Του π. ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΤΣΟΥΡΔΑΛΑΚΗ*
Διανύοντας τον πρώτο μήνα του νέου έτους 2024, κατά το οποίο συμπληρώνονται διακόσια χρόνια από το Ιερό Μαρτύριο των Αγίων Τεσσάρων Μαρτύρων, η Ενορία Μελάμπων – ως γενέθλιος τόπος των Αγίων – εις ένδειξη απείρου σεβασμού και αγάπης στα Αγιομαρτυρικά Πρόσωπα τους, παραθέτει, παρακάτω, μικρό συναξάρι αυτών, ως εόρτιο μήνυμα και ψυχοφελή διήγηση, με την ευχή η χάρις των να γίνει στηριγμός και οδηγός της ζωής πάντων των τιμώντων το Άγιο Όνομα τους.
Μια ιδιαίτερη και εξόχως ένδοξη σελίδα της εκκλησιαστικής και της εθνικής μας ιστορίας αποτελούν τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στην Επαρχία Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου το 1824 και τα οποία είχαν ως κορύφωση το μαρτύριο των εκ Μελάμπων Αγίων Τεσσάρων Νεομαρτύρων, Αγγελή, Μανουήλ, Γεωργίου και Νικολάου.
Οι Τέσσερις Νεομάρτυρες γεννήθηκαν, έζησαν και δημιούργησαν οικογένειες με παιδιά στο ιστορικό χωριό Μέλαμπες Ρεθύμνου. Οι Μανουήλ και Αγγελής ήταν αδέλφια, οι Γεώργιος και Νικόλαος εξάδελφοι των πρώτων. Το επώνυμο όλων ήταν Βλατάκης, αλλά είχαν και το οθωμανικό Ρετζέπης, προερχόμενο από τον παππού τους, Εμμανουήλ, που είχε νυμφευτεί μια Κουρμουλοπούλα από τον Κουσέ της Μεσαράς, ο οποίος προκειμένου να απαλλαγεί από τις βιαιότητες και την καταδυνάστευση των Τούρκων και να διασώσει την περιουσία του από τις αρπακτικές διαθέσεις τους, έκανε αυτό που έκαναν και άλλοι χριστιανοί στην Κρήτη, Μικρά Ασία, Μακεδονία, Πόντο κ.ά.: Προσποιήθηκε εξισλαμισμό, διατηρώντας κρυφή την προγονική χριστιανική του πίστη. Έγινε δηλαδή «κρυπτοχριστιανός».
Αυτή την κρυμμένη πίστη στον Χριστό κληρονόμησαν και οι Τέσσερις Μάρτυρες. Υποκρίνονταν τους μωαμεθανούς και διατηρούσαν συγχρόνως μέσα τους δυνατή τη φλόγα της ορθόδοξης πίστης, συμμετέχοντας στα ιερά μυστήρια της ορθόδοξης Εκκλησίας. Όλα αυτά, βέβαια, με επί κρεμάμενο τον θανάσιμο κίνδυνο, αν αποκαλύπτονταν, να διακύβευαν τη ζωή τη δική τους, και των οικογενειών τους.
Η κατ’ επίφαση ωστόσο αυτή πίστη, με βάση τον Ευαγγελικό λόγο, αλλά και τα καθημερινά δεινά που έβλεπαν να υφίστανται οι υπόλοιποι χριστιανοί, τους προκαλούσαν σκληρό έλεγχο της συνειδήσεως των, γι’ αυτό και παρά τα προνόμια του μουσουλμάνου που απολάμβαναν, επιζητούσαν την κατάλληλη ώρα και περίσταση να αποκαλύψουν την πραγματική πίστη τους.
Η ώρα αυτή για τους τέσσερις Βλατάκηδες από τις Μέλαμπες ήλθε με το ηρωικό 1821 και την Ελληνική επανάσταση, την οποία είδαν ως ευλογημένη μέρα απαλλαγής από τη δουλεία και την αποκρυφία. Γι’ αυτό, και έλαβαν μέρος στις επαναστατικές κινητοποιήσεις των κατοίκων του χωριού τους και της ευρύτερης περιοχής.
Έτσι, τα τέσσερα παλικάρια της Λάμπης, αισθάνθηκαν επί τέλους τη λύτρωση από το μαρτύριο της κρυφής πίστης και του κρυμμένου πόθου, ζώντας πλέον φανερά στο χωριό τους ως Χριστιανοί και Έλληνες, καταβάλλοντας μάλιστα ως επιβεβαίωση και τον προβλεπόμενο για τους χριστιανούς κεφαλικό φόρο.
Όμως η επανάσταση στην Κρήτη, με τη βοήθεια Αιγυπτιακών στρατευμάτων, κατεστάλη το 1824. Το ίδιο έτος, ο Μεχμέτ Πασάς του Ρεθύμνου, πληροφορηθείς τα γεγονότα τα σχετικά με τους αρνητές του Μωάμεθ, Ρετζέπηδες, οργανώνει τη σύλληψη και παραδειγματική τιμωρία τους.
Οι Μελαμπιανοί Νεομάρτυρες, για να αποφύγουν τη σύλληψη, καταφεύγουν σε διάφορα κρησφύγετα της περιοχής, (σπήλαιο Αρχιστρατήγου Μιχαήλ, μάντρα του Σκιστή) γεγονότα που η τοπική παράδοση μέχρι σήμερα μνημονεύει. Αποφασίζουν όμως, τελικά, να παρουσιαστούν στο τουρκικό απόσπασμα όχι γιατί πείστηκαν από τις τουρκικές υποσχέσεις ότι δεν θα τιμωρηθούν αν παραδοθούν, αλλά γιατί αφενός θέλουν να αποκαλύψουν τη χριστιανική τους ταυτότητα, και αφετέρου γιατί γνωρίζουν ότι σε διαφορετική περίπτωση την τιμωρία θα υποστούν οι οικογένειες και οι συγχωριανοί τους.
Παρουσιάζονται λοιπόν στο τουρκικό απόσπασμα, το οποίο παρά τις δοθείσες υποσχέσεις στον πρόεδρο του χωριού (Κατεργαράκη) τους συλλαμβάνει και δέσμιους, μέσω της διαδρομής Μέλαμπες – Κισσός – Σπήλι – (όπου και διανυκτέρευσαν) – Ρέθυμνο, τους οδηγεί ενώπιον του Μεχμέτ Πασά του Ρεθύμνου.
Η συνέχεια ήταν ο εγκλεισμός τους στη φυλακή, που υπήρχε στη βάση του λιμενοβραχίονα του Ενετικού λιμανιού του Ρεθύμνου.
Ο Μεχμέτ Πασάς στην αρχή προσπάθησε να τους αλλάξει γνώμη υποσχόμενoς αξιώματα και πλούσια δώρα.
Μάταια όμως, γιατί οι τέσσερις ήρωες επίμονα αρνήθηκαν κάθε συζήτηση, με την ξεκάθαρη διαβεβαίωση ότι «εμείς χριστιανοί γεννηθήκαμε και χριστιανοί θα αποθάνομε».
Η άρνησή τους αυτή εξαγρίωσε τον Τούρκο Πασά και τον έκανε να διατάξει αυστηρή απομόνωση και σκληρά βασανιστήρια, ελπίζοντας ότι έτσι θα κάμψει το φρόνημά τους.
Τέσσερις μήνες, από τον Ιούλιο ως τον Οκτώβριο, οι Άγιοι υπέμεναν τα παντοειδή βασανιστήρια. Ο Μεχμέτ Πασάς είχε εξαντλήσει όλα τα μέσα και τα κολαστήρια χωρίς κανένα αποτέλεσμα.
Η πίστη στον Χριστό των τεσσάρων παλικαριών αποδείχθηκε χαλύβδινη και αλύγιστη. Έτσι, ο Μεχμέτ Πασάς συγκάλεσε έκτακτο ιεροδικείο για να δικάσει τους μεγάλους «εξωμότες» και «υβριστές» του Μωάμεθ. Η απόφαση ήταν δεδομένη. Καταδίκη σε θάνατο δι’ αποκεφαλισμού.
Τα τέσσερα παλικάρια άκουσαν την απόφαση με χριστιανική γαλήνη κι υπερηφάνεια, γιατί αξιώνονταν να πεθάνουν όπως οι παλαιοί μάρτυρες υπέρ Χριστού.
Την τιμωρία όμως των τεσσάρων Ρετζέπηδων που πρόδιδαν τον Μωάμεθ, σύμφωνα με την τουρκική πρακτική, θα έπρεπε να την πληροφορηθούν και να τη δουν όλοι οι ραγιάδες, για να βεβαιωθούν για άλλη μια φορά ότι εμπαιγμός του Μωάμεθ σημαίνει θάνατο.
Σύμφωνα με την πληροφορία του λόγιου φαρμακοποιού Ιωάννη Κούνουπα, που κατέγραψε ο δικηγόρος ιστορικός Μιχάλης Παπαδάκης, ο Πασάς έβγαλε την παραμονή της εκτέλεσης τον βροντόφωνο τελάλη να αναγγείλει ότι:
«Ταϋτέρου τσι δύο ώρες σαμπάιλέν (αύριο το πρωί) θα σφάξουνε στη Μεγάλη Πόρτα τέσσερις γκιαούρηδες. Θα γενούνε κι άλλα μαλζουχάθια (περίεργα) και λογής λογής μασκαραλίκια (γελοιοποιήσεις). Οι λαδομαγατζέδες και τα ντουκιάνια (καταστήματα) θάναι σφαλιχτοί. Να ρθούνε ούλοι Τούρκοι και Ρωμνοί στο σεΐρι (θέαμα)».
Το πρωί της 28ης Οκτωβρίου του 1824 άρχισε η μεγάλη πορεία προς το μαρτύριο, που ξεκινούσε από τις τουρκικές φυλακές (σημερινό τελωνείο του Ρεθύμνου) περνούσε από τον κεντρικό δρόμο και την πλατεία του Ρεθύμνου για να καταλήξει στην Μεγάλη Πόρτα, έξω από τα τείχη της πόλης, στον ανοιχτό χώρο με τα πλατάνια, για να συγκεντρωθούν και να δουν πολλοί την τιμωρία. Εκεί άλλωστε εκτελούνταν και θάπτονταν όλοι οι καταδικασμένοι στην εσχάτη των ποινών.
Εδώ, τα τέσσερα παλικάρια από τις Μέλαμπες, άφοβα και με το κεφάλι ψηλά απαντούν στον δήμιο, όταν τους ζήτησε για άλλη μια φορά να αλλαξοπιστήσουν και να κερδίσουν τη ζωή τους: «Εμείς χριστιανοί γεννηθήκαμε και χριστιανοί θα αποθάνομε».
Το σπαθί του δημίου ανεβοκατέβηκε τέσσερις φορές. Αποκεφάλισε τους τέσσερις γενναίους, που μέχρι την τελευταία τους αναπνοή επικαλούνταν τη βοήθεια του Θεού, με το: «Κυριελέησον».
Το μαρτύριο είχε ολοκληρωθεί. Η λύτρωση από την αποκρυφία βγήκε μέσα από την ομολογία του αίματός τους. Η αγιότητα φτερούγισε και κάθισε στα Ι. Λείψανα των Νέων Μαρτύρων. Οι τέσσερις λαμπάδες που φαίνονταν κάθε βράδυ έδειχναν τη χάρη του Θεού.
Τρεις μέρες έμειναν άταφα τα σώματα των Αγίων, που μυροβολούσαν ευωδία μοναδική. Την τέταρτη μέρα, κάποιοι θαρραλέοι χριστιανοί, με επικεφαλής τον Αντ. Πουρδούνη και το Γεώργ. Λαγό και με τη μεσιτεία του Εμμ. Παπαδάκη, διερμηνέα του Πασά, παρέλαβαν αυτά, και με τις πρέπουσες προς Μάρτυρες τιμές, τα ενταφίασαν στον Ι. Ναό Αγ. Γεωργίου εις τα Περβόλια, εκεί που και μέχρι σήμερα υπάρχουν οι Ιεροί Τάφοι των.
Τα επόμενα χρόνια ο επίσκοπος Ρεθύμνου Ιωαννίκιος ξέθαψε τα ΄Άγια Λείψανά τους και τις μεν Ιερές Κάρες των Αγίων έφερε εις τον Μητροπολιτικό Ναό του Ρεθύμνου, τα δε υπόλοιπα φύλαξε εις την Ιερά Μονή Αρκαδίου.
Σύμφωνα με την παράδοση της ορθόδοξης Εκκλησίας αυτοί που θυσιάζουν το αίμα τους για την πίστη τους στον Χριστό χαρακτηρίζονται αμέσως μετά το μαρτύριό τους «Άγιοι Μάρτυρες της Ορθόδοξης Εκκλησίας» και καταχωρούνται εις το Αγιολόγιό της. Αυτό ίσχυε από την εποχή των παλαιών μαρτύρων των πρώτων χριστιανικών αιώνων μέχρι και την Τουρκοκρατία, με τους νέους μάρτυρες του Χριστού, τους Νεομάρτυρες, όπως τους αποκαλεί η Εκκλησία μας. Έτσι και οι Τέσσερις Μάρτυρες, με το μαρτύριό τους, το «βάπτισμα του αίματος», αναγνωρίστηκαν Άγιοι της Εκκλησίας μας.
Η αναγνώριση αυτή εκφράστηκε κατ’ αρχήν τοπικά, αλλά επίσημα, με την καθιέρωση της τιμητικής εορτής τους την 28η Οκτωβρίου κάθε χρόνο, την αγιογράφηση της εικόνας τους, την σύνταξη της Ασματικής Ακολουθίας τους, ενέργειες που πραγματώθηκαν τα αμέσως επόμενα χρόνια μέχρι το 1837. Υμνογράφος ήταν ο Επίσκοπος Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου Καλλίνικος Νικολετάκης, και αργότερα ο Λάμπης και Σφακίων Ευμένιος Ξηρουδάκης, που συμπλήρωσε την Ιερή Ακολουθία με νέους ύμνους και την οποία με σύμπραξη Επιτροπής Μελαμπιανών επανεξέδωσαν το 1888, με σκοπό την ενίσχυση του έργου ανέγερσης Ι. Ναού των Αγίων στη γενέτειρά τους Μέλαμπες.
Ως προς την ανέγερση Ιερών Ναών των Αγίων Τεσσάρων Μαρτύρων να σημειωθεί ότι παρ’ ότι αυτό ετέθη ενωρίς, ως διακαής πόθος των συμπατριωτών τους, λόγω πολεμικών γεγονότων, οικονομικών και άλλων δυσχερειών η έναρξη έγινε το 1886 στις Μέλαμπες και το 1905 στο Ρέθυμνο με κτίσματα που δεν περατώθηκαν. Η δεύτερη προσπάθεια άρχισε το 1939 στις Μέλαμπες, που δεν ολοκληρώθηκε, και το 1946 στο Ρέθυμνο, που ναι μεν αυτή ολοκληρώθηκε αλλά χωρίς να ικανοποιεί τις ανάγκες. Γι’αυτό και κατεδαφίστηκε το 1972 και στη θέση της ξεκίνησε τρίτη προσπάθεια, ο σημερινός δηλαδή Ι. Ναός των Αγίων στο Ρέθυμνο, ο οποίος περατώθηκε και εγκαινιάστηκε το 1979. Στις Μέλαμπες η τρίτη προσπάθεια προκάλεσε γενική κινητοποίηση των Μελαμπιανών, στην οποία άνδρες και γυναίκες διέθεσαν πολύτιμη, δωρεάν προσωπική εργασία, για τη συλλογή του ελαιοκάρπου των χιλιάδων ελαιοδένδρων της Ι. Μονής Βούλγαρη. Με την πώληση του παραχθέντος ελαιολάδου πληρώθηκαν, στο Εφεδρικό Ταμείο Ρεθύμνης, η δαπάνη της ενοικίασης των ελαιοδένδρων και τα έξοδα της ανέγερσης και του εξοπλισμού του Ι. Ναού, που θεμελιώθηκε το 1952, ολοκληρώθηκε και εγκαινιάστηκε, τελικά, στις 18 Απριλίου 1958.
Αξιομνημόνευτο, ωστόσο, θεωρούμε το γεγονός ότι ο Ι. Ναός των Αγίων στις Μέλαμπες, οικοδομήθηκε, κατά την σωθείσα παράδοση, στο σημείο όπου οι Μάρτυρες αποχωρίστηκαν από τις οικογένειες τους και τους συγχωριανούς τους, και ο Μάρτυρας Αγγελής έβγαλε τα στιβάνια του και τα έδωσε στον φιλιότσο του, Σημαντηρογιάννη («πάρε φιλιότσο τα στιβάνια μου μα μένα δε μου χρειάζουνε μπλιό») , ο δε ναός τους στο Ρέθυμνο οικοδομήθηκε στον τόπο όπου οι Άγιοι μαρτύρησαν.
Εκκλησίες, όμως, προς τιμή των Αγίων Τεσσάρων Νεομαρτύρων οικοδομήθηκαν και σε άλλους οικισμούς που οι κάτοικοι τους είχαν σχέση με τους Αγίους όπως: α) Στα Ακτούντα Αγ. Βασιλείου, το 1877, και με παρότρυνση του Ακτουδιανού ηγουμένου της Ι. Μονής Πρέβελη Αγαθαγγέλου Παπαβασιλείου και τη στήριξη του Μοναστηριού. β) Στον Άγιο Ιωάννη Αμαρίου, το 1893, με πρωτοβουλία της οικογένειας Εμμανουήλ Παπαδογιάννη, γόνου των Αγίων. γ) Στην Αγία Γαλήνη, το 1910, με πρωτοβουλία του δημάρχου των Μελάμπων Μαθιό Μαμαλάκη και του Ιερέα της Ενορίας των Μελάμπων, π. Μιχαήλ Αυγουστάκη, στην οποία Ενορία άνηκε ο τότε δημιουργούμενος οικισμός της Αγ. Γαλήνης.
Να προσθέσουμε ότι στα χρόνια που ακολούθησαν έγινε και η επίσημη διακήρυξη της αγιότητας των Τεσσάρων Αγίων Μαρτύρων, με απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου το 1977, περίοδος που οι σαλβαρωμένοι Άγιοι Τέσσερις Μάρτυρες ετιμώνταν, πλέον, σε όλη την Κρήτη αλλά και σε πολλά μέρη, στα μήκη και τα πλάτη της γης.
Αξιοσημείωτο είναι ότι η παράδοση, από παλιά, υποδείκνυε τις θέσεις των οικιών των Αγίων. Δύο απ’ αυτές, τα τελευταία χρόνια, περιήλθαν στην Ενορία Μελάμπων, τις οποίες ανέπλασε και μεταμόρφωσε. Συγκεκριμένα, η πρώτη μετατράπηκε σε Ιερό Παρεκκλήσιο, ενώ η δεύτερη σε Ιερό Προσευχητάριο. Πρόκειται για μνημεία που επισκέπτονται συνεχώς οι ενορίτες και πλήθος άλλων προσκυνητών, αποδίδοντας στους Αγίους Νεομάρτυρες τον δέοντα σεβασμό και αγάπη.
Εν ολίγοις, από τα παραπάνω συμπεραίνεται ότι η μαρτυρία των εκ Μελάμπων και εν Ρεθύμνη Μαρτυρησάντων Αγ. Τεσσάρων Μαρτύρων είναι μεν ιδιαίτερη στην εξέλιξη, αξιοθαύμαστη δε στο περιεχόμενο της, μα κυρίως σημαντική στον αντίκτυπο που είχε στα χρόνια εκείνα τα κρίσιμα, τα μαρτυρικά, που όπως έγραψε ο αείμνηστος καθηγητής Ευάγγ. Θεοδώρου: «Το αίμα των Νεομαρτύρων, καθώς πότιζε κάθε τόσο και σε κάθε τόπο το χώμα, κρατούσε ζωντανή την χριστιανική πίστη και την εκκλησιαστική παράδοση, συνάμα δε ζωογονούσε το εκκλησιαστικό αλλά και το εθνικό φρόνημα των ραγιάδων, γιατί η ορθοδοξία ήταν – είναι ταυτόσημη με το Έθνος».
Με άλλα λόγια, οι Νεομάρτυρες – όπως αναφέρεται και στο εκδοθέν υπό της Ενορίας Μελάμπων βιβλίο με το βιομαρτύριο και την Ασματική Ακολουθία τους, υπήρξαν «σύμβολα ταυτόσημα με Χριστό και έθνος, που εμψύχωναν τους Κρητικούς και Πανέλληνες, στις αλλεπάλληλες επαναστάσεις τους, τους ενέπνεαν και ατσάλωναν τη θέληση και τις αντοχές τους». Γι’αυτό και τα τροπάρια και τα τραγούδια που γράφτηκαν στη συνέχεια από τους υμνογράφους και ποιητές και υμνούσαν τα κατορθώματα και τις θυσίες των αγίων, ηχούσαν ευχάριστα στα αυτιά των αγωνιστών. Αποτελούσαν υψηλά διδάγματα που χαράσσονταν στη μνήμη των ως προγονικές παρακαταθήκες, ως αιώνια ευγνωμοσύνη και τιμή στα Άγια Πρόσωπα τους, από μέρους όλων των αγωνιζομένων για την ελευθερία της πατρίδας, ανωνύμων και επωνύμων.
Ας είναι η εκ του Μαρτυρίου χάρις και παρρησία των Αγίων Τεσσάρων Μαρτύρων, ευλογία και βοήθεια παντός πιστού επικαλουμένου το Άγιο Όνομά τους.
* O π. Ευάγγελος Τσουρδαλάκης είναι Πρωτ/ρος – Θεολόγος, ενορίας Μελάμπων