Μπορεί ο χρόνος να κυλά αμείλικτος πολλαπλασιάζοντας την απόσταση της μνήμης από μορφές και γεγονότα για να επωφεληθεί η λησμονιά να σβήνει ίχνη επίγειας πορείας. Δεν αξίζουν όμως τη μοιραία κατάληξη, εκείνοι που όταν ζούσαν έδιναν πνοή στον τόπο τους με το δημιουργικό τους έργο.
Πώς να ξεχάσεις δημιουργούς όπως ο Μιχάλης Καυκαλάς που μήνα Ιούνιο κίνησε για το ατέλειωτο ταξίδι. Κι σώπασε η πιο ισχυρή φωνή που υπερασπιζόταν την αυθεντική ντοπιολαλιά. Γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1933. Από μικρός φαινόταν ότι θα γίνει σπουδαίος μας έλεγε ο συμμαθητής του και αργότερα μελοποιός των συγκλονιστικών του ποιημάτων ιδιαίτερα για το Αρκάδι, Μπάμπης Πραματευτάκης.
Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στο Ρέθυμνο, συνέχισε στην Ιατρική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών. Αποφοίτησε το 1960 και για τέσσερα χρόνια έκανε το αγροτικό του σε χωριά του Ρεθύμνου.Από τότε άρχισε να συλλέγει λαογραφικό υλικό εστιάζοντας κυρίως στην αυθεντική ντοπιολαλιά.Αργότερα εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, επειδή είχε στο μεταξύ αναλάβει διδακτικά καθήκοντα στο πανεπιστήμιο και με τον καιρό απέκτησε φήμη άριστου παθολόγου.
Πόσοι όμως του αναγνώρισαν ότι είχε αναγάγει την επιστήμη του σε ιεραποστολή;Με χαρά υποδεχόταν τους ασθενείς του και με κείνο το ζεστό του χαμόγελο κατάφερνε να τους μεταδίδει ελπίδα κι αισιοδοξία.
Με ιδιαίτερο πάθος ασχολήθηκε με την λογοτεχνία. Οι μελέτες του μάλιστα γύρω από τη κρητική διάλεκτο του χάρισαν δυο φορές βραβείο από την Ακαδημία Αθηνών.Οι γλωσσολόγοι έτριβαν τα μάτια τους. Μα πώς ήταν δυνατόν ένας γιατρός να έχει ασχοληθεί τόσο σημαντικά με τη γλώσσα και μάλιστα να έχει δώσει τόση υπόσταση στην κρητική διάλεκτο;
Πάντα σεμνός και διακριτικός απέφευγε τις δηλώσεις μετά από κάθε του λογοτεχνικό θρίαμβο. Κι όταν πιέστηκε να μιλήσει για τις διακρίσεις του περιορίστηκε να πει:
«Τις διακρίσεις αυτές αποσπά η ποιότητα της Κρητικής λαλιάς και η αξία του τόσο σημαντικού, αλλά δύσκολου κομματιού της Κρητικής παράδοσης, που είναι η κρητική διάλεκτος. Το σκέλος αυτό της παράδοσης, η γλώσσα των προγόνων μας, που τόσο έχει δοξάσει την Κρήτη, έχει άστοργα παραμεληθεί και τούτο, γιατί ακριβώς είναι πολύ δύσκολη η μελέτη της και απαιτεί επιστημονικές βάσεις και κοπιαστική παρατήρηση. Η διαλεκτολογία της Κρήτης είναι πράγματι μια μεγάλη επιστήμη, πράγμα που γνωρίζουν οι ξένοι και τη σπουδάζουν, ενώ εμείς το αγνοούμε. Όλα σχεδόν τα γλωσσικά φαινόμενα που παρατηρούνται στην ομιλία του Κρητικού κατατείνουν στην παραγωγή ευφωνότερου λόγου. Αυτό δεν το είχαν παρατηρήσει ή δεν το έχουν διατυπώσει έτσι, ως γενική παρατήρηση, οι προηγούμενοι μελετητές. Η εργασία μου που βραβεύθηκε τώρα φαίνεται ότι το αποδεικνύει. Η κρητική λαλιά επεξεργάζεται όντως τον ελληνικό λόγο και τον καθιστά μια εύφωνη, λακωνική και γραφική τοπική παραλλαγή και συνεπώς ένα γλωσσικό όργανο καταλληλότατο για χρήση στη λογοτεχνία. Η επεξεργασία αυτή ακολουθεί συγκεκριμένους και αυστηρούς κανόνες που ο διαλεκτόφωνος κρητικός χωρίς να τους γνωρίζει, τους εφαρμόζει επακριβώς, οδηγώντας έτσι το λόγο του στο αισθητικό αυτό αποτέλεσμα».
Ο Μιχάλης Καυκαλάς μοίραζε ισότιμα το χρόνο του μεταξύ επιστήμης και λογοτεχνίας, μεταξύ πανεπιστημιακής διδασκαλίας και αρθογραφίας. Συνεργάστηκε επί μια οκταετία με τη εφημερίδα «Κρητικά Επίκαιρα» του Γιώργου Βαρβέρη και από εκεί ξεκίνησε τον διαγωνισμό μαντινάδας το 1987. Ευτυχώς ο σύλλογος φίλων του που δημιουργήθηκε συνεχίζει επάξια το έργο του μεγάλου αυτού ερευνητή της τοπικής διαλέκτου.
Από τα τόσα εύστοχα που γράφτηκαν γι’ αυτόν και τις απόψεις του για το πολιτιστικό γίγνεσθαι που υπηρετούσε με τόση εντιμότητα και συνέπεια και το παρακάτω που υπογράφει η Ελένη Μανούσου Σταμαθιουδάκη. Ήταν τότε που είχε γίνει πολλή συζήτηση για την κρητική διάλεκτο μετά την τόσο καινοτόμο δράση του Ιστορικού συλλόγου Ρεθυμνίων «Το Αρκάδι» και του προέδρου του κ. Γιώργου Βλατάκη:
«Έλεγε ο ίδιος (ο Καυκαλάς) ότι «Είναι άπρεπο και απογοητευτικό οι καταλαμβάνοντες ηγετικές θέσεις στον Κρητικό πολιτιστικό χώρο να επιχειρούν με πλάγιο ή ευθύ τρόπο να υποβιβάζουν τους προκατόχους τους και να υποβαθμίζουν το έργο τους. Όταν ιδιαίτερα αυτοί οι προκάτοχοι έχουν την εκτίμηση και την αναγνώριση όλων και το έργο που άφησαν είναι εκ των πραγμάτων σπουδαίο, το θέμα καταντά θλιβερό όπου οι κριτόμενοι είναι απόντες και οι κρίνοντες νεοανελθόντες δη διαθέτουν τις προϋποθέσεις εκείνες που πείθουν ότι θα σημειώσουν ιδιαίτερη επιτυχία στο πόστο τους».
Το ίδιο συνέβη και στον ίδιο. Πασίγνωστος γιατρός κρητολάτρης και κρητολόγος πουθενά!Πουθενά τ’ όνομά τους, τους τελευταίους μήνες μετά την επιτυχία του συλλόγου Ρεθυμνίων Αττικής «Το Αρκάδι» και προσωπικά του κ. Βλατάκη η Κρητική διάλεκτος να αναγεννηθεί τη θυμήθηκαν πολλοί και έγιναν υποστηρικτές της.
Για τον Μιχάλη Καυκαλά όμως σιωπή άκρα σιωπή για τον άνθρωπο που αφιέρωσε τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του, με σκοπό ν’ αφήσει το θησαυρό των βιβλίων του, για τις σημερινές και τις επόμενες γενιές. Άνθρωπος ακούραστος υψηλών ικανοτήτων και ήθους, ανιδιοτελής και λιτός στη ζωή του, μοίραζε τις βαθιές γνώσεις του για την Κρητική διάλεκτο, μαζί και τη ιατρικής του γενναιόδωρα. Η δράση του είναι αδιαμφισβήτητη σε όλο το κρητικό πολιτιστικό στοιχείο της Αθήνας και ιδίως των Ρεθυμνίων. Αναφερόταν με τιμή στους προκατόχους του και στις πηγές του, ενώ παράλληλα προωθούσε ανθρώπους με ταλέντο και ήθος να εξελιχθούν και να προχωρήσουν. Ήταν αυστηρός σε ό,τι δεν είχε σχέση με την παράδοση και καυτηρίαζε τα κακώς κείμενα. Αυτό βέβαια δεν άρεσε σε πολλούς που θέλουν ακόμα και σήμερα να εκμοντερνίσουν την παράδοση. Όμως εκείνος άνθρωπος με βαθύ το αίσθημα της ευθύνης δεν έκανε εκπτώσεις σε αυτό που είχε τάξει τη ζωή του. Στερήθηκε τα παιδιά του, πήρε νωρίς σύνταξη, όταν άλλοι γιατροί είναι στο απόγειο της καριέρας τους, πέθανε χωρίς υπερβολή νέος στα 66 του, για να φέρει σε πέρας και να ανταποκριθεί με ευθύνη την τελειότητα, σ’ αυτό τον σκοπό.
Είναι το τίμημα; Η σιωπή! Όχι βέβαια των απλών ανθρώπων που είναι μακριά από αντιπαραθέσεις και ανταγωνισμούς και που έχουν στην καρδιά τους, αλλά αυτών που ηθελημένα τον προσπερνούν. Στον τόπο του. Στο Ρέθυμνο που λάτρευε και έδωσε την ψυχή του!
Ο ίδιος έλεγε για τη Κρητική διάλεκτο ότι ελάχιστοι είναι αυτοί που τη γνωρίζουν αλλά δεν διστάζουν να τη χρησιμοποιήσουν και μάλιστα δημόσια, με αποτέλεσμα να τη διασύρουν και να τη γελοιοποιούν.
Αγνοούν τους στοιχειώδεις κανόνες που τη διέπουν την αυστηρή νομοτέλεια της, τα γλωσσικά φαινόμενα που τη χαρακτηρίζουν και προπαντός αγνοούν ότι ο μεγάλος εχθρός της περίφημης αυτής γλώσσας του τόπου μας είναι η ανάμειξη ξένων γλωσσικών στοιχείων και λέξεων.
Δεν γνωρίζουν ακόμη ότι η διαλεκτολογία της Κρήτης θα μπορούσε να αποδειχθεί σε μια μεγάλη και δύσκολη επιστήμη και ότι απαιτούνται και επιστημονικές γνώσεις για την απόδοση του κρητικού προφορικού λόγου στον γραπτό λόγο με τον οποίο ο Κορνάρος, ο Χορτάτζης και οι άλλοι του μεσαίωνα δημιούργησαν το θαύμα της Κρητικής λογοτεχνίας την εποχή της Αναγέννησης».
Τα βιβλία
Ο Μιχάλης Καυκαλάς έγραψε οκτώ βιβλία, γεμάτα από μαντινάδες και κείμενα για την κρητική διάλεκτο γενικότερα, χρήσιμα για κάθε μαντιναδολόγο και κάθε μελετητή της κρητικής διαλέκτου, καθώς και πολλές μελέτες.Αναφέρουμε:
Τρόχαλος, ποίημα με 1.056 στίχους στη διάλεκτο της Κρήτης, 1986, σελίδες 88 (Έπαινος Γλωσσικής Εταιρείας Αθηνών).
Η Κρητική Διάλεκτος, σειρά ραδιοφωνικών εκπομπών για την διάλεκτο της Κρήτης, 1989, σελίδες 30.
Αντιλαμψίδες, συλλογή ποιημάτων στην κρητική διάλεκτο, 1990, σελίδες 63.
Μνημόνιο Κρητικής Διαλέκτου, σύντομη γραμματική της κρητικής διαλέκτου και συλλογή σύγχρονων επώνυμων μαντινάδων της Κρήτης, 1992, σελίδες 101.
Ιστορίες και θρύλοι της Κρήτης, επτά μονόπρακτα θεατρικά έργα στην ατόφια κρητική διάλεκτο, 1994, σελίδες 141 (Βραβείο Ιπεκτσί 1991).
Τα επιρρήματα της Κρητικής Διαλέκτου, επιστημονική πραγματεία, 1995, σελίδες 234 (Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών).
Κρητολόγιο 1, απάνθισμα δημοσιευμάτων, ομιλιών και λογοτεχνημάτων μιας δεκαετίας. Κύριο θέμα η πολιτιστική και πνευματική δραστηριότητα των Κρητών, όπως η κρητική διάλεκτος και λογοτεχνία, 1996, σελίδες 503.
Οδηγός Κρητικής Μαντινάδας, τα πεπραγμένα ενός επταετούς διαγωνισμού Μαντινάδας στην εφημερίδα «Κρητικά Επίκαιρα», δημοσιεύματα για την κρητική μαντινάδα, συλλογή επιλεγμένων κρητικών μαντινάδων και άλλων στιχουργημάτων, 1998, σελίδες 188.
Θα τον θυμόμαστε πάντα και μέσα από το έργο του που παραμένει σημαντικό και αναμφισβήτητα πολύτιμο για τα Κρητικά Γράμματα.
Στέλιος Κανταρτζής: Το προσφυγόπουλο με το ποιητικό ταλέντο
Ιούνιο μίσεψε άλλος ένας υπέροχος Ρεθεμνιώτης με ευωδιαστές Μικρασιάτικες ρίζες. Ο Στέλιος Κανταρτζής ένας από τους αυθεντικούς εκφραστές του σατιρικού στίχου.
Ήταν πάντα ένας άνθρωπος γελαστός και πρόσχαρος. Μιλούσε στην καρδιά ο απλός του λόγος. Απορούσες με την ηρεμία του, δείγμα πάντα καθαρής συνείδησης.
Κι όμως ο Στέλιος Κανταρτζής ήταν μια αστείρευτη φλέβα σάτιρας κι ένας δεινός εκφραστής του έντεχνου λόγου, χωρίς να τον έχει μελετήσει επιστημονικά.
Η απουσία του είναι αισθητή για όσους τον είχαμε συνηθίσει να σχολιάζει την επικαιρότητα με τον μεστό σκωπτικό του στίχο.
Ο υπέροχος αυτός άνθρωπος ήρθε σαν σκιά μνήμης να με γυρίσει στα έργα και τις ημέρες του, όπως ανασκάλευα το αρχείο μου να βρω συμπατριώτες μου Μικρασιάτες του Ρεθύμνου, που έχουν προσφέρει στον τόπο που έγινε δεύτερη πατρίδα τους.
Ήθελα με τον τρόπο αυτό να μνημονεύσω την επέτειο που ακόμα ματώνει στη μνήμη κάθε ξεριζωμένου, ακόμα και πρόσφατης γενιάς.
Κάθισα λοιπόν να τον αναστήσω στο κείμενο αυτό, θαρρώντας πως καθόμαστε όπως τότε στο γεμάτο λουλούδια κήπο του στον Πλατανιά.
Πίνω από τον καφέ που επέμενε να μου φτιάξει κι εκείνος μου διηγείται συγκινημένος τις εντυπώσεις του από ταξίδι του στην αλησμόνητη πατρίδα.
Ο Στέλιος Κανταρτζής ήταν πάντα το φαινόμενο του αυτοδημιούργητου ανθρώπου, που από το μηδέν δημιούργησε περιουσία μόχθου κι έγινε νοικοκύρης από τους πιο θαυμαστούς.
Γεννήθηκε το 1921 στις Νέες Φώκιες της Μικράς Ασίας.
Το 1923 μετά από πολλά βάσανα οι γονείς του εγκαταστάθηκαν στον Πλατανέ κι ασχολήθηκαν με γεωργικές εργασίες.
Δύσκολα χρόνια και κάθε οικογένεια χρειαζόταν γερά χέρια να φέρνουν ψωμί. Έτσι κι ο μικρός Στέλιος τι να κάνει; Υποχρεώθηκε να αφήσει το σχολείο μόλις τέλειωσε το δημοτικό και ν’ ασχοληθεί με την καλλιέργεια της γης. Δεν άφησε όμως τη μελέτη. Πάντα εύρισκε χρόνο να της αφιερώσει χωρίς να παραπονεθεί για τη στέρηση της γνώσης που του επέβαλαν οι σκληρές συνθήκες της εποχής.
Αμούστακο παλικαράκι ακόμα ένοιωσε την ανάγκη να γράψει. Κι έτσι χωρίς συγκεκριμένη αφορμή ασχολήθηκε με την ποίηση και την πεζογραφία. Τα θέματά του αντλούσε από την καθημερινότητα και ποτέ δεν θέλησε να παραδεχτεί πως ήταν ένας φτασμένος λογοτέχνης και μάλιστα με πολλές προοπτικές.
Η άριστη τεχνική στη δομή του στίχου του, φαίνεται από την επιτυχημένη επίδοση στην ακροστιχίδα που είναι από τα δυσκολότερα είδη του έντεχνου λόγου. Μικρό παράδειγμα το «Ρέθυμνο»:
Ρ-έθυμνο ονομάζεται η πόλη όπου μένω.
Ε-κ Μικρασίας πρόσφυγα με έχουνε φερμένο.
Θ-ύμισες που αγγίζουνε τα φύλλα της καρδιάς μου.
Υ-πομονή!!συστέγαση μετά της συμφοράς μου!
Μ-όνο αυτός που έπαθε μπορεί να καταλάβει.
Ν-α αισθανθεί τον πόνο μου και τη δική μου βλάβη!
Ο- χρόνος ο αλύπητος που βρίσκεται μπροστά μου.
Ν-α μου γλυκαίνει τις πληγές ως τα γεράματά μου.
Πάντα όμως είχε κι έντονη τη σκωπτική διάθεση.
«Εις το δικό μου Σόχωρο φυτεύω εγώ κρομμύδια
και …στην αυλή μου τα πετά εις άλλος τα σκουπίδια».
Φύση ανυπόταχτη κι αυτός δεν μπορούσε να ανεχτεί το ναζιστικό ζυγό. Έτσι εντάχθηκε μόλις βρήκε ευκαιρία στην Εθνική Αντίσταση με αξιόλογη δράση. Εξ αιτίας αυτής συνελήφθη και μετά από φρικτά βασανιστήρια, πεπεισμένοι οι δήμιοί του ότι δεν πρόκειται να του αποσπάσουν λέξη τον έστειλαν στις φυλακές Αγυιάς στα Χανιά, που ήταν κολαστήριο εκατοντάδων πατριωτών.
Αρχή δημιουργίας με το «Μεγάλο όχι»
Από τις εμπειρίες του αυτές εμπνεύστηκε το βιβλίο του το «Μεγάλο όχι». Πρόκειται για ένα επικό αριστούργημα που ξεκινά από τον πόλεμο του ’40 και συνεχίζει στην αντίσταση του περήφανου λαού μας μέχρι τη λευτεριά.
Το δεύτερο βιβλίο του με τίτλο «Ρεθεμνιώτικοι Σφυγμοί», είναι μια συλλογή από τα έμμετρα και πεζά κείμενα, που κατά καιρούς δημοσιεύτηκαν στις τοπικές κυρίως εφημερίδες.
Με την πολιτικοκοινωνική του σάτιρα, με τα ηθογραφικά, τα λαϊκά, τα ιστορικά του διηγήματα συγκινεί αλλά και ψυχαγωγεί τον αναγνώστη του.
Και κανένας δεν μπορεί να δεχθεί έστω και με διαβεβαιώσεις, ότι ο λογοτέχνης που έχει μπροστά του, δεινός εκφραστής του λόγου, είναι απόφοιτος δημοτικού!
Μέσα από το έργο του παρελαύνουν μορφές και γεγονότα που σημάδεψαν την τοπική ιστορία.
Ο κάματος της δουλειάς ποτέ δεν τον γονάτισε. Όσο κουρασμένος κι αν ένιωθε, μόλις έπιανε να γράψει κάτι για την εφημερίδα ήταν αμέσως μετά άλλος άνθρωπος.
Αυτό που θαυμάζαμε πάντα στον Στέλιο Κανταρτζή, ήταν το αστείρευτο κουράγιο που ανάβλυζε από μέσα του κι έδινε ζωή και στους άλλους.
Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι του αυτοί.
«Να σε χτυπά ο χαλασμός καταστροφή μεγάλη
κι εσύ με το χαμόγελο να ξαναρχίζεις πάλι.
Να προχωρείς, να προχωρείς χωρίς να βλέπεις πίσω
ούτε ποτέ να σκέπτεσαι «εδώ θα σταματήσω».
Η επικαιρότητα πολλές φορές ακόνιζε το στίχο του με περισσότερη οργή.
Γεια σου Μεγάλη μας Ελλάδα! Γεια σου Πατρίδα μας τρανή,
που αλωνίζουν τα παιδιά σου και παίζουν κάθε μηχανή.
Γεια σου πατρίδα του Σωκράτη με τη μεγάλη σου καρδιά,
που πάντα θα ψωμοταΐζεις τα παινεμένα σου παιδιά.
Άραγε που θα καταντήσει η τόση σου υπομονή
Πέντε χιλιάδες οι κολλήγοι, δέκα χιλιάδες οι νονοί!
Ο Στέλιος Κανταρτζής είχε το ψυχικό ανάστημα να γράφει για περιστάσεις που ωφελούν τον τόπο του, χωρίς να προβάλει τον εαυτό του.
Παράδειγμα οι προσφωνήσεις και αντιφωνήσεις στον Βασιλιά Καρνάβαλο.Ακούγαμε, χειροκροτούσαμε αυθόρμητα από πραγματικό ενθουσιασμό για τα εύστοχα σχόλια, αλλά κανένας δεν ήξερε εκείνη τη στιγμή ότι ακούει Στέλιο Κανταρτζή.
Δίκαιη αναγνώριση
Ο Στέλιος Κανταρτζής ευτύχισε να εκτιμηθεί για το έργο του το ποιητικό και να απολαύσει το θαυμασμό αφοσιωμένων αναγνωστών, που τον είχαν κατατάξει στους σημαντικούς μας λογοτέχνες.
Στην προσωπική του ζωή ήθελε την προκοπή και την ομορφιά. Μισούσε τη μιζέρια.Ήθελε κάθε του δικαίωμα στη ζωή να έχει κάτι από τον προσωπικό του μόχθο.
Γράφει κάπου:
«Σπιτάκι μου που βγήκες απ’ τα χέρια μου
με κόπους και χιλιάδες μεροδούλια
στο μόχθο μου πιστά συμπαραστάθηκαν
ο ήλιος το Φεγγάρι και η πούλια».
Από τα βιβλία του που έχουν εκδοθεί ξεχωρίσουν και οι «Λογισμοί» με ένα θαυμάσιο πρόλογο, του επίσης αξέχαστου, Μιχάλη Σκούληκα.
Η μνήμη των αλησμόνητων πατρίδων τον ακολουθούσε πάντα. Κι μου έφερνε συχνά φωτογραφίες από τον δικό του τόπο. Είχε μάλιστα καταφέρει να βρει και το σπίτι του στη Νέα Φώκαια κι αυτή τη φωτογραφία του 1992 ήθελε να την βάζει σε κάθε του μετέπειτα συλλογή.
Σαν καθαρή καρδιά που ήταν φαίνεται πως είχε προαισθανθεί το τέλος του. Βρήκα λοιπόν κάποια μέρα στο τραπέζι μου μια ανθολογία έργων του που είχε ο ίδιος ετοιμάσει και σελιδοποιήσει με αυτοσχέδια μέσα. Και ένα σημείωμά του:
«Αυτός ο τόμος που κρατάς είναι ο τελευταίος
και τέτοια ιδιότητα με συγκινεί βαθέως.
Κυρία Εύα έχε γεια και πάντα να θυμάσαι,
πως η ζωή κατρακυλά στο άσε και στο πιάσε».
Αυτός ήταν με μικρές πινελιές ο Στέλιος Κανταρτζής. Ο ευφυέστατος και πολυγραφότατος λογοτέχνης του δημοτικού, που κάτεχε και χειριζόταν την ελληνική καλύτερα από φιλόλογος. Και δεν παρέλειπε να σημειώνει το κακώς κείμενο με την ακούραστη πένα του στην εφημερίδα. Για να το διαβάσουν άπληστα την επομένη οι φανατικοί αναγνώστες του.