Η επέτειος της ανατίναξης του Γοργοποτάμου που δίνει την ευκαιρία να τιμήσουμε την Αντίσταση του Ελληνικού λαού ενάντια στον κατακτητή ευρύτερα, φέρνει στο νου και τους αγώνες στον νομό μας που έφεραν την πολυπόθητη λευτεριά.Κι είναι πολλοί οι αγωνιστές που έχουμε αναφέρει κατά καιρούς με εκτενή αφιερώματα. Από το κάλεσμα αυτό της πατρίδας μας δεν απουσίασαν ούτε οι γυναίκες, ούτε και τα παιδιά.
Για παράδειγμα ο Βασίλης Σπαχής ή Σπαχοβασίλης ήταν ο μικρότερος σε ηλικία αντάρτης, ο οποίος εντάχθηκε την περίοδο της Κατοχής στην «ομάδα του Πετρακογιώργη».
Παιδί ήταν και ο Κώστας Μυγιάκης όταν είχε αναλάβει να μεταφέρει μηνύματα από τη Μαρία Λιονή στον ηγούμενο της μονής Αρκαδίου Διονύσιο Ψαρουδάκη. Όπως μας έχει αφηγηθεί ο γιος της ηρωίδας κ. Σπύρος Λιονής όπως συνήθιζαν στην Αντίσταση δεν γνώριζε κανένας τα στοιχεία κάθε συνδέσμου με τον οποίο ερχόταν σ’ επαφή. Έτσι κι εκείνη δεν μπορούσε να ξέρει τα στοιχεία του 10χρονου παιδιού που της έφερνε τα μηνύματα κι έπαιρνε τα δικά της.Έτυχε όμως να τα μάθει και μάλιστα με ένα πολύ συγκινητικό τρόπο.
Αρχές της δεκαετίας του ’60 όταν ο παπά Γιάννης Πίτερης, έβαζε σε λειτουργία την Παιδική Στέγη ο δάσκαλος πλέον Κώστας Μυγιάκης επιδόθηκε σε αγώνα για να συγκεντρώσει λάδι, στηρίζοντας τη θεάρεστη αυτή πρωτοβουλία. Αυτός και μοναχός του είχε καταφέρει να συγκεντρώσει μια μεγάλη ποσότητα λαδιού που εντυπωσίασε τους πάντες γυρίζοντας από ελαιουργείο σε ελαιουργείο.
Και πανευτυχής που τα κατάφερε πήγε να το παραδώσει στον παπά Γιάννη. Εκεί γνώρισε τη Μαρία Λιονή. Κι όταν έγιναν οι συστάσεις έπεσε ο ένας στην αγκαλιά της άλλης κλαίγοντας από συγκίνηση.
Μια τραγική ιστορία νεαρού εθνομάρτυρα έρχεται στο νου όποτε περνάμε από την Επισκοπή.Εκεί στην πλατεία της Επισκοπής που φέρει το όνομα του ήρωα παπά-Νικολάου Πετράκη είναι το αρχοντικό του κ. Γιώργου Μακρυγιαννάκη.
Πόρτα πάντα ανοικτή στον ξένο και μια πρόθυμη σύζυγος αρχόντισσα πραγματική έτοιμη να επιβεβαιώσει τις παραδόσεις για την πατροπαράδοτη φιλοξενία.Αυτό το αρχοντικό όμως έχει και κάτι άλλο που το κάνει να ξεχωρίζει. Εκεί σε μια γωνιά υπάρχει πάντα η φλόγα της μνήμης ενός παλικαριού που πριν ακόμα ενηλικιωθεί έπεσε κάτω από τα βόλια του κατακτητή. Γιατί δεν άντεχε να βλέπει γύρω του σκλαβιά και πολεμούσε τον εχθρό χωρίς ποτέ να δειλιάσει. Ήταν ο Νίκος Μακρυγιαννάκης αδελφός του οικοδεσπότη.
Ο Νίκος γεννήθηκε στην Επισκοπή το 1926. Ήταν ένα από τα παιδιά του Νίκου Μακρυγιαννάκη.Οι ρίζες της οικογένειας κρατούν από τα Λιβανιανά Σφακίων, ένα χωριό που βρίσκεται σε υψόμετρο 250 μ. από τη θάλασσα, βορειοδυτικά του όρμου Φοίνικα και απέχει 10 χλμ. από την Ανώπολη. Η πρόσβαση είναι από τον δρόμο Ανώπολης – Αράδαινας, στη διασταύρωση αριστερά, πριν τη γέφυρα της Αράδαινας. Το χωριό είναι σχεδόν κρεμασμένο στις νότιες παρυφές των Λευκών Ορέων. Είχε την ίδια τύχη κατά την επανάσταση του Δασκαλογιάννη το 1770 και καταστράφηκε. Οι κάτοικοι συμμετείχαν και στην επανάσταση του 1821 με αρκετές απώλειες, όπως φαίνεται από τις απογραφές του 1821 και 1828, όπου υπήρχαν 170 και 107 αντίστοιχα κάτοικοι. Από τα Λιβανιανά είχε καταγωγή ο καπετάνιος του 1821 Μανούσος Βαρδουλάκης ή Βαρδουλομανούσος. Υπάρχουν δύο γειτονιές το Πανοχώρι και το Κατοχώρι. Το χωριό ήταν εγκαταλελειμμένο, αλλά πρόσφατα ανακαινίστηκαν κάποια σπίτια.
Από εκεί έφυγαν οι Μακρυγιαννάκηδες και ήρθαν να εγκατασταθούν στην Επισκοπή.Σκληρή ζωή για όλους. Κοντά στους γονείς και τα παιδιά, ιδίως τα μεγαλύτερα, βοηθούσαν στις αγροτικές δουλειές.
Η Επισκοπή είχε σχολείο μεγάλο με πάνω από 200 μαθητές όλα από την Επισκοπή. Ο Νίκος παρά τις δουλειές δεν έχανε μάθημα. Και αρίστευε πάντα. Θα μπορούσε να κάνει σπουδές. Τα έπαιρνε τα γράμματα.Μα πώς να πάρει την απόφαση ο γονιός να τον σπουδάσει χωρίς να αδικήσει τα άλλα του παιδιά; Ποιο παιδί να πρωτοκοιτάξει; Μάταια ο δάσκαλος προσπαθούσε να πείσει τον πατέρα να στείλει στο σχολείο το Νίκο.
Έμεινε στο χωριό λοιπόν ο μικρός χωρίς να προβάλλει καμιά αντίσταση. Με τη βιοπάλη πώς να τα βγάλεις πέρα; Κι όταν υπάρχουν πίσω σου άλλα αδέλφια που σε χρειάζονται.
Κανένας δεν τον άκουσε να παραπονιέται για το όνειρο των σπουδών που είχε θυσιάσει. Άλλωστε οι καιροί είχαν αρχίσει να προετοιμάζουν για τη θύελλα του πολέμου που πλησίαζε.
Ο πόλεμος τον βρήκε στην εφηβεία
Στην εφηβεία του ο Νίκος βρέθηκε στη λαίλαπα του πολέμου. Τα πρώτα δεινά μετά την επικράτηση των Γερμανών έδειχνε να τον εξοργίζουν παρά να κλονίζουν το θάρρος του.
Μια φωτιά σαν να έκαιγε μέσα του.
Κανένας δεν είχε καταλάβει την τρικυμία που βασάνιζε τον 14χρονο τότε Νικόλα.
Μόνο μια φορά όταν χάθηκε ο Αντώνης τους από κυάμωση κι η μάνα έκλαιγε απαρηγόρητα εκείνος γεμάτος θυμό της έλεγε «Γιατί τον κλαίτε. Σήμερα αυτός αύριο ίσως εμείς. Θα μας αφήσουν λέτε οι Γερμανοί να πάρουμε ανάσα;».
Πότε ακριβώς βρέθηκε στην Αντίσταση κανένας δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα.
Μια μέρα κοντά στο ξεψύχισμα της ναζιστικής τυραννίας, φάνηκε ένας χωριανός στο σπίτι του Γιώργη Μακρυγιαννάκη.
Έδειχνε πολύ ταραγμένος. Επειδή όμως οι περιστάσεις το απαιτούσαν ζήτησε από τον πατέρα να ειδοποιήσει τον Νίκο. Όπως είπε, με καταφανή τα σημάδια της ντροπής για την γκάφα του, οι Γερμανοί τον σταμάτησαν και τον ρώτησαν ποιος ήταν ο νεαρός που παρουσίαζε μια ύποπτη δραστηριότητα. Ο χωριανός, κακή ώρα θα πείτε γιατί ο άνθρωπος δεν ήταν καταδότης αποκάλυψε την ταυτότητα του νεαρού. Αμέσως μετά συναισθάνθηκε τι έκανε κι αφού δεν γινόταν να το πάρει πίσω έσπευσε να ενημερώσει.
Μάλλον όμως πως ήταν αργά.
Στις 24 Ιουλίου 1944 έφεραν οι Γερμανοί και πέταξαν στην πλατεία ένα πτώμα. Λέγεται πως το κεφάλι ήταν χωμένο στο βουργιάλι που κρατούσε.
Από κοντά οι δήμιοι παρακολουθούσαν ποιος θα σιμώσει. Όσο κι αν ακούγεται υπερβολικό δεν κινδύνευε μόνο η οικογένεια του ήρωα, αλλά και το χωριό ολόκληρο αν θα αντιδρούσε η τοπική κοινωνία μπροστά στο θέαμα.
Από καμιά κοινωνία δεν λείπουν ευτυχώς οι άνθρωποι που με σωστούς χειρισμούς σώζουν τους υπόλοιπους. Έτσι και στην περίπτωση αυτή.
Κάποιος πήγε με τρόπο και είπε στους Γερμανούς ότι ο Νίκος ήταν ένα …«ζωηρό» παιδί και μάλιστα οι δικοί του τον είχαν απομακρύνει από το σπίτι.
Με τον τρόπο αυτό κατάφερε η οικογένεια να πάρει τη σορό και να γίνει η ταφή.
Ο θρήνος για το 18χρονο Νικόλα ράγιζε και τις πέτρες. Σε μια στιγμή πλησίασε να προσκυνήσει το νεκρό ο Γιάννης Βαρδινογιάννης πατέρας του Παύλου. Ατρόμητος καθώς ήταν έκανε ένα γύρο με τη ματιά του στις μαυροφορεμένες γυναίκες και είπε χωρίς να δειλιάσει:
– Τι τον κλαίτε μωρέ; Οι λεβέντες άνδρες δεν θέλουν τον θρήνο.
Ήταν η πρώτη και καλύτερη αναφορά στον ηρωισμό του παλικαριού.
Αμέσως μετά η οικογένεια αναγκάστηκε να μεταφερθεί για την προστασία των υπόλοιπων παιδιών. Κι εκεί στη μεταφορά χάθηκαν προσωπικά αντικείμενα και φωτογραφίες. Έτσι δεν έχουμε καμιά να μας παρουσιάζει τον ήρωα.
Μια σημαντική δράση
Κι όταν άρχισαν με το πρώτο φως της λευτεριάς να έρχονται στην επιφάνεια οι δράσεις των ανταρτών τότε έγινε γνωστός και ο ηρωισμός του Νικολάου Μακρυγιαννάκη. Από επίσημα έγγραφα έμαθαν όλοι ότι ήταν μέλος της FOPS 133.
Αναφέρεται και στη λίστα με τα ονόματα των μελών όλων των αντάρτικων ομάδων ορεινών περιοχών Δυτικού Αποκορώνου και Δυτικού Ρεθύμνου. Επίσημα αναφέρεται σαν ενεργό μέλος από 1/1/44 μέχρι 24 Ιουλίου του ίδιου έτους που δολοφονήθηκε από τους ναζί.
Αναφέρεται ότι τελούσε υπό τας διαταγάς του Άγγλου Ταγματάρχου Α. Fielding αξιωματικού της Φορς 133.
Σύμφωνα με άλλη επίσημη έκθεση – αναφορά, εκείνη τη νύχτα 23-24 Ιουλίου 1944 πυροβολήθηκε από Γερμανικό καταδιωκτικό απόσπασμα στη θέση Σκοτεινή Αποκορώνου γιατί είχε επιτύχει την απελευθέρωση Ρώσου αιχμαλώτου και γιατί συνεργαζόταν με Άγγλους σαμποτέρ.
Όπως αντιλαμβάνεσθε το έλεγε η καρδιά του 18χρονου. Δεν ήταν μικρό πράγμα να ελευθερώσει αιχμάλωτο κάτω από τη μύτη των σκοπών.
Μα δεν ήταν το μοναδικό ανδραγάθημα του ήρωα.
Σύμφωνα πάντα με επίσημο έγγραφο ο Νικόλαος Γεωργίου Μακρυγιαννάκης από την Επισκοπή Ρεθύμνου, πιστός πολεμιστής, εκτός των άλλων υπηρεσιών που πρόσφερε στην οργάνωση δηλητηρίασε το νερό και το ρόφημα ενός Γερμανικού φυλακίου με αποτέλεσμα να εξοντωθούν 12 άνδρες.
Ο ήρωας αυτός μη φαντάζεστε ότι είχε τα εύσημα που θα έπρεπε στην ώρα τους. Όπως συμβαίνει με κάθε πατριώτη.
– Ενώ- μας λέει ο κ. Γιώργος ο αδελφός του-μετά την απελευθέρωση πλημμυρίσαμε από «αντάρτες» που έλαβαν και τιμητικές συντάξεις χρειάστηκε να περάσει καιρός και με τη βοήθεια του Επαμεινώνδα Πενθερουδάκη να πάρουμε τον Πολεμικό Σταυρό Γ’ τάξης που είχε απονεμηθεί τότε στον αδελφό μας.
Πριν από πέντε χρόνια μόλις το τοπικό συμβούλιο Επισκοπής αποφάσισε να δώσει το όνομα του ήρωα σε ένα δρόμο στη θέση Κρητικά.
Σε μια εποχή που απουσιάζουν τα πρότυπα θα πρέπει η γενιά του διαδικτύου να γνωρίζει ήρωες όπως ο Νικόλας Μακρυγιαννάκης.
Ένας γενναίος έφηβος που ακόμα και την τελευταία στιγμή δεν λύγισε. Ενώ άλλοι συναγωνιστές του στο πρώτο σήμα κινδύνου έσπευσαν να εξαφανιστούν εκείνος με πλήρη γνώση της κινητοποίησης των Γερμανών εναντίον του προτίμησε να φέρει σε πέρας την αποστολή του.
Κι έφυγε με πλήρη συναίσθηση και περηφάνια ότι επιτέλεσε στο ακέραιο το καθήκον του.
Μπροστά στα νιάτα αυτά της θυσίας πώς να μην υποκλίνεται καθένας μας με απέραντο σεβασμό κι ευγνωμοσύνη;
Η τραγική ιστορία του Γιώργη Κατσανεβάκη
Μια ακόμα συγκλονιστική ιστορία αφηγήθηκε στον φωτισμένο δάσκαλο Σήφη Δοκιμάκη ο αντάρτης Γιώργης Αναγνωστάκης κι εκείνος το συμπεριέλαβε στο ημερολόγιο του ήρωα που επιμελήθηκε με προσοχή. Αυτή την πολύτιμη μαρτυρία παραθέτουμε για να μαθαίνουν και οι νέοι πως λειτουργούσαν συνομήλικοί τους, στην περίοδο της Κατοχής, όταν τους θέριζε η πείνα και ο θάνατος καιροφυλακτούσε σε κάθε τους βήμα.
Δεν ήταν λίγα τα παιδιά ηλικίας 14-16 χρόνων που ζητούσαν να ενταχθούν στις αντάρτικες ομάδες για να βοηθήσουν με τις δικές τους δυνάμεις στον αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδας.
Μια περίπτωση πολύ χαρακτηριστική ο Γιώργης Κατσανεβάκης από το Καβούσι. Ήταν κι αυτό απόγονος μιας από τις ισχυρότερες οικογένειες της επαρχίας Σφακίων
Εδώ θα δανειστούμε στοιχεία από τον Πάρη Κελαϊδή, για να προσθέσουμε με την ευκαιρία, ότι λίγες οικογένειες, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, διαθέτουν επίσημα έγγραφα που να βεβαιώνεται η παλαιότητά τους. Οι περισσότερες στηρίζονται σε οικογενειακές παραδόσεις.
Σε αναφορά πάντως Σφακιανών προς Βενετσιάνο διοικητή Κρήτης το 1594, που είχε στο αρχείο του, υπέγραφε μεταξύ άλλων ο «Καπετάν Κατσανέβας». Αποδεικνύεται με αυτό ότι η συγκεκριμένη Νιμπριώτικη οικογένεια υπήρχε στα Σφακιά, πριν από την παραπάνω χρονολογία.
Παρακλάδι λοιπόν της οικογένειας, για να γυρίσουμε στην αφήγηση Αναγνωστάκη, βρέθηκε και στο Καβούσι κι εκεί αργότερα είδε το πρώτο φως της ζωής και ο Γιώργης.
Μάθαινε για τους αντάρτες και μια φλόγα σιγόκαιγε μέσα του. Και μια μέρα πήρε τη μεγάλη απόφαση. Πήρε κρυφά από τους γονείς του ένα γερμανικό τουφέκι, με αρκετά πυρομαχικά και έβαλε ρότα για τις Αραβάνες, στους πρόποδες του Ψηλορείτη, που ήξερε ότι θα συναντήσει αντάρτικες ομάδες.
Για κακή του τύχη, άπειρος καθώς ήταν, έπεσε σε γερμανική ενέδρα και πιάστηκε αιχμάλωτος. Οι Γερμανοί τον μετέφεραν στις φυλακές του Ρεθύμνου και τον υπέβαλαν σε φρικτά βασανιστήρια για να ομολογήσει το κρησφύγετο των ανταρτών, ποιος του έδωσε το όπλο και ποιος άλλος από το χωριό κρύβει στο σπίτι του οπλισμό.
Η φυλάκιση του μικρού Γιώργη και η προσαγωγή του πατέρα του
Αν και τόσο μικρός ο Γιώργης Κατσανεβάκης δεν άνοιξε το στόμα του κι ας ήξερε πράγματα που σίγουρα ενδιέφεραν τους βασανιστές του. Υπέμεινε όλα τα μαρτύρια με θάρρος αξιοθαύμαστο.
Επαναλάμβανε διαρκώς ότι το όπλο το βρήκε μόνος του κι ότι ήθελε να γίνει αντάρτης, για να λευτερώσει την πατρίδα του. Και σαν να μην έφτανε αυτός τους ρωτούσε με τη σειρά του:
– Αν και σας η πατρίδα σας είχε υποδουλωθεί από κάποιο άλλον λαό, το ίδιο δεν θα κάνατε;
Ακόμα και οι Γερμανοί θαύμασαν το θάρρος, τη λεβεντιά και τη φιλοπατρία του.Αφού το πήραν απόφαση ότι ο μικρός δεν πρόκειται να λυγίσει τον οδήγησαν στον στρατηγό Αντρέ διοικητή του νησιού. Κι εκεί όμως ο νεαρός Γιώργης κράτησε την ίδια στάση, κερδίζοντας την εκτίμηση του Αντρέ, που περιορίστηκε να διατάξει τη μεταφορά του παιδιού στις φυλακές Χανίων.
Αμέσως μετά διέταξε την προσαγωγή του πατέρα Κατσανεβάκη για ανάκριση με την υπόσχεση ότι δεν θα τον συλλάβει ούτε θα τον φυλακίσει.
Αυτό που δεν γνώριζε ο στρατηγός είναι ότι ο γέρο Κατσανέβας γνώριζε γερμανικά, γιατί είχε βρεθεί αιχμάλωτος σε γερμανικό στρατόπεδο στη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Και σ’ αυτόν ο Αντρέ άρχισε να ρωτάει τα ίδια:Προέλευση όπλων, που βρίσκονται οι ανταρτοφωλιές και ποιος στο χωριό αναπτύσσει αντιστασιακή δράση.
– Ναι, του είπε με θάρρος ο πατέρας του Γιώργη. Υπάρχουν αντάρτες αμέτρητοι. Χιλιάδες πολεμούν με τον τρόπο τους καθένας. Αλλά για τα λημέρια τους μη με ρωτάτε. Δεν ξέρω.
Και βλέποντας τον Γερμανό να τον ακούει άφωνος πρόσθεσε:
– Αλλά και σας στρατηγέ, αν αυτό που συμβαίνει σε μένα τώρα, αυτή τη στιγμή συνέβαινε σε σας, στην πατρίδα σας, ερωτώ και να μου πείτε, σαν Γερμανός στρατιώτης, θα αποκαλύπτατε εις τον εχθρόν ότι μυστικό γνωρίζατε;
Ο Αντρέ κοίταξε με θαυμασμό τον γέροντα θαυμάζοντας την ευθύτητα, την ανδρεία και το θάρρος του. Κάτι ψιθύρισε σ’ ένα στρατιώτη και λίγο αργότερα ο μικρός Γιώργος έπεφτε στην αγκαλιά του πατέρα του. Ήταν πια ελεύθερος. Ο γέρο Κατσανεβάκης πήρε τον λεβέντη του με δάκρια στα μάτια και πήραν τον δρόμο της επιστροφής για το χωριό.
Μόλις έφτασαν οι χωριανοί τους επιφύλαξαν υποδοχή ηρώων και το γεγονός πανηγυρίστηκε από όλους.
Άδοξο τέλος
Θλιβερή ωστόσο είναι η κατάληξη της ιστορίας μας. Ο Γιώργης μεγάλωσε, πήγε και στρατιώτης και μόλις αφυπηρέτησε γύρισε στο χωριό για ν’ ασχοληθεί με την πατρική περιουσία. Ποιος το περίμενε όμως ότι αυτός ο μικρός ήρωας που σώθηκε από την εκτέλεση θα έπεφτε θύμα των στοιχείων της φύσης.
Πράγματι ενώ έβοσκε τα πρόβατά του στη θέση Πύργος του χωριού Καβούσι σκοτώθηκε από κεραυνό!
«Αν έχεις τύχη διάβαινε» λέει ο σοφός λαός μας. Και τα γεγονότα τον δικαιώνουν πάντα.