Της ΈΦΗΣ ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΑ-ΚΛΩΝΤΖΑ*
Με πλοηγό την ποίηση, ταξιδεύουμε πίσω στον χρόνο, για ν’ αφουγκραστούμε την ευαίσθητη φωνή μιας ποιήτριας από τα Χανιά, της Βικτωρίας Θεοδώρου (1926 -2019), έφηβης τότε, τον φονικό Μάη του 1941.
Ας αναλογιστούμε λίγο τι σημαίνει να είσαι έφηβος μέσα στην καρδιά του πολέμου. Να ‘χει ωριμάσει ο ιδεαλισμός μέσα σου και μ’ ένα νοερό άλμα στο μέλλον να ‘χεις μόλις συλλάβει αχνά έναν κόσμο όμορφο, καλύτερο και δικαιότερο. Και τ’ όραμα ξάφνου να διαλύεται, να συνθλίβεται από τα θραύσματα κάποιας οβίδας αδέσποτης. Να πυρπολείται η σκέψη από τη φλόγα ενός ιδανικού και ν’ αντικρίζεις γύρω σου το ολοκαύτωμα του μόχθου των αιώνων. Να ναρκοθετείται η αισιοδοξία, να βομβαρδίζεται το αυτοσυναίσθημα, να ερειπώνεται ο ψυχικός κόσμος, να τραυματίζεται διαμπερώς η ψυχή. Να ναυαγεί, να ξεθεμελιώνεται κάθε εφήμερο σχέδιο ζωής.
Και να ‘σαι έφηβος με πλούσιο μέσα σου ποιητικό κοίτασμα, αξόδευτο ακόμη. Με λυρικό ποιητικό σφυγμό να σφυροκοπά ασίγαστος στην καρδιά σου. Με το χάρισμα να διαβάζεις αλλιώς την πραγματικότητα. Αλλιώς να εγγράφεται μέσα σου η φρίκη, η κτηνωδία, ο παραλογισμός, η ωμότητα, η κόλαση του πολέμου. Χωρίς τη μεσολάβηση του νου, δίχως την ψυχρή λογική αποτίμηση των καταστάσεων, ξέχωρα από απολογισμούς σε αριθμητικές απώλειες. Κατευθείαν στην καρδιά.
Βαρύ πεπρωμένο έχει μια τέτοια εφηβική, ευαίσθητη ποιητική ψυχή. Να συλλαμβάνει και να εξημερώνει με την πένα της τους δράκους του τρομακτικού παραμυθιού που το λένε «ζωή», να δαμάζει, να γαληνεύει στη ρίμα της τα φοβερά στοιχειά του κόσμου. Με χρέος, παρά τις αντιξοότητες ν’ αντέχει. Προπάντων να κρατά ολοζώντανο το πανανθρώπινο ιδανικό για ένα αύριο καλύτερο, γαληνεμένο. Να εξυψώνει με την τέχνη τη ζωή πάνω από τους τάφους, να οδηγεί σε κάθαρση το δράμα που εκτυλίσσεται γύρω της. Ψυχή ευλογημένη να δίνει απλόχερα, αφειδώς.
Αυτός ο κλήρος έλαχε και στη Βικτωρία Θεοδώρου. Γεννημένη στα Χανιά το 1926 από μητέρα Κρητικιά και πατέρα Σερβοέλληνα αγιογράφο. Απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών και βασική ποιητική εκπρόσωπος της Α’ μεταπολεμικής γενιάς, της επονομαζόμενης «ποίησης της ήττας», «βίωσε τη ματαίωση του ακριβού οράματος της γενιάς της, αλλά κατάφερε να αποσύρει την ποίησή της από το μαρασμό της ήττας και να επιχειρήσει μια επίπονη ανάβαση προς μια λυρική ενατένιση της ανακυκλούμενης ιστορίας του κόσμου και του ατόμου». Σπουδαία, μα αθόρυβη, διακριτική, σεμνή παρουσία στα ελληνικά γράμματα, με αδιάλειπτη παρουσία και σταθερή λογοτεχνική αξία πάνω από 50 χρόνια. Ποίηση σε ήσσονες, χαμηλούς τόνους, αλλά μείζονες κλίμακες, όπως υπογραμμίζει ο κ. Θ. Πυλαρινός (2010).
Πρόσφατα εκλιπούσα, πλήρης ημερών, η ποιήτρια, έζησε τους αγώνες στην κατοχή και στην εθνική αντίσταση, αλλά και την τετράχρονη εξορία μέσα στην πατρίδα στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια με το όνειδος του εμφύλιου, τη βαθιά ανεπούλωτη ουλή στο σώμα της ελληνικής ιστορίας, μα και στην ψυχή των κατατρεγμένων.
Το σώμα της καταπονήθηκε από τα βάσανα και τις κακουχίες, μα το πνεύμα, το φρόνημα παρέμεινε ακμαίο κι ακατάβλητο. Ισόβια υπηρετώντας «στο τάγμα της μνήμης», όπως γράφει η ίδια. Μνήμη άθικτη, αρραγής, ολοζώντανη να ανιστορεί για να μη λησμονηθούν τα πάθη εκείνων των κυνηγημένων, των ανέκκλητα φευγάτων της Κατοχής και της Εθνικής Αντίστασης.
Η ποιήτρια θυμάται τότε που ξάφνου σμήνη πολεμικά πουλιά σκίασαν το μαγιάτικο ανέφελο χανιώτικο ουρανό, αφήνοντας «χιλιάδες άσπρα μανιτάρια που άστραφταν στον ήλιο… Δαιμονική ομορφιά… Σαν τα φαρμακερά λουλούδια που θέλησαν να φυτρώσουν στη γη μας κι έκρυβαν μέσα τους τη σκλαβιά και το θάνατο… Οι αλεξιπτωτιστές εισβολείς ακατανίκητοι έπεφταν για να καταλάβουν το άπαρτο νησί».
Τους είδα να αιωρούνται, να πέφτουν
ζωσμένοι με των λαών το μετάξι,
συσκευασμένοι, εφοδιασμένοι μ’ όλα
τα σύνεργα του επιδρομέα,
«τάγματα θανάτου», νέοι, γι αυτό σκληροί.
Με γδούπο πέφτανε κυπαρισσένιοι.
(Βικτωρία Θεοδώρου, Άρειος ύπνος)
«Ο ουρανός έριχνε φωτιά, σπίθιζαν οι πέτρες… γυρέψαμε τις σπηλιές των αγριμιών… Νύχτα μέρα κρυμμένοι ανάμεσα στους στεγνούς σταλαγμίτες βλέπαμε τις φωτοβολίδες, τις φωτιές και τους καπνούς της μάχης, ακούαμε το βόμβο των αεροπλάνων, τις βόμβες που σκούσαν και αντηχούσαν τα βουνά, το κροτάλισμα των πυροβόλων. Βλέπαμε ακόμη την ανταύγεια από την κόλαση του Μάλεμε. Η Κρήτη φλέγονταν και πάλευε από ένστικτο και παράδοση, μη λογαριάζοντας τον τρομερό εξοπλισμό του Γερμανού εισβολέα. Πάλευε απελπισμένα…».
«Ήσουν αφύλακτη, μητρική μου πόλη. Πολύ ανοιχτή και φιλόξενη. Κατάσκοποι σε είχαν χαρτογραφήσει. Ήξεραν την κάθε σου πέτρα. Χτισμένη στον ανοιχτό γιαλό του κόλπου, εκτεθειμένη στους πειρατές. Η Σπάθα από τα δυτικά, το πελώριο Ακρωτήρι – σπαθί και τείχος – δεν σε έσωσε αυτή τη φορά. Το Μάλεμε κυριεύτηκε παρά τη λυσσαλέα αντίσταση. Οι ορδές μπήκαν στο άδυτό σου».
Το εφηβικό βλέμμα καταγράφει τη φρίκη ανεξίτηλα: Άγρια, αποτρόπαια εγκλήματα, εφιαλτικές μνήμες.
«Άταφα πτώματα… οχήματα που καπνίζουν ακόμα κατεστραμμένα, σπίτια βομβαρδισμένα, ζώα σκοτωμένα. Συντρίμμια αεροπλάνων, οχυρά που καίονται, μισοθαμμένα κορμιά και μέλη. Τα μάτια μου γεμίζουν τρόμο και φρίκη. Δεν θέλω να βλέπω μα το απαίσιο θέαμα με διαπερνά. Μου εξασφαλίζει εφιάλτες για όλη μου τη ζωή…».
Άγρυπνοι, ισόβιοι οι εφιάλτες, αφού το αδυσώπητο, φρικαλέο παρελθόν παρεισφρέει ύπουλα και υποβόσκει στο παρόν. Κι αυτό γιατί η μάχη της Κρήτης υπήρξε το «νεκροταφείο των Γερμανών αλεξιπτωτιστών», όχι μόνο μεταφορικά, ως «πύρρειος νίκη» με συντριπτικές απώλειες για τον κατακτητή. Αλλά και κυριολεκτικά, αφού στο Μάλεμε, «στο περίφημο ύψωμα 107, σε τόπο περίοπτο, εκεί όπου έγινε η φονικότερη μάχη το Μάη – Ιούνη 1941, άρχισε να χτίζεται το 1971 και εγκαινιάστηκε το 1974 από τους επιζήσαντες αλεξιπτωτιστές το νεκροταφείο των Ναζί». Απλώνεται πάνω σε μια μεγάλη έκταση, απ’ όπου εκριζώθηκαν βίαια γι’ αυτό τον σκοπό από την προαιώνια γη τους αμπέλια και ελαιώνες και σκεπάζει 4.465 νεκρούς, στρατιώτες και αξιωματικούς.
«Εδώ είναι θαμμένα τα σκληρά εμβατήρια
τα λυκίσια μάτια τα επηρμένα.
Κλείνει ο αιώνας κι είναι ακόμα είκοσι χρονώ
η λεηλατημένη νιότη τους
πρώιμος ανθός, καρπός υποταγής…
Πόσα ουράνια και γήινα στοιχεία
διώχτηκαν για να κατοικήσουν
αυτοί που διδάχτηκαν να πνίγουν το δάκρυ και την
κραυγή τους,
γρανίτινοι όπως η πέτρα που τους κρατεί». (Βικτωρία Θεοδώρου, Άρειος ύπνος)
«Ανεξίκακη πόλη», θα πει η ποιήτρια, «έδωσες χώμα για να ταφούν με τιμές και γρανίτη οι κατακτητές σου. Ακόμα και σήμερα «ησυχάζουν» στον άρειο ύπνο τους…».
Άρειος ύπνος είναι ο τίτλος της ποιητικής συλλογής που η Βικτωρία Θεοδώρου εμπνεύστηκε από το επιβλητικό, μα φρικαλέο κοιμητήριο των Γερμανών, που δεσπόζει στον κάμπο του Μάλεμε. Η ποιήτρια το βλέπει ως διαιώνιση της ύβρεως των Ναζί, που η άτη και η καταστροφή τους δεν τη μείωσε. Αλλά και ως διαρκή, κραταιά βάση πολέμου.
Άρειος ο ύπνος τους, τίτλος που ξύνει την ανοιχτή, βαθιά πληγή της ανθρωπότητας, ξαναζωντανεύοντας τα ανατριχιαστικά εγκλήματα της Άρειας Φυλής, κάτω από το προκάλυμμα της χιτλερικής θεωρίας περί καθαρότητάς της. Άρειος όμως είναι και ο ύπνος του Άρη, του στυγερού θεού του πολέμου. Και πάντα καραδοκεί υπαρκτός ο κίνδυνος μιας άγριας, αδόκητης αφύπνισής του. Διαρκώς άγρυπνος λοιπόν παραμένει ο εφιάλτης.
«Τεσσερισήμισι χιλιάδες, πανέτοιμοι ελλοχεύουν –
τάφος και στούκας –
μες στ’ αφελή γεράνια και τα ελεγεία.
Στον ύπνο μου τα βλέπω ν’ απογειώνονται
κάθετα να εφορμούν πάλι στο Μάλεμε» (Βικτωρία Θεοδώρου, Άρειος ύπνος).
Ο Άρειος ύπνος, ισχυρή αντιπολεμική κραυγή, κείμενο ρωμαλέο κι ανυπότακτο, είναι όπως η ίδια η ποιήτρια λέει «έκρηξη οργής, πικρίας και απορίας για τις τιμές που έτυχαν οι Ναζί και μάλιστα στην Κρήτη, ως πεσόντες πολέμου».
«Θα μείνω εδώ με την οργή μου,
επίμονα στο ίδιο τροπάρι,
ώσπου αυτό το χώμα στις ρίζες του αποδώσω,
ώσπου να δω τα λέπια
του όφη αυτού να σαλεύουν, ν’ απομακρύνονται,
το λόφο ν’ ανακλαδίζεται στον ήλιο
ώσπου να δω την έλευση της Δήμητρας,
τις νέες γενιές των φύλλων,
την ευφροσύνη του αμπελουργού.
Να μπει τ’ αλέτρι να κατεδαφίσει
Την Ύβρη, την Απειλή, την Αποσύνθεση.
Θέλω να ξαναπάρω το λαγούτο.
Ποτέ δεν ήμουνα εκδικητής» (Βικτωρία Θεοδώρου, Άρειος ύπνος).
Δε θα μπορούσε βέβαια να είναι εκδικητής ένας ποιητής. Είναι ξένο στη φύση του. Η ποιήτρια είναι λεπτό, ευαίσθητο, ανεξίκακο πλάσμα. Όμως, μπροστά στην κατάφωρη αδικία της Ιστορίας, δεν μπορεί να μείνει απαθής. Οργίζεται, γιατί έχει πονέσει πολύ, έχει υποφέρει πολλά. Ανεξίτηλα τα σημάδια στην προσωπική της βιογραφία από την ενεργό συμμετοχή της στην αντίσταση, οργανωμένη στην ΕΠΟΝ από τα 16 της χρόνια. Ανοιχτές, ανεπούλωτες και οι πληγές στην ψυχή της από την τετράχρονη εξορία της μέσα στην πατρίδα ως πικρή ηθική ανταμοιβή, ανάξια πληρωμή για τον αντιστασιακό αγώνα της. Μια φωτεινή, εκλεπτυσμένη, καλλιεργημένη ύπαρξη, ανάμεσα στις τόσες άλλες, να ξεριζώνεται από το κοινωνικό σώμα ως βδελυρό, μιαρό στοιχείο, ως κοινός εγκληματίας.
Αποτεινόμενη η ποιήτρια στη γενέθλια πόλη της θα αναρωτηθεί γιατί παραμένει ατίμητος, αδικαίωτος ο αγωνιστής της Κρήτης, ο υπερασπιστής του έθνους: «Πού είναι το μνημείο των πολιτών που σε υπερασπίστηκαν; Να φέρω λουλούδια και ελεγεία; Να προσεύχομαι για την ειρήνη και την ευημερία σου; Μα αυτοί δεν έχουν γη. Δεν έχουν μάρμαρο, γρανίτη, δάφνη».
Γιατί, είναι αλήθεια και άξιο απορίας συνάμα πως στην ίδια θέση, στο Μάλεμε, δεν υπήρχε τουλάχιστον μέχρι τη δημοσίευση της ποιητικής της συλλογής, κανένα μνημείο για τους χιλιάδες πεσόντες, άντρες και γυναίκες, που υπερασπίστηκαν τα χώματά τους.
Έτσι, η ποιήτρια επιστρατεύει την τέχνη της, για να διαμαρτυρηθεί για τους αδικαίωτους νεκρούς της Κρήτης, για να καταγγείλει την ολιγωρία εκείνων που «δεν τίμησαν την πάνδημη λαϊκή αντίσταση κι έτσι υποτίμησαν το ηθικό νόημα της θυσίας».
Η ποιητική της φωνή γίνεται η «οργισμένη φωνή της Κρήτης. Η οργισμένη φωνή εκ βαθέων των δικών μας νεκρών, των ηρώων και μαρτύρων των νικητών του πολέμου και της αντίστασης, που παραμένουν άταφοι, ατίμητοι, περιφρονημένοι».
Η ποίηση όμως της Βικτωρίας Θεοδώρου ξέρει ως μητέρα στοργική να περιποιείται όλα τ’ αφρόντιστα, όλα τα παραγνωρισμένα του κόσμου. Ξέρει ν’ αποκαθιστά τη διασαλευμένη τάξη των πραγμάτων, να επανορθώνει την αδικία της Ιστορίας. Να μεθοδεύει την κάθαρση για κάθε δράμα που εκτυλίσσεται στη ζωή.
Έτσι, σπεύδει ν’ απαντήσει εκείνους τους «αγύριστα ταξιδεμένους» μέσα από τους δρόμους της καρδιάς. Μιας καρδιάς που δε λησμονά, αλλά τους μνημονεύει αιώνια, δικαιώνοντας αναδρομικά τη θυσία τους. Γιατί, η αιώνια θύμηση είναι χρέος της ειρήνης. Ιερό μνημόσυνο το ποίημα που ακολουθεί για τους 77 της Μαλάθηρος, ενός μικρότατου χωριού της δυτικής Κρήτης, όπου εκτελέστηκαν μονομιάς 77 άρρενες 15-70 χρονών.
Εδώ τ’ αστέρια κατεβαίνουνε
και χύνονται σαν ποταμός μες στην κοιλάδα
πάν’ από τον ελαιώνα λάμπουν χαμηλά
πιο χαμηλά σ’ άλλο ουρανό δεν τα ‘δα.
Και δεν αστράφτουν μονάχα ως είν’ αστέρια,
μιλούν και λεν για τους αγύριστα φευγάτους
απ’ τα ζεστά κι αγαπημένα μέρη ετούτα.
Μάτια είναι πονετικά και κλαιν ακόμα
μέσα στο σκοτεινό φαράγγι της Μαλάθηρος
που αφήκανε ψυχή τόσα κορμιά, σφαγμένα
του δεύτερου πολέμου.
Κι αν εξεχάστηκαν τα μνήματά τους
τ’ άστρα της Κρήτης τα μεγάλα
ωσάν καντήλια ανάβουν χαμηλά –
θύμηση αιώνια, χρέος ειρήνης.
(Βικτωρία Θεοδώρου, Βορεινό προάστιο)
Τ’ άστρα ως μάτια πονετικά, χαμηλώνουν, σκύβουν μ’ ευλάβεια, φέγγουν κεριά αναμμένα για τη μνήμη. Τα φυσικά στοιχεία συνηθισμένα να συμπάσχουν αιώνες τώρα με την Κρήτη, την «πίειρα και καλή», ωραία κι εύφορη ομηρική γη, «γι’ αυτό χαμένη», συμπληρώνει πικρά η ποιήτρια.
Η Βικτωρία Θεοδώρου, επιστρέφει χρονικά στο ποιητικό παρόν και στοχάζεται. Επισφαλής, εύθραυστη η ειρήνη. Αφού ένοπλη, ξεπέφτει, εκφυλίζεται σε αέναη προετοιμασία πολέμου. Η ποιήτρια έχει σοβαρές επιφυλάξεις για το μέλλον της. Οσμίζεται αλάθητα σαν το λαγωνικό τον κίνδυνο που ελλοχεύει αόρατος στις κρύπτες του θανάτου. Γιατί, με το πρόσχημα της προστασίας από καινούργιους, κατασκευασμένους κινδύνους, που εύσχημα επικαλούνται οι νέοι σύμμαχοι, υφέρπουν ύπουλα, παρεισφρέουν στα μύχια της Κρήτης και στερεώνουν την πολεμική τους μηχανή. Εδραιώνοντας παράλληλα τον τρόμο.
Η ποιήτρια δε θέλει προστάτες, υπερασπιστές. Ονειρεύεται έναν κόσμο ειρηνικό, γαληνεμένο, δημιουργικό. Όπου οι λαοί θα ζουν με περηφάνια και εθνική αξιοπρέπεια και, αυτοδιάθετοι, θα διαφεντεύουν μόνοι τους, χωρίς αφέντες, το συλλογικό πεπρωμένο τους.
Έτσι, ο Άρειος Ύπνος της Βικτωρίας Θεοδώρου αναδεικνύεται ισχυρό, κατεξοχήν αντιπολεμικό κείμενο και το συνολικό ποιητικό έργο της αίρεται σε σύμβολο έκφρασης του πανανθρώπινου, οικουμενικού ιδανικού για ατομική και συλλογική αξιοπρέπεια κι ελευθερία.
Η ποιητική συλλογή κλείνει μ’ έναν ιδιόμορφο θούριο, που τον διατρέχει το αιώνιο πνεύμα της ανυποχώρητης αντίστασης σε κάθε μορφή «προστασίας» και χειραγώγησης:
«Δεν θέλω να με προστατέψεις
δε θέλω να με υπερασπίσεις.
Έχω στ’ αμπέλι μου κάτω από τη συκιά το στεν,
στο μεσοδόκι του σπιτιού το δίκοπο
φόβος και τρόμος του ξανθού.
Δε σε χρειάζομαι, χαθώ δε χαθώ λογαριασμό δε δίνω
για τις πέτρες μου, για τα φτενά μου χώματα,
για τους γιαλούς μου.
Θέλω τους δρόμους μου τους στενούς,
τα δίχτυα μου τα παλιά, το λύχνο μου,
τ’ αλέτρι μου, τα ερείπιά μου.
Μου φτάνει το κρασί και το λάδι για τις πληγές μου,
θέλω τα όρη μου τα ψηλά – με φτάνουν
τα χιόνια τους αιώνες να συντηρηθώ.
Φεύγα απ’ το σπίτι μου
απ’ τη ζωή κι απ’ το θάνατό μου».
Βιβλιογραφία
Αποστολάκης, Α. Σ. (1995). Η Μάχη της Κρήτης στη Νεοελληνική ποίηση. Χανιά.
Θεοδώρου, Β. (1998). Άρειος Ύπνος. Χανιά: Έκδοση του Συνδέσμου Φιλολόγων Νομού Χανίων.
Θεοδώρου, Β. (2008). Βορεινό Προάστιο. Στο: Ποιήματα. Αθήνα: Εκδόσεις Γαβριηλίδη.
Θεοδώρου, Β. (1991). Δύο σελίδες από την εισβολή των Γερμανών στην Κρήτη. Στο: Χανιά 1941 – 1991. Χανιά: Ετήσια Έκδοση Δήμου Χανίων.
Θεοδώρου, Β. (2008). Η νυκτωδία των συνόρων. Στο: Ποιήματα. Αθήνα: Εκδόσεις Γαβριηλίδη.
Μουτζούρης, Δ. Κ. (1998). Πρώτη Γνωριμία με την Ποιήτρια Βικτωρία Θεοδώρου και το Έργο της. Χανιά: Ανάτυπο από την Ελλωτία.
Πυλαρινός, Θ. (2010). Ελάσσονες Τόνοι σε Μείζονες Κλίμακες στην Ποίηση της Βικτωρίας Θεοδώρου. Χανιά: Εκδόσεις Κεδρισός.
* Η Έφη Μπουκουβάλα – Κλώντζα είναι φιλόλογος – ψυχολόγος