– Η τραγική απόφαση του Μανόλη Ζαχαράκη – Η γενναία στάση του Μιχάλη Τζέληση – Η συμβολή του παπά Αντώνη Ξυδάκη
Είναι και οι μικρές ανθρώπινες στιγμές που γράφουν ιστορία. Ίσως δεν είναι τα μεγάλα κεφάλαια, που συνθέτουν τις λεπτομέρειες που ζητούν οι επιστήμονες, για την έρευνά τους. Είναι όμως η άλλη όψη του σκληρού πολέμου. Είναι οι μικρές οιμωγές υπάρξεων που στερήθηκαν γονείς και συγγενείς για χάρη των ιδανικών του έθνους.
Είναι οι πράξεις απαράμιλλης γενναιότητας, που δείχνει και το μεγαλείο ψυχής του Κρητικού.
Η πράξη που έγινε σε ένα μικρό σπίτι στον Πρινέ Μυλοποτάμου παραμονή της μεγάλης μάχης πιστεύουμε ότι αποτελεί το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα.
Εκείνο το πρωί της 20ης Μαΐου, γύρω στις 10, έντεκα αεροπλάνα πέρασαν τρομάζοντας τα παιδιά αλλά και τους μεγάλους με τον εκκωφαντικό τους θόρυβο. Τα παιδιά που δεν ήξεραν τι είναι αεροπλάνο νόμισαν ότι βλέπουν γερανούς. Και ανύποπτα συνέχισαν τις δουλειές τους, γιατί εκείνη την εποχή και τα παιδιά βοηθούσαν στις αγροτικές δουλειές. Οι μεγάλοι όμως που είχαν εμπειρία από το Μικρασιατικό Μέτωπο κατάλαβαν ότι είναι εχθρικά αεροπλάνα.
Οι συζητήσεις είχαν φουντώσει όσο περνούσε η μέρα και οι άνδρες αναρωτιόντουσαν τι να κάνουν όταν φάνηκε ο Γεώργιος Αποστολάκης και τους είπε ότι εκεί στον Κάμπο του Λατζιμά έπεφταν αλεξιπτωτιστές.
– Πρέπει να πάμε, ήταν η απόφαση, αλλά πώς να πάνε χωρίς όπλα. Άρχισαν να κοιτάζουν από δω κι από κει αλλά εκτός από μερικούς τσιφτέδες δεν εύρισκαν τίποτα.
Ο μόνος που είχε ένα όπλο πιο εύχρηστο ήταν ο Νικόλαος Ζαχαριουδάκης. Ήταν ένα Λεμπέλ που το κρατούσε λάφυρο από τον πόλεμο της Μικράς Ασίας. Όταν τον είδαν οι δικοί του να παίρνει το όπλο και να ετοιμάζεται να τους αποχαιρετήσει έπεσαν πάνω του να τον σταματήσουν.
Είχε γυναίκα ετοιμόγεννη. Ποιος θα έφερνε τη μαμή από τις Μαργαρίτες ή από την Αλφά αν χρειαζόταν; Δεν μπορούσε να πάει πουθενά.
Ο Νικόλας ήρθε σε δύσκολη θέση. Το δίλημμα ήταν τρομερό. Και το όπλο να πάει χαμένο.
– Δώσε μου το όπλο να πάω εγώ άκουσε μια φωνή.
Ήταν ο πρώτος του ξάδελφος ο Μανόλης Ζαχαράκης. Και χωρίς να περιμένει πήρε το όπλο, πήγε στο σπίτι του, φίλησε το έξι μηνών αγόρι του τον Χρήστο που κοιμόταν αμέριμνο κι έφυγε με τους άλλους για τον Λατζιμά.
Η ώρα ήταν γύρω στις πέντε το απόγευμα. Κατά τις οκτώ ο ανάπηρος συγχωριανός του Γεώργιος Ζαχαράκης ή Τσιγαράς έλαβε ένα τηλεγράφημα με υπογραφή επιτροπή αμύνης. Η επιτροπή καλούσε όσους μπορούσαν να πολεμήσουν να κατέβουν την επομένη στο Πέραμα, για να σχηματίσουν ομάδες και να πάνε στον Λατζιμά να αντιμετωπίσουν τον εχθρό. Οι άνδρες όμως ήταν ήδη στον τόπο της μάχης. Η επόμενη μέρα σήμανε και την έναρξη της συγκλονιστικότερης μάχης όπως χαρακτηρίζεται η Μάχη της Κρήτης.
Εκτός των κάτω Μυλοποταμιτών είχαν κατέβει και από τα Ανώγεια μια ομάδα από επίλεκτους αγωνιστές με εμπειρία και μεγάλη γενναιότητα.
Ο Μανόλης Ζαχαράκης είχε βρει μια καλή θέση και χρησιμοποιούσε το όπλο του με εξαιρετική ευστοχία δημιουργώντας πρόβλημα στον εχθρό. Για κακή του τύχη όμως το όπλο αυτό έβγαζε καπνό και εύκολα έδινε το στίγμα του. Έτσι τον πήρε χαμπάρι ένας πολυβολητής και τον «γάζωσε» με μια ριπή. Ο ηρωικός άνδρας σωριάστηκε νεκρός.
Οι συναγωνιστές του περίμεναν με πόνο ψυχής γιατί ήταν αδύνατο να πλησιάσουν. Οι σφαίρες έπεφταν βροχή. Κι όταν οι Γερμανοί άρχισαν να υποχωρούν πήγαν κοντά στον ηρωικώς πεσόντα συγχωριανό τους, τον σήκωσαν στους ώμους και με αυτοκίνητο που βρέθηκε τυχαία τον μετέφεραν μέχρι τις Μαργαρίτες. Από εκεί με το καθελέτο τον έφεραν στο χωριό. Το θέαμα ήταν συγκλονιστικό. Ο Μανόλης Ζαχαράκης έμοιαζε να κοιμάται. Το στήθος του σκέπαζαν καρυδόφυλλα έτσι που να μη φαίνεται η μοιραία πληγή. Οι Ανωγειανοί είχαν πέντε νεκρούς κι ένα βαριά τραυματισμένο.
Ο ήρωας Πετρακάκης
Ένας ακόμα λεβέντης θα θυσιαστεί για να σώσει τους συμπολεμιστές του. Ήταν ο Νικόλας Πετρακάκης από τους εμπειροπόλεμους κι αυτός εθελοντές.
Μαινόταν η μάχη στον Λατζιμά αλλά ο Νικόλας έπαιρνε πρωτοβουλίες στη μάχη για να εμψυχώσει και τους συναγωνιστές του
Κάποια στιγμή που είχε εγκλωβιστεί από ένα πολυβολείο με έξι συντρόφους του πήρε τη μεγάλη απόφαση να δράσει κι ο Θεός βοηθός.
Διαφορετικά όλοι οι γύρω του που πολεμούσαν θα ήταν σε λίγα λεπτά νεκροί καθώς το πολυβόλο θέριζε.
Κατάφερε λοιπόν μετά από συνεννόηση με τους άλλους να αιφνιδιάσει τον πολυβολητή που άκουσε πυροβολισμό, δεν είδε από που προερχόταν και σηκώθηκε να διαπιστώσει τι συμβαίνει. Αυτό περίμενε ο Πετρακάκης. Έπεσε πάνω του και τον σκότωσε. Για κακή του τύχη τον είδε κάποιος άλλος Γερμανός και του έριξε. Η βολή ήταν θανάσιμη. Ο Νικόλας έπεσε νεκρός. Οι άλλοι στρατιώτες όμως είχαν σωθεί. Και δεν το ξέχασαν ποτέ.
Η ευχή του Δεσπότη
Ο Διονύσιος Ψαρουδάκης ο θρυλικός ηγούμενος της Ιεράς Μονής Αρκαδίου μόλις πληροφορήθηκε στις εξελίξεις στην περιοχή των Χανίων από ένα αγγελιοφόρο χωροφύλακα του Σταθμού χωροφυλακής Αμνάτου αποφασίζει να αναλάβει δράση. Και μας αναφέρει σχετικά ο σ. εκπαιδευτικός Κώστας Μυγιάκης που έζησε τα γεγονότα.
«Ο Διονύσιος παίρνει αμέσως την απόφαση. Να κατέβει και να περάσει απ’ όλα τα χωριά (το Κατωμέρι) του δήμου Αρκαδίου. Να πάρει από κάθε χωριό την ομάδα που είχε οργανώσει από κοινού με τον Νίκο Γιαπιντζάκη και να κατέβουν στον τομέα του αεροδρομίου Πηγής.
Βγαίνει όμως πρώτα στην κορυφή του Τιμίου Σταυρού στον Κορρέ που ξέρει πως κάθε πρωί βγαίνουν εκεί ο Επίσκοπος Αθανάσιος Αποστολάκης και ο τέως γενικός διοικητής Κρήτης βουλευτής και υπουργός Νίκος Ασκούτσης προσωπικός φίλος. Νοιώθει την ανάγκη πως πρέπει να τους ειπεί τοn σκοπό που κρύβει στο νου και την καρδιά του, και να τους αποχαιρετίσει.
Μόλις φτάνει τρέχει φιλεί το χέρι του Δεσπότη του, αγκαλιάζει και φιλεί και τον γκαρδιακό του φίλο Νίκο Ασκούτση και τους λέγει, το μυστικό του.
«Αποφάσισα να πάω να πολεμήσω στον τομέα το αεροδρομίου Πηγής, παίρνοντας μαζί μου, τους άνδρες Κρητικού πολεμιστές της ομάδας του κάθε χωριού που είναι πρόθυμοι και το αίμα τους να χύσουν, σαν κι εμένα, για τη λευτεριά της Κρήτης μας. Δώστε μου την ευχή σας».
Και ο επίσκοπος Αθανάσιος του απαντά: «Όχι Διονύσιε μου. Δεν στου το επιτρέπει η ηλικία σου 60 χρόνων τώρα». Και συμπληρώνει από δίπλα και ο γκαρδιακός του φίλος Νίκος Ασκούτσης: «Διονύσιε μου στη φιλιά μας σε εξορκίζω μην κάνεις αυτό που προλίγου ξεστόμισες και μας είπες»!
«Σεβαστέ μου Δεσπότη, μπορεί όπως μου είπες, δεν μου το επιτρέπει η ηλικία μου. Μου το επιβάλλει όμως η καρδιά μου. Το πατριωτικό καθήκον. Δώστε μου την ευχή σας για τη Νίκη. Εγώ το αποφάσισα και φεύγω»!
Και τότε σηκώνεται ο επίσκοπος Αθανάσιος, τον αγκαλιάζει, τον φιλεί και του λέγει: «Διονύσιε πρόσεχε, και με τη νίκη».
Σηκώνεται και με κλάματα τον αγκαλιάζει και γκαρδιακός του φίλος Νίκος Ασκούτσης και του εύχεται και αυτός το ίδιο. Ο Διονύσιος ανταποδίδει τις αγκαλιές και τα φιλιά και κατεβαίνει στο κελί του, παίρνει το όπλο του, ειδοποιεί τους άλλους καλογήρους και με αγωνία φτάνει πρώτα στην Αμνάτο. Βρίσκει έτοιμη την ομάδα των Κρητών αγωνιστών και μαζί τους χωροφύλακες του Σταθμού χωροφυλακής της Αμνάτου. Ενας δε να μοιράζει τα πέντε όπλα που διέθετα. Και ο Διονύσιος παρακλητικά του λέγει: «Δώσε μου κι εμένα ένα, γιατι τούτο που κρατώ είναι παλιό και δύσκολα παίρνει φωτιά». Και μόλις παίρνει το όπλο ξεκινά μαζί με την ομάδα για την Πηγή. Περνά και τα επόμενα χωριά Κυριάννα και Λούτρα που οι ομάδες τους τον καλωσορίζουν με χειροκροτήματα και όλοι μαζί τώρα φτάνουν στην πλατεία της Πηγής, όπου περιμένουν και οι ομάδες Άδελε – Αγίου Δημητρίου – Μέσης και Χαρκίων. Ο Διονύσιος ενθουσιάζεται. Το ίδιο και ο Ενωμοτάρχης του Σταθμού Χωροφυλακής Πηγής ο αείμνηστος Νίκος Γιαπιτζάκης.
Ο ενθουσιασμός και των δύο μεγιστοποιείται παρακολουθώντας το τι γίνεται στην πλατεία! Γυναίκες της Πηγής να φέρνουν και να κερνούν από ξηρούς καρπούς μέχρι και ζεστές τυρόπιτες.
Ο Γρηγόρης ο Κουτσός να βγαίνει στην πόρτα του καφενείου και να φωνάζει: Ελάτε πάρετε όλα τα κιβώτια τις γκαζόζες ν’ ανοίξετε να τις πιείτε. Ο Βογιατζόγλου ο Κυριάκος που διατηρούσε κατάστημα με είδη ζαχαροπλαστείου να μεταφέρει μια μια κούτα και να κερνά τους σε λίγο μαχητές για τη λευτεριά της Κρήτης, μέχρι να τις διαθέσει όλες.
Δεν υστέρησε δε ούτε ο Αλκιβιάδης Σπανδάγος που διατηρούσε ολόκληρο σούπερ μάρκετ της εποχής. Δίνει εντολή στον Φούρναρη που είχε τον Γιάννη από τη Μέση, να πάρει ότι γλυκαντικό, ξηρούς καρπούς, ακόμα και αρτουλάκια να πάει να τα μοιράσει στους μαζωμένους στην πλατεία, έτοιμους για τη μάχη του αεροδρομίου της Πηγής.
Τελειώνοντας τα κεράσματα, βγαίνει επάνω στη Χαβούζα της βρύσης ο ηγούμενος Τ’ Αρκαδίου Διονύσιος Ψαρουδάκης και βγάζει ένα πύρινο πατριωτικό λόγο, που τους μεν άνδρες ενθουσίασε τα μέγιστα και άρχισαν να χειροκροτούν και δύο που κρατούσαν πιστόλια να ρίξουν μια πιστολιά. Ενώ αντίθετα οι γυναίκες του χωριού που παρέμειναν μετά το κέρασμά τους έβαλαν τα κλάματα στο άκουσμα της φράσης του Διονυσίου «Αγαπητοί μου χωριανοί και λοιποί συνδημότες του δήμου Αρκαδίου, ξεκινάμε σε λίγο για τη μάχη στον τομέα του Αεροδρομίου Πηγής και στη συνέχεια άμα εξασφαλίσομε το αεροδρόμιο, πηγαίνομε στον Σταυρωμένο. Πιθανόν πολλοί από εμάς να μη γυρίσομε στο σπίτι μας και στις οικογένειές μας. Χαλάλι στο αίμα που θα χύσουμε για την αγαπημένη μας Κρήτη».
Φθάνοντας στις παρυφές του αεροδρομίου Πηγής οι Κρητικοί μαχητές της ομάδος του ηγούμενου Διονυσίου Ψαρουδάκη, εντάσσονται πλησίον της δύναμης του λόχου του Νίκου Κατσιράκη, όπου παίρνουν θέσεις μάχης και αναμένουν καλυπτόμενοι από τους πολυβολισμούς και βομβαρδισμούς των Στούκας.
Και σε λίγο αρχίζει η πτώση των αλεξιπτωτιστών.
Η δράση του παπά Αντώνη Ξυδάκη
Όταν άρχισε η πτώση των αλεξιπτωτιστών, στις 20 Μαΐου 1941, ο παπά Αντώνης Ξυδάκης, ένας ακόμα γενναίος ρασοφόρος, βρισκόταν στα Φραντζεσκιανά Μετόχια, το χωριό της γυναίκας του. Από το πρώτο κιόλας άκουσμα της εισβολής, δεν κάθισε άπρακτος. Έσπευσε να επιστρέψει στο Όρος, αφού προηγουμένως στις 10 το βράδυ συναντήθηκε στους Αρμένους με τον Ιωσήφ Πέρρο από τον οποίο έμαθε λεπτομερώς τα γεγονότα και τις αποφάσεις για την αντιμετώπιση του εχθρού.
Στο χωριό του συγκέντρωσε αμέσως έναν αριθμό γενναίων ελεύθερων σκοπευτών και το πρωί της 21 Μαΐου 1941 βρισκόταν στα Μισσίρια και συγκεκριμένα στο Αλμπάν Μετόχι παίρνοντας μέρος στις συμπλοκές με τους Γερμανούς αλεξιπτωτιστές.
Εκεί στο ίδιο μέρος αγωνιζόταν και ο αδελφός του Κώστας, λοχίας και τραυματίας του Αλβανικού μετώπου που υπηρετούσε στο τάγμα πεζικού Ρεθύμνου. Τα δυο αδέλφια αγωνίστηκαν σε όλα τα μέτωπα, Αλμπάν Μετόχι, Περιβόλια, Άγιος Γεώργιος με απαράμιλλο ηρωισμό. Σταμάτησαν να αγωνίζονται όταν πια οι Γερμανοί είχαν μπει στο Ρέθυμνο.
Κι ένα παιδί όμως δεν άφησε τον πατέρα, τον θείο και τους άλλους της ομάδας χωρίς τρόφιμα και πυρομαχικά. Ήταν ο Στέφανος, γιος του παπα-Αντώνη, μαθητής γυμνασίου, που δεν θέλησε να μείνει αμέτοχος στο μεγάλο ξεσηκωμό. Και βοηθούσε με το δικό του τρόπο που αποδείχτηκε πολύτιμος για την περίσταση.
Στην οπισθοχώρηση ο παπα-Αντώνης, με τους άνδρες του, παρέλαβαν από τη θέση Αποθαμένου, 21 Άγγλους, Αυστραλούς και Νεοζηλανδούς στρατιώτες, από τους οποίους ένας ήταν ανθυπολοχαγός, δυο επιλοχίες, και δυο δεκανείς.
Τους έφεραν στο Όρος κι εκεί τους έκρυψαν για πέντε μέρες σε μια ρεματιά, όπου δεν τους έλειψε τροφή και φροντίδα χάρις στην αυτοθυσία των κατοίκων της περιοχής.
Έξι μέρες μετά, ο παπα-Αντώνης έστειλε με οδηγό τον Νικόλαο Γ. Βιδιαδάκη τους ξένους στρατιώτες στου Φωτεινού, στον Ιωσήφ Πέρο, που με τη σειρά του, τους οδήγησε στο Σελλί Αγίου Βασιλείου απ’ όπου κατάφεραν αργότερα να φύγουν για τη Μέση Ανατολή.
Αυτό συνεχίστηκε και σε όλη τη διάρκεια της κατοχής. Ο παπα-Αντώνης Ξυδάκης με κίνδυνο της ζωής του, περισυνέλεγε κυνηγημένους στρατιώτες και αφού τους πρόσφερε άσυλο και τροφή μέχρι να ανακτήσουν δυνάμεις, τους προωθούσε στη Μονή Πρέβελη, σε στενή πάντα συνεργασία με τον Ηγούμενο Αγαθάγγελο Λαγκουβάρδο, ο οποίος και τους βοηθούσε να περάσουν στην Μέση Ανατολή, όπου συνεχιζόταν ο αγώνας.
Ο Θρυλικός Τζέλησης
Η πρώτη μέρα της μάχης βρήκε τον Μιχάλη Τζέληση από το Ατσιπόπουλο να ψάχνει όπλα για να πάει στα Περιβόλια να πολεμήσει. Κι ας ήταν 67 χρόνων.
Μάταια η γυναίκα του Ελένη το γένος Δημητρακάκη προσπαθούσε να τον αποτρέψει προσποιούμενη ότι δεν τα βρίσκει. Ο Τζέλησης δεν κάθισε να περιμένει. Πήρε τους δρόμους και περνώντας έξω από το σπίτι του αδελφού του Μάρκου είδε μέσα στον κήπο τον ανεψιό του Σοφοκλή που κρατούσε ένα τουφέκι. Όρμησε και του το πήρε από τα χέρια. Λες και του είχαν βάλει φτερά στα πόδια έτρεξε στο Φρουραρχείο όπου τον εφοδίασαν με σφαίρες και από εκεί τράβηξε γραμμή στα Περιβόλια όπου μαινόταν η μάχη.
Ενώ πολεμούσε δέχτηκε μια σφαίρα στο αριστερό χέρι που δεν του επέτρεπε να συνεχίσει. Απομακρύνθηκε με βαριά καρδιά από το πεδίο της μάχης και με δυσκολία έφθασε στη σπηλιά του κτήματός του στην Αγία Φωτεινή που είχαν μαζευτεί στενοί του συγγενείς αλλά και άλλοι Ρεθεμνιώτες.
Επειδή η κατάσταση του τραύματός του χειροτέρευε, ένα βράδυ τον μετέφεραν με γαϊδουράκι στο Νοσοκομείο Ρεθύμνου. Οι γιατροί βλέποντας τον κίνδυνο που διέτρεχε να πάθει γάγγραινα, του ακρωτηρίασαν το χέρι πάνω από τον αγκώνα. Η ημέρα αυτή ήταν ημέρα χαρμολύπης για την οικογένεια. Μεγάλη λύπη για τον πατέρα που έχασε το χέρι του και μεγάλη χαρά για τον γιο του Γεώργιο, που επέστρεψε σώος από το μέτωπο της Αλβανίας. Βλέποντας τον πατέρα του με το κομμένο χέρι για να τον παρηγορήσει του είπε: «Πατέρα μην στενοχωριέσαι χάσαμε ένα χέρι όμως υπάρχουν πολλά άλλα», εννοώντας ότι υπήρχαν στην οικογένεια επτά αδέλφια και η μητέρα τους.
Τότε είπε ο γενναίος αυτός άνδρας το περίφημο «Τι αξίζει ένας Τζέλησης μπροστά στην ελευθερία της πατρίδας;».
Ο Τζελησομιχάλης συνέχισε αγέρωχος τη ζωή του με κομμένο το αριστερό του χέρι. Συνήθιζε να πηγαίνει στο παντοπωλείο του στη Μεγάλη Πόρτα του Ρεθύμνου φορώντας την παραδοσιακή Κρητική στολή του, που του έδινε ιδιαίτερη αρχοντιά και ταυτόχρονα έκρυβε το ακρωτηριασμένο χέρι του. Κάποια μέρα τον πρόσεξε ένας περαστικός Γερμανός και ζήτησε να τον φωτογραφίσει. Αυτός στάθηκε λεβέντικα αλλά και με περιφρόνηση προς τον εχθρό και τον φωτογράφισε. Μετά από λίγες μέρες ο ίδιος Γερμανός του παρέδωσε τη φωτογραφία, που σώζεται μέχρι σήμερα.
Το αφιέρωμά μας συνεχίζεται.
Πηγές:
Κώστα Μυγιάκη: Η πρώτη μέρα της μάχης
Νικολάου Σαμψών: Μιχαήλ Τζέλησης Ένας γενναίος Ατσιπουλιανός
Εύας Λαδιά: Αντώνιος Ξυδάκης Ο ηρωικός ρασοφόρος
Εύας Λαδιά: Θυσιάστηκε για να σώσει τους συντρόφους του
Εύας Λαδιά: Μάχη της Κρήτης – Απάνθισμα μεγαλείου (ντοκιμαντέρ).