Κάπου, κάποτε στα χωριά μας, εκεί που η ζωή κρέμεται από μια… προσπέραση ή από τις διαθέσεις ενός ναζί που το παίζει χουλιγκάνος, είχε γεννηθεί κάποτε ένα μικρό παιδί. Ο πατέρας του ήταν ένας βάρβαρος, χυδαίος και κακός άνθρωπος. Χτυπούσε το παιδί του, το ύβριζε ολημερίς κι ολονυχτίς, το κακοποιούσε με κάθε τρόπο, με κάθε μέσο. Είχε κι ένα βαθύ τραύμα στο κεφάλι του, όταν κάποτε το χτύπησε τόσο βάναυσα που όλοι νόμισαν ότι σκοτώθηκε.
Μεγαλώνοντας το παιδί έγινε τόσο βάρβαρος άνθρωπος, όσο κι ο πατέρας του. Μάλωνε με όλους, εξύβριζε όποιον συναντούσε, έκλεβε, κακοποιούσε ζώα, πρόσβαλλε ανθρώπους, ήταν μονίμως μια «εστία» κακών στην μικρή κοινότητα που ζούσε. Κάποια μέρα το παιδί -που εν τω μεταξύ είχε μεγαλώσει- εξαφανίστηκε από το χωριό και όλοι αναρωτιούνταν που βρισκόταν. Ησύχασαν βέβαια όλοι στο χωριό, αλλά δεν μπορούσαν να καταλάβουν πού θα μπορούσε να βρισκόταν αυτός ο ταραξίας, ο «κακός» και ο «τρελός» της μικρής κοινωνίας τους.
Απόμεινε ο βάρβαρος πατέρας, εκείνος που είχε διδάξει τα «κακά» στο παιδί του, αλλά τα χρόνια είχαν περάσει και δεν μπορούσε πια να βλάψει όσο παλιά τους συγχωριανούς του που φαινόταν να ηρεμούν έστω προς στιγμή. Ο χρόνος πέρασε και ο βάρβαρος πατέρας πέθανε. Την ημέρα της κηδείας του εμφανίστηκε το εξαφανισμένο παιδί του μ’ ένα γαϊδούρι. Μόλις έθαψαν τον πατέρα του, εκείνος του έκανε ένα άλλο «ξόδι». Έδεσε στο σαμάρι του γαϊδουριού μια φωτογραφία του άξεστου και σκληρού πατέρα και την περιέφερε σ’ όλο το χωριό αναθεματίζοντας τον άνθρωπο που τον είχε καταδικάσει στην «κακία» και την «παράνοια» όπως έλεγε.
Οι χωριανοί έκπληκτοι έβλεπαν τον από καιρό «εξαφανισμένο» γιο αυτού του κακού ανθρώπου να επανεμφανίζεται στην μικρή κοινωνία, με έναν διαφορετικό τρόπο απ’ ότι τον είχαν συνηθίσει ως τότε. Σαν μια βυζαντινή ή μεσαιωνική τελετή διαπόμπευσης ο γιος προσπαθούσε να εξιλεωθεί για όσα είχε κάνει στην μικρή κοινωνία του τόπου του δείχνοντας να έχει κατανοήσει την αιτία της κακοδαιμονίας, τους λόγους που κι ο ίδιος συμπεριφερόταν τόσο βάναυσα στο παρελθόν όσο κι ο πατέρας του…
Άλλοι το λένε «αγωγή», άλλοι «παιδεία», άλλοι «λογική», άλλοι «ανθρωπιά», δεν έχει σημασία όπως κι αν το πούμε. Η ανθρώπινη ζωή είναι το υπέρτατο αγαθό και πρέπει να το διαφυλάξουμε με κάθε τρόπο, με κάθε μέσο. Η ανυπαρξία της Πολιτείας δεν είναι άλλοθι. Στα χέρια μας είναι να γυρίσουμε την πλάτη, έστω κι αν πίσω απ’ αυτήν βρίσκονται, φίλοι, συγγενείς, ομοϊδεάτες, ή οτιδήποτε άλλο. Οφείλουμε να εκπολιτιστούμε και να έρθουμε σε έλλογη κατάσταση, διαπομπεύοντας όπως το παιδί της ιστορίας μας το «κακό».
Ειδάλλως…
* Ο Μιχάλης Τζανάκης είναι φιλόλογος-συγγραφέας