Διάβασα στα ΜΜΕ ότι εγκαινιάστηκε, στο Μουσείο Μπενάκη, της οδού Πειραιώς, στις 12-3-2024 η έκθεση με τίτλο «Νίκος Αλεξίου. Η συλλογή» η οποία περιλαμβάνει πλήθος σύγχρονων έργων τέχνης από την πλούσια συλλογή (236 έργα) του εικαστικού καλλιτέχνη την οποία ο ίδιος δώρισε στο μουσείο, το 2010, έναν χρόνο πριν φύγει πρόωρα από τη ζωή. Η έκθεση όπως διάβασα είναι ένα ιδιότυπο σύνολο έργων σύγχρονης τέχνης Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών, η οποία αποτελεί μια ακόμη πτυχή ενός πολύπλευρου δημιουργού που επαναπροσδιόρισε στη χώρα μας τις καλλιτεχνικές πρακτικές στα τέλη του 20ού και τις αρχές του 21ου αιώνα, με μακροχρόνιο αντίκτυπο.
Με τον Νίκο έτυχε να είμαστε της ίδιας γενιάς, συμμαθητές και φίλοι κάνοντας συχνά παρέα πριν φύγουμε για σπουδές. Γνωρίζοντας το μέγεθος του αποτυπώματος που άφησε στα εικαστικά δρώμενα της χώρας, αναρωτιέμαι μήπως τελικά η πόλη μας, η πόλη των γραμμάτων, τρώει τα παιδιά της αντιγράφοντας στην πράξη τη μαμά Ελλάδα. Αντιγράφω από το διαδίκτυο το βιογραφικό του για να πάρει ο αναγνώστης μια γεύση για το ποιος ήταν και τι κατάφερε στα εικαστικά δρώμενα της χώρας μας και όχι μόνο ο αείμνηστος συμπολίτης μας Νίκος Αλεξίου.
Γεννημένος το 1960 στο Ρέθυμνο, τέλειωσε το σχολείο και στη συνέχεια σπούδασε πρώτα στην Akademie der Bildenden Künste της Βιέννης (1982-1983) και μετά στην ΑΣΚΤ της Αθήνας, στο εργαστήριο χαρακτικής του Κ. Γραμματόπουλου.
Η πρώτη ατομική του έκθεση (1985, Δεσμός) με συνθέσεις από φυσικά υλικά (πέτρα, ξύλο, λάσπη κ.λπ.), ήταν αποτέλεσμα των αναζητήσεών του γύρω από τις πρωταρχικές ανθρώπινες κατασκευές. Καθώς η δουλειά του εξελίσσεται, το ενδιαφέρον του στρέφεται προς τα φυσικά φαινόμενα, κυρίως προς την κίνηση και τις αντανακλάσεις του φωτός, την ανάλυση των φωτεινών ακτίνων και την προβολή των ιριδισμών, πάνω σε διάφορες επιφάνειες ή στο νερό. Δημιουργεί εγκαταστάσεις με δαντελωτές γεωμετρικές κατασκευές, από καλάμι ή από χαρτί, σε ποικίλες διαστάσεις, που κτίζουν ρευστούς και ποιητικούς χώρους, συχνά με συμβολικές προεκτάσεις. Η τέχνη του εμπεριέχει αναφορές στην παράδοση ή στο ιστορικό παρελθόν, με μια εντυπωσιακή ποικιλία μέσων, από τις εύθραυστες χειροτεχνικές κατασκευές μέχρι την προηγμένη τεχνολογία. Από το 2003, ασχολήθηκε επισταμένα με θέματα και μοτίβα από την Ιερά Μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους, την οποία επισκεπτόταν συχνά. Κατόρθωσε να εκφράσει το μυστικιστικό στοιχείο και τον πλούτο της θρησκευτικής αρχιτεκτονικής με πολυσύνθετα μέσα, αλλά και με μια διάθεση στοχασμού και περισυλλογής.
Εκπροσώπησε την Ελλάδα στην 23η Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας (2005), καθώς και στην 52η Μπιενάλε της Βενετίας (2007), με το πολυσυζητημένο έργο του The End, μια μεγάλη εγκατάσταση εμπνευσμένη από το ψηφιδωτό δάπεδο του Καθολικού της Μονής Ιβήρων. Μια περιληπτική εκδοχή του έργου, με ψηφιακά επεξεργασμένες αποτυπώσεις του ίδιου ψηφιδωτού, εκτέθηκε παράλληλα στην Αθήνα (Γκαλερί Ζουμπουλάκη, 2007) και στο Μόναχο (Françoise Heitsch / Gallery For Contemporary Art, 2007). Με ανάλογο τρόπο, σε ψηφιακές εκτυπώσεις μεγάλων διαστάσεων, παρουσιάστηκε και ο χώρος της Πλατείας και της Βασιλικής του Αγίου Μάρκου της Βενετίας, (Γκαλερί Ζουμπουλάκη 2010), σαν δεύτερη φάση της ίδιας πορείας. Παράλληλα με την εικαστική του δουλειά, σκηνογράφησε πλήθος θεατρικών παραστάσεων, κυρίως στην Ελλάδα. Συνεργάστηκε με τη χοροθεατρική «Ομάδα Εδάφους» του Δημήτρη Παπαϊωάννου και με πολλούς σημαντικούς θιάσους. Υπήρξε επίσης συλλέκτης έργων σύγχρονης τέχνης. Μέχρι τον πρόωρο θάνατό του (Αθήνα, 2011), είχε παρουσιάσει το έργο του σε πάνω από 15 ατομικές εκθέσεις και σε πολλές ομαδικές, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Ο Νίκος Αλεξίου υπήρξε ένας πολύ ξεχωριστός κρίκος στην αλυσίδα της ιστορίας της σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα. Από τη μια πλευρά, στοιχεία «παλαιάς κοπής», όπως είναι ο ασκητισμός και η ελληνικότητα, είναι καθοριστικά στο έργο του. Κι από την άλλη, η βαθύτερη φύση της τέχνης του ήταν τόσο πολύ πιο μπροστά από την εποχή της, που δικαίως ο ίδιος απέκτησε μια τόσο δραστική επιρροή στους συνομήλικους και νεότερούς του καλλιτέχνες, διανοίγοντας (για εκείνους και όχι τόσο για τον ίδιο) τη λεωφόρο προς τη νοησιαρχική προτεραιότητα, την εννοιοκρατική λογική, την αυτοαπεύθυνση και άλλα τινά που έφεραν τη σύγχρονη τέχνη στο σημείο να παράγει έργα απρόσφορα για πάνω από τον καναπέ.
Γενικότερα ο Αλεξίου αναγνωρίστηκε και από τους παλαιότερους ως πατριαρχική φιγούρα του κλάδου. Κάτι στο οποίο μπορεί να συνεισέφερε και η κάπως αψύτητα της προσωπικότητάς του, καθώς και η ικανότητά του να έχει πάντα το επάνω χέρι στο παιχνίδι με τους γκαλερίστες και επί της ουσίας να ελέγχει κατά τη βούλησή του ποια δουλειά θα δείξει, πότε και πού. Στη σύντομη ζωή του χάρηκε μια σπάνια ελευθερία ως καλλιτέχνης και την αξιοποίησε προς όφελος τού να έχει έλεγχο της ποιότητας των έργων του και να δοκιμάζει τα όρια των δυνατοτήτων τους. Ένα καλό παράδειγμα αυτής της διερεύνησης ορίων είναι η χρήση του σίδερου (αντί για καλάμι) για το μεγάλο πλέγμα (ύψους περίπου έξι ορόφων) που κοσμεί τοίχο του ξενοδοχείου The Athens Gate στη λεωφόρο Αμαλίας, μία από τις ομορφότερες γλυπτικές συνθέσεις σε δημόσια θέα στην Αθήνα.
Η Εθνική Τράπεζα είχε επιλέξει να γιορτάσει τα 175 χρόνια από την ίδρυσή της, με έναν ξεχωριστό τρόπο: προσφέροντας στο κοινό, που περνούσε από την πλατεία Κοτζιά, τη δυνατότητα να θαυμάσει και να σταθεί στην πρόσοψή του κεντρικού κτιρίου της, το οποίο είχε γίνει χώρος υποδοχής ενός εμβληματικού έργου σε βίντεο του Νίκου Αλεξίου, τον οποίο θεωρούσε έναν από τους πιο σημαντικούς καλλιτέχνες της εποχής μας. Είναι το έργο με το οποίο εκπροσωπήθηκε η Ελλάδα στην 52η Μπιενάλε της Βενετίας το 2007 με τίτλο «Ένα τέλος – Μια αρχή».
Ο καθηγητής Γιώργος Τζιρτζιλάκης, ο οποίος επέλεξε το έργο του Νίκου Αλεξίου για να εκπροσωπήσει την Ελλάδα στην Μπιενάλε της Βενετίας είχε πει γι’ αυτόν στους δημοσιογράφους: «Όσοι τον γνωρίσαμε, τον θυμόμαστε ως ένα σεμνό, βαθειά ταπεινό άνθρωπο, ακάματο εργάτη της τέχνης, ένα καλλιτέχνη με υψηλή αισθητική, ο οποίος με το έργο του εξέπεμπε σεβασμό στην παράδοση και στο παρελθόν, ταυτόχρονα όμως ήταν εξαιρετικά σύγχρονος και τολμηρός. Η σχέση του έργου του ανάμεσα στο χθες και στο σήμερα, «ήταν σαν ερώτημα, σαν διακινδύνευση, σαν ένας κλονισμός, όχι σαν μία βεβαιότητα και αυτό το ερώτημα κάνει το έργο του σύγχρονο».
Με εξαίρεση μια έκθεση του Νίκου στο Ρέθυμνο το 1982 αν θυμάμαι καλά, στο κτίριο Δελφίνι, δεν έγινε ποτέ ξανά κάτι στη γενέτειρά του που να αναφέρεται στο οπωσδήποτε σπουδαίο έργο του, που ξεπέρασε τα σύνορα της χώρας. Μήπως είναι καιρός πλέον να γίνει μια εκδήλωση στη μνήμη του και να τιμηθεί ίσως με την ονομασία μιας οδού στην πόλη των γραμμάτων;