Πατέρας και γιος στην πρώτη γραμμή – Τα πάθη των «αριστερών» στρατιωτών» – Το μαρτύριο της ψείρας και της πείνας για όλους
Είναι αναρίθμητες οι περιπτώσεις που διαδραματίστηκαν στο μέτωπο του ’40 και μόνο η ζωή θα μπορούσε να γράψει.
Όπως για παράδειγμα να πολεμούν χωρίς να το ξέρουν στην πρώτη γραμμή, πατέρας και γιος.
Ήταν ο Γεώργιος και ο Παντελής Σαββάκης για τους οποίους έχουμε κάνει αφιερώματα κατά καιρούς.
Ο πατέρας ανήκε στη μαρτυρική γενιά που επωμίστηκε τόσες ευθύνες.
Μόλις κήδευσε τον πατέρα του αφοσιώθηκε στη συντήρηση και αποκατάσταση των αδελφών του και μετέπειτα των ανιψιών του. Χωρίς κραυγαλέες ενέργειες. Ήταν απόλυτα δοσμένος στην οικογένεια και στιβαρός συμπαραστάτης για κάθε αδελφό του.
Πάντρεψε αδελφές κι ανίψια, σπούδασε τα παιδιά τους κι ένα μόνο τον ενδιέφερε. Να κρατά ολόκληρη η οικογένεια τη θέση της στην ιεραρχία της κοινωνικής καταξίωσης που επάξια κατείχε.
Ήταν φυσικό να τον αναγνωρίζουν όλοι οι Σαββάκηδες ως αρχηγό της οικογένειας. Αυτό πιστοποιεί ο ανιψιός του ιερέας Κ. Κονσολάκης, στη νεκρολογία που έχει καταχωρηθεί στον τοπικό τύπο (Βήμα Ιανουάριος 1965).
Ο χαρακτήρας του ήταν αυτός που του έδινε το προνόμιο της πρωτοκαθεδρίας. Ήταν σοβαρός, ολιγόλογος, δίκαιος και αμερόληπτος στις κρίσεις του και σταθερός στις αποφάσεις του. Ενέπνεε αγάπη και σεβασμό. Οι συγγενείς του τον λάτρευαν. Οι φίλοι τον είχαν παράδειγμα προς μίμηση.
Αυτό που τον χαρακτήριζε ήταν και το ενδιαφέρον του για τα κοινά. Απορεί κανένας αν ενδιαφερόταν καθόλου για τον εαυτό του..
Κι ήρθε μετά το Έπος της Αλβανίας. Που να το φανταστεί ότι κάπου εκεί πολεμούσε και ο γιος του που εκείνος τον άφησε να μαθητεύει στη Σχολή Ευελπίδων.
Πράγματι ο 20χρονος γιος του Παντελής φοιτούσε στη στρατιωτική σχολή όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος. Ο Γεώργιος με τον βαθμό του συνταγματάρχη προερχόταν από την εφεδρεία των παλιών αξιωματικών. Δεν ήταν ποτέ δυνατόν να απουσιάζει εκείνος από το κάλεσμα της πατρίδας. Ένα μήνα μετά την έναρξη του πολέμου είχε τοποθετηθεί φρούραρχος της μόλις απελευθερωθείσης Κορυτσάς.
Η τυχαία συνάντηση με τον γιο του ήταν συγκινητική. Έδειξε όμως κι εκεί πόσο μεγάλος πατριώτης ήταν. Ο πόλεμος δεν επέτρεπε άλλες συναισθηματικές εξάρσεις. Ένας χαιρετισμός και μετά καθένας στο καθήκον του. Ο νεαρός αξιωματικός ήξερε πολύ καλά ότι δεν σήμαινε τίποτα το γεγονός ότι είχε υποδιοικητή τον πατέρα του.
Εκείνα τα χρόνια ήταν αναξιοπρέπεια να υπεκφεύγει ο νεαρός από στρατιωτικά καθήκοντα, κυρίως, όταν συγγενείς κατείχαν υψηλά αξιώματα.
Πήρε καθένας τον δρόμο του χωρίς δεύτερη σκέψη. Ο σπόρος φιλοπατρίας που έσπερνε ο Γεώργιος φύτρωσε στη συνείδηση του γιου του Παντελή, άνθισε και κάρπισε, όπως φάνηκε, με την όλη δράση του.
Στην πρώτη γραμμή και ο «Θεοδωρομανώλης»
Στην πρώτη γραμμή και ο «Θοδωρομανώλης» εγγονός του Μπεγομανώλη καταγόταν από ηρωική γενιά.
Γεννήθηκε στου Γάλλου το 1916. Ως υπολοχαγός του Ελληνικού Στρατού, έλαβε μέρος με το 44ο Σύνταγμα Πεζικού, ως σημαιοφόρος του, στις επιχειρήσεις κατά των Ιταλών στην Αλβανία όπου και τραυματίστηκε στην Κλεισούρα.
Έχει μεγάλο ενδιαφέρον ένα ρεπορτάζ του Σάββα Γενεράλη, στην «Κρητική Επιθεώρηση» (11/1/41) για την υποδοχή των πρώτων τραυματιών του μετώπου στην Αλβανία ανάμεσα στους οποίους είναι και ο Εμμανουήλ Θεοδωράκης. Το παραθέτουμε επειδή μας δίνει την ατμόσφαιρα της εποχής και πως ένοιωθε η τοπική κοινωνία για τους στρατιώτες μας που πολεμούσαν στο μέτωπο. Αναφέρει σχετικά ο Σάββας Γενεράλης: «Έπρεπε να γίνει πόλεμος για να νιώσω τη συγκίνηση πού ένοιωσα προχθές τ’ απομεσήμερο όταν φθάσανε οι πρώτοι τραυματίες. Κι όλο το Ρέθυμνο που είχε μαζευτεί στη «Μεγάλη Πόρτα» ένοιωθε την ίδια βαθειά κι αξέχαστη λαχτάρα.
Μόλις έφθασε το πρώτο αυτοκίνητο που τους έπαιρνε τους τιμημένους λαβωμένους, όλο το μάζεμα κι ο αέρας όλος αντιλάλησε από το χειροκρότημα του κόσμου. Μόλις παρουσιάστηκε ο πρώτος «κεφαλοδεμένος» στρατιώτης, το χειροκρότημα δυναμώθηκε με τα «ζήτω». Τον πρώτο ακολούθησε δεύτερος, τρίτος, ύστερα ένας αξιωματικός, ύστερα ένας αεροπόρος, τα μυριόστομα «ζήτω» και τα χειροκροτήματα, δυνάμωναν σε κάθε νέα εμφάνιση λαβωμένου.
Μαζί με τον Εμμανουήλ Θεοδωράκη είχαν έρθει με διάφορα τραύματα ο καθένας, ο Θεόδωρος Πρινιωτάκης (Ορθέ Αγίου Βασιλείου), Εφεντάκης Κωνσταντίνος (Δουμαεργιό Αγίου Βασιλείου), Μαρκαντώνης Χρίστος (Ελένες Αμαρίου), Λεμονάκης (Άνω Μέρος Αμαρίου), Μαρκάκης Γεώργιος (Μουρνέ), Χαλκιαδάκης Εμμανουήλ, Παπαδάκης Χαράλαμπος (Σπήλι), Μουντριανάκης Εμμ., Καλλέργης Κωνσταντίνος, Φοβάκης Εμμανουήλ, Πετράκης Εμμ. και Αλεβυζάκης Εμμανουήλ.
Ο τραυματισμός του αυτός δίνει στον Θεοδωράκη και το πρώτο του εύσημο.
Αλλά η μετέπειτα δράση του τον έκανε ξεχωριστό και έδωσε το όνομά του στο γνωστό μας στρατόπεδο».
Η λεβέντικη στάση του Παναγιωτάκη
Για τον Αριστείδη Παναγιωτάκη, διοικητή του 44ου ΣΠ έχουμε πολλές φορές αναφερθεί εξάροντας την πολυσήμαντη δράση του.
Παροιμιώδης η δράση του και στο μέτωπο της Αλβανίας.
Το όνομά του σχετίζεται και με μια ακόμα ηρωική στιγμή. Μας την περιγράφει με γλαφυρότητα στο ημερολόγιό του ο Μανόλης Ρουμελιωτάκης. Αναφέρει σχετικά: «Στις 12 του Δεκέμβρη έρχεται διαταγή να παραδώσω τα είδη που ανήκουν στον λόχο να πάρω τα ατομικά μου είδη και να πάω στο σύνταγμα να παρουσιαστώ.
Δεν ήξερα σε τι οφείλεται αυτή η μετάθεση και έβανα χίλια δυο στο μυαλό μου. Τι να με θέλουν; Θυμήθηκα στον δρόμο μια μέρα, πετάλωνε ένας ένα άλογο και ήταν πιο ατζαμής από μένα, και τον βοήθησα κι ένας ανθυπολοχαγός που βρισκόταν εκεί μου ’χε κρατήσει τα στοιχεία μου. Δεν είχα άλλο να σκεφτώ και σκέφτηκα αυτό. Δεν περίμεναν ποτέ αυτό που είδα κι άκουσα αργότερα.
Παράδωσα στον Γ. Βαρότση τα είδη της νοσοκομικής και πήρα τα πράγματά μου και πήγα στο σπίτι που ήταν έδρα του συντάγματος .Έξω σ’ ένα υπόστεγο στεκόταν και περίμενε και ο Ν.Φ από την Επισκοπή με όλα του τα πράγματα. Τον ρωτώ τι ζητά και μου λέει ότι τον θέλει το σύνταγμα αλλά γιατί δεν ξέρει.
Δεν είχαμε τελειώσει τη συζήτηση και να σου κι άλλοι κι άλλοι κι άλλοι, γενήκαμε δεκαοκτώ κι όλοι τα ίδια. Το μυστήριο όμως άρχισε να φωτίζεται ως ένα σημείο γιατί τι τροπή θα έπαιρνε κανείς δεν ήξερε. Ήμαστε όλοι γνωστοί μεταξύ μας, έμμεσα ή άμεσα και δεν χωρεί πια αμφισβήτηση ότι μας καλούν για τα φρονήματά μας.
Σε λίγη ώρα βγαίνει ο υπασπιστής του συντάγματος λοχαγός Δανδουλάκης και μας καλεί μέσα. Μπαίνουμε. Είχαν συγκεντρωθεί οι αξιωματικοί του συντάγματος ο γιατρός, ο παπάς, ο ταγματάρχης του Α΄ τάγματος Αριστείδης Παναγιωτάκης, ο μόνιμος ανθυπολοχαγός τότε Γιάννης Φουσκάκης και ο διοικητής και υποδιοικητής του συντάγματος αντισυνταγματάρχες και οι δυο Θειακός και Κραουνάκης.
Απορήσαμε για την επισημότητα της υποδοχής και περιμέναμε να δούμε πως θα ξετελέψει. Μόλις μπήκαμε όλοι και σταθήκαμε προσοχή η φωνή του Θειακού αντήχησε σαν κραγμός κοράκου:
– Παπά ξομολόγησέ τους, γιατρέ υπόγραψέ τους τα διαβατήρια του θανάτου. Για σας δεν θα λειτουργήσουν στρατοδικεία. Έχω δώσει εντολή και στον τελευταίο στρατιώτη να σας εκτελέσει αν θελήσετε να χύσετε το δηλητήριό σας στις τάξεις του στρατού!
Όλη την ώρα που τα λεγε αυτά εμείς διαβάζαμε τα πρόσωπα των αξιωματικών να δούμε τι εντύπωση τους έκαναν. Βγάλαμε το συμπέρασμα και η συζήτηση το απέδειξε πως οι αξιωματικοί δεν επιδοκίμαζαν αυτά που λεγε ο διοικητής.
Τον λόγο από μας πήρε ο Τ.Τ. Του ’πε περίπου ότι η Κρήτη δεν βγάζει προδότες και ριψάσπιδες, ότι τα κόκαλα των Κρητικών για την απελευθέρωση της Ελλάδος θα τα βρεις από το Ταίναρο ως τη Ροδόπη, ότι κανένα σημείο δεν συνηγορεί που να του επιτρέπει να σχηματίσει τη γνώμη ότι ’μεις δεν θα πολεμήσουμε ή ότι εμείς είμαστε αντίθετοι από τον πόλεμο που μας επιβλήθηκε από τους επιδρομείς.
Πιο σταράτος ήταν ο ΜΠ. Αυτός του μίλησε σαν κομμουνιστής.
– Ο Τ.Τ., του λέει ο Μ.Π. σας είπε σωστά ότι σαν Κρητικοί και μόνο είμαστε υποχρεωμένοι από την παράδοση του νησιού μας, να πολεμήσουμε τον επιδρομέα, αλλά και σαν κομμουνιστές είναι γνωστή η θέση του κόμματός μας από το γράμμα του αρχηγού του και μου φαίνεται παράξενο πως σχηματίσατε τέτοια ιδέα. (σ.σ. Ο στρατιώτης αναφέρεται στην επιστολή Ζαχαριάδη).
Ο Θειακός ομοιόβαθμος με τον υποδιοικητή ήταν ο μόνος αξιωματικός που δεν ήταν Κρητικός και οι δυο άλλοι, προπαντός ο Κραουνάκης, δεν τον χώνευαν, γιατί ήταν άνθρωπος του Μεταξά. Ο χειρισμός λοιπόν του ζητήματος όπως το έκαναν οι δυο άλλοι, προπαντός ο Τ.Τ. έφερε πιο κοντά μας τους πατριώτες μας αξιωματικούς.
Ο Κραουνάκης με μια κρητικιά κατσούνα, κρεμασμένη στο μπράτσο του, πήρε τον λόγο:
– Να τ’ αφήσεις αυτά του λέει, μα τα κοπέλια θα πολεμήσουν. Γιατί δεν θέλουν να πάνε οι Ιταλοί να τους ……τις γυναίκες τους. Άκουσες πως σου το παν; Η Κρήτη δεν βγάνει προδότες.
Δεν πρόλαβε να μιλήσει ο διοικητής και παίρνει τον λόγο ο Παναγιωτάκης, και σε τόνο μεσολαβητικό μεταξύ διοικητή και υποδιοικητή του λέει:
– Είμαι βέβαιος πως δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας, τα παιδιά είναι πατριώτες και θα πολεμήσουν. Ενώ εκ των προτέρων είμαι υπεύθυνος για κάθε αντιπατριωτική τους δράση».
Τα μαρτύρια των στρατιωτών
Στη συνέχεια του ημερολογίου του ο Ρουμελιωτάκης, αναφέρεται στα δεινά που πέρασε κάθε Έλληνας στρατιώτης στο μέτωπο, χωρίς όμως ούτε στιγμή να καμφθεί το ηθικό του …
«….Στη Βασιλιάδα για πρώτη φορά πήρα ψείρες. Τρομερό πράμα είναι δύσκολο να το περιγράψει κανείς αν δεν τις δοκιμάσει.
Ένα απόγευμα μας διατάσσουν να είμαστε έτοιμοι και κατά τις πέντε ξεκινήσαμε. Είχαμε ξεκουραστεί κάμποσες μέρες. Εγώ στην πορεία αυτή ήμουν πιο αλαφρός, δε μου ’χαν δώσει όπλο και ήμουν μόνο με το γυλιό μου. Νύχτα βαθειά φτάσαμε σε μια γύρο ποταμιά και καταυλιστήκαμε κάτω από θεόρατες λεύκες.
Από δω και μπρος ξέχωρα από τ’ άλλα βάσανα έχουμε και τις ψείρες. Μόλις μας άφησε η κούραση μας παραλάβαιναν οι ψείρες. Αυτά τα δυο αποτελούσαν την ποικιλία της ζωής μας ως τώρα γιατί αργότερα προστέθηκε μόνιμα και η πείνα. Για το κρύο ούτε λόγος. Ήταν το επιδόρπιο. Θυμάμαι που ετοιμαζόντουσαν οι μάγειροι να στήσουν καζάνι και δεν εύρισκαν νερό, ενώ δίπλα μας έτρεχε ολόκληρο ποτάμι. Ήταν θολό. Αυτό το παθαίναμε συχνά κατόπιν …».
Η τραγωδία ενός 21χρονου στρατιώτη
Από τα τραγικά θύματα αυτού του πολέμου και ο Κωστής Μιχελιδάκης που έμεινε ανάπηρος από τα 21 χρόνια του. Ανέφερε σχετικά ο ίδιος στον Λευτέρη Κρυοβρυσανάκη: «Μόλις είχε συμπληρώσει οκτώ μήνες της θητείας του στο 29ο Σύνταγμα, όταν τον έστειλαν στην Αλβανία με τρένο από την Κομοτηνή.
Μόλις αποβιβάστηκε το Σύνταγμά του στο Αμύνταιο ξεκίνησαν με τα πόδια βόρεια προς τα Γιουγκοσλαβικά σύνορα. Μετά από βασανιστικές πορείες φτάσανε σε ένα χωριό την Ιεροπηγή αρχές Νοεμβρίου, λίγο έξω από τα Ελληνοαλβανικά σύνορα. Εκεί έμειναν δυο βράδια να ξεκουραστούν και συνέχισαν την πορεία πάντα νύχτα για να μη δίνουν στόχο στα αεροπλάνα.
Το πρώτο χωριό που συνάντησαν μπαίνοντας στην Αλβανία ήταν το Ντίβλιστα που είχε καταστραφεί από τους βομβαρδισμούς και το πυροβολικό. Οι πορείες συνεχίζονταν κάθε βράδυ μέχρι που έφτασαν στο Πόγραδετς.
Στο ύψωμα αυτό έκαναν τα οχυρώματά τους και ξεκουράστηκαν. Την επομένη με πυροβολικό και πεζικό έτρεψαν τους Ιταλούς σε άτακτη φυγή, ενώ συλλάβανε και αρκετούς αιχμαλώτους. Η μεγάλη τους χαρά όμως ήταν η καταστροφή ενός πολυβόλου που δεν άφηνε το πεζικό τους να προχωρήσει.
Με νέα διαταγή το τάγμα του Μιχελιδάκη κατευθύνθηκε στην Κλεισούρα για την ενίσχυση άλλου τάγματος που έκανε επίθεση. Πήρανε τους όλμους με τ’ άλογα και έφυγαν. Κατά την πορεία ο Μιχελιδάκης άρχισε να νοιώθει αφόρητους πόνους στα πόδια. Δεν ήταν η πρώτη φορά αλλά εκείνος απέδιδε το μαρτύριο στην κούραση από τις ατέλειωτες πορείες και δεν έδινε σημασία. Όταν πια δεν είχε κουράγιο να περπατήσει ανέφερε το γεγονός στον λοχαγό του που δήλωσε όμως αδυναμία να του προσφέρει την παραμικρή βοήθεια. Απλά του συνέστησε να καθίσει στο σημείο εκείνο να ξεκουραστεί και μετά να τους συναντήσει στο ύψωμα. Ήταν 15 του Νοέμβρη.
Ο Μιχελιδάκης υποφέροντας από τους πόνους κατάφερε να βρει ένα κατάλυμα σε κάτι εγκαταλειμμένες ιταλικές παράγκες, χωρίς καμιά βοήθεια, ενώ η κατάστασή του χειροτέρευε. Κάθισε μια νύχτα στην ερημιά, μη αντέχοντας άλλο τους πόνους, με μοναδική του συντροφιά τ’ αγρίμια και προσπάθησε να βγάλει τ’ άρβυλά του. Μάταιη προσπάθεια. Στην απελπισία του προσπάθησε με σουγιά να δημιουργήσει άνοιγμα από το πάνω μέρος αλλά μαζί με το δέρμα της αρβύλας, έκοβε και κρέας από τα πόδια του χωρίς να το καταλάβει. Είχε χειροτερέψει και δυστυχώς ο ίδιος δεν μπορούσε να καταλάβει σε πόσο κρίσιμη κατάσταση βρισκόταν. Κάθισε εκεί δέκα μέρες, χωρίς φαγητό, χωρίς ιατρική βοήθεια και μόνο η πίστη στο Θεό του έδινε θάρρος. Μετά από δέκα μέρες ένας λόχος που περνούσε από κει τον αντιλήφθηκε. Είχε γίνει ένα κουβάρι από τους πόνους, την πείνα και την ταλαιπωρία. Τον περιμάζεψε αλλά χωρίς να μπορεί να τον βοηθήσει περισσότερο.
Περίμεναν τον γιατρό που ήρθε σε λίγες μέρες για να δει τους αρρώστους του λόχου. Για να τον δει τον Μιχελιδάκη πήγε με τα γόνατα στη σκηνή του που απείχε από το σημείο που βρισκόταν κάπου ένα χιλιόμετρο.
Ο γιατρός με την ψυχραιμία που επέβαλαν οι συνθήκες έκανε ωμά τη διάγνωση. Ζήτημα αν μπορούσε ο άτυχος στρατιώτης να γλιτώσει τον ακρωτηριασμό. Ο κόσμος έπεσε και τον πλάκωσε. Ήταν Θεέ μου μόλις 21 ετών. Γιατί τόση αδικία; Σε τι έφταιξε;
Τα βάσανά του όμως συνεχίζονταν. Ο γιατρός δεν μπορούσε να προχωρήσει στην επέμβαση γιατί ο Μιχελιδάκης δεν ανήκε στην μονάδα του. Έπρεπε να κατέβει στο ορεινό χειρουργείο αλλά πώς;
Οι στρατιώτες του πρότειναν να ζητήσει από τον λοχαγό ένα άλογο για να τον κατεβάσουν στο χειρουργείο.
Ο λοχαγός όμως τον αντιμετώπισε με απανθρωπιά:
– Δεν είσαι της μονάδας μου του είπε κοφτά. Δεν μπορώ να σε μεταφέρω.
– Και τι να κάνω λοχαγέ; Να πεθάνω;
– Όπως θέλεις βρες τρόπο να πας.
Απελπισμένος έφυγε από κοντά του ο Κωστής, προχωρώντας πάντα με τα γόνατα. Δυο στρατιώτες τον λυπήθηκαν και του βρήκαν δυο ξύλα για πρόχειρες πατερίτσες. Έτσι κάπως άρχισε μόνος του να προχωρά. Του έδειξαν τον δρόμο κι άρχισε νέα μαρτυρική πορεία για τον άτυχο στρατιώτη. Προχώρησε με τον τρόπο αυτό ολομόναχος πάνω στα χιόνια σχεδόν ολόκληρη τη μέρα πάνω στα βουνά και στις χαράδρες.
Καθώς πλησίαζε στο ορεινό χειρουργείο βλέπει έναν γνωστό του να έρχεται στο μέρος του. Ήταν ο Μανόλης Σταματάκης από το Ρέθυμνο (Γραμματέας της Εισαγγελίας). Ανήσυχος προσπάθησε να τον βοηθήσει. Έβγαλε από την τσέπη του και του έδωσε μερικές σταφίδες. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο μέχρι που ήρθαν δυο νοσοκόμοι και τον πήγαν στο χειρουργείο.
Όταν τη δεύτερη μέρα ο γιατρός του ανακοίνωσε ότι θα του κόψουν τα πόδια έκανε σαν τρελός. Αρνιόταν πεισματικά όσο κι αν τον πίεζαν γιατροί, νοσοκόμοι, ο ίδιος ο διευθυντής. Έβλεπε σε τι χάλι ήταν τα πόδια του αλλά ήταν ανένδοτος στον ακρωτηριασμό. Μέχρι που τον έπεισε ένας γνωστός, που βρέθηκε εκεί, αδελφός του Γιάννη Λέρα, διευθυντή τράπεζας, με τον οποίο ο Μιχελιδάκης συνεργαζόταν όταν δούλευε στον Πετρακάκη στο Ρέθυμνο.
Μετά τον ακρωτηριασμό άφησαν τις πληγές ανοικτές να φύγει το μολυσμένο αίμα».
Ο Κωστής Μιχελιδάκης έζησε μέχρι τα βαθειά του γεράματα. Η παρουσία του στον χώρο των αναπήρων σε κάθε παρέλαση εθνικής επετείου ήταν το σήμα κατατεθέν ηρωισμού και αυτοθυσίας.
Η αναπηρία του δεν του έσβησε το χαμόγελο και την ανάγκη της επικοινωνίας και της αίσθησης μιας γόνιμης παρουσίας στο κοινωνικό γίγνεσθαι.
Το αφιέρωμά μας συνεχίζεται.