Με βασικό αίτημα την πραγματική αύξηση των μισθών η ΓΣΕΕ ετοιμάζει μεγάλες κινητοποιήσεις ενεργοποιώντας τους εργαζόμενους για να διεκδικήσουν μαζικά αξιοπρεπείς συνθήκες ζωής και εργασίας. Στο πλαίσιο αυτό κλιμάκιο της ΓΣΕΕ με επικεφαλής τον πρόεδρό της βρέθηκε χθες στο Ρέθυμνο, όπου είχε διαδοχικές συναντήσεις με το Εργατικό Κέντρο και τους συνταξιούχους, καθώς και άλλους φορείς και συνδικάτα για την οργάνωση της μεγάλης απεργιακής κινητοποίησης που θα πραγματοποιηθεί στις 17 Απριλίου.
Ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ, Γιάννης Παναγόπουλος, βρέθηκε χθες το πρωί στο δημαρχείο Ρεθύμνου, όπου μέλη της ομοσπονδίας διένειμαν ενημερωτικά φυλλάδια στους πολίτες για την κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει οι εργαζόμενοι από το παρατεταμένο κύμα ακρίβειας, που οδηγεί σε οικονομική ασφυξία την ελληνική κοινωνία. Παράλληλα, με ξυλοπόδαρους παρουσίασαν ένα δρώμενο με την ακρίβεια που αποτελεί θηλιά στο λαιμό για τα νοικοκυριά.
Σε σχετικές δηλώσεις του στους δημοσιογράφους ο κ. Παναγόπουλος μίλησε για την απεργία που θα γίνει στις 17 Απριλίου με κύριο αίτημα τις αυξήσεις μισθών και την επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, μεταξύ άλλων τόνισε: «ξεκινάμε μια μεγάλη καμπάνια, προκειμένου να φέρουμε στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου αλλά και των δημοσίων διεκδικήσεων το ζήτημα της ακρίβειας, που είναι ένα θέμα που έχει τσακίσει τη μισθωτή εργασία, τους ανθρώπινους μόχθους, αλλά και τα ευάλωτα νοικοκυριά. Επειδή εμείς εκπροσωπούμε τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα, οι οποίοι αμείβονται από τις επιχειρήσεις με βάση τις συλλογικές τους συμβάσεις και οι συμβάσεις αυτές έχουν υποχωρήσει έως σημείου να έχουν εξαφανιστεί, έχουμε συνδέσει την προσπάθεια αυτή για την υπεράσπιση της αγοραστικής δύναμης στους μισθούς με την αναγκαιότητα πραγματικών αυξήσεων και όχι ονομαστικές αυξήσεις που λέει η κυβέρνηση ότι θα δώσει. Κυρίως να μας δώσει πίσω τα όπλα μας, τα εργαλεία που έχουν οι εργαζόμενοι και αυτά είναι οι συλλογικές τους συμβάσεις, ομοιοεπαγγελματικές, κρατικές κ.ά., προκειμένου να υπερασπίσουμε την αγοραστική δύναμη των μισθών μας. Αυτή η καμπάνια λοιπόν έχει ένα ορόσημο, είναι η 17η Απριλίου που τότε θα κάνουμε και γενική απεργία, ορόσημο όχι σταμάτημα».
Ο κ. Παναγόπουλος επεσήμανε ότι το κύμα ακρίβειας σαρώνει όλα τα εισοδήματα και εξανεμίζει την αγοραστική δύναμη χαμηλόμισθων και συνταξιούχων, ενώ πρόσθεσε ότι: «Εμείς πιστεύουμε ότι δεν υπάρχουν περιθώρια η κυβέρνηση να υπεκφεύγει με ημίμετρα. Να λέει ότι η ακρίβεια είναι εισαγόμενη, ενώ πλέον είναι ηλίου φαεινότερο με όσα έχουν τα δύο τελευταία χρόνια συμβεί, ότι είναι καθαρά πρόβλημα λειτουργίας της αγοράς και των υπερκερδών των επιχειρήσεων. Είναι μια ακρίβεια απληστίας, δηλαδή είναι πληθωρισμός κερδών, ακρίβεια κερδών και για αυτόν τον λόγο η κυβέρνηση δεν ακουμπάει το πραγματικό πρόγραμμα, το οποίο για εμένα είναι οι μισθωτοί, η ενίσχυση των αποδοχών τους μέσω των συλλογικών τους συμβάσεων, όπως και τα άλλα ευάλωτα τμήματα του πληθυσμού, πολιτικές που πρέπει να τις χρηματοδοτήσουν από τα υπερκέρδη αυτών των δραστηριότατων. Τα συνδικάτα, η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας ως συντονιστικό κέντρο των συνδικάτων προωθεί και αυτές τις απόψεις, αλλά δίνουμε μεγάλη έμφαση σε αυτό που συμπυκνώσαμε στο σύνθημά μας, είναι ότι η ακρίβεια είναι στον Θεό, οι μισθοί είναι στα τάρταρα, θέλουμε πραγματικές αυξήσεις, θέλουμε τις συλλογικές μας συμβάσεις πίσω και τις θέλουμε τώρα».
Αναφερόμενος στην αύξηση του κατώτατου μισθού είπε ότι είναι: «μια τρύπα στο νερό. Όταν ακούω από αρμόδια κυβερνητικά χείλη ότι η αύξηση του κατώτερου μισθού θα έχει το 8 μπροστά -θυμίζω ότι ο κατώτερος μισθός τώρα είναι 780-, νομίζω ότι με 20 και 25 ευρώ δεν μπορείς να αντιμετωπίσεις αυτό το τεράστιο κύμα ακρίβειας που έχει κατακρημνίσει κυριολεκτικά το εργατικό εισόδημα. Αυτό που χρειάζεται είναι τουλάχιστον, αντί να μας λένε ότι είναι ευρωπαϊστές, να γίνουν Ευρωπαίοι. Καθώς οι Ευρωπαίοι πολίτες έχουν το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο, το οποίο λέει με τις οδηγίες που έχει ψηφίσει το κοινοβούλιο, ότι ο κατώτερος μισθός πρέπει να είναι το 60% του διάμεσου μισθού. Εμείς με το ινστιτούτο μας και τα επίσημα στοιχεία του ΟΟΣΑ ότι το 60% του διάμεσου μισθού στην Ελλάδα σημαίνει ότι πρέπει τουλάχιστον να είναι τα 908 ευρώ, τα οποία είναι το κατώφλι της φτώχειας. Στην ουσία ούτε αυτό επαρκεί. Χρειάζονται κι άλλες πολιτικές. Επειδή υπάρχει και η φορολογία που είναι άγρια για την εργασία, εμείς παράλληλα προωθούμε και το ζήτημα της τιμαριθμοποίησης της φορολογικής κλίμακας ούτως ώστε μια μικρή αύξηση να μην εξαφανίζεται από τη μεταφορά μας σε άλλη φορολογική κλίμακα, που εκεί χάνουν οι εργαζόμενοι -και ιδίως οι κατώτερα αμειβόμενοι- ένα μεγάλο τμήμα του μισθού τους, δηλαδή της αγοραστικής δύναμης του μισθού τους. Καμιά φορά υπάρχει το τέχνασμα των ονομαστικών αυξήσεων. Η ονομαστική αύξηση δεν σημαίνει τίποτα. Ένας που παίρνει 1.000 ευρώ, εάν με αυτά τα χρήματα μπαίνει στο σούπερ μάρκετ και εξαφανίζονται». Ο κ. Παναγόπουλος κατέληξε λέγοντας ότι: «Δεν υπάρχουν θεσμικά αντίβαρα και η κυβέρνηση περνάει μια παρατεταμένη φάση αλαζονείας και δεν βλέπω αντίπαλο παρά μόνο έναν, την αντιπολίτευση που γίνεται από την ίδια την ακρίβεια. Εμείς αυτό το φαινόμενο θέλουμε να πολεμήσουμε, αυτό θα προσπαθήσουμε και η δράση μας έχει ξεκινήσει. Δεν σταματήσαμε, κάναμε το εξής, αφήνουμε τη σκυτάλη στα εργατικά κέντρα. Τα εργατικά κέντρα θα συνεχίσουν. Η σημερινή δράση είναι το προανάκρουσμα για τις επόμενες βδομάδες, θα μας έχουν παντού μπροστά τους, θα μπορούμε να πιέζουμε και θα επιδιώξουμε να πιέσουμε την κυβέρνηση όσο περισσότερο μπορούμε για να φέρουμε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Δεν θα σταματήσουμε στις 17 Απριλίου εάν δεν έχουν ουσιαστικά αποτελέσματα».
Από την πλευρά του ο Νίκος Φωτόπουλος, γενικός γραμματέας ΓΣΕΕ σε δηλώσεις του σημείωσε ότι «Εξαιτίας των βάρβαρων αντεργατικών και αντιλαϊκών πολιτικών της κυβέρνησης, χωρίς ίχνος υπερβολής και λαϊκισμού, κάθε μέρα που περνάει εκατομμύρια συνάνθρωποί μας περνάνε μαύρες ώρες. Εκατομμύρια συνάνθρωποί μας δίνουν σκληρό αγώνα προκειμένου να καταφέρουν να επιβιώσουν. Αυτό απ’ ότι φαίνεται μόνο η κυβέρνηση δεν το βλέπει. Προφανώς για την κυβέρνηση, εν τοις πράγμασι από τη στάση της, μας δίνει το δικαίωμα να πούμε ότι για αυτήν οι εργαζόμενοι είμαστε περισσευούμενοι και αναλώσιμοι. Είμαστε απλοί αριθμοί πεταγμένοι πάνω σε μια κόλλα χαρτί. Εάν λοιπόν για την κυβέρνηση περισσεύουμε, για εμάς ως ΓΣΕΕ δεν περισσεύει κανένας εργαζόμενος. Για εμάς ως ΓΣΕΕ πάνω από τα κέρδη των επιχειρηματιών, είναι οι άνθρωποι και οι ανάγκες τους. Εκείνο που μας αφαίρεσαν τα προηγούμενα χρόνια είναι το δικαίωμά μας να μπορούμε και εμείς να ζούμε αξιοπρεπώς, το οποίο διεκδικούμε με τη μεγάλη απεργιακή κινητοποίηση που ετοιμάζουμε στις 17 Απριλίου. Με σύνθημα «η ακρίβεια στον Θεό και οι μισθοί στα τάρταρα», ξεκινάμε έναν μεγάλο αγώνα, ο οποίος θα πάει ως το τέλος. Τα ψίχουλα που ετοιμάζεται να δώσει ο κ. Μητσοτάκης ως αύξηση στον κατώτατο μισθό είναι πρόκληση, κι αυτήν την πρόκληση δεν θα την αφήσουμε έτσι αναπάντητη».
Ο πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου Ρεθύμνου, Κώστας Νικολιδάκης, πρόσθεσε ότι «Στο πλαίσιο της ενημέρωσης των εργαζομένων κάναμε συσκέψεις για την καλύτερη οργάνωση της απεργίας που έχει εξαγγελθεί από τη Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας, με μοναδικό σύνθημα «αυξήσεις στους μισθούς», διότι το μοναδικό πράγμα αυτήν τη στιγμή που κάνει η αντιπολίτευση στην Ελλάδα είναι η ίδια η ακρίβεια».
Επίσκεψη προέδρου της ΓΣΕΕ στην αντιπεριφερειάρχη
Παράλληλα ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ πραγματοποίησε εθιμοτυπική επίσκεψη στην αντιπεριφερειάρχη, συνοδευόμενος από τον αντιπεριφερειάρχη Κοινωνικής Πολιτικής και Αλληλεγγύης της Περιφέρειας Κρήτης και πρόεδρο του Εργατικού Κέντρου Ηρακλείου, κ. Στέλιο Βοργιά, τον πρόεδρο του Εργατικού Κέντρου Ρεθύμνου, κ. Κώστα Νικολιδάκη και το μέλος του Δ.Σ. κ. Νίκο Νημά.
Αντικείμενο της συνάντησης ήταν η γενική απεργία που έχει προκηρύξει για την Τετάρτη 17 Απριλίου 2024 η ΓΣΕΕ, διαμαρτυρόμενη για την ακρίβεια, τη μείωση των μισθών και τις συλλογικές συμβάσεις. Επιπρόσθετα, συζητήθηκε το ενδεχόμενο της ένταξης τόσο των μελετών όσο και των έργων της ενεργειακής αναβάθμισης των Εργατικών Κέντρων Κρήτης σε πρόγραμμα της Περιφέρειας Κρήτης για την χρηματοδότησή τους.