Στα ίδια πάντα μετερίζια και οι επιζώντες εκείνων των εποχών
Γιορτή της Δημοκρατίας και ο νους γυρίζει πίσω σε κάτι ταλαιπωρημένες ψυχές, που όταν δεν ήταν σε κάποιο ξερονήσι ή φυλακή, υπήρξε καιρός που δεν τους μιλούσαν ούτε οι συγγενείς τους για να μην «χαρακτηριστούν».
Κι ήταν οι πρώτοι που «μάζευαν» οι κλούβες σε κάθε πολιτειακή αλλαγή. Λειτουργούσε μεν η δημοκρατία με την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος και της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης αλλά κανένας καθωσπρέπει νέος δεν έπρεπε να κάνει παρέα με αριστερούς.
Ήρθαν κι εποχές που και οι γάμοι ιδιαίτερα των ένστολων έπρεπε να γίνουν μετά την προσκόμιση πιστοποιητικού κοινωνικών φρονημάτων της νύφης και του σογιού της ενίοτε.
Αυτά θέλησε να καταργήσει ο αείμνηστος Γιάννης Κεφαλογιάννης βάζοντας ταφόπλακα στα μίση με το κάψιμο των φακέλων, αλλά «βρήκε το μπελά του» από ορισμένους.
«Εγώ ήθελα το φάκελο μου» μου ωρυόταν ο επίσης αξέχαστος Γιάννης Κυριακάκης.
Μέχρι όμως να κατασταλάξουν οι ιστορικοί για το τι έπρεπε να γίνει ας ανάψουμε ένα κερί στη μνήμη κάποιων ανθρώπων που αγωνίστηκαν για τη δημοκρατία.
Δεν χάρηκαν ούτε τα δώρα της οικογενειακής ζωής κυνηγημένοι σε όλη τους τη ζωή για να υπερασπίζονται την ιδεολογία τους με πάθος και ενίοτε με φανατισμό.
Γιάννης Κυριακάκης
Ήταν μια εμβληματική μορφή ο Γιάννης Κυριακάκης. Ο άνθρωπος, κοινής αποδοχής, που έχαιρε τέτοιας εκτίμησης και σεβασμού, ώστε θα μπορούσε να πουλήσει ακόμα και σε δεξιό… «Ριζοσπάστη».
Ο ίδιος ο Γιάννης Κεφαλογιάννης, ο πρώην βουλευτής και υπουργός στη βιογραφία του, που μου υπαγόρευσε, αναφερόμενος σε εμβληματικές μορφές του Ρεθύμνου, πρώτο έβαλε τον Γιάννη Κυριακάκη. Κι ας ήταν πάντα ο πλέον φανατικός πολέμιος της παράταξής του.
Ναι ήταν ένας ξεχωριστός άνθρωπος ο αξέχαστος συμπολίτης. Κουβαλούσε ματωμένες μνήμες, είχε στερηθεί μεγάλες χαρές της ζωής κι όμως είχε πάντα το κουράγιο να χαμογελά και να αστειεύεται.
Είχε θυσιάσει την προσωπική του ζωή για την ιδεολογία του κι όμως δεν έδειχνε να το έχει μετανιώσει ποτέ.
Είχε την αγνότητα μικρού παιδιού κι όταν μιλούσε με κάποιο γνωστό του στον δρόμο, τότε που οι άνθρωποι είχαν ακόμα χρόνο ν’ ανταλλάξουν μερικές φράσεις με συμπολίτη, εκτός Facebook, που άλλωστε δεν υπήρχε, όταν τελείωναν τη συνομιλία λίγο πριν τον αποχαιρετήσει του έβαζε με τρόπο στο χέρι και μια …καραμέλα.
Διάκονος της προσφοράς
Μικροί μεγάλοι είχαν μερίδιο στην ευγενική του αυτή χειρονομία. Είχε μια έμφυτη τάση να προσφέρει ο Γιάννης Κυριακάκης. Από νιάτα και προσωπική ευτυχία στον δικό του αγώνα μέχρι τις μικρές γλυκές απολαύσεις, σε όποιον συναντούσε κι αντάλλασε δυο κουβέντες μαζί του. Ήταν γι’ αυτόν η προσφορά ανάγκη ψυχής.
Ευτύχησα να κάνω πολλές συζητήσεις μαζί του και όσα προσθέσω στη μοναδική πηγή που τον αναφέρει, τον αξέχαστο δάσκαλο και συγγραφέα Νίκο Περακάκη, είναι δικές μου μνήμες που καταθέτω με απόλυτη ακρίβεια χωρίς να προσθέσω ή να αφαιρέσω ούτε μια λέξη.
Από Αμαριώτικη ιστορική οικογένεια
Ο Γιάννης Αντ. Κυριακάκης καταγόταν από το Μοναστηράκι Αμαρίου και προερχόταν από μια μεγάλη ιστορική οικογένεια αγωνιστών.
Ο πατέρας του Αντώνης, με το επιβλητικό παράστημα, χρημάτισε πληρεξούσιος της Κρητικής Πολιτείας.
Ήταν επίσης με τον Βενιζέλο στη Συντακτική Συνέλευση του 1897.
Αργότερα έγινε δικαστικός υπάλληλος.
Ο Γιάννης ακολούθησε την ίδια επαγγελματική πορεία όταν τέλειωσε το σχολείο του. Όσο χρόνο φυσικά του επέτρεψαν οι συνθήκες με τις συνεχείς διώξεις και ταλαιπωρίες που έκαναν τη ζωή του κόλαση.
Εθελοντής στη Μάχη της Κρήτης
Ο Γιάννης Κυριακάκης με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου βρέθηκε στην πρώτη γραμμή του μετώπου, όπου με τις ανδραγαθίες που πήρε έφτασε το βαθμό του ανθυπολοχαγού. Με την κατάρρευση του μετώπου βρέθηκε στην Πελοπόννησο, όπου υπηρετούσε ως έφεδρος ανθυπολοχαγός. Καταφέρνει όμως με δική του πρωτοβουλία και φθάνει στην Κρήτη το Μάη του 1941. Είχε καταφέρει μαζί με άλλους Κρήτες αξιωματικούς και οπλίτες να οργανώσει την κάθοδο χιλίων περίπου στρατιωτών. Παίρνει μέρος ενεργά στη Μάχη της Κρήτης δείχνοντας απαράμιλλο θάρρος και αυτοθυσία.
Με την κατάκτηση της Κρήτης από τους ναζί ο Γιάννης οργανώνεται στην Αντίσταση και παίρνει μέρος στις πιο ριψοκίνδυνες αποστολές διευθύνοντας τον παράνομο τύπο. Αναφέρεται στους επικεφαλής της επαρχιακής επιτροπής του ΕΑΜ στην πόλη του Ρεθύμνου μαζί με τους Νίκο Δασκαλάκη, Νίκο Ανδρουλιδάκη, Γιώργη Αγγελιδάκη, Γιώργη Παπαδάκη, Κώστα Αντωνάκη, Γιάννη Τζέλεση, Νίκο Μυλωνάκη, Μιχάλη Κουτρουμπά και Πέτρο Ταχτατζή.
Ο Γιάννης Κυριακάκης με τον δάσκαλο Τσουπάκη (δεν βρήκα άλλα στοιχεία γι’ αυτόν) και άλλους πατριώτες, πιάστηκαν από τους Γερμανούς στις 12 Δεκεμβρίου 1943.
Πέρασε απάνθρωπα βασανιστήρια για να μαρτυρήσει συνεργάτες του. Εκείνος όμως κατάφερε να νικήσει και τον φόβο και τον πόνο.
Επιστρέφοντας γνώρισε τη χειρότερη περίοδο της σύγχρονης ιστορίας. Βρέθηκε στη δίνη της μισαλλοδοξίας. Τώρα εχθρός του ήταν ο συμπατριώτης του που δεν είχε την ίδια ιδεολογία.
Νέες διώξεις ακολούθησαν κι αυτή τη φορά πιο σκληρές. Μια μανία αφανισμού είχε καταλάβει κάθε πλευρά για να τρίβουν τα χέρια τους με ικανοποίηση οι ηθικοί αυτουργοί αυτής της ανθρώπινης κατάντιας.
Η πρώτη «ανταμοιβή» για τις τόσες του υπηρεσίες στην Αντίσταση και στην Πατρίδα ήταν να απολυθεί από την υπηρεσία του.
«Δεν με έκριναν άξιο να είμαι κρατικός λειτουργός» μου έλεγε γελώντας μόνος του.
Έτσι πάλευε να ξαναβρεί τον δρόμο του στη ζωή, αλλά ακόμα και στη χειρότερη περίοδο που έκλειναν όλες οι πόρτες δεν σκέφτηκε να συμβιβαστεί.
Στα χρόνια της μεταπολίτευσης απλός, δωρικός, πάντα αξιοπρεπής και ασυμβίβαστος ασχολήθηκε με το βιβλιοπωλείο του εκεί στην οδό Τσουδερών, που του εξασφάλιζε το μεροκάματο για να συντηρήσει τη μητέρα και τις αδελφές του. Τα παράσημα για τη δράση του δεν ήταν στο στήθος. Αλλά στο πρόσωπό του. Σημάδια από τις τόσες του ταλαιπωρίες. Το ντύσιμό του πάντα απλό αλλά περιποιημένο. Ο Γιάννης Κυριακάκης μπορούσε να σταθεί οπουδήποτε, να υψώσει τη φωνή, να κρίνει και να επικρίνει χωρίς κανένας να διανοηθεί έστω να τον προσβάλει.
Είχε μια έμφυτη αρχοντιά και μια ανεπιτήδευτη ευγένεια που τον έκανε επίσης να ξεχωρίζει. Σεβόταν τους ανθρώπους ανεξαρτήτως ηλικίας και κοινωνικής θέσης. Εφάρμοζε την ιδεολογία του στην πράξη, αποφεύγοντας να είναι μόνο ο δάσκαλος που διδάσκει.
Τιμούσε τους συναγωνιστές του και αναφερόταν με συγκίνηση από τις στήλες των τοπικών εφημερίδων σε επετείους και σε αγνούς ιδεολόγους.
Ο Γιάννης Κυριακάκης έμεινε στην ιστορία του τόπου σαν μια από τις εμβληματικές φυσιογνωμίες πέρα από τους πιο αφοσιωμένους υπερασπιστές της αριστερής ιδεολογίας.
Γι’ αυτό και κάθε φορά που έρχεται στο νου η θύμησή του, τον συνοδεύει επάξια μια από τις αγαπημένες του φράσεις που μας έλεγε όταν αναφερόταν σε συναγωνιστές του ή όταν κατέθετε στεφάνι σε επετειακές εκδηλώσεις: Τιμή και δόξα.
Μπάμπης Γεωργακάκης
Ακόμα ένας αξέχαστος αντιστασιακός ήταν ο Μπάμπης Γεωργακάκης.
(1941-27 Δεκεμβρίου 2002)
Γεννήθηκε στην Κοξαρέ το 1941. Σύμφωνα με τις αναφορές της Βικιπαίδειας ανέπτυξε αντιδικτατορική δράση και για τον λόγο αυτό διώχθηκε και φυλακίστηκε από τη χούντα. Ήταν από τους ιδρυτές της οργάνωσης Απελευθερωτικό Κίνημα Κρήτης, τα μέλη της οποίας συνελήφθησαν το 1968. Ο ίδιος φυλακίστηκε στις φυλακές της Κέρκυρας και αποφυλακίστηκε έπειτα από πέντε χρόνια.
Ο Γεωργακάκης ήταν αντιπρόεδρος της επιτροπής για την απομάκρυνση των ξένων βάσεων και ανέπτυξε συνδικαλιστική δράση σε ερευνητικά ιδρύματα (όπως το ΚΕΠΕ).
Μεταπολιτευτικά, υπήρξε ιδρυτικό μέλος του ΠΑΣΟΚ και πολιτεύτηκε με το κόμμα. Εξελέγη βουλευτής Ρεθύμνου το 1981 λαμβάνοντας 6.002 ψήφους. Στη συνέχεια ανέλαβε γενικός γραμματέας του υπουργείου Αιγαίου.
Λίγο πριν πεθάνει, παρουσίασε το βιβλίο του, με τίτλο «Ταραγμένα χωρικά ύδατα».
Απεβίωσε από καρκίνο σε ηλικία 61 ετών στην Αθήνα στις 27 Δεκεμβρίου 2002 και κηδεύτηκε τη μεθεπομένη στην Κοξαρέ.
Από όσους σκιαγράφησαν κατά καιρούς την προσωπικότητα του επιλέγουμε αποσπάσματα από την ομιλία του συντρόφου του Στ. Πετρουλάκη που είπε μεταξύ άλλων για τον φίλο του σε τιμητική εκδήλωση που είχε οργανώσει ο Σύλλογος Κρητών Ζωγράφου: «Ο Μπάμπης και εγώ γεννηθήκαμε σε δύο χωριά, που απέχουν μεταξύ τους περίπου δύο χιλιόμετρα.
Οι συναντήσεις μας, από το 1955, συνεχίζονταν στο Ρέθυμνο. Μαθητής του πρώτου γυμνασίου εγώ, μαθητής του δεύτερου γυμνασίου ο Μπάμπης. Διαφορετικά γυμνάσια, διαφορετικές τάξεις, αλλά συνηθισμένα τα ανταμώματα στην αυλή, τα διαλείμματα.
Στις συζητήσεις μας τότε, κυριαρχούσε το εθνικό θέμα της Κύπρου. Μας ενθουσίαζαν, μας γοήτευαν θα έλεγα, ο αγώνας των Κυπρίων αδελφών μας και οι ηρωικές πράξεις των Αγωνιστών της ΕΟΚΑ. Παράλληλα, μας γέμιζαν με θυμό και αγανάκτηση, οι βάρβαρες εκτελέσεις των ηρώων αγωνιστών, από τους κατακτητές και πολιτισμένους υποτίθεται Βρετανούς.
Μετά το γυμνάσιο οι δρόμοι μας χώρισαν. Χώρισαν γιατί στις υπάρχουσες τότε δύσκολες πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, διαλέξαμε διαφορετικές κατευθύνσεις επαγγελματικού προσανατολισμού. Ο Μπάμπης διάλεξε την ξενιτιά, τη Γερμανία για δουλειά και σπουδές. Εγώ διάλεξα τη Σχολή Ικάρων.
Νέα για τον φίλο μου είχα όταν συνελήφθηκε από τη χούντα. Ένοιωσα απεριόριστο θαυμασμό για τον Μπάμπη και μεγάλη υπερηφάνεια, που είχα την τιμή να είμαι φίλος του. Ο θαυμασμός και η υπερηφάνεια μου μεγάλωσαν, όταν έμαθα από φίλους και συγχωριανούς λεπτομέρειες, για τη δράση του Μπάμπη και των συντρόφων του. Όταν έμαθα ότι μία ομάδα νέων κυρίως ανδρών (Χαρ. Γεωργακάκης, η ψυχή της ομάδας, Νικ. Απανωμεριτάκης, Μιχ. Παπαδάκης, Κων. Σταματάκης και ο μεγαλύτερος τους και πάντοτε παρών στους αγώνες Σήφης Μαμαλάκης) αποφάσισε, από τις πρώτες ημέρες επιβολής της ξενοκίνητης χούντας, να την πολεμήσει.
Αποτέλεσμα αυτής της απόφασης ήταν, η συγκρότηση της αντιστασιακής οργάνωσης Απελευθερωτικό Κίνημα Κρήτης, το φθινόπωρο του 1967. Ένα χρόνο μετά, όλη η ομάδα συλλαμβάνεται, και τα μέλη της μεταφέρονται και κρατούνται στα κρατητήρια της ασφάλειας, των προαστίων της Αθήνας. Οι ανακρίσεις έγιναν σε συνθήκες κράτησης πλήρους απομόνωσης, συνοδευόμενης με απάνθρωπα βασανιστήρια.
Στη δίκη τους, που έγινε στο έκτακτο στρατοδικείο της Λάρισας, δικάστηκαν όλοι σε πολυετή φυλάκιση. Ο Μπάμπης Γεωργακάκης όμως, συνεχίζει να αντιστέκεται στη χούντα. Στις φυλακές ύψιστης ασφάλειας της Κέρκυρας που κρατείται, μεταφέρεται και ο άλλος μεγάλος αγωνιστής της Δημοκρατίας, Σήφης Βαλυράκης. Αποφασίζουν και σχεδιάζουν να αποδράσουν. Τη νύκτα της 19ης Μαΐου 1972 κατορθώνουν να πραγματοποιήσουν το σχέδιο τους, αλλά πηδώντας από τον τοίχο της φυλακής, ο Μπάμπης, δυστυχώς τραυματίζεται και συλλαμβάνεται. Ο Σήφης διαφεύγει και ύστερα από μεγάλη περιπέτεια, κολυμπώντας έφθασε στην Αλβανία. Για τον Μπάμπη που έμεινε πίσω άρχισαν νέες ανακρίσεις, νέα δίκη και επιπρόσθετη φυλάκιση.
Τον Σεπτέμβριο του 1973 δέχθηκα ένα τηλεφώνημα. Ήταν από τον φίλο μου. Η χαρά απεριόριστη, η συγκίνηση μας απερίγραπτη. Λίγες μέρες πριν είχε αφεθεί ελεύθερος, λόγω της αμνηστίας του δικτάτορα Παπαδόπουλου. Με λόγια λίγα και ύφος σοβαρό άρχισε να με συμβουλεύει αλλά και να με μαλώνει. «Είσαι τρελός, μου είπε, τι κάνεις πρόσεχε αυτοί είναι αδίστακτοι, θα σε εξαφανίσουν, πρόσεχε, σε χρειαζόμαστε». Θεώρησε, φίλες και φίλοι, καθήκον του να με συμβουλέψει όταν έμαθε για τη συμμετοχή μου στο κίνημα του Ναυτικού με την ομάδα του Στάπα και για τον αγώνα μου, υπέρ του «όχι» στην ψευτοδημοκρατία του Παπαδόπουλου, στα χωριά της περιοχής μας στην Κρήτη.
Το ακόμη συγκινητικότερο ήταν όμως το γεγονός ότι ενώ τον Σεπτέμβριο με συμβούλευε να προσέχω, αυτός στις 4 του Νοέμβρη 1973 προκαλεί και πολεμά πάλι τη χούντα. Την ημέρα αυτή παραβρέθηκε μαζί με 15.000 περίπου Δημοκράτες πολίτες στο μνημόσυνο του «Γέρου της Δημοκρατίας», του Γεωργίου Παπανδρέου, στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.
Ο Μπάμπης κατά τη διάρκεια της επιμνημόσυνης δέησης, γέμισε με προκηρύξεις την περιοχή. Προκηρύξεις που έφερε μαζί του, τοποθετημένες σε θήκες, ραμμένες στο εσωτερικό του παλτού του. Τα μηνύματα των προκηρύξεων, ήταν: Όχι στη συμμετοχή των ψευτοεκλογών του Μαρκεζίνη, όχι στην αρχηγεία της Δημοκρατικής Παράταξης σε παλαιά στελέχη της ΕΚ, ένας είναι ο Αρχηγός, ο Ανδρέας Παπανδρέου. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι την περίοδο αυτή πολλά εξέχοντα στελέχη της ΕΚ, ήταν υπέρ της συμμετοχής στις εκλογές παρωδία, του Μαρκεζίνη. Ενώ, απόλυτα αντίθετος ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου.
Πιστός στις ιδέες, τις αρχές και τα οράματα του σοσιαλισμού βρέθηκε πλάι στον Ανδρέα Παπανδρέου. Ήταν ιδρυτικό μέλος του ΠΑΣΟΚ. Διετέλεσε μέλος της κεντρικής του επιτροπής και του τομέα οργανωτικής πολιτικής.
Οι διωγμοί, οι αποκλεισμοί, η ανέχεια, καταγράφηκαν στην ψυχή του, γιαυτό ήξερε τι ήθελε από την πατρίδα και τι να προσφέρει σε αυτήν. Ήθελε να ζει σε μια πατρίδα, που να παρέχει ελευθερία, ασφάλεια, δημοκρατία και ίσα δικαιώματα σε όλους. Στην παιδεία, στην υγεία και στην εργασία. Όταν η πατρίδα, δεν προσέφερε τα παραπάνω στους πολίτες της, γινόταν απηνής διώκτης, του οποιουδήποτε κατεστημένου.
Αγαπούσε τους συνάνθρωπους, τους συντρόφους και τους φίλους του. Στους οποίους παρείχε τα πάντα, βοήθεια, ιδέες, συμβουλές. Δεν ξέφυγε όμως και αυτός από τον κανόνα της αχαριστίας. Αχαριστία που γεύτηκε, από κοντινούς φίλους και από συντρόφους του. Όμως δεν κρατούσε κακία, συχωρούσε εύκολα. Άνθρωπος είναι σφάλματα κάνει, έλεγε…».
Θεωρούμε ιστορική την ομιλία αυτή γι’ αυτό και την παραθέσαμε σε μεγάλα αποσπάσματα. Γιατί μέσα από τους αγώνες του Μπάμπη Γεωργακάκη αναδύεται λαμπρή η σύγχρονη ιστορία με τους αγώνες για δημοκρατία και εθνική αξιοπρέπεια.
Και άλλοι αγωνιστές
Ο Πέτρος Ταχτατζής ήταν από τους πρώτους που συνελήφθησαν στο Ρέθυμνο μόλις ανέλαβε την εξουσία η χούντα των συνταγματαρχών αλλά με στεντόρεια φωνή ενώ τον οδηγούσαν στην ασφάλεια δεν έπαυε να φωνάζει «Ζήτω η Δημοκρατία». Τα φερέφωνα των συνταγματαρχών θέλησαν να εξασφαλίσουν και τα νότα τους και από εφημερίδες με ξεκάθαρο το στίγμα τους στα δημοκρατικά ιδεώδη. Αμέσως κάλεσαν στο Αστυνομικό Τμήμα τον εκδότη των «Ρ.Ν.» Γιάννη Χαλκιαδάκη και του ζήτησαν συνεργασία. Εκείνος τους απάντησε ευθαρσώς ότι θα προτιμήσει να σταματήσει την έκδοση.
Η αντίδραση των χουντικών ήταν άμεση. Ακολούθησε νέα οδύσσεια για τον Γιάννη Χαλκιαδάκη με διώξεις και φυλάκιση. Ρεθεμνιώτες φοιτητές οργανώνονται στην Αθήνα με άλλους πυρήνες αντίστασης.
Περνούν επτά χρόνια πέτρινα για την Ελλάδα. Όσοι δεν βρίσκονταν στην Ελλάδα, συσπειρώνονται γύρω από ομάδες που αγωνίζονται για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας. Ο Μπάμπης Πραματευτάκης με αφορμή τη σύλληψη της Αμαλίας Φλέμινγκ συνθέτει στο Μόναχο που έχει αποκλειστεί, όλη τη διάρκεια της επταετίας, το «Χαράματα κτυπούν την πόρτα» σε ποίηση Παύλου Μπακογιάννη που γίνεται φωνή αντίστασης για τους ξενιτεμένους Κρητικούς.
Αμέτρητοι είναι οι Ρεθεμνιώτες που δίνουν τον δικό τους αγώνα. Οι περισσότεροι θα γνωρίσουν τη φρίκη των κολαστηρίων της Μπουμπουλίνας. Ανάμεσά τους ο Γιάννης και η Αιμιλία Βογιατζάκη, ο Γιώργης Περάκης, ο Γιάννης Σμπώκος και πολλοί άλλοι.
Ο Ουρανογιώργης θα επιχειρήσει να ξεσηκώσει φλόγες επανάστασης με την ιστορική συνάντηση αγωνιστών στο Αγιασμάτσι.
Θα γραφτούν πολλές σελίδες τιμής για τους αγνούς δημοκράτες. Μέχρι που θα έρθει η μέρα που η Δημοκρατία θα απαλλαγεί από τα δεσμά της. Το Ρέθυμνο θα ξαναδώσει τα διαπιστευτήριά τους με συντριπτικά αποτελέσματα σε δημοψηφίσματα.
Έχουν περάσει τόσα χρόνια από τότε. Αλλά η πόλη των Γραμμάτων και Τεχνών συναντά κάθε χρονιά την επέτειο με μνήμες λεβεντιάς. Και απλά εύχεται ποτέ πια η Δημοκρατία να μην περάσει τη δίνη του παραλογισμού που έζησε για επτά πέτρινα χρόνια. Σαν να ΄ναι χθες.