Και άλλα γεγονότα του πρώτου μήνα μιας ιστορικής δεκαετίας
Η Πρωτοχρονιά του 1970 ξημέρωσε σε μια πολιτεία διακριτικά αποστασιοποιημένη από το καθεστώς. Χαρακτηριστικό το μονόστηλο σε μια γωνιά της εφημερίδας «Κρητική Επιθεώρηση» με το ρεπορτάζ της ημέρας δειλό και απέριττο. Μάλιστα ο στοιχειοθέτης της εποχής (με στοιχεία γινόταν τότε η μεταφορά του κειμένου στην πλάκα για να φθάσει μετά στο πιεστήριο) έκανε λάθος και την χρονολογία! Διαβάζουμε:
«Την πρωίαν της Πρωτοχρονιάς επί τη εισόδω του Νέου Έτους 1967(!!!) ετελέσθη εις τον Μητροπολιτικόν Ναόν Ρεθύμνης επίσημος δοξολογία εις την οποίαν παρέστη ο Στρατιωτικός Διοικητής Ρεθύμνης κ. Ιωάννης Καζής και όλαι αι Πολιτικαί, Δικαστικαί και Στρατιωτικαί Αρχαί».
Αυτό ήταν όλο κι όλο το ρεπορτάζ, που συγκρίνοντας με παρόμοια άλλων εποχών που έπιαναν τουλάχιστον ένα δίστηλο σε κάθε εφημερίδα επιτρέπει να οδηγηθούμε σε συμπεράσματα. Βέβαια η ταπεινότης μου θα βρεθεί στο χώρο δυο χρόνια αργότερα, οπότε δεν έχω άποψη για τη σκοπιμότητα αυτής της αβλεψίας, αλλά μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι ακόμα και η λανθασμένη χρονολογία θα πρέπει να ήταν μια κάποια μορφή αντίστασης της εφημερίδας, αν κρίνω από το γεγονός ότι διευθυντής τότε ήταν ο Μανόλης Καλαϊτζάκης, τον οποίο έζησα από πολύ κοντά εκείνους τους δίσεκτους καιρούς.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς ο Καζής είχε κόψει την πίτα των Αξιωματικών Φρουράς στη Στρατιωτική Λέσχη. Κι αυτή η είδηση είναι περιορισμένη σε έκταση, στα «ψιλά» που λέμε. Αντίθετα καταλαμβάνει αρκετό χώρο ένα αφιέρωμα για τον Ιανουάριο, τον Ιανό, όπως είναι η ρωμαϊκή του προσωνυμία, που υπογράφει κάποιος «Επαρχιώτης». Ποιος να κρυβόταν πίσω από το ψευδώνυμο αυτό; Εκείνες τις εποχές οι δημόσιοι υπάλληλοι κυρίως δημοσίευαν άρθρα που εξασφάλιζαν την ανωνυμία τους. Δεν αποτολμώ τις εικασίες, αν και από το ύφος και τις γνώσεις μου «φωτογραφίζει» κάποιον επιφανή παράγοντα του Πανόρμου, που αργότερα θα υπογράφει ο «Χωριάτης». Ας μην το τραβήξω όμως σε επισφαλή, για την αξιοπιστία μου, μονοπάτια και ας περιοριστώ σε ένα λαογραφικό στοιχείο που δεσπόζει στο κείμενο κι έχει μεγάλο ενδιαφέρον.
Ο άγνωστος αρθρογράφος αναφέρεται σε ένα πανάρχαιο έθιμο που ελάχιστοι θα γνωρίζουν. Πρόκειται για την επιθυμία των νέων και των νεανίδων να τους αποκαλύψει ο Γενάρης «εκείνο ή εκείνη που θα έτρωγαν μαζί το μήλο της παραμονής στον παράδεισο του συζυγικού κοιτώνος», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά. Αν λάβουμε δε υπόψη ότι το 1970 το έθιμο αυτό δεν ήταν καθόλου γνωστό, μπορούμε να καταλάβουμε πόσο παλιό ήταν. Και σίγουρα ανήκε στις εποχές, που ακόμα και για τους άνδρες ήταν αδιανόητο ότι θα «πλευρίσουν» μια κοπελιά, χωρίς συνέπειες για την αποκοτιά τους αυτή.
Σύμφωνα λοιπόν με την περιγραφή του «Επαρχιώτη» την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, οι νέοι αλλά κυρίως οι νέες, σταύρωναν το μαξιλάρι τους κι έλεγαν τρεις φορές την επωδό:
Έ Γενάρη, Καλαντάρη,
όμορφε και διοματάρη
κατέβα κάτω στο γυαλό
κάτω στο περιγιάλι
Απούναι οι μοίρες τω μοιρώ
οι μοίρες των μοιράδω
Να δεις κι εμέ τη μοίρα μου
καλή ναι γη κακή ναι
Μη ντραπείς
Μη φοβηθείς
Γιάειρε να μου το πείς
Αν αυτό λεγόταν με πίστη έκανε ο Γενάρης την παραγγελιά και αποκάλυπτε σε όνειρο το πρόσωπο που αποζητούσαν οι νεαροί εντολοδόχοι.
Να λοιπόν και κάτι που δεν ξέραμε. Εκτός από τις φωτιές του Άη Γιαννιού με τον Κλήδονα είχαμε και την παρέμβαση του Γενάρη για να μαθευτεί η ταυτότητα του καλού ή της καλής …Ας ήταν και όνειρο. Είχε τη χάρη του σαν έθιμο.
Η περιπέτεια της Φανταξοσπηλιάρας
Ο Γενάρης του 70, όπως άλλωστε και όλοι οι προηγούμενοι, είχαν και τα καθημερινά προβλήματα που απασχολούσαν την πόλη.
Και πρώτα έγινε μεγάλη συζήτηση για την απειλή που δεχόταν από ανθρώπινες παρεμβάσεις η περίφημη Φανταξοσπηλιάρα στο Λατζιμά και σχετικό δημοσίευμα του Ελευθερίου Πλατάκη, προέδρου του Σπηλαιολογικού Κλιμακίου Κρήτης, έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου.
Να σημειώσουμε για τους νεότερους ότι πρόκειται για ένα σπήλαιο που βρίσκεται δίπλα ακριβώς από το λατομείο στο Λατζιμά. Στα παλιότερα χρόνια ήταν κοίτη ποταμού που έχει πλέον ξεραθεί. Τα ιστορικά στοιχεία βεβαιώνουν την ύπαρξη κι ενός ιερού που πιστοποιείται από αναρίθμητα υπολείμματα κεραμικών. Το σπήλαιο ακουγόταν και ως Σπηλιάρα, Γρα Σπηλιά, και Μεταξόσπηλιο. Κυριάρχησε όμως το προσωνύμιο Φανταξοσπηλιάρα, καθώς πλανιόταν η φήμη ότι στο χώρο υπήρχαν φαντάσματα!!!
Ανατρέχοντας σε αναρτήσεις της ιστοσελίδας Σπηλαιολογία (Κυριακή 4 Μαΐου 2008), πληροφορούμεθα ότι τελικά το σπήλαιο σώθηκε από ολοκληρωτική καταστροφή, μετά την παύση λειτουργίας γειτονικού λατομείου, αλλά από τότε αν και διέθετε αξιόλογο διάκοσμο, παρουσίαζε δυστυχώς σημεία γήρανσης.
Μια μεγάλη δωρεά στο Αμάρι
Το γεγονός όμως, όχι μόνο του Ιανουαρίου 1970 αλλά και της χρονιάς ολόκληρης ήταν μια μεγάλη δωρεά ενός ευγενικού και γενναιόδωρου ευπατρίδη. Ήταν ο Νικόλαος Κασιμάτης, που δώρισε στο χωριό του Αμάρι και ευρύτερα στην επαρχία του ένα σύγχρονο οίκημα για τη στέγαση υπηρεσιών.
Μπορεί να αξιοποίησε δεόντως την ευκαιρία η τότε ηγεσία και το μόνο που δεν ειπώθηκε σε κείνη την τελετή παράδοσης που έγινε το πρωί της Τετάρτης 7 Ιανουαρίου 1970 είναι ότι η «εθνοσωτήριος Κυβέρνηση… «φώτισε» τον Κασιμάτη να προβεί στην πατριωτική του αυτή πράξη. Ο μέγας εκείνος ευεργέτης κράτησε στο ύψος της με το σεμνό του λόγο το επίπεδο της εκδήλωσης τονίζοντας τη σημασία να προσφέρεις στον τόπο σου για την ευημερία και μόνο των συντοπιτών σου. Εξήγησε, παραδίδοντας τα κλειδιά του οικήματος στον νομάρχη Χρήστο Μπιτσάκη, ότι το οίκημα ήταν καρπός της νοσταλγίας και αγάπης του για τον τόπο και ότι δόξαζε το Θεό που αξιώθηκε με τη γυναίκα του και την κόρη του να ζήσει αυτή τη στιγμή, που εκπλήρωνε το όνειρό του, και μνημόνευσε τους γονείς του, που του είχαν εμφυσήσει από τα παιδικά του χρόνια την αγάπη για τον τόπο του και τη σημασία της προσφοράς.
Σε κείνη την εκδήλωση έκανε αίσθηση η ομιλία του συγγραφέα και λογοτέχνη Δημήτρη Αετουδάκη, που αναφέρθηκε στη ζωή και στη δράση του Αμαριώτη ευπατρίδη.
Ποιος ήταν όμως αλήθεια ο Νικόλαος Κασιμάτης;;;
Ένας μεγάλος ευεργέτης και σπουδαίος άνθρωπος
Μόλις είχε πάρει ανάσα η Κρήτη, το 1899, όταν η Στελιανή Κασιμάτη έφερε στον κόσμο το μονάκριβο γιο της. Δύσκολοι όμως οι καιροί και για την οικογένεια αυτή που όταν ο Νίκος έγινε 4 χρόνων αναγκάστηκαν να μεταφερθούν από το Νευς Αμάρι στη Γέννα για καλύτερη ζωή. Όσο μεγάλωνε ο Νίκος αποκάλυπτε μια ανήσυχη φύση και μια έντονη προσωπικότητα που διψούσε τη γνώση. Τέλειωσε το δημοτικό σχολείο στο Θρόνος και το Σχολαρχείο στο Μοναστηράκι. Αυτή η πληροφορία δεν λέει σίγουρα και πολλά πράγματα στη νέα γενιά. Εκείνα τα χρόνια όμως για να συνεχίζει το σχολείο ένα παιδί έπρεπε να διανύει καθημερινά πεζή την απόσταση μέχρι το χωριό που βρισκόταν το εκπαιδευτήριο, ντυμένο με τα φτωχά ρούχα του και το βουργιάλι στον ώμο με τα λιγοστά του βιβλία. Σε μια γωνιά της πάνινης τσάντας ήταν τυλιγμένο και το προσφάι του λίγο ψωμί και μερικές ελιές. Κάτω από τις συνθήκες αυτές τέλειωσε τις εγκύκλιες σπουδές του ο Νίκος.
Ένιωθε περήφανος για την καταγωγή του και όσο μεγάλωνε έδειχνε πόσο τον είχαν «ποτίσει» τα νάματα του πατριωτισμού που του έδιναν οι γονείς του.
Μόλις 14 χρόνων κι επειδή πίστευε ότι τίποτα δεν σου χαρίζεται στη ζωή αυτή, αν δεν αγωνιστείς, βρέθηκε στην Αθήνα με 25 δραχμές στη τσέπη και με φλογερό ζήλο να πετύχει. Πέντε χρόνια πέρασε μαρτυρικά με αδιάκοπη δουλειά σε λάντζα, πείνα και κακουχία σε μια αποθήκη που τον έβαζαν να κοιμηθεί μέσα στα ποντίκια και στη κακομοιριά. Τα ίδια και χειρότερα πέρασε και στο μπακάλικο που δούλεψε. Πάλευε όμως με πείσμα και ισχυρή θέληση. Το μόνο που ήθελε ήταν να συγκεντρώσει ένα ποσόν και να φύγει μακριά να βρει καλύτερη τύχη. Πρώτα όμως έκανε το καθήκον του στην πατρίδα.
Βρέθηκε κι αυτός στα 1919 ντυμένος στα χακί να προσκυνά τα άγια χώματα της Ιωνίας. Έζησε από κοντά το δράμα του Ελληνισμού και πάνω στη μάχη πήρε κι αυτός το τίμημα της γενναιότητάς του με το τραύμα που απέκτησε στο ύψωμα της Κουβαλίτσας στο Κοράκιοϊ στα 1921. Μόλις απολύθηκε στα 1924 έκανε το μεγάλο βήμα και βρέθηκε στην Μοζανβίκη, πορτογαλική αποικία στα νότια της Αφρικής.
Μέσα σε τέσσερα χρόνια, σε ηλικία 28 χρόνων, αυτός ο άγνωστος μεταξύ αγνώστων Αμαριώτης κατάφερε να επιβληθεί στην τοπική αγορά με το θάρρος, το πείσμα και τη σκληρή του δουλειά. Με την πειθώ του μπόρεσε να συνενώσει όλους τους παραγωγούς μπανάνας στο συνδικάτο των Αγροτών και να εκλεγεί Πρόεδρος.
Μόλις άρχισε να συγκεντρώνει μια αρκετά καλή περιουσία, παραμένοντας ανήσυχο πνεύμα, πάντα, στράφηκε στις επενδύσεις με σύνεση και προοπτική. Ξεκίνησε να επενδύει σε ξενοδοχειακές επιχειρήσεις και σε αγορές ακινήτων και γης. Γρήγορα ανταμείφθηκαν οι κόποι του και η περιουσία του έφθασε σε ζηλευτά επίπεδα. Συνέχισε με την τροφοδοσία πλοίων που τον έκανε ακόμα πλουσιότερο και παράλληλα ίδρυσε μεγάλη αλευροβιομηχανία που τροφοδοτούσε ολόκληρη τη Μονζαβίκη με αλεύρι, μπισκότα, μακαρόνια και άλλα παρασκευάσματα ευρύτατης κατανάλωσης.
Δεν τον άφησε όμως ποτέ αδιάφορο το κοινωνικό γίγνεσθαι. Με την επιρροή που ασκούσε στην τοπική κοινωνία κατάφερε να οργανώσει σωματείο με τους Έλληνες της περιοχής και να προβάλλει τα ήθη και τα έθιμα της πατρίδας του. Μέσα από τον σύλλογο αυτό κατάφερε να προσφέρει ακόμα περισσότερα στον απόδημο ελληνισμό. Εκτός από μια Λέσχη που διευκόλυνε στη σύσφιξη των σχέσεων, δημιούργησε και εκπαιδευτήριο για τα Ελληνόπουλα. Κοντά στα άλλα έκτισε κι ένα περικαλλή ναό του Αγίου Νικολάου που του στοίχισε πάνω από 2.500.000 δραχμές. Με την εποπτεία του και τις δωρεές του η ελληνική παροικία ξεπέρασε σε φήμη τα όρια της Αφρικής. Και όπως ήταν φυσικό δεν πέρασε απαρατήρητη αυτή η προσφορά από το επίσημο ελληνικό κράτος. Από το 1950 και κάποιο διάστημα διετέλεσε διαπιστευμένος πρόξενος της χώρας μας στη Μονζαβίκη με σημαντική εθνική δράση.
Κι όλο αυτό το διάστημα δεν έπαυσε να ασχολείται με το Ρέθυμνο και τα χωριά του κάνοντας γενναιόδωρες πράξεις αγάπης και ενδιαφέροντος.
Τώρα πια ήθελε να είναι πιο κοντά στον τόπο του. Έτσι αγόρασε λιόφυτα στο χωριό του, έκτισε κι ένα άνετο σπίτι και κάθε καλοκαίρι παρατούσε τη χλιδή που ζούσε στην Αφρική και έκανε τις διακοπές του εκεί που γεννήθηκε και μεγάλωσε.
Έτσι ένοιωθε ευτυχισμένος. Έμεινε στην ιστορία για τις μεγάλες του ευεργεσίες, αλλά ποιος τον θυμάται σήμερα. Ακόμα κι ο τόπος που τόσο ευεργετήθηκε.
Η αναφορά μου αυτή θα σταματήσει εδώ, επειδή αναφέρομαι λόγω των γεγονότων του Ιανουαρίου 1970, στην παράδοση του κτηρίου. Η σημερινή του τύχη έχει θέση σε άλλο αφιέρωμα.
Στον αστερισμό της γρίπης
Αυτό το Γενάρη του 1970 το μισό Ρέθυμνο κρεβατώθηκε από γρίπη. Ιδιαίτερα δοκιμάστηκε η περιοχή Μυλοποτάμου, όπου το ποσοστό νοσηρότητας έφθασε το 70%.
Ευτυχώς δεν είχαμε απώλειες και τα κρούσματα αντιμετωπίστηκαν από την επιστημονική κοινότητα του νομού με άριστα αποτελέσματα.
Αποδημία Αμαριώτη 105 χρονών
Εκείνο το Γενάρη του 1970 έφυγε από τη ζωή και ο Αντώνιος Κωνταντάκης ή Πετραντώνης σε ηλικία 105 χρόνων!!!
Ήταν από τους άρχοντες του Πλατάνου Αμαρίου και μέχρι που έκλεισε τα μάτια του ήταν φαινόμενο βιολογικής αντοχής. Υγιέστατος, με σώας τα φρένας και ισχυρή μνήμη περπατούσε και εργαζόταν με τη ζωντάνια εφήβου. Εκείνος που επρόκειτο να τον χαιρετήσει δια χειραψίας ζητούσε σε νοερή προσευχή τη θεία ενδυνάμωση. Γιατί τα χέρια του Πετραντώνη είχαν τόση δύναμη που νόμιζες όπως έλεγαν οι ατυχείς που το είχαν δοκιμάσει ότι σου έσφιγγαν το χέρι τανάλιες.
Ο σπουδαίος αυτός υπεραιωνόβιος ζούσε τον περισσότερο καιρό στον Ψηλορείτη βόσκοντας τα κοπάδια του. Και από τις απολαύσεις που επέτρεπε στον εαυτό του ήταν το κρασάκι που δεν έλειπε ποτέ από το φαγητό του.
Να είχε συμβάλει κι αυτό στη μακροημέρευσή του; Κανένας δεν έμαθε ποτέ.
Όλγα Δαλέντζα
Στις 21 Ιανουαρίου 1970 πέρασε στην αθανασία και μια σπουδαία γυναίκα από τα πρότυπα της Κρητικιάς Αρχόντισσας. Ήταν η Όλγα Δαλέντζα, η μητέρα του μεγάλου μας συγγραφέα με την εισαγγελική πέννα, Γιάννη Δαλέντζα, δημιουργού της «Ντάρα Μανέλα» (Η πολιτεία της ανοχής). Η κηδεία της έγινε στο Νεκροταφείο της Νέας Σμύρνης στην Αθήνα, αλλά η Όλγα μέχρι και τα 95 της χρόνια που διάβηκε το κατώφλι του Άδη ήταν ένα καύχημα για το Ατσιπόπουλο που τη θεωρούσε αρχόντισσά του.
Από μια συγκινητική νεκρολογία στην «Κρητική Επιθεώρηση», που υπογράφει ο περίφημος Ρεθεμνιώτης συγγραφέας, Μανόλης Κουτσουράκης, ένα πραγματικό λογοτέχνημα αντλούμε στοιχεία για να γνωρίσουμε καλύτερα αυτή τη γυναίκα.
Η Όλγα Δαλέντζα ήταν κόρη του Χατζη Γιάννη Χλαμποτάκη από το Ατσιπόπουλο. Ο παππούς της Χατζη Βασίλης Χλαμποτάκης ήταν ανάμεσα στους αγωνιστές που συγκεντρώθηκαν στην Παναγία τη Θυμιανή για να ξεκινήσει η μεγάλη επανάσταση του 1821. Ο ίδιος μάλιστα στήριξε τον αγώνα φέρνοντας απέξω όπλα και μπαρούτι που αγόρασε με δικά του έξοδα.
Έξαλλοι οι Τούρκοι που γνώριζαν τη δράση της οικογένειας, σκότωσαν, ύστερα από πολύωρη αντίσταση στην Αγία Παρασκευή Ατσιποπούλου, τον αδελφό του παππού της, Γιάννη Χλαμποτάκη. Ο αδελφός του πατέρα της διετέλεσε Επίσκοπος Ιεραπύτνης και Σητείας.
Με τον άνδρα της Μάρκο έζησε στην Αβησσυνία 25 χρόνια. Εκεί γέννησε και το Γιάννη το 1912. Είχε παντρευτεί με ένα πολύ σημαντικό άνδρα.
Ο Μάρκος Δαλέντζας ήταν προσωπικός φίλος και πολιτικός σύμβουλος του Αιθίοπα αυτοκράτορα Μενελίκ Β’ (17 Αυγούστου 1844 – 12 Δεκεμβρίου 1913). Ο ίδιος βοήθησε με κάθε τρόπο τον ανεφοδιασμό με όπλα και πυρομαχικά κατά την εισβολή των Ιταλών στα 1896 με την γνωστή ήττα τους στην περίφημη μάχη της Άντουας.
Ο Μάρκος Δαλέντζας υπήρξε και νονός του Ρας Τάφαρι Μακονεν του μετέπειτα και τελευταίου αυτοκράτορα Χαϊλέ Σελασιέ.
Στα 1918 η Όλγα έμεινε χήρα και την επόμενη χρονιά γύρισε οριστικά στο Ρέθυμνο και αφοσιώθηκε στην ανατροφή των παιδιών της. Κι όταν αυτά μεγάλωσαν εκείνη νοιαζόταν πάντα για τους άλλους. Ακόμα και στα βαθειά της γεράματα.
Πόσο κουράγιο έκρυβε μέσα της αυτή η γυναίκα, μπορούμε να αναλογιστούμε από το γεγονός ότι έζησε όλη την αγωνία να ξέρει πως ο γιος της βασανίζεται στις φυλακές της Αγιάς από τους ναζί και περιμένει το θάνατο στην πτέρυγα των μελλοθάνατων.
Μέχρι τα βαθειά της γεράματα η Όλγα έστεκε περήφανη, αδιαφορώντας για τα χρόνια που βάραιναν στους ώμους της. Κι έτσι αγέρωχη που ήταν φαίνεται πως την σκιάζονταν και οι αρρώστιες και δεν της σίμωναν.
Αυτή ήταν η μάνα του Γιάννη Δαλέντζα που άφησε και το δικό της αποτύπωμα όπου γινόταν αναφορά στις ηρωίδες της ζωής, που ανάθρεψαν τους φλογερούς εραστές της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.