν επιθεώρηση από κρατικό υπάλληλο κάποιου «Μεταλλειούχου» χώρου που είχε δηλωθεί ως τέτοιος.
Εκείνο το οποίο είναι γνωστό, είναι ότι από το 1900 έως το 1912, κατά τον επίσημο στατιστικό Πίνακα του Γενικού Λογιστηρίου, παραχωρήθηκαν για οριστική εκμετάλλευση δεκαεπτά (17) συνολικά «Μεταλλειούχοι» χώροι. Από αυτούς ένδεκα τέτοιοι είχαν μεταλλεύματα Σιδήρου, δύο Χαλκού, τρεις Λιγνίτες εκ των οποίων σε έναν λεγόταν ότι σημειώνεται και Μόλυβδος και ένας με ορυκτά Μαγγανίου.
Δυσάρεστο αποτέλεσμα αυτής της λατρείας προς τον Μαμωνά ήταν η εκμετάλλευση που υπέπεσαν ορισμένοι ευκολόπιστοι στα επιδέξια χέρια κάποιων τυχοδιωκτών, δήθεν μεταλλειολόγων, οι οποίοι κατάφερναν να ζουν απομυζητικά από τους αγαθούς επιχειρηματίες. Οι «ειδικοί» εύρισκαν δουλειά ως επιστάτες ή εργάτες σε δοκιμαστικές έρευνες που διενεργούνταν σε μια περιοχή. Προσκόμιζαν στους αφελείς εργοδότες ορυκτά από άλλα μέρη του κόσμου, εκτός Κρήτης, και τα επιδείκνυαν ως δήθεν κρητικά. Έτσι κατάφερναν να επιβιώνουν για μερικά χρόνια από τους επιχειρηματίες, συνεχίζοντας αργότερα την εργασία τους σε νέα υποψήφια «θύματα». Χαρακτηριστικά αναφέρεται η παρουσίαση στο εργαστήριο ανάλυσης του Ιωάννη Βαμβακά, κομμάτι μαρμάρου με αρκετά ψήγματα αυτοφυούς χρυσού από την Καλιφόρνια και άλλο, Χαλκοπυρίτη αυτό, από το Κολοράντο, ως δήθεν Κρητικό.
Ίσως σε αυτούς να οφείλεται ο ζήλος για έρευνα από την οποία αναπτύχθηκε η Κρητική Μεταλλοθηρία, η οποία αφενός αντί να κοπάσει κατόπιν τόσων και τόσων αποτυχιών και απωλειών χρημάτων, τουναντίον επιτεινόταν σε βαθμό παθολογικής κατάστασης των εγκεφάλων και αφετέρου απέδειξε ότι από τα Μεταλλεύματά της η Κρήτη δεν έπρεπε να περιμένει μεγάλα πράγματα.
Κατά προφορική μαρτυρία του Γεωργίου Τζεκάκη στην περιοχή του Άνω Μέρους που άπτεται της τοποθεσίας «Μανουρά την καμάρα» στον Πλατύ ποταμό, υπήρχε σιδηροπυρίτης. Ο ίδιος συνέλεγε μικρά τεμάχια τα οποία μετέφερε στον σιδηρουργό Φωτάκη, του χωριού Άγιος Ιωάννης και εκείνος με τη σειρά του τα χρησιμοποιούσε ως καύσιμη ύλη για την επεξεργασία του σιδήρου και κατασκευή γεωργικών εργαλείων (δεκαετία του 1930).
Σήμερα στην Κρήτη, δυτικά του Μόχλου Σητείας βρίσκονται σε λειτουργία τα υπαίθρια ορυχεία εξόρυξης γύψου.