«Στο μυαλό μου που ‘χει όρια
και μια ελευθερία ζόρικια,
αλίμονο μου».
Είναι δύσκολη και επώδυνη διαδικασία να απομυθοποιείς τους ήρωές σου. Θυμάμαι τον εαυτό μου, έφηβο. Αγόραζα μανιωδώς τη μεγαλύτερη σε κυκλοφορία κυριακάτικη εφημερίδα, μιας εποχής που ο τύπος ήταν σε τεράστια ακμή, για να διαβάσω άρθρα και συνεντεύξεις από ένα συγκεκριμένο δημοσιογράφο που θαύμαζα απεριόριστα και τον θεωρούσα εξαιρετικά καλλιεργημένο διανοούμενο. Λίγο πριν πατήσω τα είκοσι, η μοίρα μας έφερε για λίγο, με τον εν λόγω δημοσιογράφο, σε ένα κοινό εργασιακό περιβάλλον. Εκεί διαπίστωσα ότι ήταν δύστροπος, αθυρόστομος εξαιρετικά αγενής, ενώ με τεράστια ευκολία μείωνε τους υφισταμένους του. Καμία σχέση με την εικόνα του διανοούμενου που είχα στο μυαλό μου.
Αλλά έτσι είναι συνήθως οι υψηλές προσδοκίες, γκρεμίζονται εύκολα.
Έτσι όπως γκρεμίστηκαν οι προσδοκίες των πρώιμων συντρόφων, που το soundtrack της νεανικής τους ζωής ήταν το Φορτηγό, η Ρεζέρβα, ο Μπάλος, το Βρώμικο Ψωμί…
Παρακολουθώ τις διαδικτυακές μάχες των τελευταίων ημερών με αφορμή τον θάνατο του Διονύση Σαββόπουλου, και ομολογώ με ένοχη απόλαυση ότι τις βρίσκω διασκεδαστικές. Δύο μέτρα και σταθμά, δύο αντίπαλα στρατόπεδα και στιχομυθίες στα όρια της γραφικότητας. Κάπου στα Αριστερά, υποστηρίζουν (όχι αβάσιμα) ότι τα σημαντικά έργα του τα έγραψε μέχρι το ’83 που κυκλοφόρησε το άλμπουμ «Τραπεζάκια Έξω». Μετά υπήρξε ένα κλίμα αμοιβαίας αλληλοαποκύρηξης (κάπως αδόκιμος όρος, αλλά περιγράφει την κατάσταση).
Οι δεξιοί ακροατές θεωρούν σημαντικούς τους δίσκους μετά το ’83, γιατί μάλλον θεωρούν ότι εξέφρασε ένα πιο δεξιό ελληνορθόδοξο και εθνικιστικό προφίλ που τους ταίριαζε περισσότερο αισθητικά. Βλέπω φίλους μου, μεγαλύτερους σε ηλικία, που πόνεσαν ως αριστεροί σε ταραγμένες εποχές, παραμένουν φανερά απογοητευμένοι με τη στάση του μετά τη δεκαετία του ’80 και αυτό είναι σίγουρα απόλυτα σεβαστό. Η δικιά μου γενιά, μάλλον παρακολουθεί αμέτοχη αυτή την κόντρα, αν και θυμάμαι ότι ως παιδί δημοτικού με απορίες, με είχε φρικάρει λίγο ο δίσκος «Κούρεμα» του 1989 γιατί στα παιδικά μου μάτια, ο συμπαθέστατος Διονύσης από πρόσχαρος Άγιος Βασίλης μετατράπηκε σε βλοσυρός γραβατωμένος γιάπης. Η γενιά μου τον γνώρισε μέσα από το έργο του, δεν ήμασταν έτσι κι αλλιώς εξοικειωμένοι με τα εκατέρωθεν «πιστοποιητικά πολιτικών φρονημάτων».
Όλοι φαίνεται να έχουν την απορία, ποιος ήταν πραγματικά ο Σαββόπουλος.
Υπήρξε ευρηματικός καλλιτέχνης, αλλά και μία ιδιοφυΐα του μάρκετινγκ, που έπιανε τον παλμό της εποχής και εξέφραζε τις ανάγκες του ακροατηρίου του. Οι νέοι διψούσαν για πολιτικό τραγούδι κατά τη διάρκεια της επταετίας και κατά την περίοδο της πρώιμης μεταπολίτευσης. Ήταν δυναμικά παρών στη φάση των μπουάτ και σέρβιρε υπέροχη ηλεκτρική ροκ progressive ψυχεδέλεια στον Μπάλο. Τη δεκαετία του ’80 και του ’90 που οι προτεραιότητες άλλαξαν για την τότε νέα κοινωνική τάξη των γιάπις, άλλαξε και η καλλιτεχνική ατζέντα, χωρίς όμως να αλλάξει η ευθύτητα και η αμεσότητα της πολιτικής χροιάς στις δημιουργίες του. Ο καλλιτέχνης φαινόταν αντιφατικός, βρέθηκε όμως σε ένα γενικό κοινωνικό πλαίσιο αλλαγών και αντιφάσεων. Αυτή η αντιφατική ευελιξία στις απόψεις, αυτό το ταλέντο να σερφάρει στα κύματα της κάθε εποχής και να μένει πάντα στην επιφάνεια είναι στοιχεία που χαρακτηρίζουν και την ψυχοσύνθεση του Νεοέλληνα. Ίσως γι’ αυτό η περίπτωση Σαββόπουλου ξεσήκωνε πάντα έντονες συζητήσεις, επειδή οι περισσότεροι τέως θαυμαστές και όψιμοι επικριτές, έβλεπαν σε αυτόν και στοιχεία της δικιάς τους προσωπικότητας που προσπαθούσαν επιμελώς να κρύψουν.
Αλλά και κοινωνιολογικά αν το δει κανείς, το έχει πει καλύτερα ο Βρετανός θεωρητικός Dick Hebdige στο «Subculture: The Meaning of Style» του 1979, ότι η μοίρα της κάθε υποκουλτούρας είναι να γίνει mainstream και να την οικειοποιηθούν ευρύτερα ακροατήρια, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Ο Σαββόπουλος υπήρξε ένας καθρέφτης της μεταπολιτευτικής ελληνικής κοινωνίας, με τα θετικά και αρνητικά της. Αυτό που θα μείνει είναι το έργο του, διαχρονικό, μνημειώδες και επιδραστικό για τις μετέπειτα γενιές. Όλοι ταυτιστήκαμε και ενίοτε δακρύσαμε με τραγούδια του και αυτό το συναίσθημα δε θα μας το στερήσει καμία στείρα κοκορομαχία. Και τελικά, κρίνοντας από τις αμείλικτες κριτικές που δέχτηκε και ο Χατζιδάκις (βλ. Αυριανισμό) και ο Θεοδωράκης, υπάρχει κάποιο σοβαρό πρόβλημα σε μια κοινωνία που συγχωρεί πανεύκολα τα ατοπήματα των πολιτικών μοιράζοντας αφειδώς συγχωροχάρτια, ενώ κρίνει ως ασυγχώρητα τα «λάθη» των καλλιτεχνών.
Επίσης, ας κάνουμε όλοι την αυτοκριτική μας και μάλλον θα πρέπει να αναρωτηθούμε και οι ίδιοι αν η ελληνική θεσμική Αριστερά, ενηλικιώθηκε ποτέ, αφού τόσο εύκολα θάβει τα σύμβολά της και μετά, επιδεικτικά και μικρόψυχα, αρνείται να παραστεί στην κηδεία.










