Εκείνα τα Χριστούγεννα του 1915 έπεφταν ημέρα Παρασκευή.Το γεγονός όμως της ημέρας ήταν ότι θα προσέγγιζε στο λιμάνι το πλοίο «Αντιγόνη» με φορτίο σταριού. Κι ήταν χαρά μεγάλη γιατί και κάποιοι λιμενεργάτες θα έβγαζαν επιτέλους μεροκάματο και θα είχε ο κόσμος με κάτι να χαζέψει. Να δει ποιος φεύγει ποιος έρχεται. Να έχει να κουβεντιάζει κοντολογίς στη βεγγέρα.
Από νωρίς το πρωί οι βαρκάρηδες ετοιμάστηκαν για το ξεφόρτωμα όταν θα ερχόταν η ώρα και μετά μοιράστηκαν στα καφενεία, αφού δεν είχαν που αλλού να πάνε μέχρι να φανεί το πλοίο και να πιάσουν δουλειά.
Εκείνη την εποχή δεν υπήρχε καν υποδομή για τη διαδικασία αυτή. Ήταν όμως καλοί θαλασσομάχοι οι εργάτες του λιμανιού και σαν χαρακτήρες ένας κι ένας. Οι περισσότεροι βέβαια είχαν κι ένα παρατσούκλι που τους ταίριαζε γάντι αν έδινες προσοχή στα σουσούμια τους. Οι πιο γνωστοί ήταν η Μουρμούρα, η Τουρτούρα, η Σκαμπίλα, ο Πίτσουλας, ο Χουρσίτης, ο Ντερβίσης, ο Αλέκος, ο Χούσος, το Χασανάκι και η Ρουχάλα. Οι μόνοι που δεν σήκωναν παρατσούκλι ήταν ο Χουρσίτης, ο Χούρσος και ο Αλέκος. Αυτοί απαιτούσαν να ακούγονται με το όνομά τους. Και αλίμονο σε όποιον θα έκανε απόπειρα να τους σπάσει τη «μαγκιά».
Ο Ντερβίσης, (Νίκος Καλαϊτζιδάκης) δεν είχε κανένα λόγο να διαφωνεί με το παρατσούκλι που του κόλλησαν. Όπως και να γινόταν ήταν ο άρχοντας του λιμανιού. Και η παρέα τον σεβόταν θέλοντας και μη. Όσο για το Χασανάκι δεν πολυσκοτιζόταν για το πώς τον φώναζε καθένας. Αυτός είχε να το λέει για τις σχέσεις του με τα μεγάλα ονόματα της πόλης όπως ήταν ο Σεφτέρ μπέης Κλαψαράκης, ο Αλή Βαφή Σελιανάκης, ο Αλή εφέντης Βακογλάκης που ήταν και δήμαρχος, ο Τριφύλλης και άλλοι.
Αυτόν τον έκανε ο Ντερβίσης και φούσκωνε σαν γάλος όταν τον έβλεπε να κατεβαίνει στο λιμάνι. Τον προκαλούσε να αναφερθεί στις συναντήσεις του και βλέποντας η γαλαρία το καμάρι του Τούρκου που τον καταδέχονταν τέτοιες προσωπικότητες έπιανε τα πλευρά από τα γέλια.
Η Ρουχάλα έκανε και καφενείο που ήθελε κουράγιο να το πλησιάσεις. Σαν θέλανε μάλιστα οι Ρεθεμνιώτες να παραδειγματίσουν μιλώντας για κάτι ιδιαίτερα βρώμικο έλεγαν «Σαν της Ρουχάλας τον καφενέ».
Ήταν όμως όλοι τους σπουδαίοι θαλασσινοί. Και όπως μας πληροφορεί ο Μιχαήλ Μυρωνος Παπαδάκις, που κράτησε τη μνήμη τους με τη χαρισματική γραφίδα του, με μια ηρωική τους πράξη είχαν πάρει μεγάλο βραβείο.
Ήταν στις 6 του Σεπτέμβρη 1898 που κινδύνεψε να πνιγεί το πλήρωμα του πολεμικού «Αυτοκράτωρ Αλέξανδρος». Έπεσαν τότε όλοι αυτοί οι λεβέντες του λιμανιού που προαναφέραμε στη μανιασμένη θάλασσα και κατάφεραν να γλιτώσουν αρκετούς Ρώσους.
Η πράξη τους αυτή ξεπέρασε τα σύνορα του νησιού κι έφτασε μέχρι τη Ρωσία. Για τη γενναία τους αυτή πράξη παρασημοφορήθηκαν από τον Τσάρο με αργυρούν μετάλλιο και την ταινία του Αγίου Στανισλάου, στην πλατεία της Σοχώρας στις 4 Απριλίου 1899.
Η βιοπάλη όμως τους κρατούσε πάντα όμηρους κι αυτοί είχαν μόνο σαν παρηγοριά να θυμούνται αυτά τα μεγαλεία. Έτσι και κείνα τα Χριστούγεννα του 1915 περιμένοντας να έρθει το πλοίο να ξεφορτώσουν άρχισαν να κουβεντιάζουν για τα παλιά στα καφενεία που είχαν μοιραστεί. Μερικοί πήγαν στου Χουσνή Καπετάνιο τον καφενέ, άλλοι στου γέρο Λάριου κι άλλοι στο μαγέρικο του Παυλή να ρίξουνε πράμα στο στομάχι τους.
Ο Δερβίσης, ο Χουρσίτης το Χουσάκι και ο Πίτσουλας μονομεριάσανε στου Κόκκινου του Μανόλη, πίσω από το σημερινό Τελωνείο που ήταν ένας Κήπος. Περνούσαν ζάχαρη εκεί ακούγοντας τον φοβερό εκείνο Μινχάουζεν του Ρεθύμνου να τους απαριθμεί τερατολογίες. Και κυλούσε έτσι η ώρα μια χαρά πίνοντας και το ρούμι τους. Στους άλλους τους τούρκικους καφενέδες τέτοια ποτά δεν σέρβιραν. Ο Κόκκινος πρωτοπορούσε και σ’ αυτό.
Κάποια στιγμή φάνηκε το βαπόρι που ερχόταν από τα Χανιά. Αμέσως όλοι σηκώθηκαν και έτρεξαν να ετοιμαστούν. Η δουλειά αυτή δεν σήκωνε χασομέρι αν ήθελαν να δουν χρήμα στην τσέπη τους. Πρώτα βγήκε η βάρκα και από κοντά οι μαούνες πλησίαζαν στο πλοίο.
Και τότε συνέβη το ανεξήγητο. Εκεί που η θάλασσα ήταν ήσυχη ξαφνικά σηκώθηκε φοβερή θαλασσοταραχή. Ο καπετάνιος του πλοίου βλέποντας τα τεράστια κύματα, άλλαξε προορισμό για να σώσει πλήρωμα και καράβι. Μείναμε οι βαρκάρηδες στα ανοικτά έρμαιο στα κύματα που λυσσομανούσαν.
Οι θαλασσόλυκοι του λιμανιού δεν κιότεψαν. Μαθημένα τα βουνά από τα χιόνια. Με ψυχραιμία πάλευαν με τα κύματα που άλλοτε τους σήκωναν σε θεόρατα ύψη και άλλοτε τους κατάπιναν για αρκετή ώρα. Τελικά τα κατάφεραν. Γύρισαν όλοι στο λιμάνι εκτός από τον Πίτσουλα και το Χουρσίτη. Η βάρκα τους είχε πάει να βοηθήσει μια μαούνα να μπει στο λιμάνι. Κι όταν γύρισε να πιάσει υπήνεμο λιμάνι ένα κύμα την πέταξε ανοικτά και κυριολεκτικά την κατάπιε η θάλασσα. Όταν φάνηκε κάποια στιγμή δεν είχε τιμόνι ούτε κουπιά. Και οι άνδρες της είχαν πιαστεί από τους πάγκους και πάλευαν με τα κύματα.
Όλοι κοιτούσαν με πιασμένη την ανάσα αλλά και πώς να βοηθήσουν. Ένα καραβάκι η «Χρυσαλλίς» επιχείρησε να κάνει μια προσπάθεια, αλλά το πέταξε η θάλασσα σαν καρουδότσουφλο ψηλά και αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω.
Η βάρκα του Πίτσουλα ξαναφάνηκε κοντά στο φανάρι αλλά μια φοβερή δίνη την εξαφάνισε πάλι και όταν την είδαν να εμφανίζεται ξανά δεν είχε πια κανένα από το τσούρμο της.
Σαν να ‘ταν ευλογημένοι από το Θεό δυο κατάφεραν να σωθούν μετά από σκληρή πάλη με τα κύματα και αφού είχαν φτάσει πια κοντά στο τέλος. Ήταν ο Χουσάκης και ο Ρεβίθης. Ο Χουρσίτης και ο Πίτσουλας όλο και απομακρύνονταν, ενώ πάλευαν απεγνωσμένα να σωθούν. Τα κύματα δεν τους άφηναν να πάρουν ούτε ανάσα. Και τους έσπρωχναν όλο στ’ ανοικτά. Κάποια στιγμή οι δυνάμεις τους φάνηκε πως τους εγκατέλειψαν. Χάθηκαν από τα μάτια των έντρομων συναδέλφων τους που παρακολουθούσαν και εύχονταν.
Κάποια στιγμή κάτι σκούρο φάνηκε. Ήταν το σακάκι του Πίτσουλα. Σε λίγο τράβηξαν και το δικό του βασανισμένο κορμί. Έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τον συνεφέρουν. Ήταν όμως νεκρός.
Στο μεταξύ είχε κατεβεί περισσότερος κόσμος στο λιμάνι, ευχόμενος για τη σωτηρία των βαρκάρηδων. Ανάμεσά τους και μια Τουρκάλα με το βλέμμα γεμάτο θανατερή αγωνία. Ήταν η μάνα του Χουρσίτη που είχε μάθει τα συμβάντα κι έτρεξε να μάθει για την τύχη του γιου της. Κανένα σημείο όμως δεν φαινόταν μέσα από τα αφρισμένα κύματα που να δίνει έστω ελπίδα.
Με αυτό το θλιβερό γεγονός πέρασαν τα Χριστούγεννα του 1915 στο Ρέθυμνο.
Ο άτυχος Χουρσίτης συνέχισε να αγνοείται. Η μάνα τους κατέβαινε στο λιμάνι και κοίταζε με ελπίδα τα κύματα. Δεν ήθελε να πιστέψει πως δεν θα ξανάβλεπε το γιο της εκείνο το λεβεντόκορμο παλικάρι. Το είχε μεγαλώσει με πολλές στερήσεις από τότε που έμεινε χήρα. Κι εκείνο όταν μεγάλωσε την αποζημίωνε για τις θυσίες της με την έγνοια του. Δεν άφηνε να της λείψει το παραμικρό. Και τώρα δεν ήξερε που να βρίσκεται ο λεβέντης της.
Πέρασαν μέρες μέχρι να πάρουν όλοι μια απάντηση για την τύχη του Χουρσίτη. Ένα πρωινό η θάλασσα ξέβρασε το πτώμα του κάπου στα Περιβόλια και το άφησε εκεί στις ανθισμένες ασφενδυλιές.
Το πήρε η έρμη μάνα και το έθαψε χωρίς να μπορεί να πιστέψει πως αυτό το ταλαιπωρημένο κουφάρι ήταν ο λεβέντης της. Και ποτέ δεν ξεπέρασε το θάνατο του παιδιού της. Είχαν πια συνηθίσει οι Ρεθεμνιώτες, να τη βλέπουν να περιτριγυρίζει τις τρώγλες της Φορτέτζας, να αγναντεύει από ψηλά τη θάλασσα και να την καταριέται χαράζοντας με τα νύχια της το πρόσωπό της. Μέχρι που ο θρήνος της έγινε γέλιο ατέλειωτο. Η τρέλα ήρθε να λυτρώσει την έρημη μάνα που την έβλεπαν να τρέχει πάνω στους βράχους της Φορτέτζας αδιαφορώντας για τις πληγές που γέμιζαν τα γυμνά της πόδια. Μια τραγική φιγούρα που κανένας δεν πρόσεχε πια κι ούτε ενδιαφερόταν να της προσφέρει λίγη παρηγοριά.
Το περιστατικό αυτό χαράχτηκε στη μνήμη του Μιχαήλ Μυρ. Παπαδάκη και αρκετές φορές το θύμισε με χρονογράφημά του στον τοπικό τύπο. Έτσι μάθαμε για τα θλιμμένα Χριστούγεννα του 1915 και για τον άδικο χαμό του Χουρσίτη που ήταν το μοναδικό στήριγμα για τη δυστυχισμένη τη μάνα του.
Μια πικρή ανάμνηση από το στρατόπεδο του Μελκ
Ο Κώστας Ξεξάκης με τιμούσε με τη φιλία του και πολλές φορές βρίσκαμε χρόνο να μου διηγηθεί ιστορίες από την πολυκύμαντη ζωή του.Κάποια Χριστούγεννα μαζί με τις ευχές μου διηγήθηκε ένα συγκλονιστικό περιστατικό από το Γολγοθά του στο φρικτό στρατόπεδο του Μελκ που τον είχαν κλείσει για μεγάλο διάστημα και σώθηκε από τύχη.
Είχα εκφράσει την επιθυμία να το δω κάπου από την μεστή πάντα νοημάτων γραφίδα του. Κι αυτό έγινε αργότερα.
Από τη γραπτή του αφήγηση δανειζόμαστε ένα απόσπασμα που αναφέρεται σε κάποια Χριστούγεννα τόσο διαφορετικά σε μια κόλαση που δημιούργησε ο παραλογισμός των ανθρώπων. Και να πως μας το δίνει ο σπουδαίος εκείνος άνθρωπος:
«Βαθιά μέσα στο βουνό -στις Άλπεις της Αυστρίας- προχωρούσαν εννέα κεντρικές γαλαρίες-τούνελ. Τις είχαμε ανοίξει εμείς οι ίδιοι, οι 30-40 χιλιάδες κρατούμενοι του στρατοπέδου «Μελκ» της Αυστρίας, που ήταν εξάρτημα του Μαουτχάουζεν. Οι γαλαρίες, σαν τεράστιες τρύπες προχωρούσαν δύο έως τρία χιλιόμετρα, παράλληλες μεταξύ των. Και κάθετα σ’ αυτές άλλες μικρότερες, πολλές εκατοντάδες.
Σιδηροτροχιές για μεγάλα τρένα και μικρά ντεκοβίλ, διασταυρώνονταν μέσα στις γαλαρίες. Εκατοντάδες βαγόνια κυλούσαν πάνω τους. Άλλα τα ‘σπρωχναν μηχανές κι άλλα οι εργάτες. Σε πολλές γαλαρίες είχαν ήδη εγκατασταθεί τεράστια συγκροτήματα εργοστασίων, που κατασκευάζουν πολεμικά είδη. Όπλα και εξαρτήματα τανκς.
Μέσα στις γαλαρίες, δούλευαν συνεχώς όλο το 24ωρο, περί τους 6.000 εργάτες. Όλοι εχθροί του Γ’ Ράιχ. Και 500 Γερμανοί στα νευραλγικά πόστα. Δυο χιλιάδες εργάτες δούλευαν μπιστολέτο-αεροτρύπανα -που τρυπούσαν το σκληρό πέτρωμα του βουνού και μεγάλωναν το τούνελ.
Τρεις βάρδιες εναλλάσσονταν κάθε οκτώ ώρες.
Δούλευα στη βάρδια που ‘χε ωράριο από τις 10:00 τη νύχτα έως τις 6:00 το πρωί. Ρουχαλάκια λεπτά χωρίς φόδρα και ξύλινα πέδιλα. Βρεγμένοι συνήθως μέχρι να μπούμε στις γαλαρίες, κουρελήδες, πεινασμένοι, αποσταμένοι κι άρρωστοι οι περισσότεροι. Έξω το κρύο ήταν κείνες τις μέρες 29 κάτω από το μηδέν. Μέσα στις γαλαρίες ήταν κατά τόπους γύρω στο μηδέν.
Τα μηχανήματα που δούλευαν ασταμάτητα τα τρενάκια, οι κυλιόμενες κορδέλες μεταφορών, τα φουρνέλα και προ παντός τα 2.000 μπιστολέτα συνέθεταν μια διαβολική συναυλία θορύβων που τράνταζε τ’ αυτιά κι έφερνε ζάλη.
Καταφέρναμε πότε πότε να δουλεύουμε μαζί πέντε-έξι Έλληνες για να δίνουμε κουράγιο ο ένας στον άλλο με μισόλογα. Το ίδιο έκαναν κι οι άλλοι, από τις άλλες Εθνότητες. Κυριακή ή αργία δεν υπήρχε. Η δουλειά δεν σταματούσε. Είχαμε χάσει το ρυθμό του χρόνου. Ρωτούσαμε πολλές φορές να μάθουμε:
– Τι μέρα είναι σήμερα;
Εκείνη τη νύχτα δούλευα κοντά σε τέσσερις-πέντε άλλους Έλληνες. Κρατούσα ένα φτυάρι και παλάμιζα λασποχώματα. Οι άλλοι κασμάδες ή καροτσάκι.
Κόντευε να τελειώσει η βάρδια κι είχαμε αποκάμει πια. Ακοίμητη προσοχή όμως απ’ όλους -προς τα πού κοιτάζει ο επιστάτης. Και η κυριότερη μέριμνα επιβίωσης. Λίγη-λίγη δουλειά για να μην ξοδιάζουμε δύναμη. Και πότε πότε η φοβερή προειδοποίηση «Το νου σας, έρχεται ΕΣ-ΕΣ».
Δίπλα μου δούλευε ένας νέος από τον Βόλο.
Ήταν όμορφος και λεβέντης άλλοτε και τον συμπαθούσαν όλοι, γιατί είχε χρυσή καρδιά. Ήταν ψάλτης σε εκκλησία του Βόλου. Είχε μια υπέροχη κρυστάλλινη φωνή. Ήταν ο Κώστας Παπασακελλαρίου.
Δεν ξέρω τι του ‘ρθε σε μια στιγμή εκείνη τη νύχτα. Πλησίαζε έναν-έναν από μας και μας τραβούσε να πλησιάσουμε όλοι κοντά. Έσμιξαν σχεδόν τα κεφάλια μας και μας αγκάλιασε. Έσκυψε στη μέση μας κι άνοιξε το στόμα του… Σιγανά και γλυκά πολύ γλυκά, με κείνη τη μελωδική κι αγγελική φωνή του άρχισε να ψάλει:
– Δεύτε ίδωμεν πιστοί που εγεννήθη ο Χριστός. Ακολουθήσωμεν λοιπόν ένθα οδεύει ο αστήρ…».
Ακούγαμε άφωνοι. Από τον Ουρανό ερχόταν εκείνη η θεϊκή μελωδία. Άγγελοι έψαλαν. Ανατρίχιασαν τα παγωμένα μέλη μας. Τα μάτια θάμπωσαν. Θα ‘ταν ίδια η μελωδία που άκουσαν οι αγραυλούντες ποιμένες.
Στα χέρια μας έπεσαν κάτι σταγόνες ζεστές. Ήταν δάκρια …Ακούστηκε ένας λυγμός. Κι ύστερα πολλοί.
Το τροπάρι δεν έφτασε ως το τέλος.
Πνίγηκε από τους λυγμούς και του ίδιου του ψάλτη. Μας έσπρωξε γρήγορα…
«Χριστούγεννα είναι σήμερα παιδιά!!! Άντε και του χρόνου στα σπίτια μας».
Ήταν καιρός. Ένας επιστάτης φάνηκε να έρχεται. Αρπάξαμε τα φτυάρια.
Έτσι μάθαμε πως κείνη η μέρα ήταν Χριστούγεννα. Κι αυτός ήταν ο εκκλησιασμός μας. Κι όσοι άκουσαν εκείνη την ουράνια ψαλμωδία με τους χρυσούς τόνους δεν την ξεχνούν.
– Και του χρόνου στα σπίτια μας. Η ευχή έπιασε μόνο μερικούς.
Ο Κώστας Παπασακελλαρίου πέθανε αργότερα. Στις 2 Φεβρουαρίου 1945. Η στάχτη του έμεινε εκεί στο Μελκ της Αυστρίας».
Κι ένα ευτράπελο
Από τα Χριστούγεννα στα Ρεθεμνιώτικα Χρονικά δεν έλειψαν και τα ευτράπελα.Σύμφωνα με εγκύκλιο του υπουργείου θα έπρεπε πλέον δάσκαλοι και μαθητές να λένε τα κάλαντα για την ενίσχυση του εθνικού ταμείου που είχε αναλάβει την προικοδότηση απόρων κορασίδων!!!
Ο μόνος που αντέδρασε και με την πένα του καυτηρίασε το γεγονός ήταν ο σπουδαίος εκείνος δάσκαλος ο Ανδρέας Σταυρουλάκης.Από τη στήλη του «Εφήμερα» στην «Κρητική Επιθεωρήσει» σχολίασε μεταξύ άλλων:
«Ποικιλία καλαντάδων θα έχομε φέτος. Στη πληθώρα των πιτσιρίκων που μεμονωμένοι ή καθ’ ομάδες, θα αμιλλώνται ποιοι θα τα ειπούν στα περισσότερα σπίτια και ποιοι θα πραγματοποιήσουν μεγαλύτερα κέρδη, θα προστεθούν χορωδίες από δασκάλους και καλλίφωνους μαθητές Γυμνασίων και Δημοτικών. Το παρήγγειλε το Υπουργείον της Παιδείας με εγκύκλιο διαταγή του προς τους Επιθεωρητές Μέσης και Στοιχειώδους και οι τελευταίοι στους υφισταμένους των. Να λοιπόν το κράτος ανταγωνιστής προς τους πολίτες του.
Ζήλεψε τη θέση των πιτσιρίκων που μια φορά το χρόνο βλέπουν κι αυτά τη «χρυσή ημέρα» των, κερδίζοντες ένα γενναίο χαρτζιλίκι από τα κάλαντα και βάλθηκε ασυλλόγιστα να τους εκτοπίσει. Κι ίσως δεν ζημιώνει την ανώνυμη στρατιά των μικρομέγαλων καλαντάδων που θα περιέλθουν σε ίδιο λογαριασμό. Αυτοί θα τα ειπούν και θα εισπράξουν. Θα κάμουν το τζίρο τους. Θα πλήξει όσους μαθητές πάρει ο κλήρος. Τους επίσημους Καλαντάδες. Που θα περιβληθούν την υψηλή τιμή να ψάλλουν για λογαριασμό του κράτους. Υψηλός ο σκοπός Αγαθοεργία. Φιλανθρωπική η πράξη της προικοδοτήσεως των απόρων κοριτσιών. Κι ας λέμε πως είναι αναχρονιστική η συνήθεια της Προίκας. Πόσο δεν διακηρύσσουν!!! Τη λένε αγροίκο, βάρβαρη. Εμπορικό το γάμο που θεμελιώνεται σ’ αυτή. Την απεχθάνεται η μεγαλύτερη μερίδα της υγιούς Κοινωνίας. Κι όμως η επίσημη Πολιτεία αγνοούσα όλα ταύτα την υποθάλπει και την αναζωογονεί με τα βιβλιάρια Προικοδοτήσεως. Λένε πως όσο υψηλά στέκεται κανένας τόσο μεγάλα σφάλματα κάνει. Δεν έχουν άδικο. Ίσως οι περί τα μεγάλα προβλήματα μέριμνες των διαχειριζόμενων τις τύχες μιας χώρας δεν αφήνουν περιθώρια να στρέφουν τη σκέψη και τα ενδιαφέροντά τους στα μικρά. Εκείνα που συνήθως βλέπουν οι πολλοί. Τα κατώτερα στρώματα Οι μεσαίες τάξεις. Ο αληθινός, ο αγνός, ο ανιδιοτελής, αφτειασίδωτος και απονήρευτος Λαός. Αυτού του λαού παιδιά είναι όσοι θα στερηθούν της χαράς να αποκτήσουν το αγαπημένο τους καλαντίστικο χαρτζιλίκι. Όπως κατά το παρελθόν. Αυτού του λαού, του φτωχού και βασανισμένου χωριού τα σχολεία θα στερηθούν των ολίγων εκατονταδράχμων με τα οποία ο Δάσκαλος θα αγόραζε ένα Γεωγραφικό Χάρτη και λίγες κιμωλίες. Γιατί τα σχολεία της υπαίθρου κυρίως πλήττει η πρωτάκουστη διαταγή. Δεν έχουν άλλους πόρους. Ούτε από το κράτος ούτε από την κοινότητα. Ο πλουτισμός των σχολείων με όργανα και έπιπλα αφίεται στην πρωτοβουλία του δασκάλου. Και ξύνει το κεφάλι του πώς να τα εξοικονομήσει. Ανωδυνότερος τρόπος ήταν τα κάλαντα. Μα του αφαιρέθηκε με τον ευσχημότερο τρόπο. Όποιος κι αν ήταν ο εμπνευστής άξιος ο μισθός του…».
Αύριο θα συνεχίσουμε με Χριστουγεννιάτικες μνήμες Ρεθεμνιωτών από το μέτωπο.
Δημοσιογραφική έρευνα: Γιώργος Λινοξυλάκης
Πηγές:
Μιχαήλ Μυρ. Παπαδάκις: Χριστούγεννα 1915 (εφημερίς «Βήμα» 1954)
Μιχαήλ Μυρ. Παπαδάκις: Χριστούγεννα 1915 (εφημερίς «Κρητική Επιθεώρηση» 1969)
Εύας Λαδιά: Χριστουγεννιάτικες αναδρομές στο Ρέθυμνο του παλιού καιρού (Για γέλια και για κλάματα)
Κώστα Ξεξάκη: Χριστούγεννα στο Μαουτχάουζεν